Ομιλία του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα στο 33ο Διεθνές Συνέδριο Χρηματοοικονομικού Δικαίου (33rd International Financial Law Conference):"Financial stability and growth:the role of central banks and the pre-requisites for sustainable growth in Euro"
20/05/2016 - Ομιλίες
IBA Banking Law Committee and IBA Securities Law Committee
20 Μαΐου 2016
Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος
Χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ανάπτυξη: ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών
και οι προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης στην Ευρώπη
Κυρίες και κύριοι,
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα και που μου δίνεται η ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρώπη.
Η συστημική χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη των κοινών μας στόχων για ευημερία και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, οι κεντρικές τράπεζες και οι κανονιστικοί μηχανισμοί δεν διέθεταν ένα δοκιμασμένο οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της συστημικής αστάθειας και την αποτροπή της συσσώρευσής της. Με τα μέτρα που ελήφθησαν και τους μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια, η εικόνα άλλαξε σημαντικά, καθώς οι συμμετέχοντες στις αγορές, οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, οι αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας και άλλοι φορείς αντέδρασαν ταχύτατα στις προκλήσεις. Όχι μόνο είδαμε το μετασχηματισμό της τραπεζικής εποπτείας μέσω της ίδρυσης της Τραπεζικής Ένωσης στην Ευρώπη με τρεις πυλώνες, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης και το υπό διαμόρφωση κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων, αλλά επίσης είδαμε να αναγνωρίζεται ολοένα περισσότερο η σημασία της συστημικής σταθερότητας και του ρόλου που μπορούν να παίξουν οι μακροπροληπτικές πολιτικές για την επίτευξή της. Η παραδοσιακή τραπεζική εποπτεία επικεντρώνεται περισσότερο στα επιμέρους ιδρύματα και στην πρόληψη ή διαχείριση μεμονωμένων περιπτώσεων πτώχευσης τραπεζών. Αντίθετα, η μακροπροληπτική εποπτεία επικεντρώνεται στο σύστημα συνολικά και κατά κύριο λόγο επιδιώκει την αποτροπή της συστημικής αστάθειας και τον περιορισμό των επιπτώσεων στις μακροοικονομικές εξελίξεις σε περίπτωση συστημικών προβλημάτων.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι λοιπόν κρίσιμη για την ανάπτυξη, αλλά, όπως μας δίδαξε η κρίση, και η ανάπτυξη είναι κρίσιμη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η υποτονική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ, παρά την πρωτοφανή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, έχει αποδυναμώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως λόγω της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτών των προβληματισμών, θα εξετάσω πρώτα αυτό το νέο ρόλο των κεντρικών τραπεζών και τα εργαλεία που αναπτύχθηκαν – και συνεχίζουν να αναπτύσσονται – στην προσπάθεια ενίσχυσης της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα αναφερθώ στις εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για το χρηματοπιστωτικό τομέα. Στη συνέχεια, θα περιγράψω μερικές από τις μελλοντικές προκλήσεις και, τέλος, θα διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ.
Α. Κεντρικές τράπεζες και μακροπροληπτική πολιτική
Οι προκλήσεις για τους χρηματοπιστωτικούς τομείς της ΕΕ τα τελευταία χρόνια έχουν αυξήσει σημαντικά τις αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών στον τομέα της πρόληψης των κρίσεων. Οι καταστατικοί τους σκοποί έχουν τροποποιηθεί ώστε να περιλαμβάνουν ρητά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως βασική αρμοδιότητα μιας κεντρικής τράπεζας. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον καθήκον να περιορίζουν τις εντάσεις που έχουν συστημικές διαστάσεις, με απώτερο στόχο να αποτρέψουν τη μετάδοση αρνητικών επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία.
Παλαιότερα δεν θεωρείτο αναγκαίο να διαχωριστεί η νομισματική πολιτική από την αρμοδιότητα της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Πιστευόταν ότι η σταθερότητα των τιμών στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην αγορά περιουσιακών στοιχείων. Η εμπειρία διέψευσε αυτές τις αντιλήψεις, καθώς έδειξε ότι ο οικονομικός και ο χρηματοπιστωτικός κύκλος δεν είναι απαραίτητα συγχρονισμένοι και μάλιστα μπορεί να υπάρξουν μεγάλες περίοδοι αποσύνδεσης μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο χρηματοπιστωτικός κύκλος τείνει συνήθως να έχει μεγαλύτερο πλάτος και μικρότερη συχνότητα από έναν κανονικό οικονομικό κύκλο.
Η μακροπροληπτική πολιτική γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της παραδοσιακής μικροπροληπτικής εποπτείας, που επικεντρώνεται στις επιμέρους τράπεζες, και της νομισματικής πολιτικής. Στόχοι της είναι, πρώτον, να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και του όλου χρηματοπιστωτικού συστήματος και, δεύτερον, να εξομαλύνει το χρηματοπιστωτικό κύκλο. Ειδικότερα, η μακροπροληπτική πολιτική δίνει τη δυνατότητα στη νομισματική πολιτική να προσηλωθεί στο στόχο της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών, ενώ η μικροπροληπτική εποπτεία επικεντρώνεται στα επιμέρους ιδρύματα. Με αυτό τον τρόπο, η μακροπροληπτική πολιτική ενισχύει το διαχωρισμό αρμοδιοτήτων που είναι μία από τις αρχές της θεσμικής συγκρότησης της ζώνης του ευρώ.
Ενώ ο διαχωρισμός αρμοδιοτήτων είναι σημαντικός, δεν πρέπει να λησμονούμε και τη χρησιμότητα του συντονισμού των πολιτικών – είτε πρόκειται για το συντονισμό συγκεκριμένων πολιτικών μεταξύ των επιμέρους χωρών (όπως συνέβη μετά την πτώχευση της Lehman Brothers με τις ταυτόχρονες μειώσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες) είτε για το συντονισμό μεταξύ των επιμέρους πολιτικών της ίδιας επικράτειας. Ο σεβασμός της ανεξαρτησίας των διαφόρων αρχών που εμπλέκονται στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν σημαίνει διάσπαση ή έλλειψη συντονισμού.
Β. Μακροπροληπτικά εργαλεία και εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα της ΕΕ
Η μακροπροληπτική πολιτική, προκειμένου να τιθασεύσει το χρηματοπιστωτικό κύκλο, είναι απαραίτητο να διαθέτει εργαλεία για να διαχειριστεί τη σχέση μεταξύ των πιστώσεων και των τιμών των ακινήτων (ή όποιων άλλων περιουσιακών στοιχείων). Υπάρχουν δύο τρόποι για τη διαχείριση αυτής της σχέσης. Ο ένας τρόπος είναι η επιβολή περιορισμών στα πιστωτικά ιδρύματα – π.χ. κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ο δεύτερος είναι ο περιορισμός της μόχλευσης των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα, ο Κανονισμός (CRR) και η Οδηγία (CRD IV) για τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στη θέσπιση εποπτικών προτύπων στην ΕΕ. Η εφαρμογή τους βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2019. Από τον Ιανουάριο του 2016 τέθηκαν σε ισχύ τρία σημαντικά μακροπροληπτικά εργαλεία: το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας (CCB), το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου (SRB) και το απόθεμα ασφαλείας των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (OSII). Με δεδομένη όμως την ανάγκη διαφοροποίησης των διαθέσιμων εργαλείων, ώστε να μην περιορίζονται μόνο στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, έχει αρχίσει η διαδικασία εισαγωγής εργαλείων που αφορούν τη ρευστότητα, τη μόχλευση και τις πηγές χρηματοδότησης.
Όσον αφορά τους δανειολήπτες, εργαλεία όπως ο λόγος του ύψους του δανείου προς την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου (LTV), ο λόγος του ύψους του δανείου προς το εισόδημα (LTI) και ο λόγος του κόστους εξυπηρέτησης του δανείου προς το εισόδημα (DSTI) θεωρούνται από τα πιο αποτελεσματικά μακροπροληπτικά εργαλεία για τον περιορισμό της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης και της συσσώρευσης μη βιώσιμου χρέους. Για την αποτελεσματική εξομάλυνση του χρηματοπιστωτικού κύκλου, ο σχεδιασμός των διαφόρων δεικτών είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει μια διάσταση χρονικής διαφοροποίησης, π.χ. ο λόγος του ύψους του δανείου προς την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου πρέπει να μειώνεται στην ανοδική φάση του χρηματοπιστωτικού κύκλου και να αυξάνεται στην καθοδική φάση του, με ταυτόχρονη τήρηση της υποχρέωσης για διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και αποφυγή της συσσώρευσης συστημικού κινδύνου. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να έχει ο δείκτης αυτός υπερκυκλική επίδραση, αφού οι περιορισμοί της μόχλευσης μειώνονται όταν αυξάνονται οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Επιβάλλεται όμως να ενισχυθεί περαιτέρω το μακροπροληπτικό οπλοστάσιο με καινοτόμα εργαλεία πέρα από αυτά που προαναφέρθηκαν. Η κυκλική διάσταση του συστημικού κινδύνου μπορεί να δημιουργηθεί όχι μόνο από την υπερβολική πιστωτική επέκταση (ένα θέμα που μπορεί να αντιμετωπιστεί με το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, σε συνδυασμό με την επιβολή ορίων στο δανεισμό), αλλά και από την ανεπαρκή διοχέτευση πιστώσεων που έχει ως αποτέλεσμα η πραγματική οικονομία να υποχρηματοδοτείται για παρατεταμένες περιόδους. Ένα δίδαγμα από την κρίση είναι ότι δώσαμε έμφαση σε μάλλον στενά πεδία χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Σήμερα είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση στους κινδύνους που μπορεί να διαλάθουν της προσοχής, όπως οι διασυνδέσεις μεταξύ των τομέων, και έτσι να διερευνήσουμε πώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να επηρεάσει την ευρύτερη οικονομία, αλλά και να επηρεαστεί από αυτήν. Στη ζώνη του ευρώ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μην έχουν ανακάμψει οι επενδύσεις ώστε να επανέλθουν στα προ του 2008 επίπεδα, παρά τις πολιτικές της ΕΚΤ που ευθέως στοχεύουν στην αύξηση των χορηγήσεων του τραπεζικού τομέα.
Γ. Μελλοντικές προκλήσεις και τα επόμενα βήματα
Βεβαίως, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις. Θα επισημάνω μερικές από αυτές που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μακροπροληπτική εποπτεία και τη συστημική σταθερότητα.
1. Η πρώτη πρόκληση συνδέεται με το ζήτημα της αυξημένης επιβάρυνσης που συνεπάγεται για τις τράπεζες η συμμόρφωσή τους προς το νέο κανονιστικό πλαίσιο και των εκτιμώμενων σωρευτικών επιπτώσεών του. Δεν αναφέρομαι στις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, αλλά στην πληθώρα νέων μέτρων που απαιτούνται από περισσότερες τις μίας αρχές. Στην προσπάθεια να κάνουμε τις τράπεζες ισχυρότερες, να έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα, να είναι πιο υπεύθυνες και να έχουν μεγαλύτερη διαφάνεια, έχουν γίνει τεράστια βήματα για τη ρύθμιση της λειτουργίας και την εποπτεία τους. Όμως, δεν έχει γίνει εκτίμηση της σωρευτικής επίπτωσης αυτών των ρυθμίσεων. Χαιρετίζω την απόφαση να συνταχθεί έκθεση σχετικά με την επίπτωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην οικονομία και αναμένω τη δημοσίευσή της. Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί η επίπτωση και άλλων ρυθμίσεων.
Οφείλουμε επίσης να μην παραβλέπουμε μια γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ, την αρχή της αναλογικότητας. Καθώς συσσωρεύονται νέες κανονιστικές ρυθμίσεις, αυτό μπορεί να έχει και οφέλη αλλά και κόστος. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάζεται να μεριμνούν ώστε στην προσπάθειά τους να περιορίσουν κάποιες παρενέργειες να μη δημιουργούν άθελά τους άλλες. Σε τελική ανάλυση, ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπάρχει για να υπηρετεί την πραγματική οικονομία. Είναι πιθανόν ο στόχος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να επιδιώκεται με υπέρμετρη επιβάρυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σημείο που αυτό να μην μπορεί να επιτελέσει το ρόλο του, δηλ. να διαμεσολαβεί μεταξύ των πλεονασματικών και των ελλειμματικών μονάδων στην οικονομία ούτως ώστε να ενθαρρύνει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και την ανάπτυξη. Συνεπώς, οφείλουμε να αναπτύξουμε μεθόδους για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των δεικτών και των εργαλείων. Καθώς πολλές από τις νέες ρυθμίσεις εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια, δηλ. σε περίοδο μεγάλων εντάσεων στο χρηματοπιστωτικό τομέα, εκτιμώ ότι τα επόμενα χρόνια θα χρειαστεί να τις επανεξετάσουμε και ίσως να κάνουμε κάποιες προσαρμογές. Παρόμοια επιχειρήματα ισχύουν για τις εθνικές επιλογές και διακριτικές ευχέρειες που προβλέπονται στο νέο κανονιστικό πλαίσιο.
2. Στενά συνδεδεμένο με την προηγούμενη πρόκληση είναι και το ζήτημα του πόσο εμπροσθοβαρής πρέπει να είναι η εφαρμογή των αλλαγών που υπαγορεύει το νέο κανονιστικό πλαίσιο. Οι ίδιες οι ρυθμίσεις συχνά προβλέπουν σταδιακή εφαρμογή στη διάρκεια μιας μακράς μεταβατικής περιόδου, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται νέες εκδόσεις των ρυθμίσεων προτού ακόμα ολοκληρωθεί η εφαρμογή των παλαιότερων. Οι εποπτικές αρχές τείνουν να αντισταθμίζουν τις μακρές μεταβατικές περιόδους με την εμπροσθοβαρή εφαρμογή όλων των εποπτικών απαιτήσεων, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά αυστηρό και δυσβάστακτο. Από την άλλη βέβαια, οι μακρές μεταβατικές περίοδοι συχνά θεσπίζονται εν όψει της αναμενόμενης επίπτωσης των ρυθμίσεων στη συμπεριφορά των τραπεζών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις προς την πραγματική οικονομία. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί μια μέση οδός.
3. Η τρίτη πρόκληση αφορά την ανάγκη να περιοριστεί η εξάρτηση από τα εκάστοτε οικονομετρικά υποδείγματα. Οι πρόσφατες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (ένα βασικό εργαλείο μακροπροληπτικής εποπτείας) ακολούθησαν μια μεθοδολογία βασιζόμενη σε ένα κοινό για όλες τις χώρες υπόδειγμα που άφηνε ελάχιστο περιθώριο για να ληφθούν υπόψη ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά και εθνικές ιδιαιτερότητες. Επιπλέον, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, υπάρχει ο κίνδυνος οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων να γίνουν λιγότερο αποτελεσματικές ως εργαλείο και να θεωρούνται μάλλον ως μέσο καθησυχασμού των αγορών. Το ιδανικό θα ήταν οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων να διεξάγονται σε περιόδους ηρεμίας και σταθερότητας, σύμφωνα με τη ρήση που αποδίδεται στον John F. Kennedy: «η κατάλληλη εποχή για να επισκευάσεις τη στέγη είναι όταν δεν βρέχει». Σε περιόδους κρίσης υπάρχει ο κίνδυνος κρίσιμες παράμετροι που χρησιμοποιούνται στις ασκήσεις προσομοίωσης, όπως οι μακροοικονομικές μεταβλητές, να υποεκτιμώνται ή να υπερεκτιμώνται και έτσι τα δυσμενή σενάρια να μην είναι ρεαλιστικά – δηλ. να είναι είτε πολύ ήπια είτε πολύ αυστηρά, με συνέπεια τα αποτελέσματά τους να είναι αμφίσημα και δυσερμήνευτα. Επιπλέον, θα πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων να έχουν υπερκυκλικές επιδράσεις. Οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν θα πρέπει να δίνουν έμφαση μόνο στη φερεγγυότητα, αλλά να εξετάζουν και την επίπτωση της υποθετικής διαταραχής στη ρευστότητα των τραπεζών, τις συνέπειες της εφαρμογής του εργαλείου της εξυγίανσης με ίδια μέσα (bail-in), τα κεφάλαια που χρειάζονται για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ταμείων εγγύησης καταθέσεων κ.λπ. Η εναρμόνιση των διαδικασιών είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει, ενώ τα υποδείγματα θα πρέπει να εμπλουτιστούν με το στοιχείο της οριοθετημένης τεχνοκρατικής κρίσης, όπως είναι η πάγια πρακτική στις μακροοικονομικές προβλέψεις.
4. Τέταρτον, είναι απαραίτητο να διευρυνθεί το πεδίο της εποπτείας. Συστημικές αδυναμίες μπορεί να προκύψουν από πηγές εκτός του παραδοσιακού χρηματοπιστωτικού τομέα. Μια κρίσιμη μελλοντική πρόκληση σχετίζεται με την πρόσφατη αποδιαμεσολάβηση και την ανάπτυξη ενός σκιώδους τραπεζικού τομέα ως εναλλακτικής μορφής χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Η ανάγκη να υπαχθούν σε μακροπροληπτική εποπτεία ορισμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες καθίσταται εμφανής, εάν λάβουμε υπόψη ότι οι τράπεζες και τα μη τραπεζικά ιδρύματα συνδέονται στενά μεταξύ τους μέσω δραστηριοτήτων διαμεσολάβησης που βασίζονται στην αγορά. Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών που σχετίζονται με συναλλαγές τιτλοποίησης, συναλλαγές χρηματοδότησης μέσω τίτλων, συναλλαγές επαναγοράς (repos), διαχείριση ενεχύρων και παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Είναι άγνωστες οι συνέπειες που μπορεί να έχει η ελλιπής παρακολούθηση των κινδύνων στον εν λόγω τομέα και μπορεί να ελλοχεύει ο κίνδυνος νέας κρίσης, ενώ είναι δύσκολο επίσης να εκτιμηθούν οι έμμεσες επιδράσεις. Επιπλέον, όσο αποτελεσματικότεροι είναι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων για τον περιορισμό της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης στον τραπεζικό τομέα, τόσο πιθανότερο είναι να υπάρξουν υπερβολικές προσαρμογές στο μη τραπεζικό τομέα μέσω μετατόπισης δραστηριοτήτων προς αυτόν. Ευτυχώς, ο σκιώδης τραπεζικός τομέας αποτελεί μια από τις κύριες προτεραιότητες σε διεθνές επίπεδο και χρειάζεται σαφώς να επεκταθεί το οπλοστάσιο των ρυθμιστικών αρχών.
5. Η πέμπτη πρόκληση, ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας ως δανειστή έσχατης προσφυγής του τραπεζικού συστήματος, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της εντολής που της έχει ανατεθεί για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας ως δανειστή έσχατης προσφυγής αποτελεί κρίσιμο μακροπροληπτικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των εντάσεων στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η αρχή που διατύπωσαν οι Thornton και Bagehot είναι γνωστή. Οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να δανείζουν χωρίς περιορισμούς σε τράπεζες που είναι μεν φερέγγυες αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, με υψηλό επιτόκιο και έναντι επαρκών εξασφαλίσεων. Πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτή η δοκιμασμένη και επιτυχημένη αρχή στο σημερινό περιβάλλον, όπου οι τράπεζες έχουν πολύ μεγαλύτερους ισολογισμούς και λιγότερα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ρευστότητας; Στο παρελθόν, τα κρατικά ομόλογα θεωρούνταν αυτοδικαίως επαρκείς εξασφαλίσεις. Σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες αποδέχονται ένα ευρύτερο φάσμα ενεχύρων. Με ποια κριτήρια πρέπει να κρίνονται τα ενέχυρα; Γνωρίζουμε ότι τα προβλήματα ρευστότητας μπορούν να εξελιχθούν σε προβλήματα φερεγγυότητας εάν η κεντρική τράπεζα αρνηθεί να χορηγήσει ρευστότητα ή εάν η ρευστότητα που παρέχει δεν είναι επαρκής. Έτσι, η φαινομενικά απλή αρχή που διατύπωσαν οι Thornton και Bagehot επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Πιστεύω ότι χρειάζεται να επανεξετάσουμε το θέμα. Ίσως κάποιες νέες ιδέες μπορούμε να αντλήσουμε από την άποψη του Mervyn King (2016) ότι η κεντρική τράπεζα πρέπει να είναι τόσο αυστηρή στην αποδοχή ενεχύρων όσο και ένας ενεχυροδανειστής.
Ο απώτερος σκοπός της αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων είναι να γίνει ανθεκτικότερος ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ευρώπη και να ενισχυθεί και διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ο ρόλος των εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι να ενισχύσουν την εναρμόνιση, με ταυτόχρονο σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Οφείλουν να εξασφαλίσουν ίσους όρους σε όλους τους συμμετέχοντες και να προστατεύσουν τους καταθέτες, βρίσκοντας τη χρυσή τομή μεταξύ αυστηρότητας και δικαιοσύνης. Η αποστολή τους είναι να θέσουν σαφή όρια εντός των οποίων η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση θα μπορεί να λειτουργεί σωστά, ενώ θα διατηρείται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Δ. Πέρα από τις πολιτικές για το χρηματοπιστωτικό τομέα
Όπως ανέφερα στην αρχή της εισήγησής μου, δεν είναι μόνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα κρίσιμη για την ανάπτυξη, αλλά και η ανάπτυξη είναι κρίσιμη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Θα κλείσω λοιπόν με μερικές παρατηρήσεις σχετικά με την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ και την πορεία προς μια πλήρη Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, η ΟΝΕ παραμένει ατελής. Οι αποκλίσεις στη ζώνη του ευρώ είναι σημαντικές και η κρίση των τελευταίων ετών ανέδειξε ακόμα περισσότερο τις υπάρχουσες αδυναμίες και σημαντικές διαφορές που πρέπει να γεφυρωθούν. Γι’ αυτό, η Ευρώπη θα πρέπει να αξιοποιήσει και τις άλλες προτάσεις που περιλαμβάνονται στην Έκθεση των Πέντε Προέδρων (2015). Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, η ΟΝΕ θα παραμείνει ατελής εάν δεν θεσπιστούν κατάλληλοι μηχανισμοί επιμερισμού της δημοσιονομικής κυριαρχίας. Μια νομισματική ένωση οφείλει να αναπτύξει μηχανισμούς επιμερισμού των κινδύνων μεταξύ των μελών της. Ο Mark Carney (2015) πρόσφατα επισήμανε πως ό,τι και αν συμβεί στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, το χρέος παραμένει ως έχει. Η μείωση του χρέους είναι δύσκολη, γι’ αυτό και επισημαίνει ότι το υψηλό χρέος σε έναν τομέα ή μία περιοχή δεν είναι δυνατόν να μειωθεί χωρίς παράλληλη αύξηση σε μια άλλη, τουλάχιστον προσωρινά. Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να είναι χρήσιμη η δημοσιονομική ενοποίηση. Σας θυμίζω την άποψη του Keynes σχετικά με το σύστημα του Bretton Woods, ότι δηλ. χρειαζόταν να διαθέτει μηχανισμούς που να προωθούν τη συμμετρική προσαρμογή εντός της ζώνης των σταθερών ισοτιμιών, ούτως ώστε να μην υπάρχει ροπή προς ελλιπή ζήτηση στο σύστημα ως σύνολο. Μια νομισματική ένωση που θα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ασύμμετρης προσαρμογής και της ροπής προς αποπληθωρισμό που χαρακτηρίζει τη νομισματική μας ένωση.
Η διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συμβάλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η αδυναμία διατήρησης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην ΕΕ από την έναρξη της κρίσης το 2007. Χρειάζεται να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της διαχείρισης κινδύνων και της στήριξης των επενδύσεων. Εν προκειμένω, είναι πολύ σημαντικό το κανονιστικό πλαίσιο να μην αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, αλλά να παρέχει ένα κατάλληλο περιβάλλον γι’ αυτήν.
Κυρίες και κύριοι, σε τελική ανάλυση, για να υπάρξει διατηρήσιμη ανάκαμψη χρειάζονται υψηλότερες επενδύσεις. Παρ’ όλα αυτά στη ζώνη του ευρώ παρατηρείται σημαντικό χάσμα των επενδύσεων σε σχέση με το επιθυμητό επίπεδο. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η σταθερότητά του μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην κάλυψη αυτού του χάσματος. Οι κεντρικές τράπεζες και οι εποπτικές αρχές επωμίζονται την τεράστια ευθύνη να διαμορφώσουν ένα σύστημα που μπορεί να εξασφαλίσει ευημερία για τους πολίτες της Ευρώπης. Έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που είναι προϋπόθεση για να υπάρξει ευημερία, αλλά δεν έχουμε ακόμα ολοκληρώσει το έργο αυτό. Όπως είχε πει ο Αρχιμήδης, «δός μοι πᾶ στῶ, καὶ τὰν γᾶν κινάσω», δηλ. δώσε μου ένα σημείο να στηριχθώ και θα μετακινήσω τη γη. Η αποπεράτωση του οικοδομήματος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα αποτελέσει το απαραίτητο σημείο στήριξης για τους πολίτες της Ευρώπης.
Πηγές:
1. Bank for International Settlements (2015) “Making supervisory stress tests more macroprudential: Considering liquidity and solvency interactions and systemic risk”, BCBS Working Papers No 29, https://www.bis.org/bcbs/publ/wp29.htm , November.
2. Banque de France and Bank for International Settlements (2016) “Ultra-low interest rates & challenges for central banks”, Farewell Symposium for Christian Noyer, Paris, January.
3. Basel Committee on Banking Supervision (2015), Finalising post-crisis reforms: an update, A report to G20 Leaders, http://www.bis.org/bcbs/publ/d344.pdf , November.
4. Carney, M. (2015) “Fortune favours the bold”, Speech given to honour the memory of The Honourable J. M. Flaherty, P.C., Iveagh House, Dublin,
http://www.bankofengland.co.uk/publications/Documents/speeches/2015/speech794.pdf , January.
5. Cœuré, B. (2016) “Time for a new Lamfalussy moment”, Speech at the Professor Lamfalussy Commemorative Conference, Budapest,
https://www.ecb.europa.eu/press/key/date/2016/html/sp160201.en.html , February.
6. Cœuré, B. (2016) “From Challenges to Opportunities: Rebooting the European Financial Sector”, Süddeutsche Zeitung, Finance Day, Frankfurt,
http://www.ecb.europa.eu/press/key/date/2016/html/sp160302.en.html , March.
7. Constâncio, V. (2015) Interview with Börsen-Zeitung, “We need more integration in Europe”, https://www.ecb.europa.eu/press/inter/date/2015/html/sp151230.en.html , December.
8. Draghi, M. (2015) Monetary policy and structural reforms in the euro area, Prometeia40, Bologna, https://www.ecb.europa.eu/press/key/date/2015/html/sp151214.en.html , December.
9. Draghi, M. (2016) Introductory statement during the Hearing at the European Parliament’s Economic and Monetary Affairs Committee, Brussels,
http://www.ecb.europa.eu/press/key/date/2016/html/sp160215.en.html , February.
10. Five Presidents' Report sets out plan for strengthening Europe's Economic and Monetary Union as of 1 July 2015 (2015), Press release, Brussels, http://europa.eu/rapid/press-release_IP-15-5240_en.htm , June.
11. Hill, J. (2015) “For a financial sector that promotes investment”, London, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-15-5380_en.htm , July.
12. Hill, J. (2015) Keynote speech at European Banking Federation, “A Brave New World for Banks”, 2015 Annual High Level Conference, Brussels, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-15-5624_en.htm , September.
13. Hill, J. (2015) Speech at the European Central Bank Forum on Banking Supervision, “Bank Supervision: Europe in global context", Frankfurt, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-15-5985_en.htm , November.
14. Hill, J. (2015) Opening statement on Structured Dialogue - European Parliament: Economic & Monetary Affairs Committee, Brussels, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-15-6206_en.htm , November.
15. Hill, J. (2015) Speech at the CRR Review Conference, DG FISMA, “The Impact of the CRR and CRD IV on Bank Financing of the Economy”, Brussels, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-15-6310_en.htm , December.
16. Hill, J. (2016) Keynote speech at the European Banking Authority's 5th Anniversary Conference, London, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-16-250_en.htm , February.
17. King, M. (2016) “The End of Alchemy: Money, Banking and the Future of the Global Economy” Little, Brown
18. Praet, P. (2015) Interview with La Libre Belgique, “Europe must show it can bring prosperity”, https://www.ecb.europa.eu/press/inter/date/2015/html/sp151221.en.html , December.