EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικόλαου Χ. Γκαργκάνα σε εορταστική εκδήλωση για την 40ή επέτειο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

21/11/2003 - Ομιλίες

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικολάου Χ. Γκαργκάνα σε εορταστική εκδήλωση για την 40ή επέτειο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

Λευκωσία, 21 Νοεμβρίου 2003

Η ένταξη στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και στη ζώνη του ευρώ:
Διδάγματα από την εμπειρία της Ελλάδος

Εξοχότατε Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κύριε Διοικητά,
Κυρίες και Κύριοι,

Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που παρευρίσκομαι στην εκδήλωση αυτή για την 40ή επέτειο από την ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου κάνατε να με προσκαλέσετε ως ομιλητή. Η Κύπρος, η οποία βρίσκεται ήδη στη διαδικασία ένταξης, θα γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Μάιο του 2004 και η επέτειος της Κεντρικής της Τράπεζας γίνεται ακόμη πιο σημαντική, καθώς η χώρα βρίσκεται στο κατώφλι μιας ιστορικής αλλαγής. Η Τράπεζα συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική σταθερότητα και στην προσπάθειά της αυτή συχνά αντιμετώπισε αντίξοες συνθήκες και προκλήσεις. Τα προσεχή έτη επιφυλάσσουν νέες προκλήσεις, αλλά και νέες ευκαιρίες. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις - άλλωστε η ζωή δεν τελειώνει στα σαράντα.

Με την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα νέα κράτη-μέλη υποχρεούνται να θεωρούν τη συναλλαγματική τους πολιτική ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος, ενώ παράλληλα πρέπει να ασκούν τη νομισματική τους πολιτική με πρωταρχικό στόχο την επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών, το Συμβούλιο, βάσει εκθέσεων που υποβάλλει η Επιτροπή, παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις σε κάθε κράτος-μέλος και στην Κοινότητα καθώς και τη συνέπεια των οικονομικών πολιτικών με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών της Κοινότητας.

Πέρα από αυτές τις υποχρεώσεις, η επιλογή στρατηγικής για τη νομισματική και την συναλλαγματική πολιτική μετά από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, κατά κύριο λόγο, ευθύνη και προνόμιο των κρατών-μελών.

Όλα τα νέα κράτη-μέλη θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως "κράτη μέλη με παρέκκλιση", το οποίο σημαίνει ότι δεσμεύονται να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την ικανοποίηση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι (α) σε κάποιο χρονικό σημείο μετά την ένταξή τους στην ΕΕ, τα νέα κράτη-μέλη θα συμμετάσχουν στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ (ΜΣΙ ΙΙ) και β) όταν θεωρηθεί ότι έχουν ικανοποιήσει τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα υιοθετήσουν το ευρώ.

Δοθέντος ότι οι εντασσόμενες χώρες διαφέρουν σημαντικά ως προς την οικονομική τους διάρθρωση, ως προς το καθεστώς της συναλλαγματικής και της νομισματικής πολιτικής τους, αλλά και ως προς το βαθμό της ονομαστικής και πραγματικής σύγκλισης που έχουν επιτύχει ήδη, δεν είναι δυνατόν να ισχύσει ενιαία πορεία προς τη συμμετοχή τους στον ΜΣΙ ΙΙ και την υιοθέτηση του ευρώ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε για τις χώρες που μετέχουν σήμερα στη ζώνη του ευρώ είχε ακολουθηθεί ενιαία πορεία. Υπενθυμίζω ότι η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2001, ενώ τα υπόλοιπα κράτη-μέλη που μετέχουν σήμερα στη ζώνη του ευρώ είχαν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα την 1η Ιανουαρίου 1999. Επομένως, η απόφαση του Συμβουλίου για το ποια από τα νέα κράτη-μέλη πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ, θα ληφθεί κατά περίπτωση, χωριστά για κάθε μια χώρα, ενώ θα εξακολουθήσει να ισχύει επίσης η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως ίσχυσε και στο παρελθόν καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της νομισματικής ενοποίησης.

Εν όψει αυτών των προοπτικών για την οικονομία της Κύπρου, θα ήθελα να αναφερθώ κατ' αρχάς στην εμπειρία της Ελλάδος από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ και έπειτα να πω ακόμη λίγα λόγια για την ενταξιακή διαδικασία, όπως προβλέπεται για τα νέα κράτη-μέλη που πρόκειται να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εδώ και αρκετό καιρό, οι οικονομολόγοι αναγνώρισαν ότι δεν είναι δυνατόν μια κεντρική τράπεζα να ασκεί ανεξάρτητη νομισματική πολιτική στο πλαίσιο ενός συστήματος σταθερών (pegged) συναλλαγματικών ισοτιμιών υπό συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Στο επίπεδο των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, μια πολιτική που δεν είναι συμβατή με το στόχο για τη συναλλαγματική ισοτιμία οδηγεί σε ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τελικά σε επίθεση κατά του νομίσματος. Πιο πρόσφατα, τους οικονομολόγους απασχολεί και η μεγάλη αύξηση του όγκου της κίνησης κεφαλαίων στην παγκόσμια οικονομία. Η αύξηση αυτή συνοδεύθηκε κατά καιρούς από απότομες και έντονες αναστροφές των κεφαλαιακών ροών, καθώς και από επιθέσεις κατά νομισμάτων που ήταν συνδεδεμένα με ένα άλλο νόμισμα ή δέσμη νομισμάτων, συχνά με αρνητικές συνέπειες για το τραπεζικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρατηρείται επίσης ότι οι κρίσεις στις αγορές συναλλάγματος τείνουν όλο και περισσότερο να μεταδίδονται από τη μια χώρα στην άλλη - νομίσματα χωρών των οποίων τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη φαίνονται υγιή δέχθηκαν επίθεση μετά από επιθέσεις κατά άλλων νομισμάτων που συμμετείχαν στο ίδιο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Οι παράγοντες αυτοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση της Ελλάδος κατά τη δεκαετία του '90 και εξηγούν την εγκατάλειψη της μονομερούς σύνδεσης της δραχμής με κάποια δέσμη νομισμάτων, τη συμμετοχή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και τελικά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Από μια σύντομη ματιά στην ελληνική εμπειρία προκύπτουν ενδιαφέροντα διδάγματα για τις χώρες που βρίσκονται σήμερα στη διαδικασία ένταξης.

Επί μία δεκαπενταετία περίπου, μέχρι το 1994, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, υψηλό πληθωρισμό και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ φαινόταν πολύ μακρινός στόχος. Ωστόσο, η προοπτική της ένταξης στη ζώνη του ευρώ και τα οφέλη που θα συνεπαγόταν η ένταξη για τη χώρα αποτέλεσαν ένα κίνητρο για την ελληνική κοινή γνώμη ώστε να στηρίξει τις απαιτούμενες αλλαγές στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Το 1995 ελήφθη σειρά μέτρων, όπως η σταδιακή υιοθέτηση πιο περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, που οδήγησε στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ από 10% το 1995 σε 4% περίπου το 1997.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την πλευρά της, άρχισε το 1995 να συνδέει τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής με μια δέσμη άλλων νομισμάτων, ως ονομαστικό σημείο αναφοράς, εγκαινιάζοντας τη λεγόμενη "πολιτική της σκληρής δραχμής". Η πολιτική αυτή αντανακλούσε την άποψη ότι η υιοθέτηση ενός ορατού στόχου για τη συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία της αντιπληθωριστικής προσπάθειας. Συνδέοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία με μία δέσμη νομισμάτων χωρών με χαμηλό πληθωρισμό, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να μειωθεί με ταχύ ρυθμό. Πράγματι, σε διάστημα τριών ετών από την υιοθέτηση της πολιτικής της σκληρής δραχμής, ο πληθωρισμός μειώθηκε κατά το ήμισυ και πλέον. Από 11% περίπου το 1994, ο πληθωρισμός μειώθηκε σε επίπεδο κάτω του 5% στο τέλος του 1997. Ταυτόχρονα, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σχεδόν τριπλασιάστηκε σε σχέση με την περίοδο 1991-94.

Η διατήρηση περιοριστικών νομισματικών συνθηκών και υψηλών επιτοκίων, που ήταν απόρροια της πολιτικής της σκληρής δραχμής, οδήγησε σε υψηλές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό (η κίνηση κεφαλαίων είχε απελευθερωθεί πλήρως το 1994). Η Τράπεζα της Ελλάδος αντέδρασε περιορίζοντας τη διολίσθηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και παρεμβαίνοντας στην αγορά για να απορροφήσει την πλεονάζουσα ρευστότητα και έτσι να εξουδετερώσει τις επιπτώσεις στις εγχώριες νομισματικές συνθήκες. Οι πράξεις απορρόφησης όμως ήταν δαπανηρές και επιπλέον συνέβαλλαν στη διατήρηση της διαφοράς επιτοκίων υπέρ των δραχμικών τοποθετήσεων, πράγμα που προκαλούσε νέες εισροές. Παράλληλα, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής αυξανόταν, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστική θέση της χώρας και συμβάλλοντας στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Τα προβλήματα αυτά κορυφώθηκαν προς το τέλος του 1997 και στις αρχές του 1998. Οι εισροές κεφαλαίων αναστράφηκαν, καθώς εκδηλώθηκαν στην εγχώρια αγορά δευτερογενείς επιδράσεις από την κρίση της Ασίας. Η χειροτέρευση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας ενίσχυε τις εκτιμήσεις των αγορών ότι η δραχμή ήταν υπερτιμημένη. Η άνοδος των επιτοκίων, την οποία συνεπαγόταν η πολιτική της σκληρής δραχμής, υπονόμευε τους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς στόχους. Χρειαζόταν λοιπόν και πάλι αλλαγή του συναλλαγματικού καθεστώτος.

Η αλλαγή αυτή ήταν η ένταξη στον ΜΣΙ στις 16 Μαρτίου 1998. Η κεντρική ισοτιμία που συμφωνήθηκε από κοινού με τις άλλες χώρες της ΕΕ ισοδυναμούσε με υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% έναντι του ECU. Ο ΜΣΙ αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ολοκληρώθηκε η διαδικασία σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας. Επίσης ήταν μια φάση δοκιμής για την κεντρική ισοτιμία και για τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Από αυτές τις απόψεις, η συμμετοχή της δραχμής στον ΜΣΙ προσέφερε ποικίλα πλεονεκτήματα και προετοίμασε το έδαφος για την υιοθέτηση του ευρώ.

Κατά την ένταξη της δραχμής, ο ΜΣΙ είχε ήδη καταξιωθεί ως αξιόπιστο σύστημα που προωθεί τη σύγκλιση μεταξύ των χωρών της ΕΕ εν όψει της εγκαθίδρυσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Με τη συμμετοχή της στον ΜΣΙ, η δραχμή ωφελήθηκε από αυτή την αξιοπιστία. Παράλληλα οι αγορές κατανόησαν ότι υπάρχουν μηχανισμοί αμοιβαίας στήριξης, όπως η Διευκόλυνση Πολύ Βραχυπρόθεσμης Χρηματοδότησης. Όρος όμως για να δεχθούν την Ελλάδα τα λοιπά μέλη του μηχανισμού ήταν να ληφθούν ορισμένα μέτρα πολιτικής. Πρώτον, η κεντρική ισοτιμία, που, όπως προαναφέρθηκε, συνεπαγόταν υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3%, συμφωνήθηκε από όλα τα μέλη. Το μέγεθος της υποτίμησης αποφασίστηκε με βάση τόσο τις διαφορές πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και των λοιπών χωρών της ΕΕ που είχαν παρατηρηθεί μέχρι τότε όσο και τις προβλεπόμενες διαφορές κατά την περίοδο που θα μεσολαβούσε από την υποτίμηση έως την αναμενόμενη ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Έτσι η νέα ισοτιμία είχε όλα τα εχέγγυα ώστε να είναι διατηρήσιμη. Δεύτερον, η αντιπληθωριστική στρατηγική εντάχθηκε σε ένα θεσμικό πλαίσιο που της προσέδωσε αυξημένη αξιοπιστία, ιδίως επειδή η συμμετοχή στο ΜΣΙ συνοδεύθηκε από δέσμευση για την εφαρμογή συμπληρωματικών δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων, με σκοπό τη στήριξη της νέας κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής. Εν ολίγοις, σκοπός του ΜΣΙ ήταν να αποτελέσει δοκιμαστική φάση πριν από την υιοθέτηση του ευρώ και όχι διαβατήριο για τη συμμετοχή στην τελική φάση της ΟΝΕ.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η συμμετοχή στον ΜΣΙ με την κανονική ζώνη διακύμανσης +/-15 % παρέσχε στην Τράπεζα της Ελλάδος άνετα περιθώρια ελιγμών με σκοπό να διατηρήσει την αυστηρή νομισματική πολιτική και να περιορίσει τις πληθωριστικές επιπτώσεις της υποτίμησης. Πράγματι, η υποτίμηση της δραχμής δεν πυροδότησε νέους γύρους κερδοσκοπικών υποτιμητικών πιέσεων, η επίπτωσή της στον πληθωρισμό ήταν περιορισμένη και ο ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας επιταχύνθηκε. Η επιτυχία αυτή μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες:

  • Αντίθετα με άλλες περιπτώσεις υποτίμησης που σημειώθηκαν κυρίως το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ΄90, η δραχμή εγκατέλειψε μια μονομερή σύνδεση της συναλλαγματικής ισοτιμίας με μια δέσμη νομισμάτων και προσχώρησε σε ένα καταξιωμένο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, επωφελούμενη από την αξιοπιστία του.

  • Μετά την υποτίμηση επακολούθησε νέα μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, καθώς το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε σε 1% περίπου το 1999 από 4% το 1997.

  • Η πολιτική στην αγορά εργασίας προσαρμόστηκε σταδιακά αφενός προς την ανάγκη να τηρηθεί δημοσιονομική πειθαρχία και αφετέρου προς την ανάγκη η χώρα να διατηρήσει και να επαυξήσει τη διεθνή της ανταγωνιστικότητα χωρίς να καταφύγει σε μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν.

  • Χάρη στην επαρκή τραπεζική εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, το τραπεζικό σύστημα ήταν υγιές και οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι που είχαν αναλάβει οι τράπεζες ήταν περιορισμένοι όταν υποτιμήθηκε η δραχμή, και συνεπώς δεν υπήρχε πιθανότητα να εκδηλωθεί χρηματοπιστωτική κρίση.

  • Η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε νόμο που κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος και ορίζει ως καταστατικό της σκοπό την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Ο ίδιος νόμος έδωσε στην Τράπεζα της Ελλάδος τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη συναλλαγματική πολιτική μέσα σε ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται από κοινού με την κυβέρνηση. Μολονότι ο νόμος ψηφίστηκε το Δεκέμβριο του 1997, η επικείμενη θέσπισή του έγινε γνωστή στις αγορές αρκετά ενωρίτερα, μεταδίδοντας ένα σαφές μήνυμα ότι είχε δρομολογηθεί η διαδικασία αλλαγής του καθεστώτος άσκησης της πολιτικής.

Τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προέβλεπε ο ΜΣΙ παρείχαν επαρκή ευελιξία στην Τράπεζα της Ελλάδος ώστε να συνεχίσει να εφαρμόζει την αντιπληθωριστική της στρατηγική. Όταν επαναλήφθηκαν οι εισροές κεφαλαίων μετά την ένταξη στον ΜΣΙ, η Τράπεζα άφησε τη συναλλαγματική ισοτιμία να ανατιμηθεί σε σχέση με την κεντρική της ισοτιμία, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της περιοριστικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και στη συγκράτηση των πληθωριστικών επιπτώσεων της υποτίμησης. Χάρη στο συνεπές και πιο περιοριστικό μείγμα πολιτικής, ο πληθωρισμός έφθασε στο πρωτοφανές για την Ελλάδα χαμηλό επίπεδο του 2% το δεύτερο εξάμηνο του 1999. Στη συνέχεια, για να περιοριστεί η έκταση της υποτίμησης που θα χρειαζόταν ώστε η τρέχουσα ισοτιμία της δραχμής να προσεγγίσει την κεντρική της ισοτιμία, καθώς και για να συγκρατηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, αποφασίστηκε, στο πλαίσιο του ΜΣΙ, ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής κατά 3,5% τον Ιανουάριο του 2000. Οι παραπάνω εξελίξεις, σε συνδυασμό με την εκπλήρωση και των άλλων κριτηρίων του Μάαστριχτ, προετοίμασαν το έδαφος ώστε η Ελλάδα να γίνει το δωδέκατο μέλος της ζώνης του ευρώ από 1ης Ιανουαρίου 2001.

Η διεύρυνση της ΕΕ με άλλα δέκα μέλη, μαζί με την Κύπρο, το 2004 δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις τόσο για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών όσο και για τις ίδιες τις εντασσόμενες χώρες. Πρόκειται άλλωστε για τη μεγαλύτερη διεύρυνση της ΕΕ από την ίδρυσή της τη δεκαετία του ΄50. Η συμμετοχή στην ΕΕ αναμένεται να εξελιχθεί τελικά σε συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, οπότε εύλογα γεννάται το ερώτημα ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό και τι ρόλο θα παίξει ο ΜΣΙ ΙΙ. Στο σημείο αυτό ειδικότερα, πιστεύω ότι η εμπειρία της Ελλάδος είναι χρήσιμη για τις εντασσόμενες χώρες.

Ας αρχίσω με ένα γενικό δίδαγμα: Η πραγματική και η ονομαστική σύγκλιση συμπληρώνουν και δεν υποκαθιστούν η μια την άλλη. Η ονομαστική σύγκλιση, που απαιτείται για την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι αναστέλλει την οικονομική ανάπτυξη, στην πράξη όμως αυτό δεν συμβαίνει. Η περίπτωση της Ελλάδος είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα. Η δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνέβαλε στη δημιουργία μακροοικονομικής σταθερότητας, που με τη σειρά της αύξησε τη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και επέδρασε ευεργετικά στην κατανάλωση. Σημαντική ώθηση στην κατανάλωση έδωσε επίσης η παρατεταμένη σταθερή άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων. Η βελτίωση του επιχειρηματικού και καταναλωτικού κλίματος οδήγησε, από το 1996 και εξής, σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα υψηλότερους από το μέσο όρο της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η ονομαστική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας συνοδεύθηκε από πραγματική σύγκλιση του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος προς το μέσο όρο της ΕΕ. Ανάλογη διαπίστωση προκύπτει και από την πρόσφατη εμπειρία των ίδιων των εντασσόμενων χωρών. Οι περισσότερες έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς την ονομαστική σύγκλιση, ιδίως ως προς την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, και αυτό συνοδεύθηκε πρόσφατα από ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από αυτούς που παρατηρούνται στη ζώνη του ευρώ.

Επί του παρόντος, τα συναλλαγματικά καθεστώτα των εντασσόμενων χωρών ποικίλλουν, από την ελεύθερη διακύμανση μέχρι και το διοικητικό καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας μέσω επιτροπής συναλλάγματος. Το Ευρωσύστημα φρονεί ότι ο ΜΣΙ ΙΙ είναι συμβατός με διάφορες συναλλαγματικές στρατηγικές, με εξαίρεση δύο επιλογές που δεν συνάδουν προς το σκεπτικό της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Αυτές είναι η "ευρωποίηση" (η μονομερής υιοθέτηση του ευρώ ως νόμιμου χρήματος) και η σύνδεση του νομίσματος με άλλα νομίσματα αναφοράς εκτός του ευρώ. Και πάλι όμως υπάρχουν πολλές επιλογές για τις εντασσόμενες χώρες.

Βεβαίως η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ επί μία τουλάχιστον διετία χωρίς σοβαρές εντάσεις είναι ένα από τα κριτήρια για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Το διάστημα αυτό όμως είναι το ελάχιστο απαιτούμενο και όχι το μέγιστο. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι αμέσως μετά την παρέλευση της διετίας η χώρα θα ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ. Ο ΜΣΙ ΙΙ θα πρέπει να ερμηνευθεί πιο θετικά, ως ένα πλαίσιο που επιτρέπει την αντιμετώπιση διαφόρων προκλήσεων μακροοικονομικής πολιτικής. Η ονομαστική σύγκλιση δεν είναι προαπαιτούμενο για την ένταξη στον ΜΣΙ ΙΙ. Απεναντίας, όπως έχει δείξει η πείρα, συμβαίνει μάλλον το αντίστροφο: η υιοθέτηση ενός στόχου για τη συναλλαγματική ισοτιμία στο πλαίσιο ενός συστήματος όπως ο ΜΣΙ ΙΙ μπορεί να προωθήσει την ονομαστική σύγκλιση. Συνεπώς ο ΜΣΙ ΙΙ δεν είναι απλώς "προθάλαμος" για την υιοθέτηση του ευρώ.

Όσα είπα προηγουμένως σχετικά με την περίπτωση της Ελλάδος επιβεβαιώνουν τη χρησιμότητα του ΜΣΙ ΙΙ. Θα ήθελα ειδικότερα να επισημάνω τρεις τομείς, όπου κατά τη γνώμη μου ο ΜΣΙ ΙΙ μπορεί να αποδειχθεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο πλαίσιο για την άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής.

  • Πρώτον, η ανακοίνωση κεντρικής ισοτιμίας συμβάλλει στη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και επιβάλλει πειθαρχία στους διάφορους οικονομικούς παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η τελική διαμόρφωση του πληθωρισμού, δηλ. στους εργαζόμενους, τους εργοδότες και την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν ότι οι μισθολογικές αυξήσεις που δεν συμβαδίζουν με την άνοδο της παραγωγικότητας είναι αυτοαναιρούμενες, αφού δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Οι εργοδότες ωθούνται να συγκρατήσουν το κόστος και να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους, προκειμένου να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Τέλος, η κυβέρνηση ωθείται να επιδείξει αυτοσυγκράτηση όσον αφορά τις δαπάνες της, ώστε να αποτρέψει την εκδήλωση πληθωριστικών πιέσεων προερχόμενων από την υπερβάλλουσα ζήτηση στην οικονομία. Η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας μπορεί επίσης να συμβάλει στη μείωση των διακυμάνσεων του πληθωρισμού, ενώ η δημοσιονομική πειθαρχία που εξασφαλίζεται μέσω του συναλλαγματικού στόχου ενισχύει τη σταθερότητα του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

  • Δεύτερον, το σύστημα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να είναι δυνατή η αντιμετώπιση τυχόν διαταραχών. Τα ευρέα περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο ΜΣΙ (+/- 15% σε σχέση με την κεντρική ισοτιμία) επιτρέπουν αυξημένη ευελιξία για την αντιμετώπιση ασύμμετρων διαταραχών οι οποίες έχουν πρόσκαιρες επιδράσεις στην οικονομία. Εξάλλου, υπάρχει δυνατότητα ανατίμησης της κεντρικής ισοτιμίας ενός συμμετέχοντος νομίσματος, εάν κριθεί αναγκαίο λόγω του ότι η σύγκλιση της αντίστοιχης οικονομίας είναι ταχύτερη της αναμενόμενης και εφόσον συμφωνούν όλα τα μέλη του συστήματος.

  • Τέλος, ο ΜΣΙ ΙΙ είναι ένα αξιόπιστο πολυμερές σύστημα. Οι κεντρικές ισοτιμίες εντός του συστήματος συμφωνούνται από όλους τους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ. Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι η κεντρική ισοτιμία που επιλέγεται τυγχάνει ευρείας αποδοχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι κεντρικές τράπεζες, στις οποίες συγκαταλέγεται και η ΕΚΤ, υποχρεούνται να παρεμβαίνουν για τη στήριξη αυτών των κεντρικών ισοτιμιών. Συνεπώς ο ΜΣΙ ΙΙ δεν είναι ισοδύναμος με τη μονομερή σύνδεση της ισοτιμίας ενός νομίσματος με ένα άλλο νόμισμα ή με μια δέσμη άλλων νομισμάτων. Όπως συνέβη με την Ελλάδα, έτσι και οι εντασσόμενες χώρες, όταν θα γίνουν μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, θα επωφεληθούν από την αξιοπιστία του συστήματος, καθώς και από την πρακτική στήριξη που παρέχει με τη μορφή ποικίλων πιστωτικών διευκολύνσεων. Το γεγονός αυτό μπορεί να περιορίσει το κόστος που συνεπάγεται η διαδικασία ονομαστικής σύγκλισης γενικότερα και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ειδικότερα.

Για τους παραπάνω λόγους, πιστεύω ότι η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ δεν είναι απλώς ένα τεχνικό κριτήριο που πρέπει να εκπληρωθεί ως προαπαιτούμενο για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, αλλά ένα χρήσιμο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να ασκηθεί η οικονομική πολιτική.

Η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ από μόνη της βεβαίως δεν αρκεί. Όπως έδειξε η εμπειρία της Ελλάδος που περιέγραψα, η σύνδεση της συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ευρώ είναι διατηρήσιμη μόνο αν υποστηρίζεται και από τις άλλες οικονομικές πολιτικές. Με αυτή την έννοια, η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ χρησιμεύει ως δοκιμή για τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει εν προκειμένω η δημοσιονομική πολιτική. Αν το μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής δεν είναι το ενδεδειγμένο, αν δηλ. παράλληλα με την αυστηρή νομισματική πολιτική ασκείται χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, τότε παρακωλύεται η διαδικασία σύγκλισης και υπάρχει κίνδυνος να προκύψουν υψηλά πραγματικά επιτόκια και να κλονιστεί η εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Η πρόσφατη άνοδος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε ορισμένες από τις εντασσόμενες χώρες αποτελεί πηγή ανησυχίας, ιδίως επειδή τα ελλείμματα αυτά φαίνεται να έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα.

Πέρα από τη δημοσιονομική πολιτική, εξίσου μεγάλη σημασία έχει και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η επιτυχής εφαρμογή και λειτουργία της νομισματικής πολιτικής προϋποθέτει την ύπαρξη ενός υγιούς χρηματοπιστωτικού τομέα. Κάτι τέτοιο μπορεί να διασφαλιστεί με την επαρκή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αγορών. Στις εντασσόμενες χώρες, ο εκσυγχρονισμός του τραπεζικού τομέα και το άνοιγμά του στην ξένη ιδιοκτησία και στον ανταγωνισμό συνοδεύεται από την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων. Η ιστορία διδάσκει ότι σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι σύνηθες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αναλαμβάνουν επισφαλείς θέσεις (όπως υπερβολικά χρηματοδοτικά ανοίγματα προς ένα συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας ή μεγάλου ύψους ανοικτές συναλλαγματικές θέσεις).

Έχει λοιπόν ζωτική σημασία, σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών, η αρμόδια εποπτική αρχή να επαγρυπνεί ακόμη περισσότερο σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος πρέπει να συνδυάζεται με εκσυγχρονισμό των μεθόδων εποπτείας. Αυτός είναι ένας τομέας όπου το Ευρωσύστημα μπορεί να προσφέρει πολύτιμη τεχνική βοήθεια στις εντασσόμενες χώρες.

Περιέγραψα σε γενικές γραμμές ορισμένες από τις προκλήσεις που κατά τη γνώμη μου θα αντιμετωπίσουν οι εντασσόμενες χώρες στην προσπάθειά τους να γίνουν μέλη της ζώνης του ευρώ. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε πάντως ότι οι χώρες αυτές δεν αντιμετωπίζουν όλες τις ίδιες οικονομικές δυσκολίες. Η κυπριακή οικονομία π.χ. έχει επιτύχει υψηλό βαθμό ονομαστικής σύγκλισης τα τελευταία χρόνια και είναι πολύ κοντά στην εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Εξάλλου, η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ θα πρέπει να θεωρηθεί φυσική προέκταση της επιτυχούς μονομερούς σύνδεσης της κυπριακής λίρας προς τη στερλίνα και στη συνέχεια προς το ευρώ, που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια η Κύπρος. Η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων θα ενισχύσει το βαθμό της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης μεταξύ της Κύπρου και των άλλων χωρών της ΕΕ, ενδέχεται όμως να προκαλέσει αυξημένες εισροές κεφαλαίων στη χώρα, οι οποίες, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ελλάδος, είναι δυνατόν να δυσχεράνουν την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Η Κύπρος και οι άλλες εντασσόμενες χώρες μπορούν να αξιοποιήσουν την εμπειρία άλλων χωρών, όπως η Ελλάδα. Η εμπειρία αυτή επιβεβαιώνει ότι ακόμη και αρκετά σημαντικές οικονομικές αλλαγές μπορούν να επιτευχθούν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας, ως ιδρύματος υπεύθυνου για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι υψίστης σημασίας στη διαδικασία αυτή. Είμαι βέβαιος ότι η πείρα που έχει συσσωρεύσει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου τα σαράντα αυτά χρόνια εγγυάται την επιτυχία της στην αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων. Τελειώνοντας, σας συγχαίρω για την 40ή επέτειο της Τράπεζας και εύχομαι να γιορτάσετε πολλές ακόμη επετείους.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι