Υποβλήθηκε σήμερα, στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική, όπως προβλέπεται στο Καταστατικό της Τράπεζας. Την έκθεση παρέδωσε στον πρόεδρο της Βουλής κ. Απόστολο Κακλαμάνη, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικόλαος X. Γκαργκάνας.
Η Έκθεση εξετάζει και αναλύει τις νομισματικές εξελίξεις και την πορεία της οικονομίας κατά το 2002, το δεύτερο έτος μετά την ένταξη της χώρας μας στο τρίτο και τελικό στάδιο της ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ευρώ και της ενιαίας νομισματικής πολιτικής την 1η Ιανουαρίου 2001. Παρουσιάζει επίσης εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας κατά το τρέχον έτος, λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την τρέχουσα συγκυρία, με κύρια αιτία το ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης στο Ιράκ.
Στην Έκθεση αρχικά εξετάζονται το διεθνές οικονομικό περιβάλλον της ζώνης του ευρώ κατά το παρελθόν έτος και οι οικονομικές προοπτικές για το 2003. Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να συνεχιστεί εφέτος. Ωστόσο, λόγω του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας που ήδη αναφέρθηκε, οι προβλέψεις για το ρυθμό οικονομικής ανόδου έχουν πρόσφατα αναθεωρηθεί προς τα κάτω.
Στη συνέχεια αναλύονται οι μακροοικονομικές εξελίξεις και προοπτικές της ζώνης του ευρώ, οι νομισματικές εξελίξεις και η ενιαία νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (που ανακοινώθηκαν από τη Eurostat μετά την εκτύπωση της Έκθεσης), ο ρυθμός αύξησης τού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ υποχώρησε στο 0,8% το 2002, από 1,4% το 2001, ενώ το τρέχον έτος, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις, θα διαμορφωθεί γύρω στο 1%-1,3%. Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ υποχώρησε ελαφρά, αλλά παρέμεινε σε επίπεδο άνω του 2% το 2002 (2,2%), δηλαδή σε επίπεδο υψηλότερο από ό,τι θεωρείται συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών. Εφέτος ο ρυθμός πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ αναμένεται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,3%-2,3% (σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις – 6.3.2003 – της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θεωρείται πιθανότερο ότι ο ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ θα υποχωρήσει κάτω του 2% στη διάρκεια του 2003), κυρίως επειδή οι επιδράσεις τόσο της συνεχιζόμενης ανατίμησης του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων όσο και του χαμηλού ρυθμού ανόδου της ζήτησης υπεραντισταθμίζουν την πληθωριστική επίδραση της ανόδου της διεθνούς τιμής του πετρελαίου. Στην Έκθεση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις δημοσιονομικές εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ και στις πρόσφατες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περισσότερο αποτελεσματική εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Επίσης, εξετάζονται διεξοδικά οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (εκτός από την απόφαση της 6ης Μαρτίου, που ελήφθη όταν η Έκθεση τυπωνόταν), οι πρόσφατες εξελίξεις στις αγορές χρήματος και πιστώσεων, η έκδοση ομολόγων και άλλων χρεογράφων και η πορεία των τιμών των μετοχών στη ζώνη του ευρώ.
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, στην Έκθεση εξετάζονται η πορεία και οι προοπτικές του πληθωρισμού, της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης, με βάση τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις και προβλέψεις. Με δεδομένη τη δυσμενή παγκόσμια οικονομική συγκυρία, το γενικό συμπέρασμα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2002 είναι θετικό. Αναλύονται επίσης οι εξελίξεις στις αγορές χρήματος, πιστώσεων και κεφαλαίων στην Ελλάδα και παρουσιάζεται (σε ειδικό παράρτημα της Έκθεσης) η έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος για το ύψος του δανεισμού και το βαθμό χρέωσης των νοικοκυριών. Ειδικότερα:
Το 2002 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 4,0% (έναντι 4,1% το 2001) και επηρεάστηκε ελάχιστα από τη σοβαρή επιβράδυνση της οικονομικής ανόδου στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, ενώ παράλληλα μειώθηκε για τρίτο κατά σειρά έτος το ποσοστό ανεργίας, αλλά με σχετικά βραδύ ρυθμό.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού (βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) για ολόκληρο το 2002 διαμορφώθηκε σε 3,6%, παρουσιάζοντας μικρή μόνο άνοδο σε σύγκριση με το 2001 (3,4%), ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος το 2002 και διαμορφώθηκε επίσης σε 3,6%. Ωστόσο ο πληθωρισμός διατηρήθηκε σε επίπεδο υψηλότερο εκείνου της ζώνης του ευρώ ως συνόλου. Με δεδομένο τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης της οικονομίας, η απόκλιση του πληθωρισμού είναι σε κάποιο βαθμό εύλογη, οφείλεται όμως επίσης στην επί πολλά έτη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ταχύτερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, καθώς και στην υστέρηση ορισμένων τομέων της οικονομίας ως προς τις συνθήκες ανταγωνισμού.
Η συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας από τα Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ -- δηλ. τις τράπεζες και τα αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων) παρουσίασε μικρή επιβράδυνση το 2002 (2002: 8,5%, 2001: 9,3%), η οποία αντανακλά την επιβράδυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αντίθετα, η χρηματοδότηση της γενικής κυβέρνησης από τα ΝΧΙ σημείωσε περαιτέρω μείωση το 2002, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι το 2001 (2002: -1,3%, 2001: -4,6%). Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά επιβραδύνθηκε σε 16,9% το 2002 (από 24,8% το 2001), κυρίως λόγω της περιορισμένης αύξησης των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, ενώ επιβράδυνση παρατηρήθηκε και στην πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα ως προς τα καταναλωτικά δάνεια. Πάντως ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων, παρά τη σημαντική επιβράδυνσή του το 2002 (σε 24,2% από 42,5% το 2001), η οποία αποτελεί ένδειξη σχετικού κορεσμού της αγοράς, συνεχίζει να διαμορφώνεται σε υψηλό επίπεδο. Ο υψηλός ρυθμός αύξησης εν μέρει συνδέεται με το γεγονός ότι είναι ακόμη σχετικά χαμηλός ο λόγος του υπολοίπου των δανείων αυτών προς το ΑΕΠ, με τη σημαντική πτώση των επιτοκίων τους, καθώς και με τον έντονο ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των τραπεζών για την προώθηση προϊόντων καταναλωτικής πίστης. Ο γενικά χαμηλός βαθμός χρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών επιβεβαιώνεται και από την έρευνα που διεξήγαγε η Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. αναλυτικότερα παρακάτω).
Τα περισσότερα τραπεζικά επιτόκια στην Ελλάδα κινήθηκαν πτωτικά το 2002. Η εξέλιξη αυτή επηρεάστηκε από τις συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά, προς το τέλος του έτους, και από τη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ που αποφασίστηκε στις 5 Δεκεμβρίου και επηρέασε και τα ελληνικά τραπεζικά επιτόκια (όπως άλλωστε και τα επιτόκια των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ). Στη διάρκεια και του 2002, η προσαρμογή των επιτοκίων χορηγήσεων ήταν ταχύτερη από ό,τι των επιτοκίων καταθέσεων, με αποτέλεσμα η διαφορά μεταξύ του μέσου σταθμικού επιτοκίου χορηγήσεων και του μέσου σταθμικού επιτοκίου καταθέσεων να περιοριστεί περαιτέρω. Η διαφορά αυτή ακολουθεί πτωτική πορεία τα τελευταία χρόνια και η συνολική μείωσή της μεταξύ του τέλους του 1998 και του τέλους του 2002 υπερβαίνει ελαφρά τις 3 εκατοστιαίες μονάδες. Όσον αφορά την εξέλιξη των επιτοκίων, στην Έκθεση επισημαίνεται ότι οι τράπεζες λειτουργούν σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς και ότι καθορίζουν και μεταβάλλουν τα επιτόκιά τους χωρίς διοικητικές παρεμβάσεις, αλλά με βάση τις συνθήκες κόστους, τους κινδύνους και την προσφορά και τη ζήτηση.
Το 2003 η διαμόρφωση του πληθωρισμού θα επηρεαστεί ευνοϊκά από τη συνεχιζόμενη ανατίμηση του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων και από την προβλεπόμενη υποχώρηση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, ενώ θα επηρεαστεί δυσμενώς από την αναμενόμενη αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου και από την προβλεπόμενη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο μεν σύνολο της ελληνικής οικονομίας με ελαφρά υψηλότερο ρυθμό από ό,τι το 2002, στον δε επιχειρηματικό τομέα με αισθητά υψηλότερο ρυθμό. Πάντως, ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς τη μελλοντική εξέλιξη της τιμής του πετρελαίου αλλά και τις επιπτώσεις της πρόσφατης παρατεταμένης κακοκαιρίας στις τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη διατύπωση αξιόπιστης πρόβλεψης για το μέσο επίπεδο του πληθωρισμού σε ολόκληρο το 2003 με βάση τον ΔΤΚ. Η απλή προβολή των σημερινών δεδομένων και τάσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου του ΔΤΚ θα είναι υψηλότερος από ό,τι το 2002 (όταν διαμορφώθηκε σε 3,6%). Περισσότερο αξιόπιστη είναι η πρόβλεψη για τον πυρήνα του πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΔΤΚ χωρίς καύσιμα και νωπά οπωροκηπευτικά εκτιμάται ότι θα είναι το 2003 περίπου ίδιος με εκείνον του 2002 (3,6%).
Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, αναμένεται ότι το 2003 την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα στηρίξει η άνοδος του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ενώ προβλέπεται αξιόλογη περαιτέρω αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων σε κατοικίες, καθώς και σημαντική αύξηση αφενός των δημόσιων επενδύσεων και αφετέρου των επιχειρηματικών επενδύσεων που συνδέονται με την προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αντίθετα, η αρνητική συμβολή του πραγματικού εξωτερικού ισοζυγίου (δηλαδή των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών) προβλέπεται ότι θα είναι εφέτος μεγαλύτερη από ό,τι το 2002 για τους εξής λόγους: Πρώτον, η ανάκαμψη παραμένει βραδεία διεθνώς. Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα τιμών των ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών θα μειωθεί κατά τι (και επειδή σημειώνεται ανατίμηση του ευρώ έναντι των κυριότερων άλλων νομισμάτων). Τρίτον, η αβεβαιότητα που συνδέεται με τις γεωπολιτικές εντάσεις έχει ήδη επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές κρατήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα παραμείνει υψηλός εφέτος και θα διαμορφωθεί στο 3,7%, δηλαδή σε επίπεδο ελαφρά μόνο χαμηλότερο από ό,τι το 2002. Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης απότομης και σοβαρής επιδείνωσης των εξωτερικών -- γεωπολιτικών και οικονομικών – δεδομένων.
Οι επιπτώσεις αυτές διερευνώνται χωριστά στην Έκθεση. Συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση μιας πολεμικής σύγκρουσης στο Ιράκ, το μέγεθος των επιπτώσεων θα εξαρτηθεί τελικά από τη φύση, την έκταση και τη διάρκεια της σύγκρουσης. Εκτιμάται ότι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία θα είναι – σε σύγκριση με τις επιπτώσεις στις άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ – ενδεχομένως μεγαλύτερες όσον αφορά τον πληθωρισμό και τον τουρισμό, αλλά μάλλον μικρότερες όσον αφορά τη συνολική εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης και το ρυθμό ανόδου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Στην Έκθεση επισημαίνεται ότι ο περιορισμός των επιπτώσεων είναι δυνατός, εάν η κυβέρνηση λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την παρακολούθηση της αγοράς καυσίμων και για την πρόληψη γενικότερων φαινομένων κερδοσκοπίας με πρόσχημα την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, καθώς και εάν οι κοινωνικοί εταίροι επιδιώξουν άμεση αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας σε τομείς όπου αυτή μειώθηκε το 2002 λόγω της διαμόρφωσης των τιμών και, ευρύτερα, εάν συνεργαστούν μεταξύ τους και με την κυβέρνηση, έτσι ώστε και η τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων να είναι συγκρατημένη και οι αυξήσεις των αποδοχών να μην οδηγούν σε διάχυση των πληθωριστικών πιέσεων.
Γενικότερα, στην Έκθεση εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να διατηρηθεί ικανοποιητικός ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας το 2003 παρά τα σημαντικά στοιχεία αβεβαιότητας που περιγράφηκαν, δεδομένου ότι η αύξηση του ΑΕΠ στηρίζεται στους ενδογενείς παράγοντες, οι οποίοι είναι ευνοϊκοί. Επισημαίνεται όμως (όπως προαναφέρθηκε) ότι επιπρόσθετα απαιτείται να συνεργήσουν οι κοινωνικοί εταίροι για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καθώς και ότι η εμμονή στους στόχους της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και εξυγίανσης και η αυστηρή τήρηση των κατευθύνσεων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα επηρεάσουν ασφαλώς θετικά τις πληθωριστικές προσδοκίες και το κλίμα εμπιστοσύνης. Τέλος, στην Έκθεση παρατηρείται ότι η περαιτέρω προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί άμεσα να τονώσει το κλίμα εμπιστοσύνης.
* * *
Σε ειδικό Παράρτημα της Έκθεσης δημοσιεύονται τα αποτελέσματα της έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδος για το ύψος του δανεισμού και το βαθμό χρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι ο δανεισμός είναι σε σημαντικό βαθμό συγκεντρωμένος στα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα και περιουσία και ότι κατά μέσον όρο το συνολικό υπόλοιπο των πάσης φύσεως δανείων δεν υπερβαίνει το ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών ακόμη και στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, ενώ η εξυπηρέτηση των δανείων φαίνεται να είναι γενικά μέσα στα όρια των εισοδηματικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύει την άποψη ότι τα ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν δανειστεί υπέρμετρα. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις ότι ενδεχομένως ορισμένα νοικοκυριά έχουν λάβει προσωπικά δάνεια πάνω από τα όρια που έχει καθορίσει η Τράπεζα της Ελλάδος (3.000 ευρώ ανά φυσικό πρόσωπο). Από τα στοιχεία πάντως που υποβάλλουν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος προκύπτει ότι τα δάνεια των νοικοκυριών σε καθυστέρηση αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό ποσοστό του συνόλου των δανείων αυτής της κατηγορίας και καλύπτονται σε ικανοποιητικό βαθμό από προβλέψεις.
Tο πλήρες κείμενο της έκθεσης είναι διαθέσιμο εδώ.