EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου Μιχαήλ Ψαλιδόπουλου στην εκδήλωση εις μνήμην του Καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα με θέμα: "Το επιστημονικό έργο του καθηγητή Ζολώτα 1926-1955"

25/02/2005 - Ομιλίες

Επιτρέψτε μου να εκφράσω κι εγώ την εξαιρετική τιμή που αισθάνομαι για την τιμητική πρόσκληση που μου έγινε να μιλήσω για έναν μεγάλο Έλληνα, Καθηγητή, Ακαδημαϊκό, Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος το έργο του οποίου μελετάται ως σήμερα και αποτελεί απαραίτητη πηγή για τους μελετητές της ιστορίας της οικονομικής σκέψης και της οικονομικής ιστορίας στην Ελλάδα.

Η παρούσα εισήγηση αναφέρεται στην περίοδο 1926-1955, δηλαδή την πρώτη περίοδο δραστηριοποίησης του Ξενοφώντα Ζολώτα στη δημόσια ζωή της χώρας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η εποχή εκείνη δεν έχει μια εξαιρετική επικαιρότητα και για τις μέρες μας, με την έννοια ότι πολλά ζητήματα που απασχόλησαν οικονομική επιστήμη και πολιτική τότε, εξακολουθούν να προκαλούν συζητήσεις και στις μέρες μας.

Ο Ζολώτας σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γερμανία και έγινε διδάκτωρ το 1926. Οι σπουδές του στη Γερμανία έγιναν στο πλευρό του καθηγητή Λούντβιχ Πόλε, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο φιλελεύθερους Γερμανούς καθηγητές που υπηρετούσαν σε γερμανικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά τον Μεσοπόλεμο. Είναι γνωστό ότι στη Γερμανία κυριαρχούσε μέχρι και τον Μεσοπόλεμο η Ιστορική Σχολή, η οποία πρέσβευε έναν έντονο κρατικό παρεμβατισμό. Έναν παρεμβατισμό κυρίως στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής που ασκούνταν ad hoc από τις γερμανικές κυβερνήσεις, ενώ η σύσταση των οικονομολόγων αυτών ήταν η πολιτική αυτή να ακολουθείται και από άλλες χώρες που θα ήθελαν να προοδεύσουν οικονομικά όπως η Γερμανία. Ο Πόλε, ο καθηγητής του Ζολώτα, δεν ήταν αυτής της σχολής. Συνεργαζόταν πολύ στενά με τον Γκούσταβ Κάσσελ, γνωστό Σουηδό οικονομολόγο του Μεσοπολέμου, έναν συγγραφέα με έντονο ενδιαφέρον για τα νομισματικά θέματα και τη νομισματική σταθερότητα σε παγκόσμια κλίμακα, ο οποίος αρθρογραφούσε πυκνά και επηρέαζε ως οικονομικός σύμβουλος πάμπολλες κυβερνήσεις της Ευρώπης και όχι μόνο. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι οι περισσότεροι Έλληνες που σπούδαζαν την εποχή εκείνη στη Γερμανία, η οποία ήταν ο τόπος μεταπτυχιακών σπουδών για όλους τους μορφωμένους Έλληνες που ήθελαν να ακολουθήσουν σταδιοδρομία στα οικονομικά, σπούδαζαν δίπλα σε μέλη της Ιστορικής Σχολής. Είναι μοιραίο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η θητεία του Ζολώτα στον καθηγητή Πόλε ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα σταδιοδρομία του.

Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε ορισμένα οικονομικά ζητήματα που απασχόλησαν την πολιτική στην Ελλάδα. Στη δεκαετία του '20 είχαμε την αποκατάσταση των προσφύγων, αποτέλεσμα της Μικρασιατικής καταστροφής, και την ανάγκη άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Υπήρχε νομισματική αταξία η οποία καταρχήν έληξε το 1928 με τη δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος και τη σταθεροποίηση της δραχμής στις 375 δραχμές/λίρα. Είχαμε, επίσης, τα εκτεταμένα παραγωγικά έργα της περιόδου 1928-32 που έκαναν οι κυβερνήσεις Βενιζέλου, έργα υποδομών σε όλη την Ελλάδα. Στη δεκαετία του '30 και υπό το κράτος της κρίσης του 1929, έχουμε την πτώχευση του '32 και την ανάγκη διακανονισμού του δημοσίου χρέους που ξεκινά από το '35. Έχουμε την πτώση των τιμών και την ανάγκη αναζωογόνησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία έχει βεβαίως - κάτω από το καθεστώς της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης - συρρικνωθεί, και έχουμε τη διοργάνωση του διεθνούς εμπορίου της χώρας σε συμψηφιστική βάση. Αντίθετα, στη δεκαετία του '40, και λόγω της Κατοχής, η οικονομία καταστρέφεται, υπάρχει ο υπερπληθωρισμός της προκατοχικής και μετακατοχικής περιόδου και, μετά το '44, αρχίζουν οι προσπάθειες για ανασυγκρότηση, βιωσιμότητα και νομισματική σταθεροποίηση της οικονομίας, που οδηγούν μετά από πολλούς πειραματισμούς και προσπάθειες στη νομισματική μεταρρύθμιση του 1953.

Ο Ξενοφών Ζολώτας εκλέγεται Καθηγητής το 1928 χάρις στο πολύ σημαντικό και πλούσιο έργο το οποίο παρήγαγε, ένα έργο που τον διαφοροποίησε από τους άλλους οικονομολόγους της περιόδου οι οποίοι ήταν πιο φειδωλοί στο να καταθέσουν απόψεις είτε στο χώρο της θεωρίας είτε στο χώρο της εφαρμοσμένης οικονομικής πολιτικής. Έγραψε για πάρα πολλά ζητήματα αρχής γενομένης της νομισματικής θεωρίας και πολιτικής, ασχολήθηκε με τη δημοσιονομική πολιτική και τη δανειακή επιβάρυνση της Ελλάδας, δημοσίευσε για θέματα οικονομικής θεωρίας - κατά πόσον η θεωρία, όπως ισχυρίζονταν πολλοί στη δεκαετία του '30, πέρναγε κρίση και συνακόλουθα η οικονομική επιστήμη πέρναγε την ίδια κρίση - και συνέχισε, από το 1936 και μετά, διαφοροποιούμενος ελαφρώς στις απόψεις του, όπως θα έχω την ευκαιρία να εκθέσω, να είναι εξαιρετικά παραγωγικός σε βιβλία και άρθρα. Το 1942 κυκλοφόρησε το βασικό του σύγγραμμα, ενώ από το 1944 και μετά στρέφει το ενδιαφέρον του στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση με νέο καταιγισμό δημοσιεύσεων.

Πρωτοεμφανιζόμενος στο επιστημονικό στερέωμα της Ελλάδος, ο Καθηγητής Ζολώτας παρουσιάστηκε ως οπαδός της νομισματικής σταθερότητας, ως οπαδός της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος. Είναι ο πρώτος που συμπεριέλαβε ψυχολογικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της τιμής του συναλλάγματος και τόνισε τον ρόλο της κερδοσκοπίας, κάτι που έκανε ο Αφταλιόν στη Γαλλία την ίδια εποχή, ενώ άσκησε έντονη κριτική στον κρατικό παρεμβατισμό της τετραετίας Βενιζέλου, ακολουθώντας τον Ανδρέα Ανδρεάδη ο οποίος είχε εισηγηθεί την καθηγεσία του. ¶σκησε πολύ δριμεία κριτική, αλλά με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, στα παραγωγικά έργα του Βενιζέλου θεωρώντας ότι εκτοπίζουν την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και δίνουν απαισιόδοξα μηνύματα στους οικονομικούς δρώντες σχετικά με τις παρεμβατικές προθέσεις του κράτους. Στη σημαντική του μελέτη για τη φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδος το 1930, επεσήμανε ότι η επιβάρυνση των φορολογουμένων είχε ξεπεράσει τη φοροδοτική ικανότητα και, ως εκ τούτου, το ιδιωτικό κεφάλαιο αντιμετώπιζε προβλήματα για να δραστηριοποιηθεί σε παραγωγικές δραστηριότητες. Στη μελέτη του για τη δανειακή επιβάρυνση της Ελλάδος γραμμένη το 1931, λίγο δηλαδή πριν την πτώχευση, ασκεί πάλι κριτική στα παραγωγικά έργα και προτείνει, αντί της διάκρισης που γινόταν ως τότε από άλλους συγγραφείς σε καταναλωτικά και παραγωγικά, η οποία οδηγούσε τους συγγραφείς αυτούς να επικροτούν τα έργα αυτά μιας και ήταν σαφώς παραγωγικά, να αναλύονται τα δημόσια δάνεια υπό το πρίσμα τού αν είναι αποδοτικά ή μη αποδοτικά, αν δηλαδή το προϊόν τους αποδίδει οικονομικούς πόρους που χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή τους. Και βέβαια, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μόνο το δάνειο των Σιδηροδρόμων του 1925 ήταν αποδοτικό. Συνιστούσε δε φειδώ στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία.

Στο θέμα της οικονομικής επιστήμης, ο Ζολώτας ακολουθούσε, όπως δείχνει και η εισητήρια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τον Κάσσελ, συνεργάτη τού μέντορά του Λούντβιχ Πόλε. Η οικονομική επιστήμη, κατά τον Ζολώτα, δεν μοιάζει με τις φυσικές επιστήμες. Έχει ανάγκη τη στατιστική, έχει ανάγκη την οικονομική ιστορία, έχει ανάγκη - έλεγε ο Ζολώτας ήδη από το 1928 και το επαναλάμβανε και το 1934 - την παρατήρηση του οικονομικού βίου. Έχει οπωσδήποτε ανάγκη θεωρίας, αλλά και η παρατήρηση του οικονομικού βίου δεν πρέπει να ξεφεύγει από το μυαλό των οικονομολόγων όταν αναλύουν τα προβλήματα μιας συγκεκριμένης οικονομίας. Με αυτό εννοούσε ότι ποτέ δεν πρέπει ένας οικονομολόγος ξεκινώντας από το αυστηρό πλαίσιο ενός θεωρητικού σχήματος να συμβουλεύει την οικονομική πολιτική για το πρακτέο, αλλά να παρατηρεί την οικονομική ζωή προσπαθώντας να βρίσκει εφικτές λύσεις που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών και της κοινωνίας.

Καθώς μέσα στη δεκαετία του '30, βέβαια εκ των πραγμάτων, ισχύει στην Ελλάδα ένας πολύ έντονος κρατικός παρεμβατισμός, το 1936 σε νέο του βιβλίο παραδέχεται και ο ίδιος ότι η οικονομία, όπως λέει, θα προοδεύσει "δια της επεμβάσεως του κράτους, δια του παρεμβατισμού". Ωστόσο, ο προσεκτικός αναγνώστης της μελέτης του αυτής βλέπει ότι, ενώ μεν παραδέχεται την κρατική επέμβαση, συνιστά μια ευελιξία και ένα ισχυρό κράτος το οποίο, στην ουσία, θα εφαρμόσει ένα θεσμικό πλαίσιο στην οικονομία το οποίο θα της επιτρέψει να προοδεύσει με κύριο μοχλό την ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι κατευθύνσεις, δηλαδή, της οικονομικής πολιτικής εκείνη την εποχή έπρεπε κατά τον Ζολώτα πρώτα να έχουν ως μέλημα το σταθερό νόμισμα, στη συνέχεια την πρόληψη εσφαλμένων τοποθετήσεων ιδιωτικών κεφαλαίων - το κράτος, δηλαδή, να προλαμβάνει τέτοιου τύπου τοποθετήσεις - και, τέλος, τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων συνθηκών για την κερδοφορία των επενδύσεων.

Το 1939, στον τιμητικό τόμο εις μνήμην του Ανδρέα Ανδρεάδη, δημοσιεύεται η μελέτη του "Φορολογία, αποταμίευσις και επένδυσις", όπου για πρώτη φορά συζητά την Κεϋνσιανή θεωρία που έχει ήδη διατυπωθεί. Εδώ, εκφράζοντας μια αισιοδοξία ότι το χειρότερο από την παγκόσμια οικονομική κρίση έχει ήδη παρέλθει, ο Ζολώτας είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στην Κεϋνσιανή θεωρία. Θεωρεί, δηλαδή, ότι ο Κέυνς έχει παρασυρθεί από τη δριμύτητα της παγκόσμιας κρίσης και συνιστά μέσω της θεωρίας του στο κράτος να παρεμβαίνει έντονα, ενώ η ιδιωτική αποταμίευση - την οποία ο Κέυνς στην ανάλυσή του είχε, κατά κάποιον τρόπο, βάλει στο περιθώριο - έπρεπε, κατά τον Ζολώτα, να ενθαρρύνεται. Η οικονομική ζωή παρουσίαζε κατά τον Ζολώτα άπειρες ευκαιρίες κερδοφορίας στους ιδιώτες, αρκεί το οικονομικό σύστημα να λειτουργούσε κατά τους ρυθμούς του.

Τις ίδιες φιλελεύθερες κατά βάση απόψεις βρίσκουμε και στο έργο του "Δημιουργικός Σοσιαλισμός" που αναφέρθηκε και από άλλους ομιλητές, γραμμένο το 1944. Η έμφαση στο έργο αυτό πρέπει να δίνεται στον επιθετικό προσδιορισμό "δημιουργικός". Φυσικά, την ίδια εποχή και μέσα στον ζόφο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παγκοσμίως η κοινότητα των οικονομολόγων πρεσβεύει την άποψη ότι η κοινωνία που θα έλθει μετά το τέλος του αγώνα κατά του φασισμού θα είναι μια κοινωνία κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Αλλά, λέει ο Ζολώτας, και οικονομικής αποτελεσματικότητας. Και το δημιουργικό στον σοσιαλισμό όπως αυτό αναλύεται σ' αυτό το βιβλίο είναι πέρα από τις αγγλικές και αμερικανικές θεωρίες σχετικά με την δυνατότητα οικονομικού λογισμού στο σοσιαλιστικό σύστημα ότι στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην ελεύθερη οικονομία πρέπει να δίνεται μεγάλο πεδίο δράσης. Όπου, όμως, αυτό το πεδίο δεν τυγχάνει εκμετάλλευσης από τους ιδιώτες, τότε και μόνο τότε, το κράτος μπορεί να πειραματισθεί και να παρέμβει στην οικονομία με εργαλεία τις σκιώδεις τιμές και τον γραμμικό προγραμματισμό.

Όπως είναι γνωστό ότι η συμβολή του Καθηγητή Ζολώτα στη μεταπολεμική οικονομική πολιτική ήταν καθοριστική. Οι απόψεις του στο μικρό διάστημα της συνδιοίκησης από αυτόν της Τραπέζης Ελλάδος το 1944, ήταν ότι η ελληνική οικονομία ήταν προτιμότερο να περάσει μια θεραπεία σοκ και να σταθεροποιηθεί το συνάλλαγμα μέσα από την ελεύθερη αγορά, παρά να επιδιωχθεί δια διοικητικών μέτρων και μεθόδων η σταθεροποίησή της και η καθοδήγησή της. Οι απόψεις αυτές οι οποίες, βέβαια, έβρισκαν σύμφωνους οικονομολόγους και προσωπικότητες που ανήκαν στον ΕΑΜ , όπως τον Σβώλο, έτυχαν εφαρμογής για μικρό χρονικό διάστημα χωρίς να κριθούν αποτελεσματικές. Η πολιτική κατάσταση ήταν άλλωστε εξαιρετικά ρευστή. Ακολούθησε, και απέτυχε το "πείραμα Βαρβαρέσου" και μέχρι την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν η οικονομική πολιτική παράδερνε χωρίς προσανατολισμό. Αλλά και αργότερα η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Η αβεβαιότητα περί του αν θα γίνει ανασυγκρότηση με βιομηχανία ή χωρίς, αν θα γίνει ανασυγκρότηση με τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους η χωρίς, ή αν η ανασυγκρότηση θα πάρει μια άλλη ποιότητα και θα δοθεί έμφαση σε βαριά βιομηχανία, οδήγησε οπωσδήποτε στην καθυστέρηση διαμόρφωσης πολιτικής συναίνεσης, στην καθυστέρηση της σταθεροποίησης του νομίσματος που ήρθε σχετικά τελικά το 1953.

Στο μεταξύ και όπως δείχνει η εισητήρια ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών, ο Ζολώτας αποδέχεται τον Κέυνς ως μεγάλο θεωρητικό, ως οικονομολόγο που με το έργο του συνέβαλε στη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος και στην υπόδειξη της οδού για οικονομική ανάπτυξη με νομισματική σταθερότητα.

Όλα αυτά τα χρόνια, ο Καθηγητής Ζολώτας βρισκόταν ανελλιπώς και στην πανεπιστημιακή του έδρα. Εξέδιδε επιστημονικά περιοδικά ήδη από το 1932 και ξανά μετά το 1947, βοηθούσε νέους επιστήμονες να κάνουν διδακτορικό, ήταν κριτής υφηγεσιών. Με την έννοια αυτή, βοήθησε και στην αναπαραγωγή της οικονομικής επιστήμης στη χώρα. Όλοι σχεδόν οι καθηγητές ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως το 1974 είχαν, οπωσδήποτε, υφηγεσία από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, δηλαδή με εισήγηση του Ζολώτα, και οι περισσότεροι από αυτούς, το 50% σύμφωνα με εκτιμήσεις και διδακτορικό δίπλωμα στην Ελλάδα. ¶ρα, κατά τεκμήριο, είχαν κάνει διδακτορικό με τον Ζολώτα.

Όταν, λοιπόν, έρχεται το 1955 και αναλαμβάνει και τη Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Ζολώτας έχει να επιδείξει ένα τεράστιο σε όγκο έργο που αφορά και θέματα οικονομικής θεωρίας και θέματα οικονομικής πολιτικής. Έχει να επιδείξει έναν θαρραλέο πολίτη στο πρόσωπό του, έναν άνθρωπο που ποτέ δεν δίστασε να παρέμβει στην επικαιρότητα άλλοτε για να επικρατήσουν οι απόψεις του, άλλοτε για να γίνουν δεκτές με επιφυλάξεις, και να ξεκινήσει μια δεύτερη καριέρα - γιατί είναι μόλις 51 ετών - στη διοίκηση της Τράπεζας, να συνεχίσει τη δραστηριότητά του στο Πανεπιστήμιο και την παγκόσμια πια δραστηριότητά του, μιας και αναδεικνύεται σε μεγάλο γνώστη των νομισματικών θεμάτων παγκοσμίως.

Η σημαντικότερη, ίσως, παρακαταθήκη που έχει αφήσει για την ελληνική οικονομική σκέψη ο Ζολώτας είναι η εξής: ότι η οικονομική επιστήμη είναι μια επιστήμη χρήσιμη για τη βελτίωση της οικονομικής ζωής των ανθρώπων. Σαφώς, και το πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας πρέπει, κατ' αυτόν, να δομείται σε ένα φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο, η νομισματική σταθερότητα είναι απαραίτητο συστατικό για την οικονομική πρόοδο. Ωστόσο, ο Ζολώτας ποτέ δεν ήταν δογματικός σε θέματα θεωρίας. Ήταν, όπως είδαμε, ανοικτός σε νέες ιδέες, σε πειραματισμούς, γιατί αυτό που προείχε για τον ίδιο δεν ήταν το να θριαμβεύσει ή να εφαρμοσθεί στην πράξη μια συγκεκριμένη θεωρία στην οποία πίστευε. Ήταν να βελτιώσει τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων. Αυτό το έργο το πέτυχε. Επί των ημερών του, και με την συμβολή του συντελέστηκε η οικονομική μεταμόρφωση της Ελλάδος. Γι' αυτό του είμαστε και θα του είμαστε αιώνια ευγνώμονες.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι