Άρθρο γνώμης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στα «Παραπολιτικά» με τίτλο «Ανθεκτικότητα επιδεικνύει η ελληνική οικονομία»
06/09/2025 - Άρθρα & Συνεντεύξεις
Η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια, καθώς η ανάπτυξή της συνεχίζεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, παρά τις συχνές και έντονες εξωτερικές διαταραχές. Ειδικότερα, από τις αρχές του 2025 η οικονομία αντιμετωπίζει επιτυχώς τις προκλήσεις από την ισχυρότερη τάση παγκοσμίως προς τον εμπορικό προστατευτισμό και τη συνακόλουθη αυξημένη διεθνή αβεβαιότητα, την επιφυλακτικότητα των επενδυτών και τις διαταράξεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.
Παρά το ρευστό διεθνές περιβάλλον, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 2,2% το α΄ τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, σημαντικά υψηλότερος από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ (1,5%). Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές αγαθών. Ωστόσο, ο γενικός πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία επιμονής από το Μάιο του 2025, κυρίως λόγω του πληθωρισμού των υπηρεσιών αλλά και της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τον πληθωρισμό για το σύνολο της ζώνης του ευρώ.
Στο δημοσιονομικό τομέα, οι επιδόσεις του 2024 υπήρξαν εντυπωσιακές, με υπεραπόδοση των εσόδων, καθώς οι μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της ενίσχυσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης αποδίδουν πλέον διατηρήσιμα οφέλη, ενώ το δημόσιο χρέος συνεχίζει να μειώνεται αισθητά. Ανάλογες θετικές επιδόσεις αν και σε χαμηλότερο επίπεδο αναμένονται και για το 2025 γεγονός που βελτιώνει περαιτέρω την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής. Επιπλέον, η προγραμματισμένη πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα επιταχύνει την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τον υφιστάμενο μεσοπρόθεσμο στόχο και, ως εκ τούτου, θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών και του κόστους εξυπηρέτησης, ενισχύοντας περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και περιορίζοντας αισθητά ενδεχόμενες μελλοντικές ανάγκες διαρθρωτικής προσαρμογής.
Παράλληλα, το κόστος τραπεζικού δανεισμού του ιδιωτικού τομέα υποχώρησε το τρέχον έτος, σε συνέπεια με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, και η καθαρή τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά, ενώ συνολικά τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3%, να υποχωρήσει στο 2,0% το 2026 και να επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ΕΕ. Βασικότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συμβάλλουν επίσης θετικά. Οι άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ της Ελλάδος από την επιβολή δασμών εκτιμώνται περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα είναι κυρίως έμμεσες, με βασικότερο δίαυλο μετάδοσης τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης της ευρωζώνης.
Ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται την επόμενη τριετία. Το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα κοντά στο 3% αντανακλώντας αφενός την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω κυρίως των αναμενόμενων αυξήσεων των αμοιβών εργασίας και των ενοικίων και των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση, και αφετέρου των ανοδικών πιέσεων στις τιμές των ειδών διατροφής. O πυρήνας του πληθωρισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ευρωζώνης, αντανακλώντας τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτόν της ευρωζώνης και βεβαίως το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναμένεται να μειωθεί αισθητά στο 2,2% έως το 2027.