Η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2007
10/10/2007 - Δελτία Τύπου
Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2007 σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Την Έκθεση παρέδωσε στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Δημήτριο Σιούφα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικόλαος X. Γκαργκάνας.
Η Έκθεση εξετάζει τη διαμόρφωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, αναλύει τις νομισματικές και μακροοικονομικές εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα κατά το τρέχον έτος και αξιολογεί τη σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Επίσης αναλύει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στην ελληνική οικονομία και εξετάζει τις σχετικές προκλήσεις και επιλογές πολιτικής.
Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον παραμένει κατά βάση ευνοϊκό για την οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ, παρότι έχει αυξηθεί η αβεβαιότητα λόγω της πρόσφατης αναταραχής στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Το παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) εκτιμάται ότι θα αυξηθεί με ρυθμό περίπου 5%, δηλαδή μόνο ελαφρά χαμηλότερο από ό,τι το 2006, και ο πληθωρισμός στις προηγμένες οικονομίες προβλέπεται ότι θα συγκρατηθεί γύρω στο 2% εφέτος, παρά την εκ νέου ανοδική πορεία της τιμής του αργού πετρελαίου από το Φεβρουάριο του 2007 και μετά.
Οι μέχρι σήμερα επιπτώσεις στηv παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία από την αναταραχή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές (με αφορμή τα προβλήματα στην αγορά στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ) φαίνεται να είναι σχετικά περιορισμένες. Βεβαίως, όπως είναι γνωστό, οι κεντρικές τράπεζες στις κυριότερες οικονομίες παρενέβησαν άμεσα στις αγορές χρήματος, παρέχοντας ρευστότητα, και έτσι διευκόλυναν τη λειτουργία των αγορών. Επίσης, είναι ενθαρρυντικό ότι η παγκόσμια οικονομία ήταν γενικά σε καλή κατάσταση πριν από την αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι είναι σε θέση να την αντιμετωπίσει.
Στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί εφέτος με μέσο ετήσιο ρυθμό που αντιστοιχεί περίπου στο δυνητικό ρυθμό ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας και ότι ο πληθωρισμός, σε μέσο ετήσιο επίπεδο, θα διαμορφωθεί γύρω στο 2%. Το Σεπτέμβριο, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε στο 2,1% (από 1,7% τον Αύγουστο) και, όπως εκτίμησε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά την τελευταία του συνεδρίαση στις 4 Οκτωβρίου, θα παραμείνει υψηλότερος του 2% τους υπόλοιπους μήνες του 2007 και τους πρώτους μήνες του 2008 (λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου σε σύγκριση με τα σχετικώς χαμηλά επίπεδά της δώδεκα μήνες πριν), αλλά στη συνέχεια θα υποχωρήσει. Ωστόσο, είναι πιθανό ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα να είναι υψηλότερος από ό,τι τώρα προβλέπεται.
Η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ δεν θα μείνει τελείως ανεπηρέαστη από την πορεία των γεγονότων στις ΗΠΑ και τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Εάν όμως, όπως θεωρείται μέχρι στιγμής πιθανότερο, η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανόδου στις ΗΠΑ είναι ήπια, η άμεση επίδραση στην ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι μάλλον μικρή. Ωστόσο, έχει αυξηθεί η αβεβαιότητα όσον αφορά τις γενικά θετικές προοπτικές ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και είναι πιθανό ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι χαμηλότερος από ό,τι τώρα προβλέπεται.
Η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ άλλαξε από τα τέλη του 2005. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τα βασικά επιτόκια οκτώ φορές από το Δεκέμβριο του 2005 έως τον Ιούνιο εφέτος, κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες συνολικά, και παρακολουθεί στενά τις οικονομικές και τις νομισματικές εξελίξεις ώστε να ενεργεί έγκαιρα και αποφασιστικά, προκειμένου να αποτραπούν οι κίνδυνοι αύξησης του πληθωρισμού και να εδραιωθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Στις τελευταίες του συνεδριάσεις στις 6 Σεπτεμβρίου και στις 4 Οκτωβρίου, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ επισήμανε ότι η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές διεθνώς και η επανεκτίμηση των επενδυτικών κινδύνων κατά το πρόσφατο διάστημα έχουν προκαλέσει αύξηση της αβεβαιότητας. Για το λόγο αυτό, απαιτούνται επιπλέον πληροφορίες πριν καταστεί δυνατόν να εξαχθούν περαιτέρω συμπεράσματα όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος κατά την προσεχή περίοδο.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, κινδύνους ανόδου του πληθωρισμού σε μεσοπρόθεσμη βάση δημιουργεί το ενδεχόμενο οι αυξήσεις των μισθών και των περιθωρίων κέρδους να είναι μεγαλύτερες από ό,τι αναμένεται, εξαιτίας της σημαντικής ανόδου της απασχόλησης και του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και των αγροτικών προϊόντων θα συνεχιστεί ή ότι θα σημειωθούν περαιτέρω αυξήσεις των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών και των έμμεσων φόρων. Η ύπαρξη κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα και πιο μακροπρόθεσμα επιβεβαιώνεται και από τη συνεχιζόμενη αύξηση της ποσότητας χρήματος Μ3 και των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα με υψηλό ετήσιο ρυθμό. Στις 4 Οκτωβρίου το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ τόνισε ότι στο περιβάλλον αυτό η νομισματική πολιτική είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τους κινδύνους ανόδου του πληθωρισμού.
Η ελληνική οικονομία, στηριζόμενη σε συνθήκες ισχυρής εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης, συνεχίζει να αναπτύσσεται το 2007 με υψηλό ρυθμό, ο οποίος υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο οικονομικής ανόδου στη ζώνη του ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για δωδέκατο κατά σειρά έτος. Οι συνέπειες της αναταραχής στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένες για την ελληνική οικονομία. Ειδικότερα, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα υπερβεί ελαφρά το 4% το 2007, έναντι 4,3% το 2006. Η οικονομική ανάπτυξη εξακολουθεί εφέτος να στηρίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση. Ο ρυθμός ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται ότι θα παραμείνει υψηλός, σχεδόν στο 4%. Οι συνολικές επενδύσεις προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλό ρυθμό, της τάξεως του 8%, κυρίως λόγω της ισχυρής ανόδου των επιχειρηματικών επενδύσεων (πάντως, ο ρυθμός αυτός θα είναι χαμηλότερος από ό,τι το 2006, λόγω σημαντικής επιβράδυνσης του ρυθμού ανόδου των επενδύσεων σε κατοικίες). Η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης με ετήσιο ρυθμό 1,4% το πρώτο εξάμηνο του 2007, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε περαιτέρω την ίδια περίοδο στο 8,6% του εργατικού δυναμικού, παραμένοντας όμως σχετικά υψηλό.
Η συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου στην αύξηση του ΑΕΠ το 2007 εκτιμάται ότι θα είναι αρνητική, όπως και πέρυσι, καθώς η άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών θα υπερβεί και πάλι σημαντικά την αύξηση των εξαγωγών, τόσο ως προς το ρυθμό όσο και ως προς το απόλυτο μέγεθος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται ότι θα διευρυνθεί περαιτέρω από τα ήδη πολύ υψηλά επίπεδα των τελευταίων ετών και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στο 14% του ΑΕΠ εφέτος, έναντι 12,1% του ΑΕΠ το 2006. Η διεύρυνση αυτή αντανακλά κυρίως την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος εκτός καυσίμων και πλοίων, τις υψηλότερες πληρωμές τόκων και την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου πλοίων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, τη μείωση του πλεονάσματος των τρεχουσών μεταβιβάσεων. Συνολικά οι επιδράσεις αυτές υπεραντισταθμίζουν τη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών που οφείλεται στην αύξηση των εισπράξεων κυρίως από τη ναυτιλία και δευτερευόντως από τον τουρισμό. (Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων, το οποίο αντανακλά το μέγεθος της χρηματοδότησης της οικονομίας με καθαρές εισροές δανειακών και λοιπών κεφαλαίων από το εξωτερικό, αναμένεται να είναι της τάξεως του 12,5% του ΑΕΠ το 2007, έναντι 10,6% το 2006.) Η εμμονή του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα και η χρηματοδότησή του με εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό έχουν οδηγήσει σε αύξηση της αρνητικής καθαρής "διεθνούς επενδυτικής θέσης" της χώρας, δηλαδή των καθαρών υποχρεώσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα προς το εξωτερικό, στο 92,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2006 (από 51,1% στο τέλος του 2001).
Οι λόγοι διαμόρφωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια αναλύονται στο Κεφάλαιο V της έκθεσης. Συνοπτικά, η διαμόρφωση σε υψηλά επίπεδα του ελλείμματος, όπως αυτό υπολογίζεται σε εθνικολογιστική βάση, αντανακλά εξ ορισμού τη σημαντική υστέρηση της εγχώριας αποταμίευσης έναντι των εγχώριων επενδύσεων (δηλαδή την υπερβάλλουσα εγχώρια ζήτηση που υπάρχει στην ελληνική οικονομία την ίδια περίοδο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο). Ταυτόχρονα, στη διαμόρφωση του ελλείμματος σε υψηλά επίπεδα συντελούν το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και η συνεχής υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές, κυρίως λόγω της διαφοράς του πληθωρισμού και, σε μικρότερη έκταση, λόγω της ανατίμησης του ευρώ. Η μεγάλη αύξηση του ελλείμματος το 2006 και εφέτος οφείλεται επιπλέον σε ορισμένους ειδικούς παράγοντες, κυρίως στην αύξηση των καθαρών πληρωμών για αγορές πλοίων, των καθαρών πληρωμών για εισαγωγές καυσίμων (το 2006), καθώς και των καθαρών πληρωμών τόκων-μερισμάτων-κερδών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι εάν τα μεγέθη αυτά ως ποσοστά του ΑΕΠ είχαν παραμείνει το 2006 στα επίπεδα του 2005, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος) θα είχε διαμορφωθεί το 2006 σε 9,5% και όχι σε 12,1% του ΑΕΠ.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ), που ήταν 3,3% το 2006, αναμένεται να υποχωρήσει το 2007: αυτό οφείλεται κυρίως σε προσωρινούς ευνοϊκούς παράγοντες (ιδίως την εξέλιξη της τιμής του πετρελαίου), οι οποίοι όμως έχουν ήδη αντιστραφεί. Στην υποχώρηση του πληθωρισμού έχει συμβάλει επίσης η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών των επεξεργασμένων ειδών διατροφής. Αντίθετα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής) αναμένεται ότι θα αυξηθεί ελαφρά (στο 3,1% σε μέση ετήσια βάση, από 2,9% το 2006), αντανακλώντας πληθωριστικές πιέσεις τόσο από τη πλευρά της συνολικής ζήτησης, η οποία εξακολουθεί να αυξάνεται με υψηλό ρυθμό, όσο και από την πλευρά της εγχώριας προσφοράς, καθώς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος εκτιμάται ότι αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι το 2006.
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας από τα Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ, δηλαδή τράπεζες και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων) που λειτουργούν στην Ελλάδα επιβραδύνθηκε κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2007 (Αύγουστος 2007: 12,0%, δ΄ τρίμηνο 2006: 15,3%), αντανακλώντας κυρίως την πορεία της χρηματοδότησης της γενικής κυβέρνησης από τα ΝΧΙ (ο ρυθμός μεταβολής της οποίας παραμένει αρνητικός από το δ΄ τρίμηνο του 2006). Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων (δάνεια, ομόλογα και τιτλοποιήσεις) επιταχύνθηκε στο 18,5% τον Αύγουστο του 2007, από 16,8% το δ΄ τρίμηνο του 2006. Αντίθετα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης των νοικοκυριών (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιημένων δανείων) επιβραδύνθηκε, αλλά παρέμεινε υψηλός (Αύγουστος 2007: 23,6%, δ΄ τρίμηνο 2006: 26,7%). Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως τα στεγαστικά δάνεια και σε μικρότερο βαθμό τα καταναλωτικά δάνεια. Έτσι, η συνολική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιημένων δανείων) ανήλθε σε 46,9% του ΑΕΠ τον Αύγουστο του 2007 (Δεκέμβριος 2006: 44,0%). Αν δεν ληφθούν υπόψη τα τιτλοποιημένα δάνεια, η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών διαμορφώνεται σε 43,5% του ΑΕΠ (Δεκέμβριος 2006: 41,1%) στην Ελλάδα, έναντι 53,5% στη ζώνη του ευρώ.
Η περαιτέρω αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ εφέτος επηρέασε ανοδικά τα επιτόκια καταθέσεων και δανείων στην Ελλάδα. Καθώς όμως για τις περισσότερες κατηγορίες καταθέσεων και δανείων τα επιτόκια αυξήθηκαν στην Ελλάδα λιγότερο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, η θετική διαφορά μεταξύ των επιτοκίων της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ μειώθηκε στη διάρκεια του οκταμήνου. Ειδικότερα, περιορίστηκε η θετική διαφορά μεταξύ των ελληνικών επιτοκίων και των αντίστοιχων επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ στα επιχειρηματικά δάνεια, αλλά και στις περισσότερες κατηγορίες καταναλωτικών δανείων, ενώ τα ελληνικά επιτόκια παρέμειναν σε χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ στις σημαντικότερες κατηγορίες στεγαστικών δανείων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών στην Ελλάδα παραμένει ισχυρός, το επιτόκιο στην σημαντικότερη κατηγορία στεγαστικών δανείων (αυτών με επιτόκιο σταθερό για περίοδο άνω του ενός και έως πέντε έτη) ήταν τον Ιούλιο 60 μονάδες βάσης χαμηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο στη ζώνη του ευρώ.
Στην Ελλάδα η διαφορά μεταξύ του μέσου σταθμικού επιτοκίου του συνόλου των νέων τραπεζικών δανείων και του αντίστοιχου επιτοκίου των νέων τραπεζικών καταθέσεων, δηλαδή το περιθώριο επιτοκίου, μειώθηκε συνολικά κατά 362 μονάδες βάσης από το Δεκέμβριο του 1998 έως το Δεκέμβριο του 2006, ενώ τους πρώτους οκτώ μήνες του τρέχοντος έτους μειώθηκε κατά 14 μονάδες βάσης ακόμη. Ωστόσο, το περιθώριο επιτοκίου παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ (4,19% τον Ιούλιο έναντι 3,05% στη ζώνη του ευρώ). Το σχετικά υψηλότερο επίπεδο του περιθωρίου στην Ελλάδα συνδέεται με παράγοντες όπως: το υψηλότερο λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών, ο μικρότερος βαθμός ωρίμανσης της εγχώριας τραπεζικής αγοράς σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, ο σχετικά μεγαλύτερος αριθμός μικρών καταθετών και δανειοληπτών στην Ελλάδα (που συμβάλλει και στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος), ο μεγαλύτερος σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων (που συνεπάγεται υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου), καθώς και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που απαιτείται στην Ελλάδα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκποίησης των ασφαλειών. Στη διαμόρφωση υψηλού περιθωρίου επιτοκίου στην Ελλάδα σημαντική επίσης είναι η συμβολή της διαφορετικής σύνθεσης των καταθέσεων και των δανείων σε σύγκριση με εκείνη στη ζώνη του ευρώ. Αν η σύνθεση των δανείων και των καταθέσεων δεν διέφερε από εκείνη της ζώνης του ευρώ, τότε η διαφορά μεταξύ του περιθωρίου στην Ελλάδα και του περιθωρίου στη ζώνη του ευρώ θα περιοριζόταν τον Ιούλιο περίπου στις 35 μονάδες βάσης.
Στην Έκθεση εκτιμάται ότι το ελληνικό πιστωτικό σύστημα συνεχίζει να εμφανίζει υψηλό βαθμό σταθερότητας, με βάση τους δείκτες αποδοτικότητας, κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2007. Ειδικότερα, ο πιστωτικός κίνδυνος υποχώρησε, καθώς μειώθηκε ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων. Επίσης, οι κίνδυνοι αγοράς και ρευστότητας παρέμειναν περιορισμένοι. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, αν και μειώθηκε, γενικά διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο, υψηλότερο του απαιτούμενου ελάχιστου ορίου. Στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας θα επιδράσει ευνοϊκά η ολοκλήρωση των διαδικασιών αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ορισμένων τραπεζών, οι οποίες κατέχουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Επίσης, ενόψει της επικείμενης εφαρμογής των διατάξεων του νέου πλαισίου "Βασιλεία ΙΙ", ενσωματώθηκαν στο εγχώριο θεσμικό πλαίσιο οι Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τις υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων σχετικά με τη δημοσιοποίηση στοιχείων για την ενίσχυση της διαφάνειας και της πειθαρχίας της αγοράς. Τέλος, η αποδοτικότητα διατηρήθηκε σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Τα ανωτέρω δεδομένα εξακολουθούν να παρέχουν ικανοποιητικό περιθώριο για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Επισημαίνεται όμως ότι ο υψηλότερος -- σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ – λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών και η συνεχιζόμενη επέκταση των δραστηριοτήτων των τραπεζών στο εξωτερικό καθιστούν αναγκαία τόσο την αυξημένη επαγρύπνηση από την πλευρά τους κατά τη διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων όσο και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των δανείων τους. Εξάλλου, εκτιμάται ότι είναι οριακή η επίδραση που έχει στο κόστος άντλησης κεφαλαίων και στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών η πρόσφατη αναταραχή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν εκτεθεί άμεσα σε προϊόντα που σχετίζονται με την αγορά στεγαστικών δανείων προς δανειολήπτες χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ (από την οποία ξεκίνησε αυτή η αναταραχή), ενώ και η έμμεση έκθεσή τους είναι περιορισμένη. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη αναταραχή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές υπαγορεύει αυξημένη εγρήγορση από την πλευρά των τραπεζών.
Όπως αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο της Έκθεσης, στην ελληνική οικονομία εξακολουθούν να υπάρχουν μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά από τους φορείς οικονομικής πολιτικής και τους κοινωνικούς εταίρους, προκειμένου να διασφαλιστούν σε βάθος χρόνου οι θετικές προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Ειδικότερα, η εμμονή του πληθωρισμού σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ και η συνεχιζόμενη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορούν να αποδοθούν σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, η οικονομική άνοδος των τελευταίων ετών έχει βασιστεί σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων σε κατοικίες, η οποία ευνοείται και από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Παράλληλα, η συνολική εγχώρια αποταμίευση υστερεί έναντι των εγχώριων επενδύσεων, τόσο επειδή η ιδιωτική αποταμίευση είναι σχετικά χαμηλή ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και επειδή η δημόσια αποταμίευση είναι αρνητική (αντανακλώντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα). Δεύτερον, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ως προς τις τιμές υποχωρεί επί σειράν ετών, κυρίως λόγω των σχετικά υψηλών ρυθμών αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα (σε σύγκριση με τους εμπορικούς εταίρους της). Τρίτον, ο ρυθμός ανόδου του παραγωγικού δυναμικού (του δυνητικού ΑΕΠ) της ελληνικής οικονομίας, αν και υψηλός, παραμένει κατά κανόνα χαμηλότερος από το ρυθμό ανόδου της εγχώριας ζήτησης, λόγω διαρθρωτικών δυσκαμψιών που δυσχεραίνουν την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και εμποδίζουν την ταχύτερη άνοδο της παραγωγικότητας.
Η διατήρηση, σε βάθος χρόνου, υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ και της απασχόλησης απαιτεί μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας από μια οικονομία της οποίας η ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση σε μια οικονομία όπου ο εξωτερικός τομέας θα αναδειχθεί σε βασικό προωθητικό παράγοντα της ανάπτυξης. Βασική προϋπόθεση του μετασχηματισμού αυτού είναι η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, κατά κύριο λόγο η περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση και η διασφάλιση σταθερότητας των τιμών, ώστε να ενισχύεται το κλίμα εμπιστοσύνης και να αυξάνεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ως προς τις τιμές. Παράλληλα, απαιτείται αφενός να αυξηθεί περαιτέρω η αποταμίευση και να βελτιωθεί η σύνθεση των επενδύσεων και αφετέρου να προχωρήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση, προκειμένου να ενισχυθεί και να αναβαθμιστεί το παραγωγικό δυναμικό (τόσο το πάγιο όσο και το ανθρώπινο κεφάλαιο), να αυξηθούν η παραγωγικότητα και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να μειωθεί η ανεργία.
Μετά τη μείωση, το 2006, του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης (σε εθνικολογιστική βάση) κάτω από την τιμή αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη του Μάαστριχτ (3% του ΑΕΠ), τον τερματισμό της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος για την Ελλάδα (τον Ιούνιο του 2007) και -- όπως εκτιμάται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2008 που κατατέθηκε στη Βουλή την 1η Οκτωβρίου -- τη διαμόρφωση του ελλείμματος στο 2,5% εφέτος (έναντι στόχου για έλλειμμα ίσο με 2,4% του ΑΕΠ), η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να συνεχιστεί. Πρώτον, προκειμένου να επιτευχθεί ισοσκελισμένος προϋπολογισμός έως το 2010, σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο που έχει θέσει η κυβέρνηση. Δεύτερον, προκειμένου να επιτευχθούν σημαντικά πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης σε μόνιμη βάση και να μειωθεί το εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος (104,5% του ΑΕΠ το 2006 και – όπως εκτιμάται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού – 101,9% το 2007) μέχρι το 2015, όταν οι δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη θα αρχίσουν να αυξάνονται αισθητά ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Η δημοσιονομική εξυγίανση αναμένεται ότι θα συμβάλει στην ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης και στην εδραίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Η επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα έτη απαιτεί τον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών σε μόνιμη βάση και την αύξηση των εσόδων. Πέρα από τη μείωση των ελλειμμάτων, είναι επίσης απαραίτητο να συνεχιστεί η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος (όπως έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση) και να βελτιωθούν η διάρθρωση και η αποτελεσματικότητα των δαπανών, ώστε να υπάρξουν επαρκείς πόροι για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο. Βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δαπανών σημαίνει, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, ότι μια χώρα μπορεί, με μικρότερες δημόσιες δαπάνες, να επιτύχει τουλάχιστον τις ίδιες επιδόσεις ως προς την οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα, τις υποδομές, την υγεία, την εκπαίδευση, την ποιότητα της διοίκησης και την κατανομή του εισοδήματος.
Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν κατά κύριο λόγο με δημοσιονομικά μέτρα, αλλά με την έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και του συστήματος υγείας. Ο περιορισμός της πρόωρης συνταξιοδότησης, έτσι ώστε η μέση (πραγματική) ηλικία συνταξιοδότησης να προσεγγίσει την προβλεπόμενη από τις γενικές διατάξεις ηλικία, μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση των ανισοτήτων και στη βελτίωση της οικονομικής θέσης των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και στην καλύτερη αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού. Η ενοποίηση των ταμείων, με την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, επίσης θα συμβάλει σημαντικά στον εξορθολογισμό του συστήματος. Ακόμη, πρέπει αφενός να βελτιωθεί η αντιστοιχία μεταξύ προσπάθειας και αποτελέσματος στο υφιστάμενο σύστημα συντάξεων μέσω παραμετρικών μεταρρυθμίσεων και αφετέρου να αναπτυχθεί ο κεφαλαιοποιητικός "πυλώνας" του συστήματος, ο οποίος επίσης προβλέπεται στην ισχύουσα νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να αλλάξει η αρχιτεκτονική του συστήματος, προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός μικτού συστήματος. Γενικότερα, είναι απαραίτητο να γίνουν όλες εκείνες οι αλλαγές που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και, ταυτόχρονα, θα μειώσουν ουσιαστικά την αναμενόμενη (βάσει των σημερινών δεδομένων) σοβαρή επιβάρυνση των δημόσιων δαπανών λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Παράλληλα, απαιτούνται μέτρα δημογραφικής πολιτικής για την ενίσχυση της γεννητικότητας, καθώς και μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Η αναγγελία (με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης) ότι αρχίζει αμέσως ευρύς κοινωνικός και πολιτικός διάλογος για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι αναμφισβήτητα ένα θετικό βήμα. Επειδή μάλιστα η μεταρρύθμιση επείγει, είναι αναγκαίο να υπάρξουν αποτελεσματικές λύσεις το συντομότερο δυνατόν.
Ο σχετικά υψηλός πληθωρισμός στην Ελλάδα κατά την πρόσφατη περίοδο 2001-2007 συνεπάγεται υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές και επομένως επηρεάζει δυσμενώς τις προοπτικές της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Δοθέντος ότι η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι ένας σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας του πληθωρισμού, είναι απαραίτητη η συμβολή των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου οι μισθολογικές αυξήσεις να είναι συμβατές με την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Ειδικότερα, κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση των μισθολογικών αυξήσεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη της παραγωγικότητας, η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές, καθώς και το επίπεδο ανεργίας, που παραμένει υψηλό στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθούν οι συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές που δεν λειτουργούν αποτελεσματικά, προκειμένου οι επιχειρήσεις να συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και με την τιμολογιακή τους πολιτική. Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία οι μέσες πραγματικές αποδοχές αυξήθηκαν αισθητά, ενώ η σύγκλιση του επιπέδου των μισθών στην Ελλάδα προς το μέσο επίπεδο των μισθών στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο προχώρησε σημαντικά. Ωστόσο, η σύγκλιση των αποδοχών στην Ελλάδα με το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί μέσω ονομαστικών μισθολογικών αυξήσεων, καθώς αυτές θα συντελούσαν σε αύξηση του πληθωρισμού και σε διάβρωση των πραγματικών εισοδημάτων. Ο μόνος ασφαλής τρόπος, λοιπόν, για την άνοδο των πραγματικών αποδοχών και του βιοτικού επιπέδου είναι η αύξηση της παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα υστερεί ακόμη έναντι των περισσότερων εταίρων της στην ΕΕ όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Απαιτείται επομένως να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας, να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η διαφθορά, ώστε να ενισχυθούν οι συνθήκες ανταγωνισμού και η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης και να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητας και του δυνητικού προϊόντος. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, ώστε η ελληνική οικονομία να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις από τον διεθνή ανταγωνισμό, αλλά θα μειωθεί και η ανεργία, που παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα.