EN

Δελτία Τύπου

  • Κοινοποίηση:

Τριακοστό τρίτο τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος

16/06/2010 - Δελτία Τύπου

Κυκλοφόρησε το 33ο τεύχος (Μάιος 2010) του "Οικονομικού Δελτίου” της Τράπεζας της Ελλάδος.

Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντα, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ' ανάγκη της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο 33ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής 4 μελέτες:

Βασίλης Ράπανος και Γεωργία Καπλάνογλου: "Ανεξάρτητα Δημοσιονομικά Συμβούλια και ο πιθανός ρόλος τους στην Ελλάδα"

Η μελέτη αυτή αναλύει το θεσμό των ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων, καθώς και το ρόλο που ένα τέτοιο συμβούλιο θα μπορούσε να διαδραματίσει στην Ελλάδα προκειμένου να αυξηθούν η διαφάνεια και η λογοδοσία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, και επομένως να βελτιωθεί η αξιοπιστία της.

Η δυνητική αξία των ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων έχει αναδειχθεί τόσο από το γεγονός ότι η εμφάνιση και η διατήρηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων για μακρές περιόδους φαίνεται να αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό πολλών χωρών του ΟΟΣΑ, όσο και από την προφανή ανεπάρκεια των μηχανισμών που ήδη υπάρχουν για την προώθηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας (π.χ. δημοσιονομικοί κανόνες διαφόρων μορφών).

Στην πράξη, ανεξάρτητα δημοσιονομικά συμβούλια έχουν ιδρυθεί σταδιακά σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών. Αν και οι συγκεκριμένες δράσεις και αρμοδιότητες του κάθε συμβουλίου διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα, γενικός γνώμονας της λειτουργίας σχεδόν όλων αυτών των οργάνων είναι η παρακολούθηση και αξιολόγηση της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, η δημόσια διατύπωση συστάσεων για την οικονομική πολιτική, η αξιολόγηση των προβλέψεων για βασικά μακροοικονομικά μεγέθη και η εξέταση της αξιοπιστίας των προβλέψεων του κρατικού προϋπολογισμού για τις δαπάνες, τα έσοδα και επομένως το έλλειμμα.

Στην Ελλάδα, η οποία έχει σημαντικά δημοσιονομικά προβλήματα και ιστορικό ανεπαρκών θεσμών για δημοσιονομική πειθαρχία, η ίδρυση ενός ανεξάρτητου δημοσιονομικού συμβουλίου θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, στο πλαίσιο μιας ριζικής αναμόρφωσης του γενικότερου θεσμικού πλαισίου άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής. Η επιτυχία του συμβουλίου, αν λάβουμε υπόψη και τη σχετική εμπειρία άλλων χωρών, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η μελέτη εξηγεί τις προϋποθέσεις που κρίνονται απαραίτητες για την επιτυχή λειτουργία ενός τέτοιου θεσμού, όπως η ουσιαστική ανεξαρτησία του από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και ομάδες συμφερόντων, ο ενδεδειγμένος τρόπος στελέχωσης και χρηματοδότησής του, η σταδιακή απόκτηση κύρους και αναγνωρισμένης αξιοπιστίας, αλλά και η πολιτική βούληση για στήριξή του από την κυβέρνηση και όλα τα πολιτικά κόμματα.

Θεόδωρος Μητράκος, Πάνος Τσακλόγλου και Ιωάννης Χολέζας: "Προσδιοριστικοί παράγοντες της πιθανότητας ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, με έμφαση στους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης"

Η μελέτη επικεντρώνεται στη διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων της ανεργίας στην Ελλάδα, με έμφαση στις μεταβλητές που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό επίπεδο των μελών του εργατικού δυναμικού. Για το σκοπό αυτό αξιοποιούνται τα πρωτογενή δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ για την περίοδο 2004-2007. Το πρόβλημα της ανεργίας, και ειδικά της ανεργίας των νέων, βρίσκεται σχεδόν μονίμως στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στις χώρες της ΕΕ και, επιπλέον, αντίθετα με ό,τι παρατηρείται σε άλλες χώρες, σημαντικό ποσοστό των νέων ανέργων είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι η συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας των νέων είναι ελαφρώς αποπροσανατολιστική. Πρόκειται ουσιαστικά για πρόβλημα μετάβασης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας γενικά, ανεξαρτήτως της ηλικίας του ατόμου. Το πρόβλημα αυτό αφορά μάλιστα όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι μόνο τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η διαφορά μεταξύ των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των αποφοίτων χαμηλότερων βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος έγκειται στο ότι στην περίπτωση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το ποσοστό ανεργίας μειώνεται σε ανεκτά επίπεδα ορισμένα έτη μετά την αποφοίτηση, ενώ στους αποφοίτους των άλλων βαθμίδων η διαδικασία αυτή είναι πολύ βραδύτερη και συγκλίνει σε υψηλότερα επίπεδα ανεργίας. Επιπρόσθετα, εντός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΤΕΙ, ΑΕΙ, Μεταπτυχιακές Σπουδές), όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο, τόσο χαμηλότερο είναι το μακροχρόνιο ποσοστό ανεργίας, ενώ παρατηρούνται και σημαντικότατες διαφοροποιήσεις εντός των εκπαιδευτικών βαθμίδων.

Ορισμένες ομάδες αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ουσιαστικά δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανεργίας μετά την αποφοίτησή τους από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (απόφοιτοι σχολών «Πληροφορικής» και «Νομικής»), τουλάχιστον οι άνδρες, άλλες αντιμετωπίζουν σοβαρότατο πρόβλημα, αλλά για σχετικά λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή τους (απόφοιτοι σχολών «Φυσικών Επιστημών», «Μαθηματικών και Στατιστικής»), ενώ άλλες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα ανεργίας ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την αποφοίτησή τους (απόφοιτοι σχολών «Φυσικής Αγωγής», «Κοινωνικών Επιστημών», αλλά και απόφοιτοι αρκετών σχολών ΤΕΙ). Τέλος, ακόμη και όταν απομονώνεται η επίδραση σειράς παραγόντων, οι γυναίκες γενικά, και οι γυναίκες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ειδικότερα, αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα ανεργίας από ό,τι οι άνδρες με αντίστοιχα προσόντα εκπαίδευσης και λοιπά χαρακτηριστικά. Σε ορισμένες κατηγορίες γυναικών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα εκτιμημένα ποσοστά ανεργίας είναι εξαιρετικώς υψηλά, ακόμη και πολλά έτη μετά την αποφοίτηση (απόφοιτοι σχολών «Γεωπονικής και Δασολογίας» και «Φυσικής Αγωγής» ΑΕΙ, «Γεωργικής Τεχνολογίας και Τροφίμων» και «Οικονομίας και Διοίκησης» ΤΕΙ).

Τα αποτελέσματα της μελέτης αποτυπώνουν την κατάσταση στην αγορά εργασίας την περίοδο 2004-2007 και θα ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο να προβληθούν στο μέλλον. Αυτό οφείλεται στο ότι την τελευταία δεκαπενταετία η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, επεκτάθηκε με ταχύτατους ρυθμούς και οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις νεότερες γενεές είναι αναλογικά πολύ περισσότεροι από ό,τι στις προηγούμενες γενεές. Επιπλέον, η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση έχει αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα για την απασχόληση και την ανεργία, αλλά και την πραγματική οικονομία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το αν η αύξηση της προσφοράς εργασίας πτυχιούχων στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε μονιμότερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας των πτυχιούχων ακόμη και μετά τα πρώτα έτη ένταξής τους στην αγορά εργασίας εξαρτάται από σειρά παραγόντων, όπως το κατά πόσον οι επιχειρήσεις θα αυξήσουν τη ζήτησή τους για ειδικότητες υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου, ή ο βαθμός στον οποίο οι επιχειρήσεις αυτές θα είναι διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν εργασία πτυχιούχων σε θέσεις οι οποίες στην πραγματικότητα δεν απαιτούν υψηλά προσόντα εκπαίδευσης. Πάντως, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η απόφαση των νέων να αποκτήσουν περισσότερη εκπαίδευση είναι απολύτως ορθολογική, εφόσον τα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης φαίνεται να αποτελούν σχετικά ασφαλή ασπίδα κατά της ανεργίας, έστω και μακροπρόθεσμα. Μάλιστα, πρέπει να επισημανθεί ότι η υψηλότερη ζήτηση από πλευράς νέων εκδηλώνεται για τις σχολές εκείνες που εμφανίζονται να έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας.

Heather Gibson και Χιόνα Μπαλφούσια: "Πληθωρισμός και ονομαστική αβεβαιότητα: η περίπτωση της Ελλάδος"

Η μελέτη εξετάζει τη σχέση μεταξύ πληθωρισμού και αβεβαιότητας για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα την περίοδο 1981-2008. Αφετηρία για τη διενέργειά της απετέλεσε η θεωρητική παρατήρηση ότι τα σημαντικότερα κόστη του πληθωρισμού δεν είναι άμεσα, αλλά έμμεσα, και απορρέουν από την επίδρασή του στην αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό. Δεδομένου ότι η ύπαρξη της τελευταίας εισάγει ένα στοιχείο οικονομικής αβεβαιότητας σε κάθε οικονομική απόφαση, η οικονομία επηρεάζεται δυνητικά στο σύνολό της.

Για τη μελέτη αυτής της σχέσης διαμορφώνονται εναλλακτικοί οικονομετρικοί δείκτες της αβεβαιότητας για τον πληθωρισμό και πραγματοποιούνται στατιστικοί έλεγχοι αιτιότητας για να εξεταστεί η ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ πληθωρισμού και αβεβαιότητας για τον πληθωρισμό, καθώς και – όπου υφίσταται τέτοια σχέση – να διαπιστωθεί η κατεύθυνση και το πρόσημό της.

Από την ανάλυση των εμπειρικών αποτελεσμάτων της μελέτης προκύπτει ότι στην περίπτωση της Ελλάδος η αιτιότητα βαίνει με κατεύθυνση από τον πληθωρισμό προς την αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό και όχι αντίθετα, ενώ το πρόσημο της επίδρασης είναι θετικό, δηλ. η άνοδος του πληθωρισμού προκαλεί αύξηση της αβεβαιότητας για τον πληθωρισμό, συμπέρασμα που συνάδει με γνωστές οικονομικές θεωρίες. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν επιβεβαιώνονται για τις υποπεριόδους μετά το 1993 και μετά το 2000, καθώς σε καμία από τις δύο (1994-2008 ή 2001-2008) δεν προκύπτουν ενδείξεις ύπαρξης αιτιότητας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο ότι τις εν λόγω υποπεριόδους κατευθυντήριος άξονας της άσκησης νομισματικής πολιτικής ήταν η στόχευση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα σημαντική μείωση του μέσου επιπέδου πληθωρισμού σε σχέση με τα πρώτα έτη του δείγματος και συνακόλουθη μείωση της αβεβαιότητας και συγκράτηση των προσδοκιών κοντά σε ένα σταθερό σημείο αναφοράς.

Πέτρος Μηγιάκης: "Προσδιοριστικοί παράγοντες της συσχέτισης μετοχών-ομολόγων στην Ελλάδα"

Η μελέτη διερευνά την ύπαρξη κοινών παραγόντων αποτίμησης της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς και της αγοράς χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου και επιχειρεί να ερμηνεύσει τις διακυμάνσεις της συσχέτισης μεταξύ των αποδόσεων των αντίστοιχων τίτλων κατά την περίοδο 1999-2009.

Η συσχέτιση των αποδόσεων μετοχών και ομολόγων συνήθως αναμένεται να είναι θετική, αντανακλώντας τους κοινούς προσδιοριστικούς παράγοντες (π.χ. μακροοικονομικές επιδόσεις) των αποδόσεων στις δύο αυτές αγορές. Ωστόσο, σε περιόδους έντασης των αγορών, η συσχέτιση αυτή ενδέχεται να γίνει αρνητική. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως “αποσύνδεση” (decoupling) και αντανακλά συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας. Η αποσύνδεση σε μια χώρα μπορεί επίσης να επηρεάζεται και από αποσύνδεση σε μια άλλη χώρα, λόγω ”μετάδοσης” (contagion) και επιδράσεων αναδιάρθρωσης χαρτοφυλακίων μετά από διαταραχές σε μια συγκεκριμένη αγορά.

Η μελέτη εστιάζεται στις ενδείξεις περιόδων αρνητικής συσχέτισης των αποδόσεων των αγορών μετοχών και ομολόγων στην Ελλάδα. Η πρώτη περίοδος (1999-2001) συνδέεται με την απότομη διόρθωση των τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ η δεύτερη (από τον Αύγουστο του 2007 και εξής) με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Περαιτέρω, στη μελέτη εξετάζονται οι προσδιοριστικοί παράγοντες της συσχέτισης των αποδόσεων μετοχών και ομολόγων στην Ελλάδα. Στις επεξηγηματικές μεταβλητές περιλαμβάνονται ένας δείκτης του πιστωτικού κινδύνου στις αγορές εταιρικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ, οι συνθήκες ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά στη ζώνη του ευρώ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και η αβεβαιότητα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Επιπλέον, συμπεριλαμβάνεται η συσχέτιση των αποδόσεων μετοχών και ομολόγων στη Γερμανία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ, ώστε να ελεγχθεί κατά πόσον υπάρχουν διασυνδέσεις.

Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η συσχέτιση μετοχών-ομολόγων στην Ελλάδα επηρεάζεται σημαντικά από κινδύνους ρευστότητας στις διατραπεζικές αγορές στη ζώνη του ευρώ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Μια αύξηση του κινδύνου ρευστότητας στη ζώνη του ευρώ συγκριτικά με τις ΗΠΑ προκαλεί μείωση της συσχέτισης των αποδόσεων μετοχών και ομολόγων στην Ελλάδα. Διαπιστώνονται επίσης ενδείξεις διασυνδέσεων μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας (πριν από τον Αύγουστο του 2007) και μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας (μετά τον Αύγουστο του 2007). Τέλος, σε περιόδους αναταραχών, όταν η συσχέτιση γίνεται αρνητική (αποσύνδεση), αντανακλώντας μια ”στροφή προς την ποιότητα” (flight to quality), η αβεβαιότητα στο Χρηματιστήριο Αθηνών προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη αποσύνδεση, ενώ φαίνεται ότι υπήρξαν και επιδράσεις μετάδοσης από τις ΗΠΑ.


Στο 33ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των "δοκιμίων εργασίας" τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Φεβρουαρίου 2009 - Φεβρουαρίου 2010.

Το τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" είναι διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι