Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρου Μητράκου στην Ημερίδα-Workshop του ΕΚΚΕ στο πλαίσιο του οργανισμού έρευνας «διαΝΕΟσις»: Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας
15/03/2019 - Ομιλίες
«Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας»
Αίγλη Ζαππείου, Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συμμετέχοντες,
Θα ήθελα κατ’ αρχάς να συγχαρώ τους διοργανωτές για τη σημερινή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση. Η θεματολογία της σημερινής ημερίδας αφορά τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική αλλά και η ευρωπαϊκή κοινωνία τις επόμενες δεκαετίες. Σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δώσατε να καταθέσω στη συζήτηση αυτή ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς γύρω από τη δημογραφική κρίση, τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, αλλά και τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο της οικογένειας στην Ελλάδα.
Στην παρέμβασή μου αυτή, αρχικά θα αναδείξω, επιλεκτικά, ορισμένα από τα ευρήματα των διαφόρων ερευνών και κυρίως της πολύ ενδιαφέρουσας μελέτης της διαΝΕΟσις «Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας». Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να συσχετίσω τις δημογραφικές εξελίξεις στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και κυρίως στην περίοδο της πρόσφατης κρίσης με το μέγεθος και τη μεταβολή των κοινωνικών δεικτών, όπως είναι η εισοδηματική ανισότητα, η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Θα είχε ενδιαφέρον, νομίζω, ως αποτέλεσμα και της σημερινής ημερίδας, να μπορέσουμε να διατυπώσουμε ορισμένες πιθανές προτάσεις οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ανάσχεση της δημογραφικής κρίσης, αλλά και τη βελτίωση των κοινωνικών δεικτών. Εξάλλου, ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής φαίνεται να προβάλλει ως επιτακτικά αναγκαίος με βάση και την εμπειρία μας από την πρόσφατη κρίση.
Κυρίες και κύριοι, είναι ευρέως παραδεκτό ότι η επιδείνωση των δημογραφικών μεγεθών επηρεάζει δυσμενώς την πορεία των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών, όπως το δυνητικό προϊόν και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, και μέσω αυτών τη χάραξη αλλά και την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι συνθήκες ευφορίας που επικρατούσαν πριν από την κρίση στρέβλωναν την οπτική των ασκούντων την οικονομική πολιτική, ενώ η ένταση της πρόσφατης, σχεδόν δεκαετούς, κρίσης και οι δημοσιονομικοί στόχοι που έπρεπε να επιτευχθούν έστρεψαν το ενδιαφέρον της Πολιτείας περισσότερο σε δράσεις και μεταρρυθμίσεις που σχετίζονταν αμιγώς με την αντιμετώπιση της κρίσης. Έτσι, δυστυχώς, η αντιμετώπιση μακροπρόθεσμων ζητημάτων, όπως το δημογραφικό, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα τόσο κατά την προ κρίσης εποχή όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τουλάχιστον, με την πρόσφατη αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος έγινε μία αξιόλογη προσπάθεια αντιμετώπισης των ποσοτικών επιπτώσεων από το δημογραφικό. Δεν έχουν πάντως ακόμα αναδειχθεί οι αναγκαίες πολιτικές για την αύξηση της γονιμότητας και την άμβλυνση του προβλήματος της γήρανσης του πληθυσμού, ενώ ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για την ενίσχυση της οικογένειας παραμένει ζητούμενο.
Είναι θετικό λοιπόν ότι τώρα, όπου πλέον οι οικονομικές συνθήκες βελτιώνονται συνεχώς, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του δημογραφικού προβλήματος και την αντιμετώπισή του. Στον τομέα αυτόν η ερευνητική ομάδα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι και η Βουλή των Ελλήνων συνέστησε το 2018 σχετική διακομματική επιτροπή, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιοποιήθηκαν σχετικά πρόσφατα. Επιτρέψτε μου όμως να θέσω υπόψη σας ότι η μελέτη των επιπτώσεων των δημογραφικών εξελίξεων έχει κατά καιρούς απασχολήσει και την Τράπεζα της Ελλάδος. Μάλιστα, στην Έκθεση του Διοικητή που θα δημοσιευθεί σε δύο περίπου εβδομάδες υπάρχουν δύο ειδικά Πλαίσια για το θέμα αυτό.
1. Ορισμένα αδρά δημογραφικά δεδομένα
Επιτρέψετε μου να ξεκινήσω την τοποθέτησή μου παρουσιάζοντας κάποια χαρακτηριστικά δημογραφικά δεδομένα.
Από το 1900 έως σήμερα ο παγκόσμιος πληθυσμός σχεδόν πενταπλασιάστηκε (από 1,65 δισεκατομμύρια το 1900 σε 7,69 περίπου σήμερα και εκτίμηση για 9,8 το 2050), χάρη στη γενικότερη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης, καθώς και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σε θέματα υγείας, ασφαλούς αναπαραγωγής κ.ά. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, στις μεταβιομηχανικές οικονομίες παρατηρείται μείωση του πληθυσμού, καθώς και αλλαγή της ηλικιακής σύνθεσης, με κύρια χαρακτηριστικά την επικράτηση των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων, το μόνιμα χαμηλό δείκτη γονιμότητας (δηλαδή το μέσο αριθμό παιδιών που φέρνει στη ζωή κάθε γυναίκα σε παραγωγική ηλικία) και τη διαφοροποίηση του θεσμού της οικογένειας από την παραδοσιακή της μορφή. Παρατηρούμε όλο και πιο συχνά εναλλακτικές μορφές συμβίωσης, με μείωση γάμων και αύξηση διαζυγίων, μονογονεϊκές οικογένειες, προτιμήσεις για οικογένεια μικρού μεγέθους, απόφαση πρώτης τεκνοποίησης σε μεγαλύτερη ηλικία, ηθελημένη ατεκνία, διακοπή κύησης (εκτρώσεις) κ.ά. Η δημογραφική αυτή εξέλιξη συνιστά ουσιαστική πρόκληση για τη διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου, καθώς, όπως έχει αναδειχθεί, η δημογραφία και η οικονομία είναι έννοιες που συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Στο περιβάλλον αυτό η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διαχρονική αλλαγή των ποσοτικών και ποιοτικών πληθυσμιακών δεδομένων της, με μείωση του πληθυσμού και αύξηση της μέσης ηλικίας του, μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και πτώση του δείκτη γονιμότητας. Κατά την τελευταία δεκαετία μάλιστα παρατηρείται δραματική επιδείνωση των δημογραφικών της δεδομένων, η οποία αποδίδεται πρωτίστως στην οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα της υψηλής ανεργίας και των αβεβαιοτήτων που επιφέρουν οι πιο ανταγωνιστικές, απαιτητικές και λιγότερο ασφαλείς συνθήκες εργασίας.
Το 2017 η χώρα μας συγκαταλεγόταν μεταξύ των εννέα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28) που κατέγραψαν αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού τους, με το φυσικό ρυθμό μείωσης (αν εξαιρέσουμε τις μεταναστευτικές ροές) να είναι οκταπλάσιος (-3,3‰) του μέσου όρου στην ΕΕ-28 (-0,4‰). Αν συνυπολογιστεί και η καθαρή επίδραση της μετανάστευσης, τότε ο συνολικός ρυθμός μεταβολής για την Ελλάδα παραμένει έντονα αρνητικός (-2,7‰, έναντι θετικού ρυθμού 2,3‰ για την ΕΕ-28). Η σημαντική μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα τα τελευταία έτη οφείλεται κυρίως στον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη γονιμότητας (1,35) και στο πρόσφατο μεγάλο ρεύμα εξερχόμενης οικονομικής μετανάστευσης μονίμων κατοίκων προς το εξωτερικό.
Εκτός από την ποσοτική μεταβολή, εξίσου σημαντική είναι και η ποιοτική μεταβολή του πληθυσμού της Ελλάδος, με κύριο χαρακτηριστικό τη δημογραφική γήρανση και την αύξηση της μέσης ηλικίας, όπως αποτυπώνεται στην αναστροφή της πληθυσμιακής πυραμίδας. Η υπογεννητικότητα και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής είναι παράγοντες που διαμορφώνουν από κοινού μια παρόμοια εξέλιξη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο στην Ελλάδα η δυναμική αυτή είναι εντονότερη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω στην Ελλάδα δεν ξεπερνούσε το 1/10 του συνολικού πληθυσμού, από την αρχή της νέας χιλιετίας η συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας έφθασε το 1/5 του πληθυσμού, με πρόβλεψη να ξεπεράσει το 1/3 μέχρι το 2050 (8 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη από ό,τι στην ΕΕ-28). Κατ’ αναλογία, η ηλικιακή ομάδα των παιδιών έως 14 ετών, από σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού το 1955, έφθασε το 1/7 το 2018, με πρόβλεψη να περιοριστεί σε μόλις 1/10 του πληθυσμού το 2050 (2 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη από ό,τι στην ΕΕ-28). Όμοια, η διάμεσος ηλικία, δηλαδή η ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισάριθμες ηλικιακές ομάδες, από 30 περίπου έτη το 1960, άγγιξε τα 44 έτη το 2016, κατατάσσοντας την Ελλάδα τέταρτη στην Ευρώπη, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά 8 έτη έως το 2050 (Ελλάδα: 52,3 έτη, ΕΕ-28: 46,7 έτη, βλ. European Commission: The 2018 Ageing Report).
2. Ο δείκτης γονιμότητας και η σχέση του με τις επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα 3/4 του πληθυσμού της Ευρώπης ζουν σε χώρες όπου η γονιμότητα βρίσκεται σημαντικά κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία), με το σχετικό δείκτη (γονιμότητας) να ανέρχεται σε 1,59 κατά μέσο όρο για τις χώρες της ΕΕ-28 με βάση τα πιο πρόσφατά στοιχεία για το 2017. Στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) ο δείκτης είναι ακόμα χαμηλότερος (μεταξύ 1,31 και 1,35), προσεγγίζοντας το όριο της χαμηλότερης ή ακραίας χαμηλής γονιμότητας που είναι 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Αν υποτεθεί ότι η γονιμότητα θα παραμείνει σταθερή στο επίπεδο αυτό, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός θα υποδιπλασιαστεί σε περίπου 44 χρόνια.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, όπως φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η μέγιστη τιμή του δείκτη γονιμότητας (2,45 παιδιά ανά γυναίκα) καταγράφηκε το 1967, ενώ στη συνέχεια και έως το 1999 (έτος κατά το οποίο έφθασε το 1,23) ακολούθησε συνεχή φθίνουσα πορεία, με τις τιμές του μετά το 1981 να διαμορφώνονται σταθερά κάτω των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, που αποτελεί το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών. Την περίοδο 1995-2003 φαίνεται να καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές τιμές (κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα), δείχνοντας ωστόσο τάσεις σταθεροποίησης και μικρής ανάκαμψης στη συνέχεια έως τα πρώτα έτη της πρόσφατης κρίσης (2008 και 2009: 1,5). Η ανοδική αυτή τάση αναστρέφεται και πάλι το 2010, πιθανώς λόγω της έντονης οικονομικής ύφεσης και της συναφούς αβεβαιότητας, ενώ από το 2013 (1,29) και μετά φαίνεται ότι η τάση γίνεται ελαφρώς θετική (2017: 1,35), χωρίς όμως ο δείκτης γονιμότητας να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.
Η συσχέτιση της γονιμότητας με τις επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχει διερευνηθεί επανειλημμένως. Από τις διάφορες εμπειρικές μελέτες προκύπτει ότι η γονιμότητα συνήθως τείνει να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τους βασικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, ενώ συχνά καταγράφεται αρνητική συσχέτιση μεταξύ των δεικτών κινδύνου φτώχειας και γονιμότητας. Βέβαια, υπάρχουν περίοδοι αλλά και παραδείγματα χωρών όπου οι προαναφερόμενες σχέσεις δεν επιβεβαιώνονται. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα για την περίοδο 1971-1999 καταγράφεται μια σαφής αρνητική σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης/εισοδημάτων και γονιμότητας, καθώς άλλοι παράγοντες (κοινωνικοί, πολιτισμικοί, εφαρμοζόμενες πολιτικές κ.λπ.) που επηρεάζουν τις δημογραφικές εξελίξεις διαμόρφωσαν το τελικό αποτέλεσμα.
Ακόμα και σε περιόδους κατά τις οποίες το εισόδημα βελτιώνεται, οι γονείς που έχουν μόνο ένα παιδί ενδέχεται να είναι επιφυλακτικοί στο να κάνουν και δεύτερο, για διάφορους λόγους. Πρώτον, μπορεί να προτιμήσουν να διαθέσουν το επιπρόσθετο εισόδημα για να προσφέρουν στο υπάρχον παιδί τους π.χ. καλύτερη εκπαίδευση, καλύτερες υπηρεσίες υγείας που θα του εξασφαλίσουν βελτιωμένη ποιότητα ζωής κ.λπ. Εξάλλου, ιδίως στην Ελλάδα, είναι γνωστό ότι διαχρονικά οι γονείς επιδίωκαν να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που είχαν βιώσει οι ίδιοι ως παιδιά. Δεύτερον, όταν αυξάνεται το εισόδημα, που συνήθως συνδέεται και με αυξημένες ώρες εργασίας, αυξάνεται και το κόστος ευκαιρίας που συνδέεται με την απόκτηση παιδιών. Επιπλέον, η απόφαση απόκτησης παιδιού επηρεάζει τα οικονομικά της οικογένειας για πολλά έτη, ενώ οι διάφοροι οικονομικοί κύκλοι της ύφεσης και των οικονομικών κρίσεων είναι πλέον πιο συχνοί, επιτείνοντας την αβεβαιότητα για τέτοιες αποφάσεις σε πιο μακροχρόνιο ορίζοντα.
Αρνητική σχέση μεταξύ οικονομικών συνθηκών και γονιμότητας έχει επίσης παρατηρηθεί και σε περιόδους ύφεσης, ιδίως δε όταν επικρατούν γενναιόδωρα και προσεκτικά σχεδιασμένα συστήματα πρόνοιας και στήριξης της οικογένειας, όπως για παράδειγμα στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπου παρατηρήθηκε αύξηση της γονιμότητας υπό συνθήκες οικονομικής ύφεσης.
Όσον αφορά τη συσχέτιση της γονιμότητας με τους ποικίλους κοινωνικούς δείκτες, από τις διάφορες εμπειρικές μελέτες γενικώς συνάγεται ότι οικογένειες που βρίσκονται σε καταστάσεις φτώχειας, υλικής στέρησης ή βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό είναι πολύ πιθανό να καθυστερούν την απόφαση για τεκνοποίηση ανεξάρτητα από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες.
3. Οι επιπτώσεις του δημογραφικού στην οικονομία
Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι δημογραφικές εξελίξεις παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας. Καθώς μάλιστα οι αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις αναμένεται να συνεχιστούν τις επόμενες δεκαετίες, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναζητηθεί ένα μίγμα πολιτικών που θα αμβλύνει τις επιπτώσεις τους στην οικονομία.
Οι δημογραφικές εξελίξεις επηρεάζουν άμεσα τα δημόσια οικονομικά. Η ταχεία μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού επιδρά αρνητικά στην αύξηση των τακτικών δημόσιων εσόδων μέσω της είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών και της φορολόγησης εισοδημάτων από παραγωγικές δραστηριότητες. Σε οικονομίες μάλιστα όπως η ελληνική, που αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα έναν πολύ υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, ο κίνδυνος αδυναμίας διατήρησης δημοσιονομικής ισορροπίας λόγω των δημογραφικών εξελίξεων δεν είναι αμελητέος. Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού συνεπάγεται αλλαγή της σύνθεσης των φόρων, καθώς μεταβάλλει τη δομή της φορολογικής βάσης, με μετατόπιση από τη φορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία προς τη φορολόγηση της κατανάλωσης καθώς και προς τη φορολόγηση του πλούτου από τη συσσώρευση αποταμιεύσεων.
Επίσης, η μετατόπιση της κατανομής του εργατικού δυναμικού υπέρ μεγαλύτερων ηλικιών επιδρά αρνητικά τόσο στο παραγόμενο προϊόν όσο και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Βραχυπρόθεσμα, η μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό ενισχύει την καταναλωτική δαπάνη, λόγω της υψηλότερης ροπής της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας προς κατανάλωση, και εν τέλει μέσω της συνολικής ζήτησης αυξάνει το εθνικό προϊόν. Πιο μακροπρόθεσμα όμως η επίδραση είναι αρνητική, καθώς η μείωση του αριθμού των παραγωγών και των εν δυνάμει καταναλωτών, δηλαδή η μείωση του μεγέθους της εγχώριας αγοράς, διαμορφώνει αρνητικές προσδοκίες για το ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος. Επίσης, χάνεται η δυναμική στην παραγωγικότητα από τη δημογραφική ώθηση που μπορεί να προσφέρει ένα πιο νεανικό εργατικό δυναμικό.
Πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν εκτιμήσει την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στο ΑΕΠ. Ενδεικτικά, σε πρόσφατη μελέτη των Ρομπόλη και Μπέτση (2019) έχει εκτιμηθεί ότι, λόγω της γήρανσης του εργατικού δυναμικού, εάν μία επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής είναι ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, τότε στην πραγματικότητα θα απαιτείται ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης κοντά στο 4%. Προφανώς αυτό θα επιβαρύνει, εκτός από τα δημοσιονομικά μεγέθη, και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης υφίσταται ετήσια επιβάρυνση ύψους περίπου 1,3 δισεκ ευρώ την περίοδο 2017-2057.
Στη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που θα παρουσιαστεί σύντομα στην Έκθεση του Διοικητή φαίνεται μεταξύ άλλων ότι μία ταχύτερη αύξηση της ηλικιακής ομάδας των 65 ετών και άνω επιδρά μειωτικά στο ΑΕΠ ήδη από το πρώτο τρίμηνο μετά την αύξηση, ενώ η αντίστοιχη επίδραση στην επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος (ως ποσοστού του ΑΕΠ) γίνεται εμφανής περίπου ένα έτος μετά την αύξηση. Και στις δύο περιπτώσεις οι αρνητικές επιπτώσεις είναι παρατεταμένης διάρκειας. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης καταδεικνύουν ότι η ενίσχυση της αβεβαιότητας των οικονομούντων ατόμων σχετικά με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρά από μόνη της επίσης δυσμενώς στο ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, οι αρνητικές επιπτώσεις από τη δημογραφική διαταραχή μπορούν να αντισταθμιστούν έως ένα βαθμό από τη μείωση της αβεβαιότητας που περιβάλλει την ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του ασφαλιστικού συστήματος και την αποφυγή ανατροπής των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 2010-2017.
Από την πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη (European Commission, 2018: The 2018 Ageing Report) προκύπτει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου προβολής το 2070. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε επίπεδο ΕΕ, καθώς στην περίπτωση της Ελλάδος θα φθάσει τις 6,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, έναντι 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας κατά όρο στις χώρες της ΕΕ-28. Επισημαίνεται ότι στη ανωτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης έχει συνυπολογιστεί η επίδραση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα (συνταξιοδοτική κάλυψη, μέσο ύψος παροχών) και των προσδοκώμενων θετικών εξελίξεων στην αγορά εργασίας (μείωση της ανεργίας, αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό), που αντισταθμίζει την πολύ σημαντική επιβάρυνση κατά 9,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της συνταξιοδοτικής δαπάνης λόγω της γήρανσης του πληθυσμού (δείκτης ηλικιακής εξάρτησης).
4. Κοινωνικοί δείκτες και δημογραφικές εξελίξεις
4.1 Η περίοδος από τη μεταπολίτευση έως την κρίση: 1974-2008
Οι διάφορες μελέτες για την Ελλάδα έχουν καταγράψει τη σημαντική μείωση των κοινωνικών δεικτών της ανισότητας και της φτώχειας μετά τη μεταπολίτευση και έως τα πρώτα χρόνια της πρόσφατης κρίσης (εισοδηματική ανισότητα, ποσοστό φτώχειας, χάσμα φτώχειας κ.ά.). Πράγματι, την περίοδο 1974-2008 το ποσοστό φτώχειας με βάση την κατανομή της δαπάνης, αλλά και την κατανομή του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, μειώνεται κατά περίπου 25%, ενώ ακόμη μεγαλύτερη είναι η μείωση αυτή για το χάσμα ή βάθος της φτώχειας (περίπου 45%). Οι μεταβολές μάλιστα που παρατηρούνται κατά την πρώτη υποπερίοδο (1974-82) είναι καθοριστικές και διαμορφώνουν τα συμπεράσματα που διατυπώθηκαν για ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, ενώ οι μεταβολές που παρατηρούνται μετά το 1982 είναι μικρότερες. Σε όλη την περίοδο αυτή πάντως η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλό κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κατά την περίοδο 1974-2008 σημαντικές δημογραφικές μεταβολές φαίνεται να επηρεάζουν τόσο τις διαχρονικές μεταβολές της φτώχειας όσο και τη δομή της. Εμφανέστερη όλων είναι η σταδιακή γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση του πληθυσμιακού μεριδίου των συνταξιούχων. Ταυτόχρονα μειώνεται η οικονομική σημασία του αγροτικού τομέα και το πληθυσμιακό μερίδιο των αγροτών. Καθώς και τα δύο αυτά στρώματα χαρακτηρίζονται από βιοτικό επίπεδο χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου, παρατηρείται αντίστοιχη μεταβολή και στη δομή της σχετικής φτώχειας.
Ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας που επηρέασε τους κοινωνικούς δείκτες κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες πριν από την πρόσφατη κρίση είναι η μαζική εισροή μεταναστών στην Ελλάδα. Η συνολική επίδρασή τους στην οικονομία κρίνεται θετική, αλλά δεν επωφελήθηκαν όλα τα στρώματα του γηγενούς πληθυσμού εξίσου: το πιθανότερο είναι να επιδεινώθηκε η σχετική θέση των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού. Οι διαστάσεις της φτώχειας στην ομάδα των μεταναστών είναι περίπου διπλάσιες από ό,τι στο γηγενή πληθυσμό, γεγονός που επιδεινώνει τα παρατηρούμενα συνολικά επίπεδα φτώχειας. Η εικόνα όμως σταδιακά μεταβάλλεται, καθώς τα παλαιότερα και πολυπληθέστερα στρώματα των μεταναστών σταδιακά ενσωματώνονται στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετριάζοντας ταυτόχρονα και την επιδείνωση των δημογραφικών δεικτών.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι η σημαντική βελτίωση των κοινωνικών δεικτών και η θεαματική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και του επιπέδου ευημερίας του πληθυσμού που καταγράφηκε την περίοδο 1974-2008 δεν συνοδεύθηκε από ανάλογη αύξηση του δείκτη γονιμότητας. Αντίθετα, σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο μετά τη μεταπολίτευση και έως το 1999 ο δείκτης γονιμότητας ακολούθησε πτωτική πορεία, ενώ μετά το 1995 διαμορφώθηκε σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα). Ωστόσο, την περίοδο που ακολούθησε και έως την αρχή της πρόσφατης κρίσης (1999-2008) η ελαφρά μείωση του κινδύνου φτώχειας και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας είναι πιθανό να βοήθησαν στην παρατηρούμενη ανάκαμψη του δείκτη γονιμότητας του πληθυσμού.
4.2 Η περίοδος της πρόσφατης κρίσης: μετά το 2008
Εισοδηματική ανισότητα
Η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση με υψηλό επίπεδο ανισότητας και φτώχειας συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, το οποίο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο τα πρώτα έτη της κρίσης για να υποχωρήσει ουσιαστικά μόλις πρόσφατα.
Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC έρευνα 2017, εισοδήματα 2016), το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,1 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (δείκτης S80/S20). Από τη διαχρονική εξέλιξη τόσο του ευρέως διαδεδομένου δείκτη ανισότητας, δηλ. του συντελεστή Gini, προκύπτει ότι από το 2008 μέχρι και το 2010 καταγράφεται ελαφρά μείωση της εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα, καθώς η κρίση δεν είχε ακόμη ουσιαστικά εκδηλωθεί. Στα πρώτα έτη της κρίσης η ανισότητα με βάση το συντελεστή Gini αυξάνεται κατά 4,3% (από 32,9% το 2010 σε 33,6% το 2011 και 34,3% το 2012), εξέλιξη που ίσως φανερώνει ότι οι εισοδηματικές απώλειες που προκλήθηκαν από τα πρώτα μέτρα λιτότητας ήταν πιο άνισα κατανεμημένες στον ελληνικό πληθυσμό. Τέλος, την περίοδο που ακολούθησε (2012-16) η εισοδηματική ανισότητα διατηρήθηκε σχεδόν σταθερή στο ίδιο υψηλό επίπεδο (Gini μεταξύ 34,2% και 34,5%), ενώ στην έρευνα του 2017 μειώθηκε σημαντικά (33,4%) επανερχόμενη σχεδόν στα προ της κρίσης επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με βάση το συντελεστή Gini, η Ελλάδα μαζί με τη Βουλγαρία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Λιθουανία και τη Λεττονία είναι οι χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας στην ΕΕ (EU-SILC 2017, για την ΕΕ-28 συντελεστής Gini: 30,7%, S80/S20: 5,1).
Κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικός αποκλεισμός
Mε βάση τα στοιχεία για το 2017(EU-SILC 2017, εισοδήματα 2016), το 20,2% του πληθυσμού της χώρας ή 2,1 εκατομμύρια άτομα (790 χιλιάδες νοικοκυριά) βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας για την Ελλάδα αυξήθηκε κατά τα πρώτα έτη της τρέχουσας κρίσης (από 20,1% το 2010 σε 23,1% το 2012 και 2013), για να αποκλιμακωθεί στη συνέχεια και έως το 2017 (20,2%) φθάνοντας στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο της ΕΕ (ΕΕ-28: 16,9% για το 2017).
Ανάλογη ήταν η εξέλιξη και στο χάσμα της σχετικής φτώχειας, το οποίο μετρά τη διαφορά μεταξύ του ορίου της φτώχειας (για το σύνολο του πληθυσμού) και του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας (ως ποσοστό του τελευταίου). Το χάσμα της σχετικής φτώχειας διαμορφώθηκε σε 30,3% σύμφωνα με την έρευνα του 2017, παραμένοντας ωστόσο σε πολύ υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα (2010: 23,4%, 2012: 29,9%, 2014: 31,3%, 2016: 31,9%).
Σημαντικά πιο υψηλό είναι το ποσοστό του πληθυσμού της Ελλάδος που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δηλ. διαβιοί με υλικές στερήσεις ή και με χαμηλή ένταση εργασίας), το οποίο ανέρχεται στην έρευνα του 2017 σε 34,8% (ΕΕ-28: 22,4% για το 2017) ή σε 3,7 εκατομμύρια άτομα. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε δραματικά τα πρώτα έτη της κρίσης και έως το 2014, για να αποκλιμακωθεί ελαφρά στη συνέχεια, παραμένοντας ωστόσο σε πολύ υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα (2010: 27,7%, 2012: 34,6%, 2014: 36,0%, 2016: 35,6%). Σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην ομάδα των χωρών με το μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (34,8%), μαζί με τη Βουλγαρία (38,9%) και τη Ρουμανία (35,7%).
Η επιδείνωση των δεικτών φτώχειας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της πρόσφατης κρίσης ήταν ακόμη πιο δραματική σε απόλυτους όρους, δηλαδή όταν το κατώφλι της φτώχειας παραμένει διαχρονικά σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία της EU-SILC 2017, στην Ελλάδα το 46,3% του πληθυσμού θα κατατασσόταν ως φτωχό με βάση τις συνθήκες του 2008. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ΕΕ συνολικά το ποσοστό φτώχειας οριζόμενο ως προς ένα σταθερό όριο φτώχειας αυξήθηκε την περίοδο 2010-2014 από 17% σε 19% με βάση τις συνθήκες του 2008.
Είναι γεγονός ότι οι αλλαγές μετά το 2008 πιθανότατα δεν ήταν προς την κατεύθυνση μείωσης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η φορολογία εισοδήματος έγινε λιγότερο προοδευτική, η αύξηση των συντελεστών του Φόρου Προστιθεμένης Αξίας, η αύξηση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και η καθιέρωση του Ενιαίου Τέλους Ακίνητης Περιουσίας και του ΕΝΦΙΑ εκτιμάται ότι είχαν αποτέλεσμα να μειωθεί δυσανάλογα η πραγματική αγοραστική δύναμη των φτωχότερων νοικοκυριών. Στους παράγοντες που συνέβαλαν στην επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών την περίοδο της κρίσης συγκαταλέγονται επίσης η δραματική αύξηση της ανεργίας καθώς και το γεγονός ότι κάποιες κοινωνικές παροχές έπεσαν θύματα της δημοσιονομικής προσπάθειας για τον περιορισμό των ελλειμμάτων (ΕΚΑΣ, πιο επιλεκτική «Βοήθεια στο σπίτι» κ.ά.).
Σχέση κινδύνου φτώχειας και γονιμότητας
Η ανοδική τάση του δείκτη γονιμότητας που φαίνεται να ξεκινά σταδιακά από το 1999 (1,23), ως αποτέλεσμα πιθανόν της επίδρασης των υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης της περιόδου αυτής αλλά και της ελαφράς βελτίωσης των κοινωνικών δεικτών, διακόπτεται το 2008 (1,50) και αναστρέφεται από το 2010, πιθανώς λόγω της έντονης οικονομικής ύφεσης και της συναφούς αβεβαιότητας. Η σημαντική επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών, με την απότομη αύξηση όλων των δεικτών του κινδύνου φτώχειας κατά τα πρώτα έτη της κρίσης, και η βαθιά οικονομική ύφεση (η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε σταθερές τιμές μειώθηκε κατά 37,5% την περίοδο 2008-2017), είναι πιθανόν να επηρέασαν αρνητικά το δείκτη γονιμότητας, ο οποίος πράγματι ακολούθησε έντονη πτωτική πορεία (2013: 1,29). Σε αυτό είναι πιθανόν να συνέβαλε και η σταδιακή εκροή, κατά την περίοδο της κρίσης, Ελλήνων αλλά και μεταναστών αναπαραγωγικής ηλικίας από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι από το 2013 και μετά φαίνεται ότι η τάση του δείκτη γονιμότητας γίνεται εκ νέου θετική, αν και μειώθηκε και πάλι ελαφρά το 2017 (1,35). Αυξήσεις τέτοιου είδους ενδέχεται να μην είναι μόνιμου χαρακτήρα και να εξηγούνται ως «αναπλήρωση» μετά την αναβολή της τεκνοποίησης τα έτη που προηγήθηκαν.
Κατά τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης, σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ-28 ο δείκτης γονιμότητας αρχικά κινήθηκε πτωτικά, από το 2014 όμως επανήλθε σταδιακά σε ανοδική τροχιά, προσεγγίζοντας τα προ κρίσης επίπεδα (ΕΕ-28: 1,60). Στην Ελλάδα, η ραγδαία πτώση του δείκτη στα πρώτα χρόνια της κρίσης δεν αναπληρώθηκε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα το 2017 να σημειώσει μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ-28, με τιμή πολύ χαμηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα (1,35, έναντι 1,5 το 2008), σηματοδοτώντας έτσι τον εγκλωβισμό της χώρας σε μια “παγίδα χαμηλής γονιμότητας”. Σε όλη την περίοδο της κρίσης (2008-2017) ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ του κινδύνου φτώχειας και του δείκτη γονιμότητας έλαβε έντονα αρνητική τιμή (-0,804, έναντι -0,317 για όλη την περίοδο 1995-2017).
Με άλλα λόγια, η οικονομική κρίση και το αίσθημα της ανασφάλειας και κοινωνικής και οικονομικής αβεβαιότητας που προκάλεσε λόγω απώλειας θέσεων εργασίας, υποαπασχόλησης, μείωσης εισοδήματος και υποβάθμισης των δομών κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με την έλλειψη σχεδιασμού και εφαρμογής μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για την ενίσχυση της οικογένειας, επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη δημογραφία της χώρας.
Μετατοπίσεις του κινδύνου φτώχειας διαχρονικά
Κατά την περίοδο της κρίσης, η επιδείνωση που καταγράφηκε στην Ελλάδα με βάση όλους τους κοινωνικούς δείκτες ήταν ιδιαίτερα έντονη για τους νέους και κυρίως τους νέους ανέργους. Καθώς μάλιστα το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα στο άμεσο μέλλον, ενώ το θεσμικό πλαίσιο παροχής στήριξης προς τους ανέργους είναι περιοριστικό, η φτώχεια μεταξύ των ανέργων και των νέων ζευγαριών με παιδιά αποτελεί πλέον τη βασική κοινωνική πρόκληση. Πράγματι, η ομάδα των ανέργων εισήλθε στην πρόσφατη κρίση με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά (κινδύνου) φτώχειας (2008: 36,8%), τα οποία συνέχισαν να διευρύνονται δραματικά έως πρόσφατα (2010: 38,5%, 2012: 45,8%, 2014: 45,9%, 2016: 47,1%). Μόνο στην πλέον πρόσφατη έρευνα του 2017 ο κίνδυνος φτώχειας για την ομάδα των ανέργων μειώθηκε ελαφρά στο 45,5%, παραμένοντας κατά 10 περίπου μονάδες υψηλότερος σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα και περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού.
Επιπλέον, μετά το 2005 η παιδική φτώχεια (19,3%) φαίνεται να βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία διεύρυνσης, καταγράφοντας το 2013 την υψηλότερη τιμή της (28,8%), για να αποκλιμακωθεί σταδιακά τα επόμενα έτη (2015: 26,6%, 2017: 24,5%), παραμένοντας ωστόσο σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον κίνδυνο φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού (20,2%). Πράγματι, υψηλότεροι δείκτες σχετικής φτώχειας καταγράφονται πλέον μεταξύ των παιδιών ηλικίας 0-17 ετών (2017: 24,5%), ενώ για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω το αντίστοιχο ποσοστό έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά (12,4%). Ωστόσο, η ομάδα των ηλικιωμένων είναι πιθανόν να έχει πληγεί δυσανάλογα από μειώσεις στις κοινωνικές υπηρεσίες ή/και σε παροχές σε είδος, όπως φάρμακα και γενικά παροχές υγείας (βοήθεια στο σπίτι κ.ά.).
Σε έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η φτώχεια φαίνεται να μετατοπίζεται από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών µε παιδιά, από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές και από τους λιγότερο εκπαιδευμένους προς τις υψηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες.
Τέλος, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία από την έρευνα του 2017, ομάδες υψηλού κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα είναι κυρίως οι άνεργοι (ποσοστό φτώχειας 45,5%) και ιδιαίτερα οι άνεργοι άνδρες (ποσοστό φτώχειας 50,5%), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί (30,5%), οι μη οικονομικά ενεργοί εκτός των συνταξιούχων (νοικοκυρές κ.λπ., 25,7%), τα νοικοκυριά με 2 ενήλικες και 3 ή περισσότερα παιδιά (24,2%), οι μερικώς απασχολούμενοι (27,5%), αλλά και τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (24,5%).
5. Προτάσεις πολιτικής για την άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος και των κοινωνικών δεικτών
Σε σχέση με το δημογραφικό πρόβλημα, η λύση πρέπει πρωτίστως να αναζητηθεί στην οικογένεια και στους τρόπους στήριξής της από την Πολιτεία, όχι μόνο οικονομικά, αξιοποιώντας το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, αλλά και με το σχεδιασμό των κατάλληλων δομών υποστήριξης. Η απόφαση των νέων για δημιουργία οικογένειας και τεκνοποίηση μπορεί να στηριχθεί μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και της φορολογικής ελάφρυνσης των νοικοκυριών με παιδιά, καθώς και της παροχής υπηρεσιών στήριξης της οικογένειας, όπως είναι η καθολική παροχή προσχολικής αγωγής και φροντίδας κ.ά. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται άλλωστε οι προτάσεις της μελέτης της διαΝΕΟσις, της Τράπεζας της Ελλάδος και της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για το δημογραφικό.
Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Όχι όμως και να εφαρμόσουμε άκριτα κάποιο από τα μοντέλα που εφαρμόζονται διεθνώς. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και να τις προσαρμόσουμε στην κουλτούρα και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας. Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να κάνω αναφορά σε μία από τις πολλές τοποθετήσεις που κατά καιρούς έχει κάνει ο διακεκριμένος καθηγητής Δημήτρης Μιχαηλάκης, που είναι μαζί μας σήμερα: «Το δημογραφικό πρέπει να το δούμε σαν ένα μέρος μεγαλύτερου πακέτου. Πρέπει να συμβαδίζει μαζί με άλλες ενέργειες και αξίες. Βασική διαφορά μεταξύ Σουηδίας και Ελλάδας είναι ότι στη Σουηδία η αξία της ισότητας είναι ιερή. Είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που εδώ στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Επίσης, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη και την Ελλάδα, στη Σουηδία υπάρχει ένα σταθερό φορολογικό σύστημα που λειτουργεί αναλογικά και τα οικονομικά του κράτους ήταν και είναι καλά, γιατί πρώτον λειτουργεί και δεύτερον οι άνθρωποι έχουν πειστεί ότι αυτά που δίνουν τα παίρνουν πίσω με σχολεία, υποδομές, πάρκα και ποιότητα ζωής. Υπάρχει σεβασμός.».
Με βάση τα ανωτέρω, στόχευση των δράσεων πολιτικής θα πρέπει να είναι η κοινωνική και οικονομική προστασία των οικογενειών, η εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, η καθολική παροχή προσχολικής αγωγής και φροντίδας, η υποστήριξη της μητρότητας και γενικότερα η δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την οικογενειακή ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται η εφαρμογή πολιτικών που θα ευνοούν την απασχόληση και θα ισχυροποιούν έτσι τα κίνητρα των νέων για είσοδο στην αγορά εργασίας, ανακόπτοντας παράλληλα την τάση φυγής στο εξωτερικό. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο η κοινωνική συνοχή με τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία των πιο ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων. Κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει θετικά και για την άμβλυνση των κοινωνικών δεικτών, καθώς ο καλύτερος τρόπος αποτροπής καταστάσεων φτώχειας είναι η ένταξη των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων στην αγορά εργασίας.
Σημειώνεται επίσης ότι η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης ενθαρρύνει όχι μόνο τη συμμετοχή των νέων στο εγχώριο εργατικό δυναμικό, αλλά και την παραμονή σε αυτό των μεγαλύτερων σε ηλικία. Αυτό διευκολύνει την κινητικότητα στην εργασία και μπορεί να οδηγήσει σε οικειοθελή παράταση του εργασιακού βίου. Θετική θα είναι η επίδραση και από την ενσωμάτωση των μεταναστών στην εγχώρια αγορά εργασίας και από τον περιορισμό της παράνομης και ανασφάλιστης εργασίας.
Η ισότητα των φύλων και η εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής θα συμβάλουν στην άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να διευκολυνθούν οι εργαζόμενες γυναίκες να μειώσουν την απασχόληση κατά τα κρίσιμα χρόνια μετά τον τοκετό, χωρίς όμως να αποκοπούν από το εργατικό δυναμικό, και να δοθούν κίνητρα και διευκολύνσεις σε μη εργαζόμενες γυναίκες που δεν μπορούν να εργαστούν λόγω ασυμβατότητας εργασιακών και οικογενειακών υποχρεώσεων. Επίσης, απαιτείται καλύτερος συγχρονισμός μεταξύ των κοινωνικών ωραρίων και των ωραρίων εργασίας π.χ. μέσω επέκτασης του θεσμού του ολοήμερου σχολείου, εφαρμογής ελαστικού ωραρίου εργασίας κ.λπ.
Με βάση τις διαστάσεις και την εξέλιξη των κοινωνικών δεικτών στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης προκύπτει ότι η ζήτηση για κοινωνική μέριμνα από την πλευρά των πολιτών ήταν έντονη. Ωστόσο, η προσφορά από το κράτος χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, με διοικητικές δυσλειτουργίες αλλά και βελτιώσεις τα τελευταία έτη. Το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δαπανών στις μεσογειακές χώρες και κυρίως στην Ελλάδα το κατέχουν οι συντάξεις (65,1% για την Ελλάδα το 2016, έναντι 45,6% στην ΕΕ-28) και σε μικρότερο βαθμό οι μη συνταξιοδοτικές κοινωνικές παροχές, όπως τα κοινωνικά επιδόματα (ανεργίας, αναπηρίας, πρόνοιας, ασθένειας, στέγασης, οικογενειακά κ.ά.), τα οποία είναι πιο προοδευτικά, με την έννοια ότι ενισχύουν περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους. Ο αναδιανεμητικός ρόλος των συντάξεων έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία έτη στην Ελλάδα, μειώνοντας τον κίνδυνο σχετικής φτώχειας κατά 26,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2017 (έναντι 18,2 ποσοστιαίων μονάδων στις χώρες της ΕΕ-28). Αντίθετα, η αναδιανεμητική επίδραση των κοινωνικών επιδομάτων περιορίζει τον κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα μόλις κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2017, έναντι 8,7 μονάδων για το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-28 το 2017. Σ’ αυτή την περίπτωση, είναι επιτακτική ανάγκη οι σχετικά περιορισμένοι πόροι που διατίθενται για τα κοινωνικά επιδόματα όχι μόνο να ενισχυθούν, αλλά και να φθάνουν στους πραγματικούς δικαιούχους.
Στη συγκυρία αυτή απαιτείται επαναπροσδιορισμός και ενδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία έτη φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικές στο να περιορίζουν την ένταση της φτώχειας των ηλικιωμένων, αλλά αποδεικνύονται μάλλον ανεπαρκείς για άλλες κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και κυρίως τους νέους και τους ανέργους. Η δυσκολία εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας, έχει οδηγήσει στην εκροή αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα προς το εξωτερικό (brain drain), με σημαντικές αρνητικές μακροχρόνιες συνέπειες. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας και της εκροής ανθρώπινου δυναμικού είναι αναγκαία η γρήγορη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η κρίση αυξάνει τις ανάγκες και τις πιέσεις στα νοικοκυριά που είχαν ήδη ανάγκες (ιδιαίτερα στα φτωχότερα νοικοκυριά) και ταυτόχρονα μειώνει τις χρηματοδοτικές εφεδρείες του άτυπου κοινωνικού κράτους (οικογένεια, άτομα εκτός νοικοκυριού κ.λπ.) να βοηθήσει στην κάλυψη των αναγκών αυτών. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος της ευρύτερης οικογένειας στη διάρκεια της κρίσης παρέμεινε εξαιρετικά σημαντικός, απορροφώντας σημαντικό μέρος των οικονομικών κραδασμών και διαφυλάσσοντας την κοινωνική συνοχή, χωρίς τη βοήθεια των δημόσιων πόρων. Μόλις το 4% του συνόλου των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα κατευθύνθηκε προς την οικογένεια και τα παιδιά (έναντι 8,7% στην ΕΕ-28). Η χορήγηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων (με εισοδηματικά κριτήρια) στην περίοδο της κρίσης ήταν ωστόσο προς τη σωστή κατεύθυνση.
Κοινωνικές πολιτικές με σκοπό να ενισχυθεί το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ως ύστατος μηχανισμός αποτροπής από καταστάσεις ακραίας φτώχειας, κρίνονται αναγκαίες. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει η καθολική εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης, το οποίο από το Φεβρουάριο του 2017 υλοποιείται σε εθνική κλίμακα με ετήσιο κόστος που εκτιμάται στα 780 εκατομμύρια ευρώ και κάλυψη του 6,5% του πληθυσμού της χώρας. Ομοίως και η χορήγηση του «κοινωνικού μερίσματος», αν και με αποσπασματικό χαρακτήρα, αναδιανέμει τα τελευταία έτη στις πιο αδύναμες οικονομικά ομάδες μέρος του δημοσιονομικού πλεονάσματος.
Επιπλέον, επισημαίνεται και πάλι ότι η ενίσχυση της απασχόλησης είναι ο καλύτερος τρόπος αποτροπής καταστάσεων φτώχειας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η χάραξη πολιτικής που με οποιοδήποτε τρόπο θα ενισχύσει την πρόσβαση των νεαρών ζευγαριών με παιδιά στην αγορά εργασίας και στην απασχόληση θα συμβάλει καθοριστικά στην αποτροπή καταστάσεων παιδικής φτώχειας. Παραδείγματα μέτρων πολιτικής προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ενίσχυση των υποδομών προσχολικής και σχολικής φροντίδας (παιδικοί σταθμοί, ολοήμερο σχολείο κ.ά.), η προσαρμογή των γνώσεων και δεξιοτήτων των νέων στις ανάγκες της αγοράς (επαγγελματική κατάρτιση, ενίσχυση της προσαρμοστικότητας της επίσημης εκπαίδευσης στα αντικείμενα με αυξημένη ζήτηση κ.ά.), η καλύτερη σύζευξη προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας (πληροφόρηση, εκσυγχρονισμός ΟΑΕΔ κ.ά.).
Πολιτικές βελτίωσης του εκπαιδευτικού επιπέδου των πιο φτωχών τμημάτων του πληθυσμού είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνουν τους κοινωνικούς δείκτες της ανισότητας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η σχετική υστέρηση των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας δεν εξαντλείται στην έλλειψη επαρκούς εισοδήματος και συνεπώς απαιτείται πολύπλευρη δράση προς την κατεύθυνση όχι μόνο της αύξησης των χρηματικών κοινωνικών δαπανών, αλλά και της παροχής υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση κ.λπ.) και της διευκόλυνσης της πρόσβασής τους σε κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και, κυρίως, σε πιο ποιοτικές θέσεις στην αγορά εργασίας. Γενικότερα επίσης, οι πολιτικές που δημιουργούν προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες λειτουργούν προληπτικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας, ενώ μακροπρόθεσμα έχουν σημαντικά αναπτυξιακά οφέλη.
Τέλος, είναι σημαντικό να σχεδιάσουμε και να εφαρμόζουμε στρατηγικές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και των καταστάσεων φτώχειας, τα αποτελέσματα των οποίων δεν θα περιορίζονται από τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις της οικονομίας και τον εκλογικό κύκλο. Ιδιαίτερα θετική στην κατεύθυνση αυτή θα είναι η υιοθέτηση της πρότασης για τη δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή, κατά τα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η εμπειρία από τη λειτουργία του οποίου είναι σημαντική.
Βιβλιογραφία
Ανδριοπούλου Ειρ., Καρακίτσος Α., Τσακλόγλου Π. (2018), «Ανισότητα και φτώχεια στην Ελλάδα:2007-2015», ΚΕΠΕ, Οικονομικές Εξελίξεις, Τεύχος 36/2018, σελ. 65-77.
Γιαννίτσης Τ. και Ζωγραφάκης Στ. (2016), Ανισότητες, φτώχεια, οικονομικές ανατροπές στα χρόνια της κρίσης, Εκδόσεις Πόλις, Σεπτέμβριος 2016.
Ελληνική Στατιστική Αρχή, e-Εκδόσεις, Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, Μάρτιος 2019.
Λαζαρέτου Σ. (2016) «Φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου: η σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης», Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονομικό Δελτίο 43, σελ. 33-58.
Μητράκος Θ. (2018) «Ανισότητες, φτώχεια και πολιτικές αλληλεγγύης στην Ελλάδα», ΕΕΚΠ, Κοινωνική Πολιτική, Τεύχος 10, Ιούνιος 2018.
Ρομπόλης Σ. και Μπέτσης Β. (2019), Η Οδύσσεια του Ασφαλιστικού, εκδόσεις Λιβάνη.
Leventi, C. and Matsaganis Μ. (2016), “Estimating the distributional impact of the Greek crisis (2009-2014)”, OECD Economics Department Working Papers, No. 1312, OECD Publishing.
ΟΕCD (2016), “Income Inequality remains high in the face of weak recovery”, OECD Inequality Update, OECD Publishing, November 2016.
ΟΕCD (2017), How is life? 2017 Measuring Well-Being, OECD Publishing, 15 November 2017.
OECD (2018), “Poor children in rich countries: why we need policy action”, OECD Policy Brief, Οκτώβριος 2018.
The World Bank (2019), A Quantitative Evaluation of the Greek Social Solidarity Income, Ιανουάριος 2019.
European Commission (2018), The 2018 Ageing Report: Economic and Budgetary Projections for the EU Member States (2016-2070), Μάιος 2018.
United Nations DESA Population Division και Roser, M. and E. Ortiz-Ospina (2017), “World population growth”, Ourworldindata.org και History Database of the Global Environment (HYDE project).