Προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση πολιτών και επιχειρήσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ακόμη και όταν κάποιο πιστωτικό ίδρυμα βρεθεί ή κινδυνεύει να βρεθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει οριστεί ως εθνική αρχή εξυγίανσης για τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύει.
Η εξυγίανση αφορά την εφαρμογή μέτρων σε ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο η αρμόδια εποπτική αρχή κρίνει ότι βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας.
Η λήψη μέτρων εξυγίανσης γίνεται με στόχο:
- τη διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών του ιδρύματος που τίθεται υπό εξυγίανση,
- την αποφυγή σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα,
- την προστασία των δημόσιων πόρων, καθώς μέσω της εξυγίανσης μειώνεται η εξάρτηση του ιδρύματος από έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη,
- την προστασία των καταθετών και των επενδυτών που καλύπτονται από συστήματα εγγύησης καταθέσεων και επενδύσεων αντίστοιχα,
- την προστασία των κεφαλαίων και των περιουσιακών στοιχείων των πελατών/λοιπών πιστωτών του ιδρύματος που βρίσκεται σε εξυγίανση.
Οι αποφάσεις που αφορούν θέματα εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων λαμβάνονται από ειδικό όργανο της Τράπεζας της Ελλάδος, την Επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης (ΕΜΕ).
Η Μονάδα Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων της Τράπεζας συντάσσει και υποβάλλει εισηγήσεις προς την Επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης και επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης.
Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μέλος του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης των χωρών-μελών της ευρωζώνης.