EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Εισαγωγικές παρατηρήσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικ. Χ. Γκαργκάνα στην παρουσίαση της μετάφρασης στα ελληνικά, με τίτλο «Οικονομικές επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος», του βιβλίου "Greece's Economic Performance and Prospects"

11/06/2003 - Ομιλίες

Εισαγωγικές παρατηρήσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος

κ. Νικ. Χ. Γκαργκάνα στην παρουσίαση της μετάφρασης στα ελληνικά,

με τίτλο "Οικονομικές επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος",

του βιβλίου "Greece's Economic Performance and Prospects"

 

Τετάρτη, 11 Ιουνίου 2003

 

 

Κυρίες και κύριοι,

Θέλω να σας καλωσορίσω και να σας ευχαριστήσω που ανταποκριθήκατε στην πρόσκλησή μου να παρευρεθείτε στην παρουσίαση της μετάφρασης  στα ελληνικά, με τίτλο "Οικονομικές επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος", του βιβλίου "Greece's Economic Performance and Prospects" που εκδόθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος και το ΄Ιδρυμα Brookings το 2001.

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν ο πρώην Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Δημήτριος Χαλικιάς και ο Καθηγητής κ. Αδαμάντιος Πεπελάσης. Θα συντονίσει ο κ. Αντώνης Παπαγιαννίδης. Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω θερμά που ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην παράκλησή μου να αναλάβουν το έργο αυτό.

Το 1998 που άρχισαν οι επαφές μας με το Ίδρυμα Brookings για την ανάθεση από κοινού της εκπόνησης των μελετών που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτό, η ελληνική οικονομία είχε σημειώσει αλματώδη πρόοδο και φαινόταν ρεαλιστική η προοπτική ένταξης της χώρας στη ζώνη του ευρώ στις αρχές του 2001. Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η ένταξη  δεν θα σήμαινε μόνο το τέλος μιας πορείας, αλλά ταυτόχρονα και την αρχή μιας άλλης, η οποία θα συνεπαγόταν νέες προκλήσεις. Ήταν λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να εκτιμηθούν οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και οι προκλήσεις που αυτή θα αντιμετωπίσει στη ζώνη του ευρώ. Εξάλλου, ήταν φανερό ότι ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας και η προσπάθεια της Ελλάδος να επιτύχει την ονομαστική σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα παρείχε πολύτιμα διδάγματα σε άλλες χώρες που επιδιώκουν και αυτές τη σταθεροποίηση και το μετασχηματισμό των οικονομιών τους και ειδικότερα στις δέκα χώρες που θα προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το Μάιο του 2004.

Οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον τόμο καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του '70 έως το 2000 και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: πρώτον, σε αυτές που ασχολούνται με μακροοικονομικά θέματα, όπως η μακροοικονομική πολιτική, ο πληθωρισμός, η οικονομική ανάπτυξη και το ισοζύγιο πληρωμών, και, δεύτερον, σε αυτές που ασχολούνται με διαρθρωτικά θέματα, όπως είναι το σύστημα συντάξεων, οι αγορές εργασίας και προϊόντων και το τραπεζικό σύστημα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι ιδιαίτερα ευτυχής που συμμετείχε στην έκδοση του βιβλίου. Ευελπιστούμε ότι αυτή η κοινή προσπάθεια αξιολόγησης των οικονομικών επιδόσεων και της πολιτικής που ασκήθηκε στην Ελλάδα, υπό τα πρίσμα της πείρας που αποκόμισε η χώρα από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και μετά, θα συμβάλει στη βαθύτερη κατανόηση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης και στις επιλογές οικονομικής πολιτικής που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα.  Με δεδομένο το γενικότερο ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά, κρίθηκε χρήσιμο να μεταφραστεί το βιβλίο στα ελληνικά ώστε να γίνει προσιτό στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της χώρας μας.

Τι διδάγματα αποκομίσαμε λοιπόν από την εμπειρία της τελευταίας 25ετίας; Πιστεύω ότι ένα σημαντικό δίδαγμα που προκύπτει από τον τόμο αυτό είναι ότι η χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με τις κανονιστικές ρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές δυσκαμψίες, επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και αφήνουν στο πέρασμά τους μόνο υψηλή ανεργία και υψηλό πληθωρισμό. Στην ελληνική οικονομία, η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του '70, ιδίως από το 1980 έως το 1994 χαρακτηρίστηκε, στο σύνολό της, από πολύ χαμηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης - σχεδόν στασιμότητα - από μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και από υψηλό πληθωρισμό. Οι σοβαρές δημοσιονομικές ανισορροπίες συνεπάγονταν τη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να συμπιέζεται ασφυκτικά η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα. Ο πληθωρισμός στρέβλωνε τα μηνύματα που μεταδίδουν οι σχετικές τιμές, γενικότερα  μείωνε  την αξία των πληροφοριών που παρέχει το σύστημα  των τιμών και δημιουργούσε αβεβαιότητα. Όλα αυτά είχαν σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Οι διαρθρωτικές δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας και προϊόντων επιδρούσαν ανασταλτικά στην άνοδο της παραγωγικότητας, υπονομεύοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπαγόταν σε πληθώρα κανονιστικών ρυθμίσεων, με συνέπεια τη μείωση της αποτελεσματικότητας της νομισματικής πολιτικής, την αποθάρρυνση των τοποθετήσεων σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τον περιορισμό της αποδοτικότητας των επενδύσεων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών ήταν ανεπαρκής, με δυσμενείς συνέπειες για την αποτελεσματικότητα του τραπεζικού συστήματος. Οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αποτελούσαν περιοριστικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη. Οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων καταστρατηγούντο και προκαλούσαν στρεβλώσεις. Έτσι η χώρα όχι μόνο δεν προχωρούσε στη σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, αλλά αντίθετα οπισθοδρομούσε.

Μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, η χώρα ακολουθεί ήδη μια νέα πορεία. Βεβαίως είναι απαραίτητο να εξακολουθήσουν να ασκούνται ορισμένες πολιτικές, όπως η πολιτική η οποία στοχεύει στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, ιδίως προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος με ικανοποιητικό ρυθμό. Το μέλλον όμως μας επιφυλάσσει και νέες προκλήσεις. Αυτές ακριβώς τις προκλήσεις πραγματεύονται οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον τόμο που παρουσιάζουμε σήμερα.

Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, προκειμένου να επιτύχει πλήρη πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Έχει όντως αποφασιστική σημασία για την Ελλάδα να αρθεί στο ύψος των προκλήσεων αυτών, ώστε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και να ευημερήσει ως μέλος της ζώνης του ευρώ.

Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους όσους συνέβαλαν στο έργο και ιδιαίτερα στους συγγραφείς για την εξαιρετική επιστημονική τους προσφορά, καθώς και στα στελέχη του Ιδρύματος Brookings και της Τράπεζας της Ελλάδος που εργάστηκαν φιλότιμα για την έκδοση του τόμου αυτού.

Σας ευχαριστώ.

       

 

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι