EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο συνέδριο “The Seventh Sustainability Summit for SE Europe and the Mediterranean”

21/11/2023 - Ομιλίες

Είναι χαρά μου να συμμετάσχω για μια ακόμη φορά σε αυτό το συνέδριο του Economist, το οποίο έχει καθιερωθεί πλέον ως ένα από τα σημαντικά συνέδρια για τη βιωσιμότητα στην Ελλάδα, αλλά και την περιοχή της Μεσογείου ευρύτερα – δύο περιοχές που είναι εξαιρετικά εκτεθειμένες στις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Θα ήθελα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις σχετικά με την επείγουσα ανάγκη μετάβασης σε μια περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη.

Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα πολλαπλές, συχνά ταυτόχρονες, κρίσεις. Οι κρίσεις αυτές αφορούν ζητήματα γεωπολιτικά, ενεργειακά, κοινωνικά, και όλα, άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τη βιωσιμότητα. Η παγκόσμια οικονομία είναι εύθραυστη, καθώς η ανάκαμψη από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία επιβραδύνεται, ενώ παράλληλα διευρύνονται οι αποκλίσεις μεταξύ οικονομιών και χωρών.[1] Σε αυτό το απαιτητικό περιβάλλον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας χρειάζεται να παραμείνει ανθεκτικός σε πιθανούς μακροοικονομικούς και γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς, υποστηρίζοντας την οικονομία, λαμβάνοντας παράλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την κλιματική αλλαγή.[2]

Στην τρέχουσα συγκυρία, η φύση βρίσκεται σε πρωτοφανή κίνδυνο, όπως αναγνωρίζεται ευρέως από την επιστημονική κοινότητα. Ειδικότερα, η Διακυβερνητική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) επιβεβαίωσε στην έκτη έκθεση αξιολόγησης ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί αύξηση σημαντική των κινδύνων για τα οικοσυστήματα και τους ανθρώπους.[3] Επιπλέον, στη μελέτη του για τη βιοποικιλότητα, ο διακεκριμένος επιστήμονας Partha Dasgupta αναφέρει ότι η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών έχει επιτευχθεί με σημαντικό κόστος για τη φύση – πλέον  χρειαζόμαστε 1,6 πλανήτες Γη ώστε να διατηρήσουμε το σημερινό βιοτικό επίπεδο, καθώς οι απαιτήσεις μας είναι πολύ περισσότερες από τους πόρους που διαθέτει ο πλανήτης.[4]

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο σφοδρά, με αυξανόμενες απώλειες στο κεφάλαιο – ανθρώπινο, φυσικό και οικονομικό. Ας αναλογιστούμε τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού και φθινοπώρου, που διατάραξαν υπηρεσίες και προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στα συστήματα και τις υποδομές. Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στην επώδυνη διαπίστωση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση είναι η ευημερία και, εν τέλει, η επιβίωσή μας.

Βέβαια, τα καιρικά αυτά φαινόμενα, πέρα από τις απώλειες, έδωσαν ώθηση στον σχεδιασμό πολιτικών αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των δράσεων προσαρμογής και των μηχανισμών ανθεκτικότητας.[5] Αντίστοιχα, οι αντιδράσεις των κρατών, και κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις κρίσεις των τελευταίων ετών δημιούργησε νέους πόρους, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που έδωσαν στις χώρες τη δυνατότητα να επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση.

Παρά την πρόοδο που έχει γίνει στη χρηματοδότηση για την εφαρμογή κλιματικών πολιτικών, τόσο η μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών, όσο και η προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος χρειάζονται ακόμα σημαντική ενίσχυση. Οι σχετικές επενδύσεις εξακολουθούν να μην είναι επαρκείς[6] και υπάρχουν κρίσιμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε θεσμικό επίπεδο, προκειμένου να κινητοποιηθεί το τεράστιο ποσό των χρηματοδοτικών πόρων που απαιτείται. Για παράδειγμα, υπάρχει έλλειψη κοινών μεθοδολογιών και επαρκούς διαφάνειας στις αξιολογήσεις των επιδόσεων των εταιριών σε θέματα ESG, κάτι που δεν συμβάλλει στη δημιουργία ισχυρής ενιαίας αγοράς για τη χρηματοδότηση της βιωσιμότητας. Επιπλέον, τα πολλαπλά εθελοντικά πλαίσια αναφοράς των εκθέσεων βιωσιμότητας και η απουσία σχεδίων μετάβασης των εταιριών δυσχεραίνουν την αποτελεσματική κατανομή κεφαλαίων και τη λήψη ορθών αποφάσεων για επενδύσεις και διαχείριση κινδύνων.[7] Επίσης, ο ρυθμός και το μέγεθος της χρηματοδότησης για έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή παραμένουν αρκετά κάτω από αυτά που χρειάζεται.[8]

Στο σημερινό απαιτητικό περιβάλλον, αυτές οι προκλήσεις και αδυναμίες θα πρέπει να ωθήσουν σε πιο ισχυρές και αποφασιστικές ενέργειες. Οι προσπάθειές μας χρειάζεται να επιταχυνθούν και να συντονιστούν, τόσο σε εθνικό, όσο σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η στόχευση για βιώσιμη ανάπτυξη — όπως αντικατοπτρίζεται και στους 17 Στόχους των Ηνωμένων Εθνών[9] — μπορεί να είναι καταλύτης της παγκόσμιας λύσης στις επάλληλες κρίσεις που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει, με σωστή διαχείριση των αυξανόμενων από την κλιματική αλλαγή κινδύνων, με δημιουργία ευκαιριών για ανάπτυξη, με όφελος για την κοινωνία και την οικονομία. Ειδικά η μετάβαση στην οικονομία χαμηλών εκπομπών αναμένεται να επιφέρει διαρθρωτικές αλλαγές, νέες θέσεις εργασίας και νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες – για παράδειγμα στην ενεργειακή απόδοση διεργασιών και  προϊόντων, στην ανάπτυξη δικτύων και πράσινων υποδομών, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,[10] αλλά και σε δράσεις και έργα που σχετίζονται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

Για την ευρωπαϊκή οικονομία, και ιδιαίτερα για τη ζώνη του ευρώ, δεν θα υπάρξει οριστική απάντηση στις νέες μεγάλες προκλήσεις – είτε στις κρίσεις που προανέφερα, όπως η κλιματική αλλαγή και η πράσινη μετάβαση με τις αυξημένες ανάγκες επενδύσεων και χρηματοδότησης – χωρίς μεγαλύτερη και ευρύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και δημιουργία μιας πραγματικής ένωσης των αγορών κεφαλαίων.[11] Δεν πρέπει όμως να περιμένουμε να ωριμάσουν οι πολιτικές συνθήκες στην ζώνη του ευρώ για να προχωρήσουν όλα αυτά μαζί. Για παράδειγμα, η ένωση των αγορών κεφαλαίων είναι ήδη ώριμη να υλοποιηθεί άμεσα, όπως αντίστοιχα και οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαχείριση των τραπεζικών κρίσεων και το ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων.[12]

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ και στον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος, καθώς είναι σαφές πως όλοι έχουμε ένα ρόλο να διαδραματίσουμε, ακόμα κι αν τον πρωταρχικό λόγο έχουν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση στη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη βιωσιμότητα και στη στήριξη της μετάβασης σε μια πιο βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη οικονομία – πάντα βέβαια εντός των ορίων της εντολής μας και προς όφελος των κοινωνιών.

Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσουν κλυδωνισμούς στη σταθερότητα των τιμών. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα, ώστε να προλαμβάνουν κινδύνους για τη σταθερότητα των τιμών και, μαζί με τις εποπτικές αρχές, να διασφαλίζουν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ανθεκτικό σε αυτούς τους κινδύνους.

Το 2021, στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμφωνήσαμε σε ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση κλιματικών παραμέτρων στη στρατηγική μας και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις μας.[13] Έκτοτε, σημειώνουμε πρόοδο στην εφαρμογή αυτού του σχεδίου – για παράδειγμα, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή στις αγορές εταιρικών ομολόγων, στο πλαίσιο που διέπει τις εξασφαλίσεις, στις απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων και στη διαχείριση κινδύνων.[14] Τα μέτρα αυτά συνάδουν με τον πρωταρχικό στόχο του Ευρωσυστήματος για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, ενώ ταυτόχρονα στηρίζουν τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη μετάβαση. Επιπλέον, τα μέτρα παρέχουν κίνητρα σε εταιρείες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και για τη μείωσή τους.

Στην Τράπεζα της Ελλάδος, η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας. Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε μια διεπιστημονική επιτροπή, την Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2021 δημιουργήσαμε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, με κύριο σκοπό το συντονισμό των σχετικών δραστηριοτήτων μας, ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), δημοσιεύσαμε τη δέσμευσή μας να συμβάλουμε, στο πλαίσιο της εντολής μας, στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, με σχετικές ενέργειες στα πεδία που δραστηριοποιούμαστε.[15]

Τα τελευταία 15 χρόνια, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επιτύχει αρκετά ορόσημα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα, όπως:

  • τη δημοσίευση σχετικών εκθέσεων και αναλύσεων,
  • τη συμμετοχή στο οκταετές έργο LIFE-IP Adaptive Greece για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής,
  • τη συμβολή σε διεθνή και ευρωπαϊκά fora για θέματα βιωσιμότητας — όπως το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα (NGFS),
  • τις επενδύσεις σε πράσινα ομόλογα και την εφαρμογή βιώσιμων και υπεύθυνων επενδυτικών αρχών στα χαρτοφυλάκια της μη νομισματικής πολιτικής, αλλά και
  • δράσεις για την ενίσχυση του αλφαβητισμού για την οικονομία και το κλίμα.

Επίσης, προάγουμε συστηματικά τη συνεργασία και τον συνεχή διάλογο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη – για παράδειγμα η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει στην ανάπτυξη μελετών υπό τον συντονισμό του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. 

Μάλιστα, το ερχόμενο διάστημα, στα μέσα Δεκεμβρίου, θα δημοσιοποιήσουμε τα πρώτα αποτελέσματα των μελετών που έγιναν στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου Life Adaptive Greece, για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε κρίσιμους τομείς, όπως η γεωργία και οι μεταφορές.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω πως η τρέχουσα συγκυρία, αυτή των πολλαπλών κρίσεων, δεν θα πρέπει να επιβραδύνει τις παγκόσμιες προσπάθειες για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Αντιθέτως, όπως ήδη ανέφερα, η προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης. Απαιτείται διεθνής συνεργασία, ισχυρή πολιτική δέσμευση, συντονισμένες ενέργειες με παρακολούθηση και αξιολόγηση, διακυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς, ενεργός συμμετοχή της κοινωνίας, και βέβαια πρόσβαση σε επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, με έμφαση στις πιο ευάλωτες περιφέρειες και κοινωνικές ομάδες.[16] Εύχομαι και οι σημερινές εισηγήσεις του συνεδρίου να συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή.

Σας ευχαριστώ.



​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι