Ομιλία του Διοικητή κ. Γ. Προβόπουλου με θέμα "Πρόσφατες Εξελίξεις στο Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα και Συνέπειες για την Ελληνική Οικονομία", στο Συνέδριο των Financial Times "Banking on Greece"
23/09/2008 - Ομιλίες
Στην παρούσα φάση η διεθνής οικονομία διανύει μία δύσβατη διαδρομή, που από
πολλούς θεωρείται ως η πιο δύσκολη των τελευταίων δεκαετιών. Η παγκόσμια
οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνεται, ο πληθωρισμός επιταχύνεται και στις
χρηματοπιστωτικές αγορές οι αναταράξεις συνεχίζονται. Η πραγματικότητα, δηλαδή,
επαληθεύει τα λιγότερο αισιόδοξα από τα αρχικά σενάρια των διεθνών οργανισμών
για τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας. Και στις διεθνείς αγορές το κλίμα
επιβαρύνεται από την απειλή μιας αρνητικής ανατροφοδότησης που τείνει να
σχηματιστεί μεταξύ των χρηματοπιστωτικών και των μακροοικονομικών εξελίξεων.
Τα χρηματοπιστωτικά επεισόδια του τελευταίου διμήνου ασφαλώς δεν συνέβαλαν
στην άρση των αβεβαιοτήτων, όσον αφορά το βάθος της αναταραχής, την διάρκειά της
ή τη συχνότητα και ένταση των εξάρσεών της. Ωστόσο, παρά τη σοβαρότητα της
κατάστασης, τα τελευταία περιστατικά και οι τρόποι αντιμετώπισής τους
σηματοδότησαν και ένα ευοίωνο στοιχείο: Επιβεβαίωσαν συγκεκριμένα πόσο μεγάλη
σημασία έχει η στενή συνεργασία, σε τοπικό και σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ όλων
των θεσμικών οργάνων που εκπροσωπούν τους φορείς που ενέχονται ή επηρεάζονται σε
τέτοιες περιπτώσεις. Το δίδαγμα αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ενόψει της
κλιμακούμενης και συντονισμένης δράσης, που έχει από πέρυσι δρομολογηθεί σε
διεθνές επίπεδο με στόχο την επίσπευση της επανόδου στην ομαλότητα.
Η διεθνοποίηση των αγορών και η διασυνοριακή παρουσία μεγάλων τραπεζικών
ομίλων απαιτούν από τη διεθνή κοινότητα, σε περιόδους τέτοιων έντονων
αναταράξεων, ισχυρές, συντονισμένες και προπαντός μακρόπνοες και σε βάθος χρόνου
προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα: Κεντρικών τραπεζών, λοιπών εποπτικών αρχών,
κυβερνήσεων και φορέων της αγοράς. Και κατ’ αναλογία, αντίστοιχες δράσεις και
συντονισμός απαιτούνται σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο χώρας και εθνικού
πιστωτικού συστήματος.
Στην εποχή της διεθνοποίησης, καμιάς χώρας το πιστωτικό σύστημα δεν μπορεί να
μείνει τελείως ανεπηρέαστο από αναταράξεις του είδους που βιώνουμε από τα μέσα
του προηγούμενου έτους. Εφόσον οι ευκαιρίες για υψηλότερες αποδόσεις δεν
γνωρίζουν σύνορα, το ίδιο θα ισχύει αναπόφευκτα και για τους κινδύνους που τις
συνοδεύουν. Σε αυτό ακριβώς, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο διαχέονται και
κατανέμονται οι κίνδυνοι, δεν είχε φοβάμαι δοθεί, τα τελευταία χρόνια, η δέουσα
προσοχή. Και η αδυναμία αυτή χρειάζεται τώρα να θεραπευθεί.
Πώς αντέδρασε λοιπόν ως τώρα η διεθνής κοινότητα; Και που βρισκόμαστε
σήμερα;
Όταν πέρυσι πυροδοτήθηκε η πρώτη από τις εξάρσεις, που εν συνεχεία
επαναλήφθηκαν, πρώτιστο μέλημα ήταν βεβαίως η πυρόσβεση και ο στενός έλεγχος των
εστιών ανάφλεξης. Αυτό επετεύχθη, χάρη κυρίως στην ετοιμότητα και ευελιξία των
κεντρικών τραπεζών και τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις τους για την εξομάλυνση
της ρευστότητας της αγοράς. Όποτε χρειάστηκε, οι κεντρικές τράπεζες παρείχαν
ρευστότητα με διευκολυντικούς όρους και με οριακές μόνο προσαρμογές του
οργανωτικού πλαισίου των εργαλείων και μηχανισμών παροχής ρευστότητας που
διαθέτουν. Με τον τρόπο αυτό, ενισχύθηκε περαιτέρω η συμβολή τους στη
χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ειδικότερα οι κεντρικές τράπεζες:
• Πρώτον, επιμήκυναν τη μέση διάρκεια των πράξεων και διευκολύνσεων παροχής
ρευστότητας έναντι ενεχύρου, γεγονός που μετρίασε τις πιέσεις στα επιτόκια των
διατραπεζικών πράξεων μεσαίας διάρκειας.
• Δεύτερον, διεύρυναν τον κατάλογο των αποδεκτών χρεογράφων στις πράξεις και
διευκολύνσεις τους . Σε κάποιες περιπτώσεις, ο κατάλογος περιέλαβε και χρεόγραφα
που είχαν επηρεαστεί σημαντικά από τη χαμηλή ρευστότητα της αγοράς.
• Τρίτον, διεύρυναν επίσης τον κατάλογο των αποδεκτών αντισυμβαλλομένων στις
πράξεις και διευκολύνσεις έναντι ενεχύρου. Αυτό επέτρεψε την ευρύτερη διάχυση
των χρηματοδοτικών κεφαλαίων των κεντρικών τραπεζών.
• Τέταρτον, ορισμένες κεντρικές τράπεζες αύξησαν επίσης τον δανεισμό
χρεογράφων, για να διευκολυνθεί περαιτέρω η λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς
αντιστρεπτέων πράξεων.
Με τις πολλαπλές αυτές σταθεροποιητικές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών τα
χειρότερα αποσοβήθηκαν. Και το σπουδαιότερο, δόθηκε στα αρμόδια όργανα της
διεθνούς κοινότητας ο απαιτούμενος χρόνος, για να εξετάσουν διεξοδικότερα και να
αξιολογήσουν πληρέστερα τις αιτίες και τις επιμέρους συνιστώσες της όλης
κατάστασης. Κατέληξαν έτσι να διατυπώσουν ολοκληρωμένες προτάσεις, για
συγκεκριμένες δράσεις, προτεραιότητες και χρονοδιαγράμματα, των οποίων η
συντονισμένη εφαρμογή θα επισπεύσει την επιστροφή στην ομαλότητα και θα
ενισχύσει σε βάθος χρόνου τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Για αυτό το τελευταίο, δηλαδή για τη μόνιμη σε βάθος χρόνου σταθερότητα, θα
απαιτηθεί διαρκής συντονισμός δράσεων και ενεργειών, από πολλούς φορείς
ταυτόχρονα. Και θα χρειαστεί συγχρονισμός βημάτων και πιστή τήρηση των
χρονοδιαγραμμάτων από κάθε εμπλεκόμενο. Το έργο είναι μεγάλο. Όμως, σε επίπεδο
διεθνούς κοινότητας, η σωστή αρχή έχει ήδη δρομολογηθεί. Αναλυτικοί χάρτες
πορείας (road maps) έχουν καταρτισθεί και οι εμπλεκόμενοι φορείς ανέλαβαν την
ευθύνη που αναλογεί στον καθένα για την υλοποίηση των σχετικών δεσμεύσεων.
Θέλω εδώ να τονίσω ιδιαίτερα την τεράστια σημασία που έχει η ενεργητική
συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή των τραπεζών και λοιπών πιστωτικών
οργανισμών, σε αυτή την πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και μακρόπνοη προσπάθεια. Η
επάνοδος στην ομαλότητα και η διαρκής χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα εξαρτηθούν
πρωτίστως από το είδος και το ρυθμό υλοποίησης των προσαρμογών που απαιτείται να
γίνουν στις τράπεζες και τις λοιπές επιχειρήσεις του πιστωτικού τομέα. Π.χ.
προσαρμογή απαιτείται στην εταιρική τους διακυβέρνηση, στη δομή κινήτρων των
στελεχών τους, στα επιχειρηματικά πρότυπα που επιλέγουν, στις μεθόδους
παρακολούθησης, διαχείρισης, τιμολόγησης και ελέγχου των πάσης φύσεως κινδύνων.
Θα αναφέρω εδώ ως παράδειγμα ένα από τα βασικά αίτια της αναταραχής: Το
επιχειρηματικό πρότυπο της λεγόμενης “δημιουργίας προς διανομή” (originate and
distribute model). Στο πρότυπο αυτό, το εργαλείο-κλειδί και κομβικό σημείο είναι
οι τιτλοποιήσεις. Το πρότυπο συνδέεται αναμφίβολα με πολλά και σημαντικά
πλεονεκτήματα. Στην πράξη όμως, η εφαρμογή του παρουσίασε κενά και αδυναμίες,
λόγω της δομής «ασύμπτωτων ή και συγκρουόμενων» κινήτρων, που τείνει να το
χαρακτηρίζει. Εν πρώτοις, οι δημιουργοί των δανείων (originators), με την
προοπτική ότι θα τα τιτλοποιήσουν, χαλαρώνουν την προσοχή τους στο ζήτημα των
πιστοδοτικών κριτηρίων και της στενής παρακολούθησης των οφειλετών. Και
παραπέρα, οι διαμεσολαβητές των τιτλοποιήσεων (intermediaries) αποβλέπουν
σε μεγιστοποίηση των εσόδων από την παροχή υπηρεσιών, πράγμα που έρχεται σε
αντίθεση με το κίνητρο των επενδυτών να επιτύχουν τον άριστο για αυτούς
συνδυασμό απόδοσης-κινδύνου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα λεγόμενα τρίτα
μέρη (third parties), όπως είναι π.χ. οι οργανισμοί πιστωτικής
αξιολόγησης, οι underwriters και οι trustees, για τους οποίους το μέγεθος
αμοιβών από συναλλαγές επί δομημένων πιστωτικών εργαλείων δημιούργησε στο τέλος
ερωτηματικά για την αξιοπιστία των υπηρεσιών, που οι οργανισμοί αυτοί παρέχουν.
Τέλος, οι επενδυτές (investors) επαφίενται στις βαθμολογίες των οίκων
αξιολόγησης και δεν αξιολογούν οι ίδιοι τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Παύουν
έτσι και αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι, να παίζουν σωστά τον ρόλο τους σε αυτό
που ονομάζομε «πειθαρχία της αγοράς».
Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν τώρα οι 67 συγκεκριμένες συστάσεις του
Financial Stability Forum, τις οποίες η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε τον
περασμένο Απρίλιο και των οποίων η εφαρμογή ξεκίνησε, παρακολουθείται και
συντονίζεται από το Forum. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολλές από τις
συστάσεις του Forum περιελήφθησαν ήδη στον «χάρτη πορείας», που είχε υιοθετήσει
το Συμβούλιο ECOFIN πέρσι τον Οκτώβριο. Ο χάρτης αναφέρει συγκεκριμένες
ημερομηνίες για τις δράσεις που απαιτούνται. Το Συμβούλιο προσδιόρισε τέσσερις
μεγάλες περιοχές προτεραιότητας:
• Ενίσχυση της διαφάνειας και της πληροφόρησης
• Ενδυνάμωση των προληπτικών κανόνων και της διαχείρισης κινδύνων στον
πιστωτικό τομέα
• Βελτίωση των μεθόδων αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών εργαλείων
• Βελτίωση των λειτουργιών της αγοράς
Με βάση το «χάρτη πορείας» της ΕΕ θα προχωρήσουν και οι αντίστοιχες δράσεις
στη χώρα μας.
Κυρίες και κύριοι,
Η Ελλάδα μέχρι στιγμής ευτύχισε να υποστεί με πολύ μικρότερη ένταση, σε
σύγκριση με άλλες χώρες, τους κραδασμούς της συνεχιζόμενης χρηματοπιστωτικής
αναταραχής. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην περιορισμένη έκθεση των εγχώριων
τραπεζών σε στοιχεία ενεργητικού, που είτε άμεσα είτε έμμεσα συνδέονται με την
αναταραχή. Εκείνο που έχει επηρεάσει έμμεσα τις ελληνικές τράπεζες είναι η επί
μακρόν παραμονή των επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς σε επίπεδο αισθητά
υψηλότερο από το κεντρικό επιτόκιο αναφοράς. Η αποδοτικότητα κεφαλαίων και η
κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών μας έχουν επηρεαστεί πολύ λιγότερο σε σύγκριση
με άλλες τράπεζες διεθνώς. Ενόψει όμως του αντίξοου διεθνούς χρηματοπιστωτικού
περιβάλλοντος και της κυκλικότητας που εμφανίζει η κερδοφορία και κατ’ επέκταση
ο πιστωτικός κίνδυνος, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συστήσει στις τράπεζες να
λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και να ακολουθήσουν τις κατάλληλες πολιτικές για
την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων χειροτέρευσης των δεικτών και τη διαφύλαξη
της σταθερότητας του πιστωτικού μας συστήματος.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει κατά βάση σταθερό και τα θεμελιώδη
μεγέθη του ικανοποιητικά. Το πρώτο εξάμηνο του 2008, λόγω κυρίως των επιδράσεων
που προανέφερα, οι δείκτες αποδοτικότητας των τραπεζών υποχώρησαν, ενώ οι
δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σημείωσαν μικρή μείωση, λόγω υπολογισμού για πρώτη
φορά, κεφαλαιακών απαιτήσεων και για τον λειτουργικό κίνδυνο. Ο κίνδυνος αγοράς
αυξήθηκε επίσης, αντανακλώντας την αυξημένη μεταβλητότητα των διεθνών
χρηματοοικονομικών αγορών. Η ρευστότητα των τραπεζών διατηρήθηκε σε
ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση
της πιστωτικής τους επέκτασης έχει αυξηθεί.
Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί επιμελώς την εφαρμογή του νέου εποπτικού
πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ. Πέραν των στοιχείων που αφορούν τον λεγόμενο «Πυλώνα
1», κρίσιμη σημασία στην παρούσα φάση, ενόψει και της διεθνούς συγκυρίας, έχουν
επίσης οι παραδοχές και υποθέσεις που οι τράπεζες υιοθετούν στα υποδείγματα
διαχείρισης κινδύνων και διαχείρισης ρευστότητας και η αντίστοιχη προσαρμογή της
συμπεριφοράς τους. Στο χώρο αυτό, η παρούσα συγκυρία υπαγορεύει την ενίσχυση της
προσοχής μας.
Η εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙ διαδραμάτισε στη χώρα μας έναν πολύ θετικό ρόλο.
Διότι, πέραν των άλλων, αναπτύχθηκε και στις ελληνικές τράπεζες μια εταιρική και
διαχειριστική “κουλτούρα συνεχούς εγρήγορσης”, που δίνει την αρμόζουσα βαρύτητα
στη στενή παρακολούθηση των κινδύνων του ευρύτερου πιστωτικού περιβάλλοντος. Από
την άποψη αυτή, για τη χώρα μας η Βασιλεία ΙΙ ήταν ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα.
Στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ακριβώς και στον γενικότερο χώρο της
μακροοικονομικής πολιτικής, η σημερινή πραγματικότητα απαιτεί από όλους να
προτάσσουν προτεραιότητες και δράσεις, που να έχουν μακρόπνοη προοπτική. Να
προσβλέπουν σε μόνιμες λύσεις και διατηρήσιμα οφέλη και όχι σε κοντόφθαλμες
στοχεύσεις.
Ο δρόμος μπροστά είναι δύσκολος. Θα μπορούσε ίσως να γίνει και μακρύς. Οι
λύσεις όμως βρίσκονται μέσα στις δυνατότητές μας. Εκείνο που προέχει είναι να
ορίζομε με ρεαλισμό τις προτεραιότητες και να επιταχύνομε με θάρρος τα βήματά
μας.