Ομιλία του Διοικητή κ. Γεωργίου Προβόπουλου στην Ετήσια Σύνοδο του ΔΝΤ στις 6-7 Οκτωβρίου 2009
07/10/2009 - Ομιλίες
Η παγκόσμια οικονομία εξέρχεται σταδιακά από τη σοβαρότερη κρίση της μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Η παρούσα κρίση ήταν τόσο σοβαρή επειδή στο επίκεντρό της βρισκόταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με αποτέλεσμα οι επιδράσεις της να μεταδοθούν γρήγορα σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και σε όλες τις χώρες. Οι συνέπειες της κρίσης μεγεθύνθηκαν από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ιστορικά έχει παρατηρηθεί ότι, μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση που έχει επίκεντρο το τραπεζικό σύστημα και εκδηλώνεται υπό συνθήκες ραγδαίας αύξησης των πιστώσεων και ταχείας ανόδου των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, είναι πιθανό να επακολουθήσει σοβαρή οικονομική ύφεση. Αυτό συνέβη και με την παρούσα κρίση.
Οι παρεμβάσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης υπήρξαν γρήγορες, τολμηρές και χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Οι παρεμβάσεις αυτές μείωσαν την αβεβαιότητα και βελτίωσαν το οικονομικό κλίμα.
Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο και η οικονομική δραστηριότητα υπολείπεται κατά πολύ σε σχέση με τα επίπεδά της προ της κρίσης. Είναι συνεπώς πολύ νωρίς για να αρχίσει η σταδιακή άρση των μέτρων τόνωσης της οικονομίας. Ωστόσο, είναι απολύτως αναγκαία η διαμόρφωση ενός μεσοπρόθεσμου μακροοικονομικού πλαισίου για την περίοδο μετά την κρίση, το οποίο θα συμβάλει στην επίτευξη και τη διατήρηση υγιούς δημοσιονομικής θέσης και θα ενισχύσει την ικανότητα των νομισματικών αρχών να επιτύχουν σταθερότητα των τιμών. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα συμβάλει και στη στήριξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτό που συνιστά πρόκληση πολιτικής είναι η επιλογή του κατάλληλου χρόνου για την άρση των μέτρων, έτσι ώστε: πρώτον, να αποφευχθεί η πρόωρη αντιστροφή των δημόσιων παρεμβάσεων, δεύτερον, να μην τεθεί σε κίνδυνο η πρόοδος που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη σταθεροποίηση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών και τρίτον, να μην παραταθεί υπερβολικά η ισχύς των μέτρων – ενδεχόμενο που θα ενείχε τον κίνδυνο στρεβλώσεων στα οικονομικά κίνητρα και επιβάρυνσης των δημόσιων οικονομικών. Η διαφύλαξη της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών θα αποτελέσει βασική προτεραιότητα σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες των οποίων το έλλειμμα και το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ έφθασαν σε επίπεδα πρωτοφανή για καιρό ειρήνης.
Το ΔΝΤ έχει διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην αρωγή προς την παγκόσμια οικονομία προκειμένου αυτή να αντεπεξέλθει στην κρίση. Ο τριπλασιασμός των πόρων του ΔΝΤ έχει αυξήσει σημαντικά τη δανειοδοτική του ικανότητα, ενώ με τη νέα κατανομή των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων έχει διατεθεί πρόσθετη ρευστότητα στην παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, η καθιέρωση Ευέλικτης Πιστωτικής Διευκόλυνσης θα προσδώσει επιπλέον ευελιξία στο πλαίσιο που διέπει τις δανειοδοτικές δραστηριότητες του ΔΝΤ.
Ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστεί κανείς μια κρίση είναι να την αποτρέψει. Η παρούσα κρίση αποκάλυψε ότι το μέγεθος, η φύση και η εξάπλωση του συστημικού κινδύνου εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από παράγοντες που συνδέονται με την μακροπροληπτική εποπτεία. Ως εκ τούτου, είναι ουσιώδες να καθιερωθεί ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τη μακροπροληπτική εποπτεία το οποίο θα διασφαλίζει τόσο τη συστηματική ανάλυση των κινδύνων όσο και τη διαμόρφωση πολιτικών για την αντιμετώπισή τους.
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας
Η οικονομική ύφεση ήταν λιγότερο έντονη στην Ελλάδα συγκριτικά με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό όμως οφείλεται σε παράγοντες που, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα μειώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας μεσοπρόθεσμα. Ειδικότερα, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης αντανακλούν το σχετικά χαμηλό βαθμό εξωστρέφειάς της και την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών, τα οποία ήδη πριν από την εκδήλωση της κρίσης βρίσκονταν σε ανησυχητική κατάσταση.
Πάντως, ένας παράγοντας ο οποίος στήριξε την ελληνική οικονομία ήταν η υγεία του τραπεζικού συστήματος. Οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι εκτεθειμένες σε τοξικά στοιχεία ενεργητικού και η έκθεσή τους στις αναδυόμενες οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης έχει παραμείνει σε ελεγχόμενα επίπεδα. Την υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος επιβεβαίωσε και η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ.
Οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ αντανακλούν μια διαδικασία πραγματικής σύγκλισης. Για να επιτύχει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει ορισμένες βασικές προκλήσεις, που αντανακλώνται στο χρονίως πολύ μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και στα ανησυχητικά επίπεδα του δημόσιου χρέους. Αυτές οι ανισορροπίες οφείλονται σε διαρθρωτικές δυσκαμψίες, οι οποίες διαχρονικά έχουν διαβρώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα και να εξαλειφθούν οι ανισορροπίες, απαιτείται να εφαρμοστούν ταυτόχρονα: Πρώτον, ένα πολυετές πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο θα συμβάλει στη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου που ενσωματώνονται στα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου και θα ενθαρρύνει την ανάληψη ιδιωτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών, μεγεθύνοντας έτσι το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας. Δεύτερον, τολμηρές και εκτεταμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας, οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να αυξήσουν το ποσοστό απασχόλησης. Μόνο με την προώθηση αυτών των μεταρρυθμίσεων θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να γίνει πιο ανταγωνιστική και να αυξήσει το αναπτυξιακό της δυναμικό και την ευημερία των πολιτών της.
Η ευρεία υποστήριξη που έλαβε η πρόσφατα εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση θα διευκολύνει σημαντικά την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.