Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ και η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,750 δραχμές. Η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε μέλος του Ευρωσυστήματος, το οποίο αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών που έχουν υιοθετήσει το
ευρώ.
Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ και η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,750 δραχμές. Η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε μέλος του Ευρωσυστήματος, το οποίο αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάστηκε με όλους τους αρμόδιους φορείς, τα Υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και την ειδική επιτροπή (task force) GRECO που είχε συσταθεί στην ΕΚΤ, για την επιτυχή εισαγωγή του ευρώ.
Αμέσως μετά την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα, ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το ευρώ χρησιμοποιήθηκε μόνο σε λογιστική μορφή και η εγχώρια αγορά αποτελούσε μέρος της ενοποιημένης αγοράς της ζώνης του ευρώ. Η μεταβατική περίοδος έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2001 με την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή στην Ελλάδα ταυτόχρονα με τις άλλες 11 χώρες της Νομισματικής Ένωσης.
Κατά την περίοδο αυτή η νομισματική πολιτική ασκούνταν σε ευρώ, οι σχετικοί λογαριασμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος άρχισαν να τηρούνται σε ευρώ και όλες οι διατραπεζικές συναλλαγές στην αγορά χρήματος διενεργούνταν σε ευρώ.
Η δημοσιονομική πολιτική (δηλαδή οι εισπράξεις και πληρωμές του Δημοσίου), κατά την μεταβατική περίοδο, εκτελούνταν σε δραχμές, ενώ οι βασικοί λογαριασμοί του Δημοσίου τηρούνταν και σε ευρώ. Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2002 εκφράστηκε σε ευρώ. Οι νέοι κρατικοί τίτλοι εκδίδονταν σε ευρώ, ενώ οι υφιστάμενοι τίτλοι επανεκφράστηκαν σε ευρώ.
Από το Σεπτέμβριο έως και το Δεκέμβριο του 2001, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε τον προεφοδιασμό των τραπεζών και των εμπορικών επιχειρήσεων με τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς κατά τις πρώτες ημέρες του 2002.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προεφοδίασε τις εμπορικές τράπεζες με κέρματα ευρώ από την 1η Σεπτεμβρίου 2001 και με τραπεζογραμμάτια ευρώ από την 1η Οκτωβρίου. Ο προεφοδιασμός των τραπεζών με κέρματα ξεκίνησε νωρίτερα, καθώς κρίθηκε ότι, λόγω του μεγάλου όγκου και βάρους, η μεταφορά τους ήταν πιο δύσκολη.
Οι εμπορικές τράπεζες, που προεφοδιάστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος, με τη σειρά τους προεφοδίασαν τις εμπορικές επιχειρήσεις με κέρματα ευρώ από την 1η Νοεμβρίου 2001 και με τραπεζογραμμάτια μικρής αξίας (5 και 10 ευρώ) από την 1η Δεκεμβρίου. Από την ίδια ημερομηνία, οι εμπορικές επιχειρήσεις μπορούσαν να προμηθεύονται συσκευασίες κερμάτων ευρώ αξίας 111 έως 300 ευρώ. Οι προεφοδιαζόμενοι φορείς είχαν δεσμευθεί να μη θέσουν σε καμία περίπτωση τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ σε κυκλοφορία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002.
Εκτός από τις ημερομηνίες έναρξης του προεφοδιασμού των εμπορικών τραπεζών και των επιχειρήσεων με ευρώ, το χρονοδιάγραμμα για την εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στην Ελλάδα προέβλεπε τον προεφοδιασμό του κοινού, από τις 17 Δεκεμβρίου 2001, με συσκευασίες εξοικείωσης που περιείχαν 45 κέρματα ευρώ όλων των αξιών έναντι 5.000 δρχ. (14,67 ευρώ).