Η ΕΚΤ, σε συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), δανείζει απεριόριστα κεφάλαια στις τράπεζες κατόπιν της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επιπλέον, αγοράζει ομόλογα από συμμετέχοντες στην αγορά. Ως αποτέλεσμα, το τραπεζικό σύστημα συνολικά διαθέτει περισσότερο χρήμα - ή ρευστότητα - από ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται πλεονάζουσα ρευστότητα.
Τι είναι όμως η πλεονάζουσα ρευστότητα; Πώς χρησιμοποιείται από τις τράπεζες; Μήπως πρόκειται για ανενεργά κεφάλαια που δεν προσφέρουν τίποτα στην οικονομία και τους πολίτες, όπως ισχυρίζονται κάποιοι;
Τι είναι ακριβώς η πλεονάζουσα ρευστότητα;
Ας δούμε πρώτα τι σημαίνει ρευστότητα και ποιος είναι ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας στη διαδικασία χορήγησής της. Οι εύρωστες τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να διακρατούν μακροπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού, όπως στεγαστικά δάνεια, πρέπει όμως να μπορούν άμεσα να καλύψουν κάποιες υποχρεώσεις, όπως οι αναλήψεις μετρητών μέσω ΑΤΜ. Οι τράπεζες χρειάζονται επίσης ρευστότητα για την τήρηση των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών. Οι φερέγγυες τράπεζες μπορούν να απευθύνονται στην κεντρική τράπεζα για να αντλήσουν αυτή τη ρευστότητα βραχυπρόθεσμης διάρκειας. Το σύνολο της ρευστότητας που είναι διαθέσιμη στο τραπεζικό σύστημα και υπερβαίνει τις ανάγκες των τραπεζών ονομάζεται πλεονάζουσα ρευστότητα.
Πώς μπορούν οι τράπεζες να χρησιμοποιήσουν την πλεονάζουσα ρευστότητα;
Οι εμπορικές τράπεζες τηρούν τρεχούμενους λογαριασμούς στην κεντρική τράπεζα. Το σύνολο της (πλεονάζουσας) ρευστότητας είτε διακρατείται σε αυτούς τους τρεχούμενους λογαριασμούς στην κεντρική τράπεζα είτε τοποθετείται στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων. Με άλλα λόγια, η πλεονάζουσα ρευστότητα κατά κανόνα παραμένει στην κεντρική τράπεζα. Μια τράπεζα μπορεί να μειώσει την πλεονάζουσα ρευστότητα που διαθέτει, χορηγώντας π.χ. δάνεια σε άλλες τράπεζες, αγοράζοντας στοιχεία ενεργητικού ή μεταφέροντας κεφάλαια εκ μέρους των πελατών της, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το τραπεζικό σύστημα συνολικά: η ρευστότητα καταλήγει πάντοτε σε μια άλλη τράπεζα και επομένως σε λογαριασμό που τηρείται στην κεντρική τράπεζα. Πρόκειται για ένα αυτόνομο, ή με άλλα λόγια, κλειστό σύστημα. Η ρευστότητα δεν μπορεί καν να μεταφερθεί εκτός της ζώνης του ευρώ, παρά μόνο σε φυσική μορφή, δηλαδή με τη μορφή τραπεζογραμματίων.
Εάν ένας επενδυτής από τη ζώνη του ευρώ επιθυμεί, για παράδειγμα, να επενδύσει σε αμερικανικά εταιρικά ομόλογα, τα χρήματα πρέπει πρώτα να μετατραπούν σε δολάρια ΗΠΑ. Ο επενδυτής πρέπει επομένως να πωλήσει τα ευρώ που διαθέτει και να αγοράσει δολάρια ΗΠΑ, πιθανότατα σε θυγατρική αμερικανικής τράπεζας που είναι εγκατεστημένη στη ζώνη του ευρώ. Τα δολάρια ΗΠΑ μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για να γίνει η επιθυμητή επένδυση. Τα ευρώ παραμένουν στον λογαριασμό της ευρωπαϊκής θυγατρικής της αμερικανικής τράπεζας, η οποία τηρεί επίσης λογαριασμό στην εθνική κεντρική τράπεζα.
Γιατί η ΕΚΤ επιτρέπει την ύπαρξη πλεονάζουσας ρευστότητας;
Προτού εκδηλωθεί η χρηματοπιστωτική κρίση, η ΕΚΤ κάλυπτε τις ανάγκες του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ σε ρευστότητα με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια. Υπολόγιζε τις ανάγκες του τραπεζικού συστήματος σε ρευστότητα κάθε εβδομάδα και χορηγούσε τα αντίστοιχα κεφάλαια στις τράπεζες με τη μορφή δανείων. Οι τράπεζες υπέβαλλαν προσφορές για αυτά τα δάνεια μέσω δημοπρασιών και η ΕΚΤ διασφάλιζε ότι τα δάνεια πληρούσαν τις ανάγκες του τραπεζικού συστήματος συνολικά. Μόλις η ρευστότητα εισέρεε στο σύστημα, οι τράπεζες την ανακατένεμαν μεταξύ τους, μέσω διατραπεζικών δανείων, ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Τον Οκτώβριο του 2008, για να αντιμετωπίσει τη σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση που προκλήθηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, η ΕΚΤ άρχισε να χρησιμοποιεί ένα σύστημα πλήρους κατανομής, σύμφωνα με το οποίο οι τράπεζες μπορούσαν να αντλήσουν όση ρευστότητα χρειάζονταν, αρκεί να διέθεταν επαρκείς αποδεκτές εξασφαλίσεις. Αυτό έγινε γιατί οι τράπεζες είχαν πλέον σταματήσει να ανακατανέμουν τη ρευστότητα μέσω διατραπεζικών δανείων, όπως έκαναν πριν από την κρίση. Η επακόλουθη έλλειψη εμπιστοσύνης στον μηχανισμό ανακατανομής θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιθετική συμπεριφορά των τραπεζών στο πλαίσιο των δημοπρασιών για την άντληση ρευστότητας, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων για αυτά τα δάνεια. Χάρη στο σύστημα πλήρους κατανομής, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, αυτοί οι κίνδυνοι δεν υφίστανται γιατί οι επιμέρους τράπεζες μπορούν να αντλούν όση ρευστότητα χρειάζονται.
Έπειτα από τη μετάβαση στο σύστημα πλήρους κατανομής, οι τράπεζες θεώρησαν ότι ήταν καλύτερο να ζητούν περισσότερα κεφάλαια παρά λιγότερα. Το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο άρχισε πλέον να αντλεί περισσότερη ρευστότητα από ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο για να καλύπτει τις ανάγκες των πολιτών σε μετρητά και να εκπληρώνει την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Έτσι συσσωρεύθηκε πλεονάζουσα ρευστότητα εντός του συστήματος.
Αποτέλεσμα αυτής της πλεονάζουσας ρευστότητας ήταν η διατήρηση των επιτοκίων της αγοράς σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις και οι πολίτες μπορούν να δανείζονται χρήματα φθηνότερα, γεγονός που επιτρέπει την ανάκαμψη της οικονομίας από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τη δημιουργία αποθεμάτων ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα.
Η πλεονάζουσα ρευστότητα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο λόγω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού που έθεσε σε εφαρμογή η ΕΚΤ, το οποίο ενίσχυσε τον διευκολυντικό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής σε μια περίοδο κατά την οποία δεν ήταν δυνατόν να μειωθούν περαιτέρω τα επιτόκια.
Μήπως όμως όλα αυτά τα χρήματα παραμένουν αδρανή στην κεντρική τράπεζα;
Το γεγονός ότι το (ηλεκτρονικό) χρήμα και η πλεονάζουσα ρευστότητα καταλήγουν πάντοτε στην κεντρική τράπεζα δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούνται από την οικονομία. Το παρακάτω παράδειγμα είναι σαφές:
Πλεονάζουσα ρευστότητα Πλεονάζουσα ρευστότητα
Η Εταιρεία 1 επιθυμεί να επενδύσει σε νέα μηχανήματα και λαμβάνει δάνειο από την τράπεζά της, την Τράπεζα 1 (τράπεζα με πλεονάζουσα ρευστότητα). Τα χρήματα χορηγούνται στην εταιρεία αλλά μέχρις ότου χρησιμοποιηθούν από την Εταιρεία 1 παραμένουν στον λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα 1. Η Τράπεζα 1 τηρεί λογαριασμό στην κεντρική τράπεζα, όπου διακρατείται η πλεονάζουσα ρευστότητά της. Το ίδιο το δάνειο δεν μεταβάλλει την πλεονάζουσα ρευστότητα της Τράπεζας 1. Η Εταιρεία 1 αγοράζει τα νέα μηχανήματα από την Εταιρεία 2 και δίνει εντολή στην Τράπεζα 1 να μεταβιβάσει τα χρήματα στην τράπεζα της Εταιρείας 2, στην Τράπεζα 2 (τράπεζα με πλεονάζουσα ρευστότητα). Η Τράπεζα 2 τηρεί επίσης λογαριασμό στην κεντρική τράπεζα η οποία λαμβάνει τα κεφάλαια που μεταφέρονται από την Τράπεζα 1. Η πληρωμή της Τράπεζας 1 για τα νέα μηχανήματα οδηγεί σε μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας της Τράπεζας 1 και αύξηση της πλεονάζουσας ρευστότητας της Τράπεζας 2. Συνολικά, το δάνειο και η αγορά των μηχανημάτων δεν μεταβάλλουν την πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Η χορήγηση κεφαλαίων έχει ολοκληρωθεί και το δάνειο χρησιμοποιήθηκε για επένδυση στην οικονομία.
Η ύπαρξη πλεονάζουσας ρευστότητας δεν αποτελεί ένδειξη για τον όγκο των τραπεζικών χορηγήσεων προς την οικονομία. Ένδειξη για την εξέλιξη των τραπεζικών χορηγήσεων αποτελούν τα μηνιαία στοιχεία τραπεζικών χορηγήσεων και οι ρυθμοί μεταβολής τραπεζικών χορηγήσεων που δημοσιεύονται από την ΕΚΤ.
Υπάρχει κάποια διαφορά για τις τράπεζες μεταξύ τοποθέτησης της πλεονάζουσας ρευστότητας στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων και διακράτησης στον τρεχούμενο λογαριασμό τους;
Επί του παρόντος καμία. Στο παρελθόν, οι τράπεζες λάμβαναν τόκο για τις τοποθετήσεις τους στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων. Από τη στιγμή που η ΕΚΤ αποφάσισε να ορίσει αρνητικό επιτόκιο για τη διευκόλυνση αυτή, αντιμετωπίζει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τα υπόλοιπα των τρεχούμενων λογαριασμών (τα οποία υπερβαίνουν τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά) και τις τοποθετήσεις στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων.
Πηγή: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Δημοσιεύθηκε: 28 Δεκεμβρίου 2017
Η ανωτέρω παρουσίαση γίνεται για εκπαιδευτικούς σκοπούς.