Θέλω, εν πρώτοις, να εκφράσω ειλικρινείς ευχαριστίες για την τιμητική πρόσκληση να απευθυνθώ στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου σας. Είναι πάντοτε εποικοδομητική και γόνιμη η επικοινωνία με εκπροσώπους της επιχειρηματικής κοινότητας, τους φορείς που με τις πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις τους δημιουργούν ανάπτυξη και προκοπή.
Και ειδικότερα η σημερινή συνάντηση, μου δίνει την ευκαιρία να μοιραστώ κάποιες σκέψεις με τον επιχειρηματικό κόσμο μιας περιοχής, που παράγει το 19% της προστιθέμενης αξίας του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας και το 9,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρει το 11,5% των θέσεων απασχόλησης. Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι φανερό ότι:
-
Πρώτον, εκπροσωπείτε ένα δυναμικό κομμάτι της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από την οποία όλοι προσδοκούμε ότι θα συμβάλει και πάλι αποφασιστικά στην έξοδο από την κρίση που σήμερα αντιμετωπίζει η οικονομία μας.
-
Και δεύτερον δραστηριοποιείστε σε μια περιφέρεια με ιστορικό ρόλο στην ελληνική ανάπτυξη. Mε ουσιαστική συμβολή στον αγροτικό και στο δευτερογενή τομέα και, τις τελευταίες δεκαετίες, επίσης στον τριτογενή.
Για τη σημερινή μας συνάντηση επιτρέψτε μου όμως να πω και τούτο: Μου φαίνεται «άριστος οιωνός» το γεγονός ότι, σε αυτούς τους δύσκολους για την οικονομία καιρούς, η Ετήσια Συνέλευσή σας πραγματοποιείται στην Αγριά. Δηλαδή σ' ένα τόπο που εδώ και 85 χρόνια φιλοξενεί μια πρωτοπόρα βιομηχανική επιχείρηση του είδους που έχει ανάγκη ο τόπος – τη βιομηχανία αναψυκτικών ΕΨΑ, που τα τελευταία χρόνια έχει ενισχύσει την παρουσία της σε μία αγορά που χαρακτηρίζεται από σκληρό διεθνή ανταγωνισμό. Γνωρίζω βεβαίως καλά ότι μεταξύ των επιχειρήσεων του Συνδέσμου σας υπάρχουν πολλά αντίστοιχα, φωτεινά παραδείγματα.
Κυρίες και κύριοι,
Η εφετινή Συνέλευσή σας πραγματοποιείται μέσα σε μια αβέβαιη και εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία. Στη συγκυρία αυτή θα ήθελα να αναφερθώ στην ομιλία μου, όχι όμως για να επαναλάβω τις γνωστές πια - λίγο πολύ - επιπτώσεις της. Αλλά για να σας μεταφέρω την πεποίθησή μου ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να ξεπεράσει τα σημερινά προβλήματα και να ξαναβρεί τον αναπτυξιακό της βηματισμό. Μόνο, βεβαίως, εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Και σπεύδω να τονίσω ότι σημαντικότερη από τις προϋποθέσεις αυτές είναι να πεισθούμε όλοι, να κατανοήσουμε ότι η μελλοντική ανάπτυξη δεν μπορεί πια να στηριχθεί σε νοοτροπίες, θεσμούς, συμπεριφορές και πολιτικές του παρελθόντος. Το μοντέλο της ανάπτυξης που μας έφερε ως εδώ έχει πλέον εξαντλήσει τη δυναμική του.
Για να επισημάνουμε όμως με ακρίβεια τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις πολιτικές που απαιτούνται για την έξοδο από την κρίση και την ένταξη σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης, είναι αναγκαίο να αναλύσουμε με ψυχραιμία την παρούσα κατάσταση. Και κυρίως να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η παγκόσμια κρίση επηρεάζει την ελληνική οικονομία.
Η κρίση αυτή, που άρχισε το 2007 ως χρηματοπιστωτική, διανύει ήδη το δεύτερο έτος της. Και, ιδίως από το τελευταίο τρίμηνο του 2008, μεταδίδεται με γοργούς ρυθμούς στην πραγματική οικονομία όλων των χωρών του κόσμου. Η διεθνής οικονομία βρίσκεται σήμερα στην πιο βαθιά και εκτεταμένη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου: Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
-
Το 2009 το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 1,4%, ενώ η συρρίκνωση του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου θα υπερβεί το 11%. Στις ΗΠΑ η πτώση του ΑΕΠ προβλέπεται κοντά στο 3%, ενώ στην Ιαπωνία υπερβαίνει το 5%.
-
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η μείωση του ΑΕΠ εκτιμάται τώρα στο 4% για το 2009, ενώ για το 2010 προβλέπεται στασιμότητα.
Και ναι μεν, όπως ανέφερα, η διεθνής κρίση ξεκίνησε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η διάχυσή της όμως στην πραγματική οικονομία και η μακροοικονομική συρρίκνωση έχουν δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο αρνητικών αλληλεπιδράσεων: Από τη μια πλευρά, η δυσλειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών συμπιέζει τη δραστηριότητα του πραγματικού τομέα. Από την άλλη, η εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας θέτει, με τη σειρά της, πρόσθετα προσκόμματα στο πιστωτικό σύστημα, τα οποία δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο το δανεισμό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, επιδεινώνοντας έτσι περαιτέρω τις προοπτικές για τα πραγματικά μεγέθη. Αυτός ο διπλής κατεύθυνσης φαύλος κύκλος αντανακλάται και στις διαρκώς προς τα κάτω αναθεωρήσεις των προβλέψεων των διεθνών οργανισμών.
Κυρίες και κύριοι,
Η έξοδος από αυτή τη δυσμενέστατη διεθνή συγκυρία δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε γρήγορη. Χωρίς αμφιβολία, οι μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις απαιτούν μεγάλες και διεθνώς συντονισμένες παρεμβάσεις. Πράγματι, με γνώμονα τη σοβαρότητα της κατάστασης, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί έχουν αναλάβει τολμηρές και συντονισμένες δράσεις, σε κλίμακα που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Πρώτος και άμεσος στόχος των πρωτοφανών αυτών παρεμβάσεων είναι η διοχέτευση ρευστότητας στην οικονομία, η κεφαλαιακή ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και η απευθείας στήριξη της συνολικής ζήτησης. Και ο δεύτερος στόχος είναι η εκ βάθρων ανασυγκρότηση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής, με τρόπους που να διασφαλίζουν ότι στο μέλλον δεν θα εκδηλώνονται κρίσεις παρόμοιας έντασης και διάρκειας.
Η εξυπηρέτηση αυτού του δεύτερου στόχου έχει ήδη δρομολογηθεί, με πρωτοφανή κινητοποίηση των αρμόδιων διεθνών θεσμικών οργάνων. Εξ αντικειμένου, όπως αντιλαμβάνεστε, η ολοκλήρωση των νέων θεσμικών και κανονιστικών ρυθμίσεων θα απαιτήσει χρόνο. Στο μεταξύ, επείγει βεβαίως η αποκατάσταση της ομαλότητας στις πιστωτικές αγορές και η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, μέσω της στήριξης της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και της ενίσχυσης της κλονισμένης εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στις προοπτικές της οικονομίας.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί διεθνώς για τη στήριξη της ζήτησης, της παραγωγής και του εμπορίου περιλαμβάνουν κατ’ αρχάς τη σχεδόν απεριόριστη παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και δραστικές μειώσεις των βασικών επιτοκίων τους, τα οποία βρίσκονται πλέον σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα.
Στη ζώνη του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προχώρησε σε επτά διαδοχικές μειώσεις του βασικού επιτοκίου, συνολικά κατά 325 μονάδες βάσης από τον Οκτώβριο του 2008. Επίσης, οι δυσλειτουργίες των αγορών έχουν οδηγήσει αρκετές κεντρικές τράπεζες και στη χρήση "μη συμβατικών" μέτρων, κυρίως με τη μορφή παρεμβάσεων σε μη τραπεζικές πιστωτικές αγορές. Το Δ.Σ. της ΕΚΤ στις 7 Μαΐου ανακοίνωσε περαιτέρω μέτρα στήριξης της ρευστότητας και της χρηματοδότησης, τα οποία θα αρχίσουν να εφαρμόζονται από τον Ιούνιο.
Οι δραστικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ και των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών έχουν συμβάλει καθοριστικά τόσο στην αποτροπή συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας όσο και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών. Θα απαιτηθεί ωστόσο αρκετή προσπάθεια ακόμη, δεδομένου ότι οι μειώσεις των βασικών επιτοκίων δεν έχουν πλήρως μεταφραστεί σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Αυτό θα έρθει σταδιακά, καθώς θα εξομαλύνονται οι συνθήκες στις αγορές από τις οποίες οι τράπεζες αντλούν κεφάλαια, και θα υποχωρούν οι παράγοντες που σήμερα επιβάλλουν στις τράπεζες να υιοθετούν, για λόγους πρόνοιας, αυστηρότερους πιστωτικούς κανόνες.
Θα ήθελα ωστόσο να διευκρινίσω και να τονίσω εδώ το εξής: Ακόμη και όταν αποκατασταθούν πλήρως οι συνθήκες πιστωτικής ομαλότητας δεν θα πρέπει να αναμένουμε, ούτε άλλωστε και θα ήταν συνετό να επανέλθουμε στις συνθήκες γενικευμένης χαλαρότητας, της έλλειψης μέτρου και σύνεσης, του εφησυχασμού μέχρις αδιαφορίας για τους κινδύνους που ενέχουν αναπόφευκτα οι πιστωτικές πράξεις. Δύο βασικές αρχές που στο παρελθόν παραβλέφθηκαν και τις θύμισε, δυστυχώς με οδυνηρό τρόπο, η παρούσα κρίση είναι: Πρώτον, ότι προκοπή και ευημερία με υπερδανεισμό και σώρευση χρεών δεν γίνεται. Και δεύτερον, ότι υψηλές αποδόσεις και κέρδη χωρίς υψηλούς και αστάθμητους κινδύνους δεν υπάρχουν. Ας μην ξεχάσουμε λοιπόν τα μαθήματα αυτά.
Κυρίες και κύριοι,
Τα μέτρα στήριξης της ζήτησης, που λαμβάνονται διεθνώς, περιλαμβάνουν επίσης μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Γενναία δημοσιονομικά μέτρα έχουν ήδη ληφθεί και εφαρμόζονται στις περισσότερες οικονομίες – αλλά βεβαίως σε εκείνες που διαθέτουν περιθώρια χαλάρωσης, επειδή ξεκινούν από χαμηλά αρχικά επίπεδα δημόσιου ελλείμματος και χρέους. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις οικονομίες, οι κυβερνήσεις αναγνωρίζουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής τους θέσης. Και για το λόγο αυτό, προετοιμάζουν από τώρα τη σταδιακή απεμπλοκή τους στο μέλλον, δηλαδή την αποκατάσταση μεσοπρόθεσμα της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση επηρεάζει την ελληνική οικονομία μέσω και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες αφενός περιορίζουν την προσφορά δανείων, εφαρμόζοντας αυστηρότερα κριτήρια για τη χορήγηση πιστώσεων, καθώς αναμένουν άνοδο του πιστωτικού κινδύνου και των επισφαλειών. Οι επιχειρήσεις αφετέρου και τα νοικοκυριά, καθώς επηρεάζονται από την χειροτέρευση του οικονομικού κλίματος, περιορίζουν τη ζήτηση πιστώσεων.
Τα προβλήματα που ανέκυψαν στο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι όντως σοβαρά και έπρεπε να αντιμετωπισθούν επειγόντως, με μέτρα που θα απέτρεπαν τη δημιουργία συνθηκών πιστωτικής στενότητας και θα ενίσχυαν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Αυτός ήταν ο στόχος του κυβερνητικού σχεδίου για τις τράπεζες και οι ενδείξεις που υπάρχουν σήμερα για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου είναι ενθαρρυντικές.
Η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην εξέλιξη αυτή παροτρύνοντας τις τράπεζες να κάνουν χρήση των μέτρων του κυβερνητικού σχεδίου, ενώ έχει εγκαίρως ζητήσει από αυτές να αυξήσουν τις προβλέψεις τους έναντι επισφαλών δανείων. Παράλληλα, έχει συστήσει στις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη να αξιολογούν προσεκτικά τις κατά τόπους συνθήκες. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι καθώς η παγκόσμια κοινότητα έρχεται αρωγός προς τις χώρες αυτές, με τη συνεργασία και το συντονισμό από τους αρμόδιους διεθνείς φορείς (π.χ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, κλπ), είναι βάσιμη η ελπίδα ότι οι χώρες αυτές θα επανακτήσουν σύντομα την αναπτυξιακή δυναμική τους.
Σε σχέση τέλος με το τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να επαναλάβω την εκτίμησή μου ότι, παρά την επιδείνωση που παρουσιάζουν ορισμένοι δείκτες, τα θεμελιώδη μεγέθη παραμένουν κατά βάση ισχυρά και υγιή. Παρόλα αυτά, όχι μόνο στην παρούσα φάση, αλλά διαρκώς, στα ζητήματα που αφορούν την τραπεζική εποπτεία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεν χωράει ο παραμικρός εφησυχασμός.
Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί στενά τα τεκταινόμενα και έχει υποδείξει στις τράπεζες να επιδεικνύουν αυξημένη εγρήγορση, ώστε να διασφαλίζουν την επάρκεια των κεφαλαίων τους, της ρευστότητάς τους και της χρηματοδότησης των φερέγγυων πελατών τους. Έχουμε όλοι δει τι μπορεί να συμβεί, όταν διασαλευθεί ή και απλώς τεθεί σε αμφιβολία η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Όχι μόνο για τις τράπεζες και τους πελάτες τους, αλλά και για τους φορολογούμενους και το κοινωνικό σύνολο, το κόστος θεραπείας των χρηματοοικονομικών κρίσεων είναι απείρως υψηλότερο από το κόστος της πρόληψής τους.
Τα προβλήματα στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα αντανακλούν μία από τις πτυχές της διεθνούς κρίσης. Ευτυχώς μόνο την έμμεση. Διότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εκτεθειμένες στους κραδασμούς που προκάλεσαν τα λεγόμενα «τοξικά» πιστωτικά εργαλεία. Επηρεάστηκαν ωστόσο από τους έμμεσους κραδασμούς, δηλαδή από το πάγωμα (στην αρχή) και τις δυσλειτουργίες (στη συνέχεια) των χρηματοπιστωτικών αγορών και από τα επακόλουθα της συνεχιζόμενης δυσπραγίας του πραγματικού τομέα. Η έμμεση αυτή πρόκληση δεν είναι μικρή, αλλά με την εφαρμογή της ορθής στρατηγικής και της ορθής επιχειρηματικής πολιτικής, οι τράπεζες θα την ξεπεράσουν. Κατά την εκτίμησή μου, όμως, πολύ σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η κρίση και η αλλαγή που επέφερε στις οικονομικές αξιολογήσεις παγκοσμίως έριξαν νέο φως σε βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
Και επειδή πολλή συζήτηση γίνεται για τις διαρθρωτικές αυτές αδυναμίες, είναι πιστεύω χρήσιμο να τις επισημάνουμε με συντομία. Αναφέρομαι συγκεκριμένα:
-
Στα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή του δημόσιου τομέα και των εξωτερικών συναλλαγών. Και βεβαίως στο συνακόλουθο και σωρευμένο μεγάλο χρέος, πρωτίστως του δημοσίου.
-
Στην αναποτελεσματική λειτουργία του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της Δημόσιας Διοίκησης, που επιβαρύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα.
-
Στην εσωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, με παραγωγή προσανατολισμένη στην εγχώρια αγορά και στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
-
Στη ρηχή επιχειρηματικότητα που στρέφεται κυρίως στην παροχή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών με σχετικώς λίγα εγχειρήματα να εντάσσονται σε μια αλυσίδα αξίας, με πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις.
Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά αρκετά χρόνια τώρα και έχουν επισημανθεί κατά κόρον. Το ερώτημα συνεπώς είναι διττό:
Πρώτον, γιατί δεν τα έχουμε επιλύσει ενώ τα γνωρίζαμε;
Δεύτερον, είναι σήμερα η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσουμε εκεί που διστάσαμε στο παρελθόν;
Στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος δεν θα ήθελα να επεκταθώ. Είναι φανερό ότι η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας, στην οποία συνέβαλε κυρίως η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, δημιούργησε την εντύπωση ότι η άνοδος θα συνεχίζεται επ’ άπειρον. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς τον διαχρονικό εφησυχασμό και τη διστακτικότητα της οικονομικής πολιτικής να προχωρήσει, με τους απαιτούμενους ρυθμούς, σε μεταρρυθμίσεις μακρόπνοης στόχευσης.
Δυστυχώς παραβλέψαμε ένα βασικό, καθοριστικό στοιχείο: Ότι η ανάπτυξη των τελευταίων ετών στηριζόταν κυρίως σε συγκυριακούς παράγοντες, που δεν επρόκειτο να διατηρηθούν εσαεί, αφού συνδέονταν κυρίως με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Σας θυμίζω: την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου, τη μεγάλη υποχώρηση των επιτοκίων και τη ραγδαία πιστωτική επέκταση, την επακόλουθη άνοδο των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, τις ισχυρές «ενέσεις ζήτησης» των κοινοτικών πόρων.Ήταν βεβαίως και τότε φανερό ότι με τον καιρό οι παράγοντες αυτοί θα αποδυναμωθούν και ότι η περίοδος ταχείας ανόδου είχε ημερομηνία λήξης. Η κρίση που σήμερα αντιμετωπίζουμε απλώς επιβεβαιώνει με βίαιο τρόπο αυτή την εκτίμηση και οδηγεί ταχύτερα απ’ ότι περιμέναμε σε ανακοπή της οικονομικής ανόδου.
Και έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος: Μήπως δεν είναι σήμερα η κατάλληλη στιγμή να προχωρήσουμε στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που τόσα χρόνια δεν έγιναν; Μήπως θα έπρεπε να περιορισθούμε σε παρεμβάσεις άμεσης απόδοσης, που θεωρούμε ότι μπορούν να απαλύνουν τη σφοδρότητα των επιπτώσεων της ύφεσης;
Κυρίες και κύριοι,
Άμεσα μέτρα ασφαλώς χρειάζονται. Η εκτίμησή μου όμως είναι ότι η μόνη βιώσιμη, αξιόπιστη και αποτελεσματική απάντηση στην κρίση είναι ένα σύνολο μέτρων και παρεμβάσεων, που θα εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο, πολυετές και μακρόπνοο σχέδιο, το οποίο βεβαίως θα συμπεριλαμβάνει και μέτρα άμεσης εφαρμογής.
Κεντρική επιδίωξη του σχεδίου πρέπει να είναι η θεραπεία των μακρο-ανισορροπιών και των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών, που σταθερά τροφοδοτούν και διογκώνουν τα εσωτερικά και εξωτερικά μας ελλείμματα. Η συνολική εγχώρια αποταμίευση πρέπει να είναι επαρκής για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Και πρέπει επίσης να προωθηθούν οι αναγκαίες θεσμικές και οργανωτικές μεταβολές, προκειμένου να βελτιωθούν ουσιωδώς η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα.
Επιγραμματικά: Σήμερα, δεν μπορεί πια να αναβληθεί, χωρίς επιζήμιες επιπτώσεις στο μέλλον, η εφαρμογή μιας πολιτικής με βασικές προτεραιότητες:
-
Πρώτον, τη δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.
-
Και δεύτερον, την τόνωση της επιχειρηματικότητας, της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας, με τολμηρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις.
Μεγάλο βάρος πέφτει βεβαίως στη δημοσιονομική πολιτική, η οποία καλείται να θεραπεύσει χρόνιες αγκυλώσεις και υστερήσεις. Η Ελλάδα δεν διαθέτει, δυστυχώς, περιθώρια για δημοσιονομική ώθηση, παρά το γεγονός ότι η οικονομία της βρίσκεται σε στασιμότητα. Λόγω και των λανθασμένων επιλογών του παρελθόντος, η δημοσιονομική πειθαρχία είναι σήμερα απολύτως αναγκαία όχι μόνο για να τηρηθούν οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά, κυρίως, για να εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη στις αγορές και να βελτιωθούν οι όροι εξωτερικού δανεισμού.
Υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, μπορεί ωστόσο να στηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα με την ανακατανομή των δημόσιων δαπανών και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους προκειμένου:
-
Πρώτον, να στηριχθούν με στοχευμένες παρεμβάσεις οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και,
-
Δεύτερον, να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.Η ενίσχυση των επενδύσεων είναι μάλιστα εφικτή χωρίς σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, αν αξιοποιηθεί και η δυνατότητα προείσπραξης των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων για έργα υποδομής.
Εάν οι δημόσιες δαπάνες γίνουν πιο αποτελεσματικές και εφαρμοστεί με συνέπεια και συνέχεια μια πολιτική που θα εξαλείφει προοδευτικά τα ελλείμματα και θα μειώνει το χρέος, τότε θα κερδηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Η αποκατάσταση και παγίωση της εμπιστοσύνης έχει κεφαλαιώδη σημασία. Χάρις σε αυτήν, μία εκ πρώτης όψεως συσταλτική δημοσιονομική πολιτική θα έχει de facto επεκτατικό αποτέλεσμα.
Είναι ανάγκη να κατανοηθεί η αλήθεια αυτή από όσους πιστεύουν ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα μπορούν να είναι παράγοντας ανάπτυξης. Πουθενά και ποτέ δεν υπήρξε παράδειγμα χώρας, η οποία να πέτυχε διατηρήσιμη ανάπτυξη στη βάση χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά παραδείγματα χωρών, στις οποίες τα ελλείμματα και τα χρέη υπονόμευσαν και τελικώς ανέτρεψαν την αναπτυξιακή διαδικασία.
Επιπλέον, στις χώρες εκείνες που σήμερα εφαρμόζουν πολιτική ισχυρής δημοσιονομικής ώθησης – επειδή έχουν τα περιθώρια, που η Ελλάδα δεν διαθέτει – ο στόχος είναι καθαρά αντικυκλικός. Οι ίδιες χώρες ήδη μελετούν πώς θα μειώσουν τα ελλείμματα όταν θα αρχίσει η ανάκαμψη. Στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδος, όμως, τυχόν περαιτέρω αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν θα είχε ούτε καν αντικυκλικό αποτέλεσμα.
Σημαντική θετική συμβολή στην ανάκαμψη της οικονομίας (και εν συνεχεία στην ανάπτυξη) θα έχει επίσης η ταχεία προώθηση μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος και συντελούν άμεσα στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Τέτοιες είναι π.χ. οι μεταρρυθμίσεις που μειώνουν τη γραφειοκρατία, ενισχύουν και παγιώνουν τη διαφάνεια στις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες, προάγουν την αποτελεσματικότητα του ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών και ενδυναμώνουν τον ανταγωνισμό σε όλες τις αγορές.
Για την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης, την επίσπευση της ανάκαμψης και την παγίωση στο μέλλον υψηλών και σταθερών ρυθμών ανάπτυξης, απαιτείται η υιοθέτηση στρατηγικής που να βασίζεται στους ακόλουθους άξονες:
(1) Γρήγορη και γενναία διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώστε να μηδενιστεί το 2012. Αυτό είναι εφικτό, εάν συλληφθεί μέρος της τεράστιας φοροδιαφυγής και, κυρίως, εάν επιτευχθεί ουσιαστική περιστολή της σπατάλης και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών.
(2) Εφαρμογή πλέγματος μεταρρυθμίσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος. Χρειάζονται σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα (της τάξης του 4,5-5% του ΑΕΠ), ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ στο επίπεδο αναφοράς της Συνθήκης του Μάαστριχτ (60%) μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, π.χ. εντός 10 ετών. Αυτό είναι απαραίτητο και για να καλύπτονται στο μέλλον οι πρόσθετες δαπάνες, τις οποίες θα συνεπάγεται η προϊούσα γήρανση του πληθυσμού. Στην εξάλειψη των ελλειμμάτων μπορούν να συμβάλουν η καθιέρωση αριθμητικών ορίων για τις δαπάνες, η ενίσχυση της διαφάνειας και της ποιότητας των δημοσιονομικών στατιστικών, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και της συνακόλουθης εισφοροδιαφυγής.
(3) Εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων, την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και τη διαρκή ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές.
Γενικά, οι μεταρρυθμίσεις οφείλουν σωρευτικά να συντελούν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Πρέπει επίσης να συντελούν στον εκσυγχρονισμό του προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία είναι ενεργοβόρα και η πετρελαϊκή της εξάρτηση παραμένει μεγάλη. Στο τομέα της ενέργειας, η προώθηση των απαραίτητων αλλαγών, με το σωστό σχεδιασμό και τα κατάλληλα κίνητρα, μπορεί να οδηγήσει στην πραγματοποίηση αξιόλογων επενδύσεων και να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και τον αντίστοιχο περιορισμό του εξωτερικού ελλείμματος. Η σημερινή συγκυρία δεν πρέπει να αποθαρρύνει τέτοιες εξελίξεις. Αντιθέτως μάλιστα, οι επενδύσεις στην ενέργεια και οι αποκαλούμενες “πράσινες” επενδύσεις μπορούν να δώσουν ισχυρή ώθηση στην ανάκαμψη.
Κυρίες και Κύριοι,
Και στο παρελθόν η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολες περιόδους. Με τολμηρές όμως παρεμβάσεις αλλά και τη στήριξη της κοινωνίας, η οποία αποδέχθηκε τις απαραίτητες προσαρμογές, η χώρα βρήκε το δρόμο της.
Οι κρίσεις δεν αναδεικνύουν μόνο υποβόσκουσες αδυναμίες. Φέρνουν και ανακατατάξεις στην παραγωγική διαδικασία, μέσω των οποίων οι χώρες που προσαρμόζονται με επιτυχία βγαίνουν πολλαπλά ενισχυμένες και επανέρχονται σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Δύο κρίσιμες, κατά την άποψη μου θετικές, ενδείξεις υπάρχουν ήδη:
Στην πλευρά της κατανάλωσης, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καταγραφεί ακόμη υποχώρηση των εισοδημάτων, παρατηρούνται: περιορισμός των δαπανών, κυρίως σε διαρκή αγαθά, στροφή σε αγορές βασικών αγαθών με σχετικά χαμηλότερες τιμές και τέλος, πιθανή ενίσχυση των αποταμιεύσεων εις βάρος της κατανάλωσης. Είναι βέβαια νωρίς για να συναγάγουμε σαφή συμπεράσματα από τις ενδείξεις αυτές. Ωστόσο, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η κρίση θα ήταν δυνατό να λειτουργήσει ως καταλύτης σε μια διαδικασία αλλαγής του καταναλωτικού προτύπου που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, ενός προτύπου που ανέδειξε την κατανάλωση σε υπέρτατη κοινωνική αξία και οδήγησε σε αθρόες εισαγωγές, εξωτερικά ελλείμματα και χρέη.
Η άλλη θετική ένδειξη προέρχεται από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν σήμερα μειωμένη ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους και δυσχέρειες στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση τους. Μπροστά στις συνθήκες αυτές οι επιχειρήσεις δεν μένουν αδρανείς. Αρκετές απ’ αυτές στρέφονται στην επαναξιολόγηση της στρατηγικής τους και στην υιοθέτηση νέων μεθόδων, που όχι μόνο θα τους επιτρέψουν να περιορίσουν τις απώλειες την κρίσιμη αυτή περίοδο, αλλά θα θέσουν τις βάσεις για την ανάκαμψη στο μέλλον. Η κρίση λειτουργεί για τις επιχειρήσεις αυτές ως ισχυρό κίνητρο για την πραγματοποίηση διαρθρωτικών προσαρμογών, που πιθανώς είχαν καθυστερήσει, τις ωθεί στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας τους, στην καλύτερη διαχείριση του κόστους και των πόρων που διαθέτουν. Είμαι βέβαιος ότι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν «δημιουργικά» την κρίση και αντί να προσφύγουν σε εύκολες ευκαιριακές κινήσεις αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους, επεκτείνοντας τον χρονικό τους ορίζοντα, είναι αυτές που θα πρωταγωνιστήσουν στη νέα περίοδο.
Κλείνοντας μ’ αυτές τις δυο παρατηρήσεις ήθελα απλώς να εκφράσω την πίστη μου στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να θέσει ξανά σε κίνηση μια διαδικασία ταχείας ανόδου στο μέλλον. Αυτό μπορεί να συμβεί αν το σύνολο της κοινωνίας μας, εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και Κράτος κατανοήσουν ότι τα οφέλη στο μέλλον θα είναι πολύ μεγαλύτερα από το όποιο πρόσκαιρο κόστος πρέπει να καταβάλουμε σήμερα.
Πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να απορρίψουμε το αδιέξοδο μοντέλο ανάπτυξης του παρελθόντος, αυτό της υπερκατανάλωσης, των αθρόων εισαγωγών, των αέναων ελλειμμάτων, εσωτερικών και εξωτερικών, και των χρεών. Να απορρίψουμε, επίσης, το μοντέλο της γιγάντωσης του δημόσιου τομέα, η υπερτροφία του οποίου και ο πολύ χαμηλός βαθμός αποτελεσματικότητας, προβάλλουν συνεχώς προσκόμματα στην παραγωγική διαδικασία. Να κινηθούμε προς κατευθύνσεις που θα στηρίξουν όχι μόνο την ταχύτερο έξοδο της οικονομίας από την κρίση, αλλά και τη δρομολόγησή της σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης.
Μια τέτοια πορεία δεν είναι εύκολη. Ο στόχος όμως είναι επιτεύξιμος. Διότι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, για την επιτυχία του εγχειρήματος, υπάρχουν. Το πολύτροπο πνεύμα επιχειρηματικότητας, και το ικανό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μπορούν και θα συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Αρκεί να κινηθούμε με γρήγορο βηματισμό, με σιγουριά και αποφασιστικότητα.