EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, στην παρουσίαση του βιβλίου «Αναζητώντας τον άλλο δρόμο: Στρατηγικές για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας», των Λόη Λαμπριανίδη, Αντώνη Λιάκου και Γιώργου Σταθάκη, εκδόσεις Πόλις

18/12/2024 - Ομιλίες

Με ιδιαίτερη χαρά συμμετέχω στην παρουσίαση του βιβλίου «Αναζητώντας τον άλλο δρόμο: Στρατηγικές για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας», σε επιμέλεια των Λόη Λαμπριανίδη, Αντώνη Λιάκου και Γιώργου Σταθάκη.

Θα εστιάσω στα επιχειρήματα των συγγραφέων, χωρίς δικές μου αξιολογικές κρίσεις. Στο τέλος θα παρουσιάσω (πολύ περιληπτικά) τις δικές μου θέσεις, που είναι και θέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το βιβλίο περιέχει δεκαπέντε  εισηγήσεις, που επιλέχθηκαν από αυτές που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο με τον ίδιο τίτλο, το οποίο διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2023. Αντικείμενο  των αναλύσεων τoυ βιβλίου είναι η οικονομική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ο όρος «ανάπτυξη» εδώ προσδιορίζεται πέραν της μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ενσωματώνει δηλαδή και άλλες διαστάσεις της, πολιτισμικές, περιβαλλοντικές και χωρικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Οι μελέτες περιλαμβάνουν προτάσεις για βιώσιμη μεγέθυνση της οικονομίας, αλλά και αναλύσεις για την σημασία του πολιτισμικού πλαισίου, ενώ δίνουν έμφαση στον αναπτυξιακό ρόλο του κράτους.

Στο βιβλίο αρχικά αναγνωρίζονται οι δυσκολίες για μια αλλαγή στο παραγωγικό υπόδειγμα λόγω εξωγενών παραγόντων καθώς η χώρα -όπως και η Ευρώπη και ο κόσμος συνολικά– βρίσκεται ενώπιον πρωτόγνωρων καταστάσεων. Η οικονομία έχει να αντιμετωπίσει παγκόσμιων διαστάσεων προκλήσεις όπως η κλιματική κρίση, οι πόλεμοι, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και οι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί. Η εμπειρία της πανδημίας, η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας, οι γεωπολιτικές κρίσεις, φαίνεται να οδηγούν σε έναν σημαντικό περιορισμό της παγκοσμιοποίησης με παράλληλη ανακατεύθυνση κυρίως στο εσωτερικό γεωπολιτικών πόλων. Μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο με τους αυξημένους οικονομικούς, χρηματοπιστωτικούς και γεωπολιτικούς κινδύνους, η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας καταδεικνύεται ως επιτακτική ανάγκη (Λαμπριανίδης).

Θα παρουσιάσω τα βασικά επιχειρήματα και τις βασικές προτάσεις του βιβλίου, χωρίζοντας τις εισηγήσεις σε τρείς κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία εξετάζει θέματα μεγέθυνσης εστιάζοντας σε μακροοικονομικά μεγέθη, όπως το εμπορικό ισοζύγιο, οι  επενδύσεις, τα δημοσιονομικά μεγέθη, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας και η περιφερειακή ανάπτυξη. Η δεύτερη ομάδα δίνει έμφαση στο ρόλο του κράτους, ενώ η τρίτη ομάδα εστιάζει στη σημασία του θεσμικού και πολιτισμικού υποβάθρου για την ανάπτυξη. 

1. Η αναγκαιότητα ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος: Ενδείξεις από τα μακροοικονομικά μεγέθη

Η πρώτη κατηγορία εισηγήσεων εξετάζει τις διαρθρωτικές αδυναμίες  της ελληνικής οικονομίας και κάνει προτάσεις για μια βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση. Βασίζεται σε κοινά αποδεκτές παραδοχές: Πριν την κρίση, η ελληνική οικονομία μεγεθυνόταν με υψηλούς ρυθμούς, αλλά η μεγέθυνση οφειλόταν σε ένα μη βιώσιμο υπόδειγμα βασισμένο στην υψηλή εσωτερική ζήτηση: την υψηλή κατανάλωση και τις υψηλές επενδύσεις  ενώ έχανε διαρκώς σε ανταγωνιστικότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών, που, σε συνδυασμό με τις χαμηλές εξαγωγές λόγω της απώλειας της ανταγωνιστικότητας, οδήγησε σε υψηλό έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου. Παράλληλα η εσωτερική ζήτηση ενισχυόταν από τον δημόσιο δανεισμό, με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμάτων και του δημόσιου χρέους. Η μεγέθυνση συνεπώς βασιζόταν σε ένα μη βιώσιμο υπόδειγμα που οδήγησε στα δίδυμα ελλείμματα και στην κρίση χρέους του 2010. (Καλλιώρας, Λαμπριανίδης, Πασσάς, Σιδέρης και Μπραγουδάκης). Κατά την περίοδο προσαρμογής που ακολούθησε, τα προγράμματα στόχευσαν στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντος και εργασίας. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας βελτιώθηκε σημαντικά μετά την κρίση, κυρίως λόγω της μείωσης του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση των εξαγωγών. Ωστόσο, η εγχώρια παραγωγή παρουσιάζει ακόμα υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές, δηλαδή το ποσοστό των εισαγωγών που απαιτούνται προκειμένου να παραχθεί μια μονάδα προϊόντος είναι ιδιαίτερα υψηλό. Κατά συνέπεια, αυτή η εξάρτηση οδηγεί σε αυξήσεις των εισαγωγών σε περιόδους ανάπτυξης και στη  χειροτέρευση του εμπορικού ελλείμματος που παρατηρείται. Πολιτικές για τη μείωση του ελλείμματος θα πρέπει να στοχεύουν: (α) Στην συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών, με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (και μέσω της μείωσης του περιθωρίου κέρδους) και την αύξηση των εξαγωγών. (β) Στην υποστήριξη των επιχειρήσεων που ενισχύουν τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό της οικονομίας με στόχο τη μείωση των εισαγωγών.

Η  κατάρρευση των επενδύσεων κατά την περίοδο της κρίσης, που οδήγησε σε πτώση του συνολικού κεφαλαιουχικού αποθέματος της χώρας, αναδεικνύεται ως κεντρικό σημείο της κρίσης με συνέπειες για την μεσο- και μακροχρόνια ανάπτυξη (Πασσάς). Ειδικότερα, στην ελληνική οικονομία παρατηρείται επενδυτικό κενό, που ορίζεται ως η διαφορά του τρέχοντος ύψους των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα αλλά και με τον μ.ό. των οικονομιών της ευρωζώνης. Το επενδυτικό κενό αντανακλά την αποεπένδυση που παρατηρήθηκε στην ελληνική οικονομία στην κρίση, και παραμένει υψηλό (Σιδέρης και Μπραγουδάκης). Οι επενδύσεις μεταβάλλονται με ρυθμό που μαρτυρά συντήρηση μέρους του κεφαλαίου που απαξιώνεται έως το 2020, και μια αύξηση, πλέον των αποσβέσεων, στη μεταποίηση και σε τομείς που έχουν σχέση με τον τουρισμό (τομείς έντασης εργασίας) τα τελευταία τρία έτη. Προτεινόμενες πολιτικές για την αύξηση των επενδύσεων είναι: Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές που στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, η χρήση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων για την χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με μέτρα για τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αύξηση του ανταγωνισμού και την βελτίωση της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος.

Όσον αφορά την αγορά εργασίας και παρά την σημαντική μείωση της ανεργίας, παρατηρείται σχετική υποαξιοποίηση του εργατικού δυναμικού υψηλών προσόντων, με αποτέλεσμα τη φυγή μέρους του στο εξωτερικό (Καλλιώρας, Καραμεσίνη, Λαμπριανίδης, Σιδέρης και Μπραγουδάκης). Αυτό είναι κυρίως το αποτέλεσμα του μεγάλου και παρατεταμένου επενδυτικού ελλείμματος κατά τη διάρκεια της κρίσης στην αγορά εργασίας, που οδήγησε, τουλάχιστον μέχρι τώρα, στην παραγωγική εξειδίκευση της οικονομίας σε κλάδους και προϊόντα χαμηλής και μεσαίας προστιθέμενης αξίας, τεχνολογικής εξειδίκευσης και έντασης γνώσης (Καραμεσίνη).  

Στα δημόσια οικονομικά, καταγράφεται ότι την περίοδο από το 2010 και μετά επιτεύχθηκε μια δημοσιονομική προσαρμογή πρωτοφανούς μεγέθους που αποκατέστησε την ισορροπία στα οικονομικά του κράτους και συνεχίζει να διατηρείται χωρίς πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Βασική πηγή αύξησης των εσόδων ήταν η έμμεση φορολογία, ενώ βασικές πηγές μείωσης των δαπανών ήταν οι δημόσιες επενδύσεις (Κουτεντάκης). Το ποσοστό των εσόδων από έμμεσους φόρους σε σχέση με τα συνολικά φορολογικά έσοδα είναι υψηλό. Επιπλέον, τα φορολογικά έσοδα προέρχονται κυρίως από μισθωτούς, ενώ εκτιμάται ότι υπάρχει σημαντική φοροδιαφυγή (Ιωαννίδης). Είναι αναγκαία η ανάπτυξη της φορολογικής συνείδησης των πολιτών αλλά και της επαγγελματικής κουλτούρας της φορολογικής διοίκησης.

Για μια ισόρροπη χωρικά ανάπτυξη, είναι σημαντικό οι πολιτικές προς την περιφέρεια να μη σχεδιάζονται με βάση την παροχή βοήθειας λόγω των μειονεκτημάτων και της εγκατάλειψης των περιοχών αλλά μέσω της έμφασης στις αναπτυξιακές δυνατότητες τους. Απαιτείται  απομάκρυνση από επιχειρήματα ανθρωπιστικού χαρακτήρα (του τύπου «πρέπει να αναπτύξουμε τα νησιά η τις παραμεθόριες περιοχές») και να θεμελιωθεί η αντίληψη της πολιτικής συνοχής ως μιας πολιτικής που στοχεύει στη μεγιστοποίηση της εθνικής παραγωγής, ενθαρρύνοντας κάθε περιφέρεια να αξιοποιήσει τις αναπτυξιακές της δυνατότητες (Καλογερέσης). Οι πολιτικές αυτές, πέρα από τις μεταβιβάσεις πόρων, απαιτούν σημαντικές οργανωτικές και διοικητικές καινοτομίες στη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και μεταβολή κουλτούρας στη δημόσια διοίκηση.  

Η ανάπτυξη επίσης θα πρέπει να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη. Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον τομέα του τουρισμού που αποτελεί βασικό τομέα της οικονομίας. (Νικολακάκης). Προτάσεις για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα του τουριστικού κλάδου περιλαμβάνουν την εφαρμογή μέτρων χωροταξικής ολοκλήρωσης, αυστηρής περιβαλλοντικής προστασίας, από-ανθρακοποίησης της οικονομίας, ενίσχυσης της κυκλικής οικονομίας και στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας μέσα από επενδύσεις στον «πράσινο» μετασχηματισμό τους.

2. Ο ρόλος του αναπτυξιακού κράτους

Η δεύτερη κατηγορία μελετών επαναπροσδιορίζει το ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη. Η ιδέα του αναπτυξιακού κράτους έχει επιστρέψει ξανά στην παγκόσμια οικονομική πολιτική. Η εκβιομηχάνιση σε όλες τις χώρες και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους  απαίτησε κρατικό σχέδιο και θεσμούς σχεδιασμού και στήριξης, καθώς και κοινωνικές συμμαχίες στο εσωτερικό κάθε χώρας.

Οι αναζητήσεις για το αναπτυξιακό κράτος έχουν ξεφύγει από το δοκιμασμένο πεδίο των αναπτυσσόμενων χωρών και αφορούν όλο και περισσότερο τις ίδιες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Στο επίκεντρο βρέθηκαν η τεχνολογική επανάσταση και η βιομηχανία. Το αναπτυξιακό κράτος βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών στις ΗΠΑ και  στην Ευρώπη (όπως άλλωστε το υποδηλώνει και η Έκθεση Draghi). Το μεγαλύτερο μέρος των καινοτομιών και της τεχνολογικής προόδου αποδίδεται τόσο στην ελεύθερη αγορά, κυρίως όμως στο δίκτυο ρυθμίσεων, σχεδιασμού, επιλογών και χρηματοδότησης από το κράτος. Η νέα οπτική του αναπτυξιακού κράτους υποστηρίζει ότι η αναβάθμιση μιας οικονομίας σε τεχνολογική- βιομηχανική γίνεται μέσα από κρατικές στοχεύσεις, σε στενή διασύνδεση με τους κοινωνικούς εταίρους. Απαιτεί νέες δομές σε πιο ευμετάβλητο πλαίσιο, πολιτικές δεσμεύσεις και συμμαχίες αλλά και την αλλαγή του ίδιου του κράτους αναφορικά με την αποτελεσματικότητά του.

Για την βιομηχανική αναβάθμιση, το κράτος θεωρείται φορέας ικανός ν’ αναλάβει το ρόλο του εγγυητή των μακροχρόνιων δεσμεύσεων που απορρέουν από τον παραγωγικό σχεδιασμό και να συντάξει τους στόχους της βιομηχανικής πολιτικής (Μισσός). Η ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας από το κράτος υποστηρίζεται επιπλέον από την σημαντική επίδραση που έχει η βιομηχανία στην οικονομία. Μια οικονομετρική μελέτη του τόμου (Πασσάς) εξετάζει την επίδραση της βιομηχανίας σε δείκτες που καθορίζουν τη μέσο-μακροχρόνια δυναμική της οικονομίας, όπως η εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας, του αποθέματος κεφαλαίου και της συνολικής απασχόλησης, υπό την οπτική των έξι διαχρονικών σχέσεων και των τριών νόμων του Kaldor. Τα εμπειρικά ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο βιομηχανικός τομέας αποτελεί τη «μηχανή ανάπτυξης» για το σύνολο της  οικονομίας. Μια ακόμη μελέτη τομεακής ανάλυσης της οικονομίας συνηγορεί σε πολιτικές μακροχρόνιου σχεδιασμού και επενδύσεων στην βιομηχανία, για αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας μακροχρόνια, καθώς η βιομηχανία παρουσιάζει την υψηλότερη παραγωγικότητα- και παρά την υψηλή εξάρτησή της από τις εισαγωγές  (Ροδουσάκης). Κατά συνέπεια, στις προτάσεις για το νέο παραγωγικό πρότυπο εντάσσεται η εφαρμογή μέτρων και η χρηματοδότηση επενδύσεων με στόχο την ενίσχυση του βιομηχανικού τομέα.

Ο ρόλος του κράτους είναι καίριος για την ενσωμάτωση της γνώσης και της καινοτομίας στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών  με αυξημένη προστιθέμενης αξία για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας (Σελίμης). Οι προτάσεις πολιτικής περιλαμβάνουν ενίσχυση της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας, συνεργασίες μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων, και αναβάθμιση των χρηματοδοτικών εργαλείων στήριξης καινοτομίας υψηλού ρίσκου για τη στήριξη νεοφυών επιχειρήσεων. Η κρισιμότητα του ρόλου του αναπτυξιακού κράτους αποτυπώνεται και στην διαχείριση των πόρων από το ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών για τη χρηματοδότηση δημόσιων επενδύσεων. Είναι αναγκαία η χρήση των πόρων για επενδύσεις σε υποδομές που θα οδηγήσουν σε αύξηση της παραγωγικότητας, και σε τομείς με εξαγωγική επίδοση, συντελώντας στη βελτίωση των δημόσιων δομών. Οι χρηματοδοτούμενες δράσεις του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» θα πρέπει να κατευθύνονται περισσότερο σε στόχους όπως η μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων (Κορκολής και Φωτονιάτα).  

3. Η σημασία του θεσμικού και του πολιτιστικού πλαισίου

Θα σταθώ ιδιαίτερα στις δύο μελέτες που αναδεικνύουν τη σημασία του θεσμικού και πολιτισμικού υποβάθρου στην ανάπτυξη.

Σύμφωνα με μια μελέτη του τόμου (Σταμπουλής και Βέτσικας) οι σχετικά  χαμηλές επιδόσεις της ενίσχυσης της καινοτομίας και της τεχνολογίας αντανακλούν ανεπάρκειες του θεσμικού πλαισίου. Η επίδοση της ενίσχυσης αξιολογείται χρησιμοποιώντας την έννοια του εθνικού συστήματος καινοτομίας, εκτιμώντας τους σχετικούς δείκτες που σχετίζονται με τους πόρους που διατέθηκαν, τα τεχνολογικά αποτελέσματα, το θεσμικό περιβάλλον και τις συνέργειες του συστήματος καινοτομίας. Η ανάλυση δείχνει σημαντική υστέρηση του εθνικού συστήματος καινοτομίας, ειδικότερα των επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η υστέρηση αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη συμπληρωματικότητας μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών δράσεων για την τόνωση της παραγωγικότητας και σε παράγοντες όπως η επιχειρηματική κουλτούρα, (π.χ. συνεργασία, εξωστρέφεια, προστασία βιομηχανικής ιδιοκτησίας), ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η οικονομική εκπαίδευση των καταναλωτών και η ποιότητα των θεσμών.

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του ρόλου του θεσμικού και του πολιτισμικού υποβάθρου και της συν-εξέλιξης τους, στην οικονομική ανάπτυξη (Κωστής). Η ιδέα είναι ότι μια μεταβολή στο θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να υποστηρίζεται από το πολιτισμικό υπόβαθρο των κοινωνιών, και αντίστροφα. Όμως το θεσμικό υπόβαθρο στην Ελλάδα παρουσιάζει ιδιόμορφα στοιχεία όπως η ύπαρξη ομάδων συμφερόντων που επηρεάζουν τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις προς ίδιο όφελος, η παρουσία ολιγοπωλιακών δομών και τα υψηλά κόστη συναλλαγής για κάποιες υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, το πολιτισμικό υπόβαθρο χαρακτηρίζεται από ιδιόμορφα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, χαρακτηριστικά. Τέτοια χαρακτηριστικά αποτελούν: η επικράτηση συμπεριφορών αποστροφής της ζημιάς και του επιχειρηματικού κινδύνου, η έλλειψη συλλογικής συνείδησης, η απουσία εμπιστοσύνης στους συμπολίτες, (οι Έλληνες αισθάνονται ότι οι συμπολίτες τους προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν), η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η μεγάλη σημασία στο θεσμό της οικογένειας, ο βραχυπρόθεσμος αντί ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Κατά τον συγγραφέα, αυτός ο συνδυασμός ιδιόμορφων θεσμών και πολιτισμικού υποβάθρου, οδηγεί σε ένα στάσιμο πρότυπο ανάπτυξης που δεν έχει ενδογενή ενέργεια για να “σπάσει” τα εμπόδια που δημιουργούνται στην οικονομική ανάπτυξη.

Προτάσεις πολιτικής για αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είναι η έμφαση στη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών όπως το δικαστικό σύστημα, το ρυθμιστικό περιβάλλον και η δημόσια διοίκηση. Σημαντικό ρόλο αποτελεί η εκπαίδευση για την ανάπτυξη ενός ισχυρού πολιτισμικού υποβάθρου που θα περιλαμβάνει και την επιχειρηματική και οικονομική εκπαίδευση.

--------------------

Θα έλεγα ότι πολλές από τις προτάσεις για ανάπτυξη που προέρχονται από άλλους δρόμους, όπως προτείνει το βιβλίο, συγκλίνουν με βασικές προτάσεις που εκφράζω συχνά από το βήμα της Τράπεζας της Ελλάδος. Σταχυολογώ μερικές:

  1. Έμφαση στις επενδύσεις: Ο ρόλος των επενδύσεων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία, την αύξηση της παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης. Η αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί στην αύξηση των εξαγωγών, σε υποκατάσταση εισαγωγών και άρα στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
  2. Διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρηματικών επενδύσεων μέσα από ένα υγιές και ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και με τη χρήση όλων των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων. Επιπλέον θα πρέπει να διερευνηθούν δυνατότητες χρήσης όλων των διαθέσιμων μορφών ιδιωτικής χρηματοδότησης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές.
  3. Μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση, το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων, οι σχετικά χαμηλής ποιότητας υποδομές. Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι εναπομείνασες περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, με το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.
  4. Συστηματική συμβολή του κράτους στην αποτελεσματική και έγκαιρη χρήση των πόρων του ταμείου ανθεκτικότητας και ανάπτυξης.
  5. Δημιουργία ευρύτερων πολιτικών συγκλίσεων για την καλλιέργεια μιας συναινετικής κουλτούρας στη χώρα, για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ προσαρμοσμένα για τον οικονομικό κύκλο, για χρηματοπιστωτική σταθερότητα, για ουσιαστική και αποτελεσματική υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί, η σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας των Ελλήνων πολιτών με αυτό της ευρωζώνης.

Κλείνοντας την παρέμβασή μου θα ήθελα να τονίσω ότι οι επιτυχίες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια είναι ένδειξη ότι η οικονομία είναι στο σωστό δρόμο. Όμως η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης από τη δεκαετή κρίση χρέους δεν έχει ολοκληρωθεί. Η ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και της καινοτομίας, μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Με υψηλότερη παραγωγικότητα, προκλήσεις όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και οι πιέσεις στη συνταξιοδοτική δαπάνη και στις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης λόγω της δημογραφικής γήρανσης γίνονται πολύ πιο διαχειρίσιμες. Επίσης διευκολύνεται η υλοποίηση αυξημένων επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, σε έργα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, αλλά και σε έργα που προωθούν την πράσινη μετάβαση.

Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι πλέον το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούμε διαφέρει αισθητά σε σχέση με μερικά χρόνια πριν. Η Ευρώπη συνολικά αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες είναι τεχνολογικές, περιβαλλοντικές, ενεργειακές καθώς και σε θέματα ασφάλειας. Παρά την προσήλωση που πρέπει να επιδείξουμε ως χώρα στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα και τις παγκόσμιες τάσεις δεν μπορεί να προέλθει από κάθε μια χώρα μεμονωμένα. Χρειάζεται κοινή προσέγγιση, σύμπλευση και συνεργασία με βάση τις προτάσεις της πρόσφατης έκθεσης Letta για την αναγκαιότητα της ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς και της έκθεσης Draghi για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.

Ευχαριστώ.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι