Άρθρα & Συνεντεύξεις

  • Κοινοποίηση:

Άρθρο γνώμης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής» με τίτλο «Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2026»

28/12/2025 - Άρθρα & Συνεντεύξεις

Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2026 έχοντας καταγράψει τα τελευταία χρόνια ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από εκείνους της Ευρωζώνης, εξέλιξη που σηματοδοτεί μια ουσιαστική αλλαγή σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Η επίδοση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά αντανακλά τη σταδιακή ενίσχυση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), ο οποίος λειτούργησε ως βασικός μοχλός ανάκαμψης και επιτάχυνσης των επενδύσεων. Το 2026, ωστόσο, συνιστά έτος μετάβασης, καθώς η οικονομία καλείται να διατηρήσει τη δυναμική της σε ένα περιβάλλον σταδιακής ολοκλήρωσης του RRF και αυξημένων διεθνών αβεβαιοτήτων.

Η βασική πρόκληση για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια είναι η διατήρηση υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης. Η εμπειρία των τελευταίων ετών καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση, αλλά απαιτεί σταθερή ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε τη δεκαετία της κρίσης δεν έχει ακόμη καλυφθεί πλήρως. Για να κλείσει η απόσταση αυτή, απαιτείται συνεχής αύξηση των επενδύσεων σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στην καινοτομία, καθώς και στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, ώστε να ενισχυθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αυξηθεί η συμβολή των επενδύσεων στο συνολικό ΑΕΠ.

Η περίοδος 2019–2024 χαρακτηρίστηκε από ισχυρή αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα, με σωρευτικούς ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι επενδύσεις αυτές κατευθύνθηκαν σε κρίσιμους τομείς, όπως οι υποδομές, η ενέργεια, τα ψηφιακά δίκτυα και η μεταποίηση, συμβάλλοντας τόσο στην άμεση αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας όσο και στη βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης. Ιδιαίτερα θετική υπήρξε και η επίδοση των άμεσων ξένων επενδύσεων, των οποίων το μερίδιο στο ΑΕΠ τα τελευταία πέντε χρόνια είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με την προηγούμενη δεκαπενταετία. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τη σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής και τη μόχλευση που δημιούργησαν τα δάνεια του RRF.

Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία έναν από τους βασικούς καταλύτες της οικονομικής ανάκαμψης. Σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η Ελλάδα πέτυχε υψηλούς ρυθμούς απορρόφησης, συγκαταλεγόμενη στα κράτη-μέλη με την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος. Μέχρι το 2025 είχε ήδη εισπράξει περίπου το 65% των διαθέσιμων πόρων και είχε ολοκληρώσει σχεδόν το 50% των συμφωνημένων στόχων και οροσήμων, επίδοση σημαντικά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η πρόοδος αυτή αποτυπώνει μια ουσιαστική μεταστροφή στη διοικητική ικανότητα της χώρας και στη διαχείριση σύνθετων ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Στο σκέλος των επιχορηγήσεων, σημαντικοί πόροι έχουν ήδη διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία και στη Γενική Κυβέρνηση, στηρίζοντας δημόσιες επενδύσεις, κοινωνικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία για τις προοπτικές του 2026 έχει το δανειακό σκέλος του RRF. Η Ελλάδα αξιοποίησε το εργαλείο αυτό με τρόπο που λίγες άλλες χώρες κατάφεραν, χρησιμοποιώντας τα δάνεια ως μηχανισμό μόχλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων. Μέχρι το τέλος του 2025 είχαν συμβασιοποιηθεί έργα ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, στηρίζοντας εκατοντάδες επενδυτικά σχέδια, κυρίως σε εξωστρεφείς και καινοτόμους κλάδους.

Παρότι το σύνολο των δανείων του RRF αναμένεται να έχει συμβασιοποιηθεί έως το τέλος του 2026, η επίδρασή τους στην οικονομία δεν θα περιοριστεί χρονικά σε εκείνη τη χρονιά. Οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις θα συνεχιστούν έως και το 2029, διατηρώντας ενεργή την επενδυτική δραστηριότητα και κινητοποιώντας πρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Με τον τρόπο αυτό, η μετάβαση στη μετα-RRF περίοδο αναμένεται να είναι σταδιακή και όχι απότομη, μειώνοντας τον κίνδυνο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, η «επόμενη ημέρα» μετά το RRF δεν συνεπάγεται έλλειψη αναπτυξιακών πόρων. Το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων έχει αυξηθεί μόνιμα, ενώ το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2026–2029 προβλέπει σημαντικούς πόρους για δημόσιες επενδύσεις, οι οποίοι σταθεροποιούνται σε υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, νέα ευρωπαϊκά ταμεία που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση, την ενεργειακή αναβάθμιση και την κοινωνική συνοχή θα στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα την περίοδο 2026–2032.

Καθοριστικό ρόλο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2026 θα διαδραματίσει και το επόμενο ΕΣΠΑ. Σύμφωνα με τις έως τώρα ενδείξεις, το νέο πρόγραμμα αναμένεται να διατηρήσει αντίστοιχο ύψος πόρων με το τρέχον, καλύπτοντας ανάγκες σε μεγάλες υποδομές, μεταφορές, ενέργεια, ψηφιακά δίκτυα και περιφερειακή ανάπτυξη. Η πρόκληση, ωστόσο, δεν αφορά μόνο την απορρόφηση των πόρων, αλλά κυρίως τη στόχευσή τους σε έργα και παρεμβάσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Πέραν των χρηματοδοτικών εργαλείων, κρίσιμης σημασίας για τις προοπτικές της οικονομίας είναι ο μόνιμος χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται. Μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη, στον χωροταξικό σχεδιασμό, στη δημόσια διοίκηση, στην ψηφιοποίηση του κράτους και στην εκπαίδευση ενισχύουν την παραγωγικότητα και βελτιώνουν το επενδυτικό περιβάλλον. Αν και ο πλήρης αντίκτυπός τους δεν αποτυπώνεται ακόμη πλήρως στα στατιστικά στοιχεία, οι παρεμβάσεις αυτές δημιουργούν τις βάσεις για διατηρήσιμη μεγέθυνση τα επόμενα χρόνια.

Σημαντική στήριξη στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας το 2026 αναμένεται να προσφέρει και το τραπεζικό σύστημα. Τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά, όπως επιβεβαιώνουν και τα αποτελέσματα των πανευρωπαϊκών stress tests του 2025. Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει ισχυρή, ενώ η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου έχει βελτιωθεί σημαντικά, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να έχει συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ανάπτυξη 2% - 2,4%

Παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει σε υψηλά επίπεδα, υποστηριζόμενη από τη θετική πιστωτική επέκταση, τα έσοδα από προμήθειες και τον περιορισμό των λειτουργικών εξόδων. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ιδίως των μη χρηματοπιστωτικών, συνεχίζει να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς, στηρίζοντας τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Συνολικά, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2026 διαγράφονται θετικές, με προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2%–2,4%, υπό την προϋπόθεση διατήρησης της μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι κίνδυνοι που απορρέουν από το διεθνές περιβάλλον και τις γεωπολιτικές εξελίξεις παραμένουν, χωρίς ωστόσο να συνιστούν βασική απειλή για τη σταθερότητα της οικονομίας. Η πρόκληση για την οικονομική πολιτική είναι να διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική ορμή, να ενισχύσει περαιτέρω τις επενδύσεις και να αξιοποιήσει τα θεμέλια που έχουν τεθεί, ώστε η πρόσφατη ανάκαμψη να μετατραπεί σε μακροχρόνια και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.

Διεθνές οικονομικό περιβάλλον και εξωτερικοί κίνδυνοι

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2026 επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι ανακατατάξεις στο διεθνές εμπόριο συνιστούν βασικές πηγές κινδύνου. Παράλληλα, η σταδιακή προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής στις μεγάλες οικονομίες, μετά την περίοδο έντονης σύσφιγξης, δημιουργεί μικτές επιδράσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις διεθνείς ροές κεφαλαίων.

Για την ελληνική οικονομία, οι εξελίξεις αυτές έχουν διττή σημασία. Από τη μία πλευρά, η αποκλιμάκωση των επιτοκίων ευνοεί τις επενδύσεις και μειώνει το κόστος χρηματοδότησης. Από την άλλη, η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας ενδέχεται να περιορίσει τη ζήτηση για ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Ιδιαίτερα κρίσιμη παραμένει η πορεία του τουρισμού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια κατέγραψε ιστορικά υψηλές επιδόσεις. Αν και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου παραμένουν θετικές, η αυξημένη εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες καθιστά αναγκαία τη διαφοροποίηση του παραγωγικού μοντέλου.

Αγορά εργασίας, μισθοί και παραγωγικότητα

Η αγορά εργασίας αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται το 2026, αν και με ηπιότερους ρυθμούς σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά, ωστόσο εξακολουθεί να υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Παράλληλα, αναδεικνύονται όλο και περισσότερο ζητήματα ποιοτικού χαρακτήρα, όπως οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και η χαμηλή συμμετοχή ορισμένων πληθυσμιακών ομάδων στην αγορά εργασίας.

Η αύξηση των μισθών τα τελευταία χρόνια στηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, αλλά δεν συνοδεύεται πάντοτε από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας. Το 2026, η πρόκληση έγκειται στη σύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων με την ενίσχυση της παραγωγικότητας, ώστε να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αποφευχθούν πληθωριστικές πιέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην αναβάθμιση δεξιοτήτων αποκτούν κομβική σημασία.

Δημόσια οικονομικά και βιωσιμότητα του χρέους

Τα δημόσια οικονομικά της χώρας παρουσιάζουν αισθητή βελτίωση, γεγονός που ενισχύει την ανθεκτικότητα της οικονομίας ενόψει πιθανών μελλοντικών κλυδωνισμών. Το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ακολουθεί πτωτική πορεία, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Το 2026 αναμένεται να διατηρηθεί δημοσιονομικός χώρος, ο οποίος μπορεί να αξιοποιηθεί στοχευμένα για επενδύσεις και κοινωνικές παρεμβάσεις.

Ωστόσο, η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας παραμένει κρίσιμη, ιδίως ενόψει της επαναφοράς των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων. Η πρόκληση για την οικονομική πολιτική δεν είναι η απλή συμμόρφωση με τους κανόνες, αλλά η αξιοποίησή τους ως εργαλείου σταθερότητας και αξιοπιστίας, που ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών και μειώνει το κόστος δανεισμού.

Διαρθρωτικές αδυναμίες και προϋποθέσεις σύγκλισης

Παρά τη σαφή πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Η μικρή μέση κλίμακα των επιχειρήσεων, η περιορισμένη εξαγωγική βάση και η χαμηλή ένταση έρευνας και ανάπτυξης περιορίζουν τις δυνατότητες ταχύτερης σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το 2026 αποτελεί κρίσιμο σημείο καμπής, καθώς η χώρα καλείται να επιταχύνει την αναπτυξιακή της δυναμική.

Η επιτυχία αυτής της μετάβασης εξαρτάται από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, τη σταθερότητα του οικονομικού πλαισίου και τη στοχευμένη αξιοποίηση των επενδυτικών πόρων. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να διατηρήσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2026, αλλά και να επιταχύνει τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρωζώνης.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι