Μία από τις προτεραιότητες του εποπτικού έργου της ΕΚΤ είναι να αποτρέπει και να αντιμετωπίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Τι είναι αυτά τα δάνεια και γιατί είναι επισφαλή;
Ας δούμε πρώτα σε τι αφορούν οι τραπεζικές δραστηριότητες. Ένα από τα βασικά καθήκοντα μιας τράπεζας είναι η χορήγηση δανείων τα οποία επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να πραγματοποιούν επενδύσεις και να δημιουργούν θέσεις εργασίας και στα άτομα να αγοράζουν πράγματα, όπως αυτοκίνητα ή κατοικίες. Η τράπεζα κερδίζει έτσι χρήματα από τον τόκο που λαμβάνει επί των δανείων αυτών.
Όταν ο δανειολήπτης παραμένει οικονομικά υγιής και καταβάλλει τις συμφωνηθείσες δόσεις και το συμφωνηθέν επιτόκιο όπως έχει προγραμματιστεί, το δάνειο χαρακτηρίζεται εξυπηρετούμενο. Όμως, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος η επιχείρηση ή το άτομο να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο ή φαίνεται πιθανόν να συμβεί, η τράπεζα πρέπει να ταξινομήσει το δάνειο ως «μη εξυπηρετούμενο». Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποκαλούνται συχνά επισφαλή δάνεια («κόκκινα δάνεια»).
Πότε ένα δάνειο γίνεται μη εξυπηρετούμενο;
Ένα δάνειο γίνεται μη εξυπηρετούμενο όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο δανειολήπτης είναι απίθανο να αποπληρώσει το δάνειο ή έχει να καταβάλλει τις συμφωνηθείσες δόσεις πάνω από 90 ημέρες. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν το άτομο μείνει άνεργο και άρα δεν μπορεί να αποπληρώσει το στεγαστικό του δάνειο όπως έχει συμφωνηθεί ή όταν μια επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες.
Οι τράπεζες πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τα δάνεια που έχουν χορηγήσει και να εντοπίζουν σε πρώιμο στάδιο τα δάνεια που ενέχουν τον κίνδυνο να γίνουν μη εξυπηρετούμενα. Αυτό ονομάζεται «αναγνώριση μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Γιατί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι επισφαλή;
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι συνηθισμένο φαινόμενο για τις τράπεζες, επειδή, δυστυχώς, συμβαίνει τακτικά οι άνθρωποι να μένουν άνεργοι και οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Ενέχουν όμως πάντοτε κόστος για την τράπεζα, γι’ αυτό οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν το επίπεδο των επισφαλών δανείων στο ελάχιστο.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επηρεάζουν αρνητικά τις τράπεζες με δύο τρόπους. Εξασθενίζουν την κερδοφορία των τραπεζών επειδή προκαλούν ζημίες που μειώνουν το ποσό των χρημάτων που οι τράπεζες κερδίζουν από τις πιστοδοτικές τους δραστηριότητες. Προκειμένου να προετοιμαστούν για αυτές τις ζημίες, οι τράπεζες χρειάζεται επίσης να σχηματίζουν προβλέψεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να θέτουν χρήματα στην άκρη για να καλύπτουν τις ζημίες που αναμένουν ότι θα υποστούν. Τα χρήματα δεν είναι πλέον διαθέσιμα για τη χορήγηση νέων δανείων ή για την απορρόφηση άλλων ζημιών. Αυτό περιορίζει περαιτέρω τα κέρδη των τραπεζών και εξασθενίζει την κατάστασή τους.
Μια τράπεζα με πολύ μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μπορεί να χορηγεί στις επιχειρήσεις τις πιστώσεις που χρειάζονται για να κάνουν επενδύσεις και να δημιουργούν θέσεις εργασίας. Αν αυτό συμβεί ευρύτερα σε πολλές τράπεζες, μπορεί να επηρεαστεί η οικονομία ως σύνολο.
Πώς μπορεί μια τράπεζα να αποφύγει τη συσσώρευση μη εξυπηρετούμενων δανείων;
Πρώτα από όλα, οι τράπεζες θα πρέπει από την αρχή να αποφεύγουν τη χορήγηση υπερβολικά επικίνδυνων δανείων. Θα πρέπει να εφαρμόζουν άρτια πιστοδοτικά κριτήρια και να αξιολογούν επαρκώς τη φερεγγυότητα των δανειοληπτών προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα δάνεια χορηγούνται μόνο σε πελάτες που είναι ικανοί να τα αποπληρώσουν.
Είναι επίσης σημαντικό η τράπεζα να διαθέτει κατάλληλο σύστημα παρακολούθησης ώστε να εντοπίζει σε πρώιμο στάδιο πότε ένας δανειολήπτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Τότε η τράπεζα έχει στη διάθεσή της εργαλεία για να διορθώσει αυτήν την κατάσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, και μόνο η παροχή συμβουλών στον πελάτη για τα οικονομικά του αρκεί προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή ενός δανείου σε μη εξυπηρετούμενο.
Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να σχηματίζουν αρκετά νωρίς επαρκείς προβλέψεις.
Μπορεί η κρίση του κορωνοϊού να οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων;
Η κρίση του κορωνοϊού αποτέλεσε μια πρωτοφανή διαταραχή για την οικονομία και πολλές επιχειρήσεις αγωνίζονται να παραμείνουν σε λειτουργία. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις δεν θα επιβιώσουν από την κρίση και ούτε όλα τα νοικοκυριά θα μπορέσουν να αποπληρώσουν τα δάνεια που έλαβαν πριν από την πανδημία ή κατά τη διάρκειά της. Αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αναπόφευκτη καθώς δεν θα αποπληρωθούν πλήρως όλα τα δάνεια.
Για να ελαχιστοποιηθεί αυτή η αύξηση, η ΕΚΤ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι, ακόμη και σε δύσκολες στιγμές, οι τράπεζες θα πρέπει να χορηγούν δάνεια μόνο σε πελάτες ικανούς να τα αποπληρώσουν. Υπενθυμίζει επίσης στις τράπεζες να παρακολουθούν προσεκτικά τους κινδύνους προκειμένου να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν εγκαίρως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Εποπτεία: Ο λόγος στους ειδικούς. Μήπως τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της πανδημίας δημιουργούν επιχειρήσεις «ζόμπι»;
Τι μπορεί να πράξει μια τράπεζα για να μειώσει το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαθέτει;
Πέραν του σχηματισμού επαρκών προβλέψεων, οι τράπεζες θα πρέπει να προσπαθούν ενεργά για την επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται εκ νέου τους όρους ενός δανείου, για παράδειγμα παρέχοντας στον δανειολήπτη περισσότερο χρόνο για αποπληρωμές. Ένα άτομο ή μια επιχείρηση με πρόσκαιρες οικονομικές δυσκολίες θα μπορέσει έτσι να επιβιώσει οικονομικά και, εν τέλει, να αποπληρώσει το δάνειο.
Μπορούν επίσης να αποφασίσουν να πωλήσουν τα επισφαλή τους δάνεια σε επενδυτές, οι οποίοι ζητούν συνήθως κάποια προεξόφληση επί της αξίας. Οι τράπεζες μπορεί να καταγράψουν ζημίες σε μια τέτοια συναλλαγή, αλλά μια πλήρης διαγραφή προκαλεί συνήθως ακόμα μεγαλύτερη ζημία.
Αν όλες οι προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης αποτύχουν, π.χ. επειδή ο δανειολήπτης είναι αφερέγγυος, οι τράπεζες μπορούν να προσφύγουν σε ένδικα μέσα για να προσπαθήσουν να ανακτήσουν τουλάχιστον ορισμένα από τα χρήματά τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τράπεζες μπορούν επίσης να μεταφέρουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τους σε μια «κακή τράπεζα». Οι κακές τράπεζες είναι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που συνήθως θεσπίζονται από την κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιτρέπουν στις τράπεζες να εκκαθαρίσουν τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να αποκαταστήσουν πιο γρήγορα την ικανότητά τους να χορηγούν δάνεια. Η κακή τράπεζα φροντίζει να εισπράξει τα χρήματα που χορηγήθηκαν ως δάνειο, πωλώντας δάνεια σε επενδυτές ή λαμβάνοντας άλλα μέτρα.
Τι μπορεί να κάνει η εποπτική αρχή;
Οι εποπτικές αρχές ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, επειδή αυτά εξασθενίζουν τις τράπεζες και θέτουν σε κίνδυνο τη φερεγγυότητά τους. Το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί για την ΕΚΤ έναν από τους τομείς στο οποίο επικεντρώνεται το εποπτικό της έργο και η ΕΚΤ παρέχει στις τράπεζες εκτενείς κατευθύνσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις προσδοκίες της.
Πηγή: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Δημοσιεύθηκε: 12 Σεπτεμβρίου 2016
Επικαιροποιήθηκε: 14 Ιανουαρίου 2021
Η ανωτέρω παρουσίαση γίνεται για εκπαιδευτικούς σκοπούς.