Άρθρο της Υποδιοικήτριας της Τράπεζας της Ελλάδος Χριστίνας Παπακωνσταντίνου στο ψηφιακό περιοδικό Capital Link Forum με τίτλο «Ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία: αίτια και αποτελέσματα»
11/12/2023 - Άρθρα & Συνεντεύξεις
Το 2023 σηματοδοτεί ένα ορόσημο για την πορεία της χώρας μας, καθώς η Ελλάδα ανέκτησε πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική κατηγορία, μετά από μια σειρά αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής της ικανότητας τα τελευταία χρόνια. Πώς επιτεύχθηκε αυτό και τι συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία;
Για να φτάσει σ’ αυτή τη θετική έκβαση, η Ελλάδα χρειάστηκε να επιτύχει μια σημαντική οικονομική προσαρμογή. Μετά την κρίση χρέους, κατάφερε να εξαλείψει τις δημοσιονομικές της ανισορροπίες, επιτυγχάνοντας πρωτογενή πλεονάσματα και καθοδική τροχιά του δημόσιου χρέους. Η επάνοδος στην επενδυτική κατηγορία, που από πολλούς θεσμικούς επενδυτές διεθνώς θεωρείται προϋπόθεση για την ανάληψη μακροπρόθεσμων επενδύσεων, χρειάστηκε πάνω από δεκατρία χρόνια στην περίπτωση της Ελλάδος. Η εξέλιξη αυτή δείχνει τη δυσκολία του όλου εγχειρήματος, και καταδεικνύει ότι η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμης σημασίας για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών η οποία, αν χαθεί, χρειάζεται πολύς χρόνος για να ανακτηθεί.
Παράλληλα, ιδίως τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική σε ποικίλες εξωγενείς διαταραχές, όπως η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη συνέχεια η άνοδος του πληθωρισμού. Την ανθεκτικότητα μαρτυρεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, που ήταν ισχυρότερη από ό,τι αναμενόταν, στηριζόμενη εν μέρει στις επενδύσεις. Την ίδια περίοδο, η δημοσιονομική πολιτική παρέμεινε συνετή και το δημόσιο χρέος μειώθηκε, υποβοηθούμενο από τα πολύ ευνοϊκά χαρακτηριστικά του, όπως η μακρά μεσοσταθμική του διάρκεια και η χαμηλή ευαισθησία του στις μεταβολές των επιτοκίων. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με τη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, προετοίμασαν το έδαφος για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία.
Το επίτευγμα αυτό έχει ήδη συμβάλει στη συγκράτηση των επιπτώσεων της ανόδου των επιτοκίων στο κόστος χρηματοδότησης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ειδικότερα, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων βρίσκονται πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τις αρχές του 2023, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, αυτή η εξέλιξη οφείλεται στο ότι η αναβάθμιση συνέβαλε στη μείωση του ασφαλίστρου κινδύνου που ενσωματώνεται στις αποδόσεις, μείωση που έχει ήδη ευεργετικές επιδράσεις σε ολόκληρη την οικονομία. Για παράδειγμα, οι αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων έχουν επίσης μειωθεί σημαντικά, βοηθώντας στη συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και των εξόδων τους για τόκους, τη στιγμή ακριβώς που χρειάζεται να εκδώσουν ομόλογα για να καλύψουν την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει ότι η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία θα έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι η αναβάθμιση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% μακροπρόθεσμα, χάρη στο χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, στη βελτίωση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία και στις υψηλότερες εισροές ξένων επενδύσεων.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Έχουμε ακόμη μεγάλη απόσταση να διανύσουμε μέχρις ότου συγκλίνουμε προς τη μέση πιστοληπτική διαβάθμιση των χωρών της ευρωζώνης (δηλαδή A+). Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο να υλοποιηθούν περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης, την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και την ενίσχυση των θεσμών, ενώ παράλληλα η δημοσιονομική διαχείριση θα πρέπει να παραμείνει συνετή, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το δημόσιο χρέος συνεχίζει να είναι βιώσιμο.