EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Διοικητή κ. Γ. Προβόπουλου για την παρουσίαση της "Ενδιάμεσης Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική 2009" στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής

24/11/2009 - Ομιλίες

Κυρία Πρόεδρε,

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Χαίρομαι που βρίσκομαι σήμερα εδώ για να σας παρουσιάσω την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική 2009. Η έκθεση υποβλήθηκε στις 20 Οκτωβρίου στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της Τράπεζας.

Στην Έκθεση τονίζεται ότι η κρίση έχει αναδείξει τις χρόνιες μακροοικονομικές ανισορροπίες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, κορυφαία εκδήλωση των οποίων είναι τα μεγάλα "δίδυμα" ελλείμματα (το δημοσιονομικό και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) και χρέη (το δημόσιο και το εξωτερικό). Όσες μάλιστα χώρες χαρακτηρίζονται από "δίδυμα" ελλείμματα και χρέη αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο να είναι πολύ δυσχερέστερη και πιο αργή η έξοδος από την κρίση και να υπάρξει έτσι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Γι’ αυτό επείγει η εφαρμογή ενός συγκροτημένου μεσοπρόθεσμου σχεδίου, που θα περιλαμβάνει τολμηρές αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Επιπλέον, σύμφωνα με την Έκθεση, χρειάζεται να αναπροσανατολιστούμε προς μια πιο πολυδιάστατη έννοια της ανάπτυξης, που θα ενσωματώνει την προστασία του περιβάλλοντος και τη βελτίωση της κατανομής του εισοδήματος, σύμφωνα και με τους πιο πρόσφατους διεθνείς προβληματισμούς. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα παρακολουθεί συστηματικά τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της διανομής του εισοδήματος, ενώ έχει αρχίσει να αναλαμβάνει και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη μελέτη τους.

Στην Έκθεση υποστηρίζουμε ότι βασικός άξονας του μεσοπρόθεσμου προγράμματος πρέπει να είναι: "φρένο στα ελλείμματα – επιτάχυνση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις". Με την επιλογή αυτή πιστεύω ότι μπορεί να επιτευχθεί η δημοσιονομική εξυγίανση με τρόπο που δεν θα παραβλάπτει, αλλά αντίθετα θα τονώνει την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.

Ειδικά όσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος, που έχουν φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα σήμερα, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να έχει στόχο από το 2010 τη μείωση του "διαρθρωτικού" δημοσιονομικού ελλείμματος (δηλαδή του ελλείμματος όπως εκτιμάται αφού αφαιρεθούν οι επιδράσεις του οικονομικού κύκλου αλλά και προσωρινών μέτρων ή παραγόντων) κατά 1,5-2% του ΑΕΠ ετησίως. Μάλιστα, για να υπάρξει αξιόπιστη, αισθητή και γρήγορη βελτίωση και να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα, θα απαιτηθεί εντονότερη προσπάθεια κατά τη διετία 2010-2011. Θα απαιτηθεί δηλαδή σωρευτική μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Επιπλέον, χρειάζεται να επιτευχθούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για να μειωθεί ουσιαστικά το δημόσιο χρέος σε λογικό βάθος χρόνου. Όπως κατά προσέγγιση υπολογίζεται, εάν επιτευχθεί εξάλειψη της σπατάλης και της φοροδιαφυγής σταδιακά εντός 10 ετών, το δημοσιονομικό όφελος θα μπορούσε να είναι της τάξεως των 3 έως 5 δισεκ. ευρώ ή 1,2% έως 2,2% του ΑΕΠ ετησίως.

Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται κατά κύριο λόγο στον περιορισμό και εξορθολογισμό των δαπανών συνεπάγεται αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων, επιτρέπει χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση που ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την προσφορά εργασίας και ενισχύει συνολικά την αξιοπιστία των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στοχεύσεων. Στην Ελλάδα η διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν επομένως σκόπιμο να προέλθει περίπου κατά τα δύο τρίτα από την πλευρά των δαπανών και κατά το ένα τρίτο από την πλευρά των εσόδων, δηλαδή από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται και η αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών υπέρ των κατηγοριών εκείνων που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, όπως είναι οι δαπάνες για την παιδεία, την έρευνα και ανάπτυξη και τις υποδομές.

Ειδικά όσον αφορά τις δαπάνες, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το ελληνικό κράτος είναι ανορθολογικά οργανωμένο και υπερτροφικό, με την έννοια ότι έχει επεκταθεί πέραν του βασικού του ρόλου, που είναι η παροχή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών καθώς και ο έλεγχος και η εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η τερατώδης γραφειοκρατία (που επιδεινώνεται από την πολυνομία) υποθάλπει τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, τη διαφθορά και την αδιαφάνεια, ενώ συντελεί στη σπατάλη των περιορισμένων δημόσιων πόρων, θέτοντας εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και υποβαθμίζοντας τις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες. Εξάλλου, η λογοδοσία είναι, σε πολλούς τομείς κρατικής δραστηριότητας, άγνωστη λέξη. Έτσι καταφανώς σπαταλώνται πόροι (σχεδόν το ένα τρίτο των συνολικά διατιθέμενων), χωρίς να προσφέρονται προς τους πολίτες αντίστοιχες υπηρεσίες. Την ίδια στιγμή, σωρεύονται τεράστια ελλείμματα και χρέη που υποθηκεύουν το μέλλον της χώρας. Είναι ολοφάνερο πως η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αυτό το ξέρουμε εμείς, το ξέρουν οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ξέρουν και οι αγορές – τώρα λοιπόν πρέπει να δράσουμε.

Η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος πρέπει επίσης να προχωρήσει με τολμηρά βήματα, καθώς μακροπρόθεσμα οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού αποτελούν οξύτατο πρόβλημα. Σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελλάδα έχει καθυστερήσει μια ολοκληρωμένη και μακρόπνοη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Αυτό φαίνεται ήδη και από το γεγονός ότι σήμερα πολλά ταμεία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, όπως ανακοίνωσαν οι αρμόδιοι υπουργοί. Καθώς η χώρα μας έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος και τις υψηλότερες αναμενόμενες αυξήσεις των δαπανών για συντάξεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει αντίστοιχα να έχει και τον πλέον φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο.

Πιστεύουμε, επομένως, ότι η δημοσιονομική εξυγίανση, αν είναι κατάλληλα ισορροπημένη και προωθηθεί με σθένος, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Έτσι θα περιοριστούν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου (αλλά και των επιχειρήσεων) και οι εκταμιεύσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, με αποτέλεσμα να εξοικονομηθούν πόροι για τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής και την προώθηση των δημόσιων επενδύσεων. Παράλληλα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ταχείας απόδοσης, που βελτιώνουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης και θα ενισχύσουν την ανάκαμψη. Αν αποσοβηθεί το δημοσιονομικό αδιέξοδο και ταυτόχρονα «πυροδοτηθεί» ο διαρθρωτικός αναπροσανατολισμός, θα δρομολογηθεί με σιγουριά το πολυετές σχέδιο προσαρμογής που χρειάζεται η ελληνική οικονομία.

Στο σημείο αυτό θέλω να θυμίσω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος συστηματικά και μονότονα επισήμαινε στις τελευταίες Εκθέσεις της την επιτακτική ανάγκη να τιθασευτούν το πολύ υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος, τα οποία σταθερά επιδεινώνονταν. Όπως γνωρίζετε, η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί και δημοσιεύει κάθε μήνα το ταμειακό έλλειμμα της κεντρικής κυβέρνησης. Τα στοιχεία αυτά έδειχναν ότι το έλλειμμα ήταν όλους τους μήνες φέτος περίπου διπλάσιο από το αντίστοιχο περσινό. Για παράδειγμα, πριν από τις εκλογές δημοσιεύσαμε, (συγκεκριμένα στις 18 Σεπτεμβρίου) το ταμειακό έλλειμμα του 8μήνου, που έφθανε στο 8% του ΑΕΠ. Με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορούσε να γίνει εκτίμηση ότι το δωδεκάμηνο θα έκλεινε με διψήφιο ποσοστό, αν δεν λαμβάνονταν στο υπόλοιπο του έτους γενναία διορθωτικά μέτρα.

Η Ενδιάμεση Έκθεση που σας παρουσιάζω σήμερα δεν περιλαμβάνει αριθμητικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα, αναφέρει όμως τα ταμειακά στοιχεία του εννεαμήνου δηλαδή το ποσοστό 9,9% του ΑΕΠ και εκτιμά ότι «το έλλειμμα του Κρατικού Προϋπολογισμού θα αυξηθεί περαιτέρω μέχρι το τέλος του 2009».

* * *

Στην Έκθεση αναλύονται διεξοδικά οι εξελίξεις και οι προοπτικές της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με την Έκθεση, υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης στην παγκόσμια οικονομία, αλλά σημαντικοί κίνδυνοι παραμένουν. Οι θετικές ενδείξεις οφείλονται κυρίως στα έκτακτα μέτρα πολιτικής που έχουν ληφθεί και που εξακολουθούν να είναι αναγκαία. Η ανάκαμψη παραμένει μέχρι στιγμής βραδεία και εύθραυστη, η διάρκεια και η σταθερότητά της δεν είναι δεδομένες και η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται. Ταυτόχρονα, η χάραξη από τώρα της κατάλληλης στρατηγικής εξόδου από τα έκτακτα μέτρα, η οποία θα εφαρμοστεί όταν και καθώς θα παγιώνονται οι συνθήκες ανάκαμψης, είναι απολύτως αναγκαία για την προάσπιση της μακροοικονομικής σταθερότητας.

Στη ζώνη του ευρώ, οι χωρίς προηγούμενο παρεμβάσεις της ΕΚΤ, με μειώσεις επιτοκίων και με την παροχή μεγάλων ποσοτήτων ρευστότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, έχουν αποφέρει σημαντικά θετικά αποτελέσματα. Η ΕΚΤ επέλεξε να ενισχύσει τη ρευστότητα της οικονομίας μέσω της παροχής ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα, επειδή στην Ευρώπη ο μηχανισμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι τραπεζοκεντρικός (ενώ στις ΗΠΑ τον κεντρικό ρόλο έχει η αγορά κεφαλαίων).

Οι πραγματικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, υπό την επήρεια του αντίξοου διεθνούς περιβάλλοντος, χειροτέρευσαν. Ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε απότομα στο 2% το 2008 (από 4,5% το 2007), ενώ, σύμφωνα με τις τελευταίες προσωρινές εκτιμήσεις της ΕΣΥΕ (που ανακοινώθηκαν στις 13 Νοεμβρίου, δηλαδή μετά τη δημοσίευση της Έκθεσης), τους πρώτους εννέα μήνες του 2009ήταν αρνητικός (-1,1% κατά μέσον όρο). Οι νέες αυτές εκτιμήσεις συνεπάγονται ότι για ολόκληρο το 2009 η μείωση του ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 1%, αλλά μάλλον θα είναι μικρότερη από 1,5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πρόσφατα δεδομένα, η συνολική απασχόληση θα μειωθεί κατά 1,5% περίπου, ενώ το ποσοστό ανεργίας μάλλον θα υπερβεί το 9,5%. Ο πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) θα διαμορφωθεί κατά μέσον όρο στο 1,3% εφέτος (από 4,2% το 2008), ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού θα εμφανίσει πιο περιορισμένη υποχώρηση (στο 2,1%, από 3,4% το 2008), παραμένοντας σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Ως αποτέλεσμα αυτού συνεχίζεται η μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές. Κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των εισαγωγών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να περιοριστεί κάτω του 10,5% του ΑΕΠ, εξακολουθώντας όμως να είναι ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ-27. Η μείωση του ελλείμματος αυτού εφέτος είναι συγκυριακή, ενώ παραμένουν ισχυροί οι παράγοντες που προκαλούν τη διαμόρφωσή του σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια και αντανακλούν την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές και το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.

Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες, καθώς η ζήτηση δανείων εξακολουθεί να επηρεάζεται αρνητικά από την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι όροι και τα κριτήρια χρηματοδότησης από τις τράπεζες αναμένεται να παραμείνουν στο διάστημα αυτό αυστηρά. Ωστόσο, στη στήριξη της προσφοράς δανείων εκ μέρους των τραπεζών θα συνεχίσουν να συμβάλλουν τα μέτρα της ΕΚΤ για την ενίσχυση της χρηματοδότησης. Στη ζήτηση δανείων θα έχουν θετική επίδραση τα παρατηρούμενα σχετικώς χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων των τραπεζικών δανείων, τα οποία συνεχίζουν να υποχωρούν. Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα θα είναι της τάξεως του 4% στο τέλος του 2009. Βεβαίως, όπως ανακοινώσαμε και την περασμένη εβδομάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποδείξει σε ένα αριθμό τραπεζών να επιδείξουν σύνεση ως προς το βαθμό συμμετοχής τους στο πρόγραμμα παροχής ρευστότητας δωδεκάμηνης διάρκειας της ΕΚΤ, του μηνός Δεκεμβρίου, ώστε να διευκολυνθεί η έξοδός τους από τα έκτακτα και προσωρινά μέτρα του Ευρωσυστήματος όταν αυτά αποσυρθούν. Σε καμία περίπτωση η σύσταση αυτή δεν αποτελεί απαγόρευση και πολύ περισσότερο δεν συνδέεται με τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που οι τράπεζες έχουν στην κατοχή τους ή που επιθυμούν να αγοράσουν.

Τέλος, η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος διαφυλάχθηκε, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώνονται, αλλά οι επισφάλειες συνεχίζουν να αυξάνονται σε περιβάλλον εξασθενημένης οικονομικής δραστηριότητας και γι’ αυτό απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση. Εν όψει και των αλλαγών που δρομολογούνται διεθνώς στο εποπτικό πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος θα ασκήσει ακόμη πιο παρεμβατικά την εποπτική της λειτουργία.

Αυτά ήθελα να σας πω και είμαι τώρα στη διάθεσή σας για να απαντήσω σε ερωτήσεις.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι