EN

Άρθρα & Συνεντεύξεις

  • Κοινοποίηση:

Άρθρο της Υποδιοικήτριας Χριστίνας Παπακωνσταντίνου στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» με τίτλο «Η επόμενη μέρα της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα και ο ρόλος της Εποπτικής Αρχής»

21/05/2025 - Άρθρα & Συνεντεύξεις

Η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί κρίσιμο μοχλό οικονομικής στήριξης, προστασίας και σταθερότητας, τόσο σε ατομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο. Tα προϊόντα ασφάλισης ζωής και κατά ζημιών επιτρέπουν στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους βραχυχρόνιους και μακροχρόνιους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, να απορροφούν τις οικονομικές συνέπειες έκτακτων γεγονότων και να προγραμματίζουν με ασφάλεια το μέλλον τους χωρίς να διαταράσσεται η χρηματοοικονομική τους σταθερότητα και ευημερία. Παράλληλα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στηρίζουν, ως θεσμικοί επενδυτές, την ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα της οικονομίας, καθώς διοχετεύουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σημαντικά κεφάλαια που αντλούν από τους ασφαλισμένους.

Η ελληνική αγορά ιδιωτικής ασφάλισης αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις προκλήσεις της τελευταίας δεκαετίας, γεγονός που αναδεικνύει τις δυνατότητες και τη δυναμική του κλάδου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας το 2020 και των ακραίων φυσικών φαινομένων το 2023, καθώς και των έντονων οικονομικών διακυμάνσεων της τελευταίας δεκαετίας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η ελληνική ασφαλιστική αγορά κατάφερε να διαχειριστεί με επιτυχία τον ευρύ μετασχηματισμό της μέσω διαδοχικών συγχωνεύσεων και εξαγορών.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του 2024, διαθέτουν 73% περισσότερα κεφάλαια από αυτά που προβλέπει το ευρωπαϊκό πλαίσιο φερεγγυότητας. Το σύνολο του ενεργητικού των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανήλθε σε 21,2 δισεκ. ευρώ, με τα 7,5 δισεκ. ευρώ (35% του χαρτοφυλακίου) να είναι τοποθετημένα σε κρατικά ομόλογα και τα 2,9 δισεκ. ευρώ (14% του χαρτοφυλακίου) σε εταιρικά ομόλογα. Μάλιστα, το 96% των κρατικών ομολόγων και αντίστοιχα το 78% των εταιρικών ομολόγων ήταν πιστοληπτικής διαβάθμισης BBB- και άνω. Αντίστοιχα, οι συνολικές υποχρεώσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανήλθαν σε 17,5 δισεκ. ευρώ, με το σύνολο των τεχνικών προβλέψεων να διαμορφώνεται σε 15,8 δισεκ. ευρώ.

Το επόμενο διάστημα η ασφαλιστική αγορά καλείται να προσαρμοστεί έγκαιρα στις απαιτήσεις που απορρέουν από το θεσμικό πλαίσιο.  Ειδικότερα, με την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων μεταξύ των νομοθετικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύθηκε στις αρχές του έτους το αναθεωρημένο εποπτικό πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ, που θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2027. Το νέο πλαίσιο ενσωματώνει καινοτόμες ρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του ασφαλιστικού κλάδου και στη βιωσιμότητα της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Συγκεκριμένα, ενισχύεται η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η εποπτεία των ασφαλιστικών ομίλων και η συνεργασία των εθνικών εποπτικών αρχών σε περιπτώσεις διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, η εισαγωγή εργαλείων μακροπροληπτικής εποπτείας ενισχύει την ανθεκτικότητα του κλάδου έναντι συστημικών κινδύνων.

Τον Ιανουάριο του 2025 δημοσιεύθηκε επίσης η νέα Οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Insurance Recovery & Resolution Directive – IRRD). Η Οδηγία αυτή επιβάλλει, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποχρέωση να καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης και στις εποπτικές αρχές  να συντάσσουν σχέδια εξυγίανσης, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για την προστασία των ασφαλισμένων και τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην ΕΕ.

Πέρα από τις απαιτήσεις που απορρέουν από το θεσμικό πλαίσιο και τους διαρκώς εξελισσόμενους κινδύνους που σχετίζονται με το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον, η ελληνική ασφαλιστική αγορά τα επόμενα χρόνια καλείται να αντιμετωπίσει μία σειρά από προκλήσεις.

Προκειμένου τα τελικά προσφερόμενα ασφαλιστικά προϊόντα να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των ασφαλισμένων, είναι απαραίτητη η συνεχής αξιολόγηση και βελτίωση των επιχειρηματικών πρακτικών (conduct of business) στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων. Αναλυτικότερα, οι επιχειρηματικές πρακτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αφορούν το χρονικό διάστημα πριν τη δημιουργία του προϊόντος και έως τη λήξη ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης και σχετίζονται με το επιχειρηματικό μοντέλο της επιχείρησης, τη διαδικασία σχεδιασμού και ανάπτυξης των ασφαλιστικών προϊόντων, την τιμολόγηση, τη διαφήμιση, την πώληση και, τέλος, τη διαχείριση πιθανών αποζημιώσεων.

Μία περαιτέρω πρόκληση αφορά την ανάγκη για βελτίωση του επιπέδου ικανοποίησης των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τα ασφαλιστικά προϊόντα που συνδέονται με επενδύσεις. Στόχος είναι να διασφαλιστεί  εύλογη σχέση ποιότητας-τιμής (Value for Money), μέσω της κατάλληλης προσαρμογής της συμπεριφοράς που επιδεικνύουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, από το στάδιο του σχεδιασμού του ασφαλιστικού προϊόντος μέχρι και τη λήξη ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης.

Προτεραιότητα για τον ασφαλιστικό κλάδο είναι επίσης η συνδρομή του στην αντιμετώπιση του ασφαλιστικού κενού (insurance protection gap) και ο μετριασμός των επιπτώσεων που συνδέονται τόσο με διαχρονικά ανασφάλιστους κινδύνους (όπως φυσικές καταστροφές, ασφάλιση υγείας, συνταξιοδοτικές παροχές) όσο και με αναδυόμενους κινδύνους που συνδέονται με την εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά και τις έμμεσες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι επιπτώσεις μιας ιδιαίτερα χαμηλής ασφαλιστικής διείσδυσης δεν περιορίζονται στα σύνορα της ασφαλιστικής αγοράς, καθώς επηρεάζεται και η οικονομική ανθεκτικότητα. Σε ένα περιβάλλον αυξημένων φυσικών και τεχνολογικών κινδύνων, όπως το σημερινό, η ανεπαρκής ασφαλιστική κάλυψη καθιστά ευάλωτα τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις αλλά και το ίδιο το κράτος, το οποίο συχνά καλείται να καλύψει τις απώλειες.

Η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής συνιστά μία επιπλέον σύγχρονη πρόκληση. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαχείριση των κινδύνων και την απορρόφηση των ζημιών, περιορίζοντας έτσι τις αρνητικές συνέπειες σε πολίτες, επιχειρήσεις και τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, η νέα νομοθεσία για την υποχρεωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών αποσκοπεί στην προστασία επιχειρήσεων και οχημάτων. Η εφαρμογή των σχετικών μέτρων διευρύνει την ασφαλιστική κάλυψη, μειώνει το δημοσιονομικό βάρος και ενθαρρύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να βελτιώσουν τις πρακτικές τους. Ταυτόχρονα, ως θεσμικοί επενδυτές, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν επενδύσεις που προστατεύουν το περιβάλλον και προάγουν την πράσινη οικονομία (π.χ. πράσινα ομόλογα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας).

Τέλος, σημαντικό στοίχημα για τον ελληνικό ασφαλιστικό κλάδο είναι η ψηφιακή μετάβαση και η υιοθέτηση των νέων, ταχύτατα εξελισσόμενων, τεχνολογιών με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της αποδοτικότητάς του. Τούτο γιατί η ψηφιακή μετάβαση επιτρέπει την παροχή αναβαθμισμένων υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους και οδηγεί στην αύξηση του κύκλου εργασιών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με ευρύτερες θετικές προεκτάσεις. Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αναπτύξουν μοντέλα εκτίμησης κινδύνων, ιδιαίτερα σε σχέση με φυσικές καταστροφές, συνδυάζοντας ιστορικά δεδομένα και κλιματικές προβλέψεις για την εκτίμηση τόσο της πιθανότητας όσο και της έντασης αυτών των φαινομένων. Παράλληλα, με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να εισέλθουν σε νέες αγορές και να σχεδιάσουν καινοτόμα ασφαλιστικά προϊόντα που ανταποκρίνονται στους κινδύνους, προσαρμοσμένα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας.

Οι επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλισης που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα διαθέτουν σήμερα την αναγκαία δυναμική και ανθεκτικότητα ώστε να ανταποκριθούν στις παραπάνω προκλήσεις. Η ενίσχυση του ρόλου του ασφαλιστικού κλάδου προϋποθέτει τη σύμπλευση των προσπαθειών όλων των εμπλεκόμενων μερών, καθώς και τη μεταξύ τους συνεργασία:

  • Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι ευέλικτες ως προς την προσαρμογή των επιχειρηματικών τους μοντέλων, ώστε να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων χαρτοφυλακίων τους και ταυτόχρονα να είναι σε θέση να επενδύουν στην ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων για την κάλυψη αναδυομένων κινδύνων.
  • Η Πολιτεία είναι σημαντικό να αξιοποιεί τα οφέλη της ιδιωτικής ασφάλισης, δημιουργώντας κατάλληλα οικονομικά κίνητρα, παρεμβαίνοντας νομοθετικά και αναπτύσσοντας συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
  • Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια Εποπτική Αρχή είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της κεφαλαιακής επάρκειας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και την προστασία των ασφαλισμένων.

Σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές και σύνθετες προκλήσεις και κινδύνους, η ασφαλιστική επικαιρότητα και οι εξελίξεις σε επιχειρηματικό και θεσμικό επίπεδο καταλαμβάνουν ολοένα και πιο κεντρική θέση στον κοινωνικό και οικονομικό διάλογο, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η συζήτηση στην Ελλάδα επικεντρώνεται στα σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης της ιδιωτικής ασφάλισης και την ανάγκη να καλλιεργηθεί η κουλτούρα της ενεργού πρόληψης έναντι κινδύνων και απρόβλεπτων γεγονότων.

Εν τέλει, για να καλυφθεί το κενό ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα και να επιτελέσει ο ελληνικός κλάδος ιδιωτικής ασφάλισης αποτελεσματικά τον κρίσιμο  ρόλο του, είναι απαραίτητο να  ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ασφαλιστική αγορά.

Η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει καθοριστικά στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην αγορά ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς αυτή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η ύπαρξη αυστηρού εποπτικού πλαισίου, η διαφάνεια στη λειτουργία των επιχειρήσεων και η ορθή διαχείριση των κεφαλαίων των ασφαλισμένων ενισχύουν τη φήμη και την αξιοπιστία του κλάδου, ενθαρρύνοντας περισσότερους πολίτες να στραφούν προς την ιδιωτική ασφάλιση και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή της. 

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι