EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία Κώστα Κωστή στην παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Κακριδή με τίτλο Κυριάκος Βαρβαρέσος: Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία

15/03/2017 - Ομιλίες

Κύριε Διοικητά, Κυρίες, Κύριοι,

Θα ήθελα πριν από οτιδήποτε άλλο να ευχαριστήσω τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθηγητή Γιάννη Στουρνάρα καθώς επίσης και το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας για την πρόσκλησή τους να μιλήσω στη σημερινή εκδήλωση, πρόσκληση που με τιμάει ιδιαίτερα. Συνάμα όμως με φέρνει σε επαφή με ένα πρόσωπο με το οποίο έχω διασταυρωθεί επανειλημμένως στο παρελθόν, τον Κυριάκο Βαρβαρέσο.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια έτυχε να μού ανατεθεί η συγγραφή ενός εισαγωγικού σημειώματος στην επανέκδοση του έργου του Κυριάκου Βαρβαρέσου «Το οικονομικόν πρόβλημα της Ελλάδος». Έκλειναν τότε πενήντα χρόνια από την πρώτη δημοσίευσή του και ο εκδότης έκρινε ότι άξιζε τον κόπο η δαπάνη για την εκ νέου δημοσίευση του συγκεκριμένου έργου.

Ομολογώ ότι σήμερα λυπάμαι γιατί ποτέ δεν τον ρώτησα τους λόγους που τον ώθησαν σε αυτή την απόφαση, ίσως γιατί θεωρούσα αυτονόητη τη χρησιμότητα μιας επανέκδοσης του συγκεκριμένου έργου. Αν όμως αγνοήσει κανείς τις δικές μου καθαρά επαγγελματικές προτιμήσεις, τι ενδιαφέρον μπορούσε να έχει για το ελληνικό κοινό του 2002 ένα κείμενο γραμμένο για την ελληνική οικονομία του 1952; Ο Βαρβαρέσος ασκούσε πάντα μία γοητεία με τα γραπτά του και τη δράση του που δεν ήταν άμεσα κατανοητή.

Γράφοντας την εισαγωγή για το Οικονομικό πρόβλημα ήρθα για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή τόσο με το συγκεκριμένο έργο – θυμίζω ότι από πολλές απόψεις το Οικονομικό πρόβλημα συνιστά ένα βιβλίο σταθμό στη φιλολογία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας – όσο και με τη ζωή του Βαρβαρέσου.

Στην πραγματικότητα ο Κυριάκος Βαρβαρέσος είναι μία προσωπικότητα που στην Ελλάδα τον θυμόμαστε μόνο για ένα περιορισμένο κομμάτι της επαγγελματικής δραστηριότητάς του. Ωστόσο υπήρξε άνθρωπος πολυπράγμων και μπορούμε να τον συναντήσουμε να δραστηριοποιείται με ρόλους κάθε άλλο παρά αμελητέους σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της χώρας μας.

Ανώτερος δημόσιος υπάλληλος αρχικά αναλαμβάνει και φέρνει σε πέρας την οργάνωση των στατιστικών υπηρεσιών του κράτους, με αποκορύφωμα την οργάνωση της Γεωργικής Απογραφής του 1911, που από τους ειδικούς θεωρείται εξαιρετικά πετυχημένη. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας σε κρίσιμες για την ίδια αλλά και την ελληνική οικονομία εποχές, σύμβουλος, υποδιοικητής και διοικητής στην Τράπεζα της Ελλάδος, υπουργός Οικονομικών που διαχειρίστηκε την πτώχευση του ελληνικού κράτους το 1932, υπουργός της εξόριστης κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της Κατοχής, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Βούλγαρη το 1945, κατέληξε να τερματίσει τη σταδιοδρομία του ως σύμβουλος της World Bank στην Ουάσινγκτον.

Οι θέσεις αυτές ωστόσο απεικονίζουν μία πλευρά μόνο του βιογραφικού του γιατί ο Βαρβαρέσος είχε συμμετάσχει επίσης σε πολλές και σημαντικές διεθνείς διασκέψεις και διαπραγματεύσεις, από το Συνέδριο της Ειρήνης μετά τον Α’ Παγκόσμιοι Πόλεμο μέχρι τις συζητήσεις του Bretton Woods και στη συνέχεια για την Αμερικανική βοήθεια τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα. Έχει θεωρηθεί ως πολύ ικανός διαπραγματευτής, ένας από τους λίγους Έλληνες που οι ξένοι συνομιλητές της χώρας μας έπαιρναν στα σοβαρά.

Παρακολουθώντας λοιπόν τη ζωή του Βαρβαρέσου διαπίστωσα πολύ γρήγορα ότι με βάση τη διαθέσιμη βιβλιογραφία της εποχής, δηλαδή του 2002, ο Βαρβαρέσος είχε τύχει μιας διόλου φιλικής μεταχείρισης. Πιο ειδικά δε το Οικονομικό πρόβλημα είχε κακοποιηθεί από τους οικονομολόγους και ιστορικούς που είχαν ασχοληθεί μαζί του: Η άρνηση του Βαρβαρέσου να αποδεχθεί ότι η Ελλάδα είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει μία βιομηχανική χώρα προσδιόρισε και το μέγεθος της καχυποψίας απέναντί του σε μιαν εποχή που η πλειοδοσία για τις βιομηχανικές ικανότητες της χώρας αποτελούσε τον κανόνα στην ελληνική πολιτική και οικονομική ζωή.

Όπως, ίσως μπορείτε να φανταστείτε η έρευνά μου για τη συγγραφή του εισαγωγικού σημειώματος δεν πήγε πολύ μακριά, με άφησε μάλλον με περισσότερα ερωτήματα, παρά μού έδωσε απαντήσεις. Πάντως αυτό που με είχε εντυπωσιάσει μαζί του ήταν το θάρρος του να πάει κόντρα στο συρμό, εφόσον πίστευε ότι αυτό ήταν το σωστό. Και αυτό σε μία χώρα όπου ο διανοητικός εφησυχασμός αποτελεί ένα αγαπημένο άθλημα της ελληνικής διανόησης αλλά και της πολιτικής ηγεσίας.

Έκτοτε, δηλαδή από το 2002, ακόμη και αν δεν έχω ασχοληθεί εκ νέου με τον Βαρβαρέσο φροντίζω να ενημερώνομαι για ότι σχετικό με αυτόν και το έργο του γράφεται. Έτσι, μοιραία ασχολήθηκα και με τη βιογραφία του Κυριάκου Βαρβαρέσου που έγραψε ο Ανδρέας Κακριδής.

Είναι οξύμωρο το σχήμα, αλλά τολμώ να πω ότι ο Βαρβαρέσος ήταν πολύ τυχερός που μετά θάνατον μπόρεσε να βρει έναν βιογράφο σαν τον Ανδρέα Κακριδή. Στην Ελλάδα, μία χώρα χωρίς παράδοση στη βιογραφία, το να βρεθεί ένα πρόσωπο που θα μπορέσει να ξεφύγει από τις συμπληγάδες της αγιοποίησης και της δαιμονοποίησης του βιογραφούμενου είναι εξαιρετικά δύσκολο.

Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο με κίνδυνο να χαρακτηρισθώ υπερβολικός θα υποστηρίξω ότι η εργασία του Ανδρέα Κακριδή για τον Κυριάκος Βαρβαρέσο αποτελεί μία από τις καλύτερες βιογραφίες που έχουν ποτέ δημοσιευθεί στην Ελλάδα. Και νομίζω ότι γνωρίζω επαρκώς τη σχετική βιβλιογραφία ώστε να μην πέφτω έξω.

Επιτρέψτε μου τώρα να στοιχειοθετήσω την άποψη μου αυτή.

Α. Το βιβλίο του Κακριδή στηρίζεται σε έναν εντυπωσιακό πλούτο αρχειακού υλικού, τέτοιον που σπάνια συναντάμε στη βιβλιογραφία μας. Ελληνικά, αμερικάνικα, αγγλικά και γερμανικά αρχεία του επιτρέπουν να παρακολουθήσει τον Βαρβαρέσο από πολύ κοντά σε κάθε περίοδο της ζωή του και να εξετάσει τις δραστηριότητες που αντιστοιχούν σε αυτές λεπτομερέστατα. Ως υποσημείωση δε, θα προσέθετα στο σημείο ότι το γεγονός πως ο Κακριδής γνωρίζει γερμανικά του ανοίγει τη δυνατότητα να συμβουλευτεί πηγές που δεν είναι αυτονόητο ότι μπορεί να το κάνει μεγάλος αριθμός ελλήνων ερευνητών.

Ένα παράδειγμα: νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που έχουμε στη διάθεσή μας τις διαπραγματεύσεις που γίνονται μετά την πτώχευση του 1932 για τις συμφωνίες συμψηφισμού (κλήριγκ). Ο Κακριδής μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τα όρια μέχρι τα οποία μπορεί να φτάσει το ελληνικό κράτος στην προσπάθεια του να προωθήσει τα συμφέροντά του σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο εχθρικός, όλο και λιγότερο διατεθειμένος να εκχωρήσει την ισχύ προς όφελος της ανάγκης.

Κατά τον ίδιο τρόπο ο Κακριδής, αξιοποιώντας το πλούσιο αρχειακό υλικό, μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της Ελλάδας μετά το 1932 και να δούμε ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην εγχώρια πολιτική πραγματικότητα και στις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ακόμη και σε μειονεκτικό διεθνές πλαίσιο για την Ελλάδα, η δυνατότητα επιτυχημένης διαπραγμάτευσης κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι εφικτή, ακόμη και αν ο εγχώριος πολιτικός κόσμος δεν θέλει να την αποδεχθεί. Να προσθέσω ακόμη στο σημείο αυτό, ότι και η βιβλιογραφική πληρότητα της εργασίας πλησιάζει το απόλυτο.

Β. Ο Ανδρέας Κακριδής είναι ένας πολύ καλός οικονομολόγος και ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του οικονομολόγου στην ανάλυσή του. Μη θεωρήσετε ότι κάτι τέτοιο είναι δεδομένο. Θα έλεγα ότι ισχύει το αντίθετο. Τα τελευταία χρόνια έχουμε αρκετές προσπάθειες ενασχόλησης με την οικονομική ιστορία από ιστορικούς χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις με αποτελέσματα μάλλον ατυχή.

Ο Κακριδής, αντιθέτως, είναι σε θέση να δώσει τις απαντήσεις σε όλα τα σχετικά ερωτήματα με συνέπεια και συνοχή στο λόγο του. Παράδειγμα χαρακτηριστικό, που πάντοτε μού έκανε εντύπωση η περίφημη, έστω και για τους ειδικούς μόνο, συζήτηση για τη νομισματική σταθεροποίηση του 1944, που οδήγησε σε μία αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ιερών τεράτων της ελληνικής οικονομίας, του Κυριάκου Βαρβαρέσου και του Ξενοφώντα Ζολώτα.

Ο Κακριδής στο θέμα αυτό μας δίνει ένα εξαιρετικό κείμενο με όλες τις απαραίτητες απαντήσεις στα ερωτήματα που δημιουργούνται, συνάμα δε απολύτως κατανοητό ακόμη και για τον μη ειδικό. Κατά τον ίδιο τρόπο η ανάλυσή του για το λεγόμενο Πείραμα Βαρβαρέσου προτείνει μία ερμηνεία εντελώς καινοφανή, αλλά και εξαιρετικά πειστική.

Γ. Το γεγονός ότι ο Κακριδής είναι καλός οικονομολόγος δεν θα ήταν κατά τη γνώμη μου αρκετό για να δώσει ικανοποιητικά, πολύ περισσότερο δε καλά αποτελέσματα σε ένα βιβλίο οικονομικής ιστορίας. Διότι στη μόδα της οικονομικής ιστορίας που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, πολλοί οικονομολόγοι πίστεψαν ότι διαθέτουν το χάρισμα να μπουν στο πεδίο αυτό, με αποτέλεσμα στο τέλος το προϊόν που μας έδωσαν να είναι ελάχιστα ικανοποιητικό.

Η διαμόρφωση του ιστορικού πλαισίου εντός του οποίου εκτυλίσσεται η δράση του βιογραφούμενου αποτελεί μία απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα. Ένα παράδειγμα του τι ακριβώς εννοώ αφορά τη σύγκριση, που συχνά γίνεται τελευταία, της οικονομικής κρίσης του 1929 με τη σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αφήνοντας κατά μέρος το πρόβλημα της πληροφόρησης, βρίσκω ότι είναι αδιανόητο να συγκρίνει κανείς μία οικονομία στην οποία το 70% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της ήσαν αγρότες με μία άλλη στην οποία περισσότερο από το 70% του πληθυσμού πορίζεται τα εισοδήματά του από τις υπηρεσίες.

Ο Κακριδής δεν πέφτει σε τέτοια απλοϊκά σφάλματα. Ξέρει να χειριστεί τα εργαλεία του χωρίς αναχρονισμούς και να παρακολουθήσει τη σκέψη των πρωταγωνιστών, αλλά και τις επιλογές που έκαναν μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που τους έδινε η κάθε εποχή. Το τελικό αποτέλεσμα, όπως ήδη σας είπα είναι ευτυχές και αυτό φαίνεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού όταν ο Κακριδής κάνει λόγο για την κρίση του 1929 και κυρίως για τη φάση της διαχείρισης της κρίσης μέσω της πτώχευσης που αναλαμβάνει και φέρνει σε πέρας ο Βαρβαρέσος.

Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επισήμανση του Κακριδή ότι οι αντιδράσεις που προκάλεσε το Οικονομικό Πρόβλημα του Βαρβαρέσου στηρίζονταν και στην κριτική που ασκούνταν στις Συντηρητικές όπως χαρακτηρίζονταν τότε απόψεις της World Bank, που πρέσβευε ο ίδιος και οι οποίες συγκροτούν σήμερα την καρδιά της οικονομικής ορθοδοξίας.

Μίλησα προηγουμένως για ένα βιβλίο οικονομικής ιστορίας. Θα μπορούσε να ξενίσει κάτι τέτοιο αφού έχουμε μπροστά μας μία βιογραφία. Τον λόγο ίσως να τον κατανοήσετε καθώς ο υπότιτλος του βιβλίου θέτει αυτό το ζήτημα «Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία». Για το θέμα αυτό θα μας μιλήσει άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας, επομένως δεν χρειάζεται να πω πολλά.

Μού αρκεί μόνο να επιμείνω στο ότι ο Κακριδής πετυχαίνει έναν εξαιρετικό συνδυασμό των δύο ειδών, της βιογραφίας και της οικονομικής ιστορίας, δίνοντας στην πρώτη το γενικό πλαίσιο που την κάνει να αποκτά χρώμα και να ξεφεύγει από τη μονοτονία της περιπτωσιολογίας και στη δεύτερη τη λεπτομέρεια που την κάνει να συνδέεται με την πραγματικότητα.

Έχω την εντύπωση ότι σε ένα βιβλίο που θα έδινε έμφαση στη μία ή την άλλη πλευρά μόνο, θα χανόταν η ισορροπία που το καθιστά ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.

Τέλος, αρετή θεμελιώδης της βιογραφίας του Κυριάκου Βαρβαρέσου από τον Ανδρέα Κακριδή είναι το ευπροσήγορο του λόγου, το χαριτωμένο και παιγνιώδες συχνά γράψιμό του. Δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο, το αντίθετο. Λίγοι έλληνες ιστορικοί, ακόμη δε λιγότεροι οικονομολόγοι έχουν το ταλέντο να κερδίζουν τον αναγνώστη με το γράψιμό τους, να καθιστούν δύσκολα συχνά τεχνικά θέματα άμεσα αντιληπτά από τον μη ειδικό.

Το DNA είναι πολύ πιθανό να παίζει το ρόλο του στην ικανότητα αυτή του Κακριδή, ωστόσο από μόνο του δεν αρκεί: χρειάζονται γνώσεις και προσπάθεια. Έχω την εντύπωση ότι το κομμάτι του βιβλίου του Κακριδή που κάνει λόγο για την δραστηριότητα του Βαρβαρέσου ως μέλους της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό από την οπτική που μόλις ανέφερα..

Συνοψίζοντας, λοιπόν, έχουμε μπροστά μας μία βιογραφία του Κυριάκου Βαρβαρέσου που γράφτηκε με μεγάλες φιλοδοξίες και ολοκληρώθηκε ικανοποιώντας τις φιλοδοξίες αυτές. Και αυτό ανεξάρτητα των επί μέρους αντιρρήσεων που θα μπορούσε να έχει κάποιος για το βιβλίο του Κακριδή. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, το αντίθετο μάλιστα.

Έχουμε πλέον μπροστά μας την οικονομική και σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ιστορία της Ελλάδας από την άνοδο του Βενιζέλου στην Εξουσία μέχρι το 1952 και μέσα από αυτήν τη δραστηριότητα ενός ανθρώπου, που από κάθε άποψη ξεχώριζε από το μέσο όρο και που ο ίδιος αντιμετώπιζε τον εαυτό του ως τεχνοκράτη στην υπηρεσία της χώρας του.

Ήταν ένας ρεαλιστής, που γνώριζε να διαπραγματεύεται όχι με λόγια μόνο, αλλά έχοντας πάντα προετοιμαστεί καλά και κρατώντας στα χέρια του όλα τα απαραίτητα δεδομένα που ήσαν απαραίτητα για τη διαπραγμάτευση.

Παρά το γεγονός ότι ο Κακριδής υποβαθμίζει το κομμάτι του Οικονομικού προβλήματος που αφορά το πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, ως ένα βαθμό δικαίως, είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι, όπως ήδη ανέφερα, της πιο γνωστής εργασίας του που έχει χαρακτηρίσει όλη την πορεία του Βαρβαρέσου.

Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι αν θέλουμε να καταλάβουμε τη γοητεία που ασκούσε πάντοτε ο Βαρβαρέσος στην Ελλάδα θα πρέπει να εμμείνουμε σε αυτό το κομμάτι. Για να ολοκληρώσω επιστρέφω με άλλα λόγια στο ερώτημα που έθεσα στην αρχή της παρουσίασής μου.

Σκεφτείτε μια χώρα πολύ φτωχή και κατεστραμμένη από τους πολέμους, μια χώρα που μόλις έχει καταφέρει να βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο, χωρίς όμως να έχει καταφέρει να κατευνάσει τα μίση και τα πάθη που τη συνοδεύουν. Σκεφτείτε αυτή τη χώρα με εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους της να έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις και να ζουν σε άθλιες συνθήκες σε στρατόπεδα, στις προσφυγουπόλεις, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες άλλους να είναι έτοιμοι με την πρώτη ευκαιρία να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό.

Σε αυτή τη χώρα λοιπόν έρχεται ένας άνθρωπος που έχει το θράσος να βγει και να πει: ότι σας λένε είναι λάθος, η Ελλάδα δεν έχει τις δυνατότητες να γίνει πλούσια από τη μια μέρα στην άλλη και για αυτό δεν φταίνε οι ξένοι που την εκμεταλλεύονται. Υπάρχουν σοβαρά, εγγενή προβλήματα που θα δυσκολέψουν την αύξηση της ευημερίας της χώρας και θα πρέπει να φανούμε πολύ μετρημένοι στις αποφάσεις μας για να μην σπαταλήσουμε τους λίγους πόρους που έχουμε. Και είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι εκείνο που μετράει είναι οι δικές μας δυνάμεις και προσπάθειες και όχι η ξένη βοήθεια, που θα έχει ένα τέλος, αργά ή γρήγορα.

Όλα αυτά, που τα είπε ο Βαρβαρέσος, αρκούσαν για να τον καταστήσουν αντιπαθή σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελίτ της χώρας, ανεξαρτήτως παρατάξεως, που υποστήριζε ακριβώς τα αντίθετα, που στήριζε τη σταδιοδρομία της στις εύκολες υποσχέσεις και στις δημαγωγικές διακηρύξεις. Αλλά τον καθιστούσαν αντιπαθή και σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού που στην απελπισία του θα επιθυμούσε να ακούσει λόγους καθησυχαστικούς.

Ο Βαρβαρέσος ήταν ένας άνθρωπος που δεν δίσταζε να πάει κόντρα στο ρεύμα. Η εικόνα των συγχρόνων του ήταν σαφώς εχθρική προς το πρόσωπό του και χρειάστηκε ένας βιογράφος με τις ικανότητες του Ανδρέα Κακριδή για να αναδείξει την προσωπικότητα του μακριά από τις προκαταλήψεις των συγχρόνων του και τις πολεμικές της εποχής.

Θα ήταν ωστόσο άδικο να κλείσω την παρουσίαση του βιβλίου του Κακριδή με μνείες μόνο του συγγραφέα και του βιογραφούμενου. Γιατί δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το βιβλίο αυτό δεν θα μπορούσε φυσικά να υπάρξει χωρίς τη στήριξη του Κέντρου Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Και φυσικά για να έχουμε αυτό το άρτιο τελικό εκδοτικό προϊόν, πολλοί άνθρωποι δούλεψαν και τους αξίζουν συγχαρητήρια.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι