Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Νικολάου Χ. Γκαργκάνα στην εκδήλωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
09/06/2003 - Ομιλίες
Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της
Ελλάδος
Νικολάου Χ. Γκαργκάνα
στην εκδήλωση
του Εμπορικού και Βιομηχανικού
Επιμελητηρίου Αθηνών
Αθήνα, 9 Ιουνίου 2003
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο κ.
Φουντουκάκο και τα μέλη του Διοικητικού
Συμβουλίου του ΕΒΕΑ που με προσκάλεσαν σε αυτή
την ενδιαφέρουσα εκδήλωση. Είναι μεγάλη τιμή και
χαρά για μένα που μου δίνεται η ευκαιρία να σας
μιλήσω απόψε. Η ελληνική οικονομία έχει ήδη
σχεδόν διανύσει δυόμισι χρόνια από την υιοθέτηση
του ευρώ και την εφαρμογή στη χώρα μας της
ενιαίας νομισματικής πολιτικής του
Ευρωσυστήματος. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, το
Μάιο του 2004, οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
θα γίνουν 25, ενώ το 2007 θα γίνουν 27 και είναι ίσως
τώρα η κατάλληλη στιγμή να εξετάσουμε την πορεία
και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στις
νέες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί, τα
οικονομικά πλεονεκτήματα της συμμετοχής της
Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση
(ΟΝΕ), καθώς και τον τρόπο που ο επιχειρηματικός
κόσμος πρέπει να αντιδράσει σ' αυτά τα δεδομένα
του οικονομικού περιβάλλοντος, ώστε να
ανταποκριθεί στις σημερινές και τις μελλοντικές
προκλήσεις.
Το 2003 είναι η όγδοη κατά σειρά χρονιά
που η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με
ταχύτερο ρυθμό από ό,τι οι εταίροι της. Στην
επταετία 1996-2002, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης
του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 3,6% και εφέτος
προβλέπεται επίσης να είναι γύρω στο μέσο αυτό
ρυθμό. Στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο ο ρυθμός
αύξησης του ΑΕΠ ήταν μόνο 2,2% την προηγούμενη
επταετία, ενώ εφέτος είναι αμφίβολο αν θα
πλησιάσει το 1%. Εκτός από την υψηλή παραγωγική
επίδοση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι έχουν
εδραιωθεί συνθήκες σταθερότητας. Ο πληθωρισμός
έχει μειωθεί δραστικά, από πάνω από 20% στις αρχές
της 10ετίας του '90 σε περίπου 3,5% κατά μέσον όρο την
τελευταία τριετία. Παραμένει βέβαια υψηλότερος
από ό,τι στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Το φαινόμενο
αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό αναμενόμενο, λόγω
του ταχύτερου ρυθμού ανάπτυξης, αντανακλά όμως
και ορισμένα στοιχεία δυσκαμψίας στη λειτουργία
των αγορών. Επίσης, η δημοσιονομική κατάσταση
έχει κι αυτή βελτιωθεί σημαντικά. Αρκεί να
αναφέρω ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης,
από διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ στις αρχές της
προηγούμενης δεκαετίας, ήταν μόλις 1,2% πέρυσι. [Οι
θετικές προβλέψεις για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ
στην Ελλάδα επιβεβαιώνονται από τα διαθέσιμα
στοιχεία για την αύξηση της αξίας (και του όγκου)
των λιανικών πωλήσεων, του όγκου οικοδομών βάσει
αδειών και των εκταμιεύσεων του προγράμματος
δημόσιων επενδύσεων, καθώς και από την
καταγραφόμενη ανάκαμψη των εξαγωγών {σύμφωνα με
τα στοιχεία τόσο της ΕΣΥΕ όσο και της Τράπεζας
της Ελλάδος}. Ακόμη και στη μεταποίηση, όπου τους
πρώτους μήνες του 2003 παρατηρήθηκε μείωση της
παραγωγής σε σύγκριση με πέρυσι, υπάρχουν
ενδείξεις ανάκαμψης από το Μάιο. Πράγματι, ο
Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (ο γνωστός ΡΜΙ, που
στηρίζεται στις απαντήσεις των ίδιων των
επιχειρήσεων) αυξήθηκε σημαντικά το μήνα αυτό,
ενώ στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο μειώθηκε.]
Πριν όμως συνεχίσω για την ελληνική
οικονομία, είναι χρήσιμο να αναφερθώ συνοπτικά
στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Οι
προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία είναι
ευνοϊκές. Μετά τη λήξη του πολέμου στο Ιράκ, η
έντονη αβεβαιότητα έχει σαφώς υποχωρήσει.
Επίσης, η τιμή του πετρελαίου μειώθηκε σημαντικά
και αναμένεται να διαμορφωθεί σε μέσα ετήσια
επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από ό,τι στο τέλος
του 2002. Γενικότερα, τόσο ο πληθωρισμός όσο και τα
επιτόκια βρίσκονται διεθνώς σε πολύ χαμηλά
επίπεδα. Η πρόσφατη υποχώρηση του δολαρίου, παρά
την ανησυχία που μπορεί να προκαλεί η έκτασή της,
θα συμβάλει στη μείωση των σημαντικών εξωτερικών
μακροοικονομικών ανισορροπιών που
χαρακτηρίζουν την αμερικανική οικονομία. Μπορεί,
επομένως, να ενισχύσει τη σταθερότητα του
παγκόσμιου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Για τους λόγους αυτούς, ο ρυθμός
ανόδου του παγκόσμιου ΑΕΠ σταδιακά θα
επιταχυνθεί από το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος
έτους, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε επίπεδο
πάνω από 3% εφέτος [έναντι 3% το 2002] και πάνω από 4% το
2004. Ακόμη ευνοϊκότερη προβλέπεται να είναι η
εξέλιξη του παγκόσμιου εμπορίου, ο όγκος του
οποίου προβλέπεται ότι θα αυξηθεί εφέτος με
διπλάσιο και το 2004 με τριπλάσιο ρυθμό από ό,τι το
2002 [2002=2% περίπου, 2003=4% περίπου, 2004=6% περίπου].
Στη ζώνη του ευρώ είναι γεγονός ότι η
οικονομική δραστηριότητα ήταν στάσιμη το πρώτο
τρίμηνο, αλλά ο ρυθμός της αναμένεται να
επιταχυνθεί σταδιακά προς το τέλος του έτους. Η
άνοδος του ΑΕΠ προβλέπεται να πλησιάσει το
δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης από τα μέσα του 2004, με
συνέχιση της τάσης αυτής και το 2005. Η προοπτική
της ανάκαμψης στηρίζεται στην ταχύτερη αύξηση
του όγκου του διεθνούς εμπορίου εφέτος, στην
πτώση των τιμών του πετρελαίου και των
εισαγόμενων αγαθών και, βεβαίως, στα πολύ χαμηλά
ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια, τα οποία
αναμένεται ότι θα οδηγήσουν σταδιακά σε ανάκαμψη
των ιδιωτικών επενδύσεων και σε μεγαλύτερη άνοδο
της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αξίζει να σημειωθεί
ότι τα πραγματικά επιτόκια στη ζώνη του ευρώ,
βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, βρίσκονταν στο
1% το πρώτο τρίμηνο τού τρέχοντος έτους και θα
μειωθούν κι άλλο μετά την τελευταία απόφαση του
Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να μειώσει το
επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης από 2,5% σε 2%.
Διαμορφώνονται δηλαδή τα επιτόκια στα
χαμηλότερα επίπεδα μετά από την πρώτη
μεταπολεμική περίοδο. Διατυπώνονται βέβαια
ανησυχίες για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που η
σημαντική ενίσχυση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι
του δολαρίου μπορεί να έχει στην
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ζώνης του
ευρώ ως προς τις τιμές. Θέλω σχετικά να επισημάνω
τα εξής: Η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου είναι περίπου
στο επίπεδο της αρχικής ισοτιμίας των δύο
νομισμάτων, τον Ιανουάριο του 1999 και, σύμφωνα με
πολλούς αναλυτές, αντανακλά περισσότερο από ό,τι
στο παρελθόν τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα
της ζώνης του ευρώ. Το σημαντικότερο όμως είναι
ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από
τη συναλλαγματική ισοτιμία. Μάλιστα, ευρωπαϊκές
χώρες όπως η Γερμανία, αλλά και οι ίδιες οι ΗΠΑ,
είχαν στο παρελθόν υψηλές παραγωγικές και
εξαγωγικές επιδόσεις σε περιόδους που το νόμισμά
τους ήταν ισχυρό. Επομένως, η ενίσχυση του ευρώ
πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για επιτάχυνση
των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών στην
οικονομία της ζώνης του ευρώ, ώστε να ενισχυθεί μ'
αυτόν τον τρόπο η ανταγωνιστικότητά της και,
τελικά, να αυξηθούν οι επενδύσεις και η
απασχόληση. Είναι λοιπόν ενθαρρυντικό ότι στη
Γερμανία εμφανίζεται τώρα μια ισχυρή πολιτική
βούληση για διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές
εργασίας και προϊόντων. Τέτοιες αλλαγές μπορούν
να συντελέσουν ώστε η μεγαλύτερη οικονομία της
ζώνης του ευρώ να βγει από τη σημερινή
στασιμότητα και, τελικά, να πετύχει
ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης. Αντίστοιχες
προσπάθειες γίνονται και σε άλλες χώρες.
Τέλος, υπάρχει και μια άλλη διάσταση
των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας, που
ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις ελληνικές
επιχειρήσεις. Αφορά τις χώρες που θα ενταχθούν
στην ΕΕ το 2004 και εκείνες που θα ενταχθούν μετά το
2004 {Βουλγαρία και Ρουμανία, αργότερα την Τουρκία],
καθώς και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες και τις
χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών. Την
τελευταία δεκαπενταετία, αυξάνεται συνεχώς το
μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών που κατευθύνεται
προς τις χώρες αυτές: από 10% το 1990, έφθασε το 22% το
1995, και το 33-35% τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι
λοιπόν σημαντικό ότι οι χώρες αυτές πέτυχαν
υψηλό μέσο ρυθμό ανάπτυξης 4% το 2002 και αναμένεται
να διατηρήσουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης εφέτος
και το 2004. Ειδικότερα, οι 10 χώρες που εντάσσονται
στην ΕΕ προβλέπεται ότι θα αυξήσουν τις
εισαγωγές αγαθών (σε σταθερές τιμές) κατά 6,3%
εφέτος (έναντι 5,4% πέρυσι) και κατά 9,0% το 2004.
Καιρός όμως να επιστρέψω στην ελληνική
οικονομία. Οι θετικές παραγωγικές επιδόσεις των
τελευταίων ετών οφείλονται σε σειρά ευνοϊκών
παραγόντων. Ένας είναι η δραστική μείωση του
πληθωρισμού και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων
κατά την περίοδο πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ, με
αποτέλεσμα την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των
επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ένας άλλος
είναι η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος και ο
υψηλός βαθμός οικονομικής σταθερότητας και
αξιοπιστίας που συνεπάγεται η συμμετοχή της
Ελλάδος στην ΟΝΕ. Οι μεγάλες εισροές πόρων από τα
Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ασφαλώς συνέβαλαν και αυτές, μαζί με τους
αντίστοιχους εθνικούς πόρους, στη χρηματοδότηση
επενδύσεων για έργα υποδομής. Παράλληλα, έχουν
αναληφθεί σημαντικές ιδιωτικές και δημόσιες
επενδύσεις, ιδιαίτερα στους τομείς των
κατασκευών και των υπηρεσιών, ενόψει των
Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στην ενίσχυση της
εμπιστοσύνης και στη βελτίωση των επιδόσεων της
οικονομίας συνέβαλε ακόμη η πραγματοποίηση
ορισμένων σημαντικών διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων.
Ειδικότερα, η υιοθέτηση του ενιαίου
νομίσματος και η συμμετοχή στην ΟΝΕ έχουν
μεταβάλει ριζικά και μη αναστρέψιμα τις
νομισματικές συνθήκες, αλλά και το οικονομικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί η ελληνική
οικονομία. Αρχικά επέφεραν μείωση των επιτοκίων,
δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την
ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Γενικότερα
εξάλλου, καθιστούν ευνοϊκές τις προοπτικές για
χαμηλό πληθωρισμό. Υπάρχουν όμως κι άλλα
σημαντικά οικονομικά οφέλη, αρκετά από τα οποία
είναι άμεσα και ορατά.
Πρώτα απ' όλα, με την υιοθέτηση του
ευρώ, έχει εκλείψει όχι μόνο το κόστος μετατροπής
των νομισμάτων των χωρών που μετέχουν στη
νομισματική ένωση, αλλά και το κόστος κάλυψης
έναντι συναλλαγματικών κινδύνων και η
αβεβαιότητα όσον αφορά τη συναλλαγματική
ισοτιμία αυτών των νομισμάτων. Το όφελος αυτό
είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα, όπου
στο παρελθόν ο υψηλός πληθωρισμός συχνά οδηγούσε
σε υποτίμηση της δραχμής έναντι των άλλων
νομισμάτων.
Επιπλέον, οι αγορές θεωρούν τη ζώνη του
ευρώ ως περιοχή οικονομικής σταθερότητας και
ασφάλειας. Αυτό έχει συντελέσει στην
ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων που υφίστανται
εξαιτίας διεθνών νομισματικών και
συναλλαγματικών κρίσεων οι χώρες που έχουν
υιοθετήσει το ευρώ. Και αυτό το πλεονέκτημα είναι
ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση της Ελλάδος.
Εξάλλου, σε μεσο-μακροπρόθεσμο
ορίζοντα η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΟΝΕ
αναμένεται να αποφέρει πρόσθετα οικονομικά
πλεονεκτήματα και να δημιουργήσει νέες
δυνατότητες. Με δεδομένη τη μείωση της
αβεβαιότητας και του κόστους των συναλλαγών, η
υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος μπορεί να δώσει
ώθηση στην κίνηση κεφαλαίων και τις εμπορικές
συναλλαγές. Επιπλέον, η συμμετοχή σε μια μεγάλη,
ενοποιημένη αγορά χρήματος και κεφαλαίων δίνει
τη δυνατότητα στις ελληνικές επιχειρήσεις να
αντλούν κεφάλαια από την αγορά αυτή με ευνοϊκούς
όρους. Παράλληλα, επιτρέπει στους αποταμιευτές
να διαφοροποιούν τα χαρτοφυλάκιά τους και να
τοποθετούν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους σύμφωνα με
τις προτιμήσεις τους.
Για να κατανοηθεί καλύτερα η σημασία
αυτών των πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων,
αξίζει να αναφερθώ λεπτομερέστερα στη σημερινή
κατάσταση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού
συστήματος.
Η απελευθέρωση του εγχώριου
τραπεζικού συστήματος, που έχει ολοκληρωθεί,
σημαίνει ότι η δραστηριότητά του προσδιορίζεται
πλέον με βάση τις δυνάμεις που αναπτύσσονται
στην αγορά και με την εφαρμογή καθαρά τραπεζικών
κριτηρίων. Επιπλέον, η ανταγωνιστική πίεση που
ασκεί στις τράπεζες η τεχνολογική πρόοδος στους
τομείς της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών,
συνέβαλε και αυτή στη σημαντική αύξηση της
τραπεζικής διαμεσολάβησης και τη βελτίωση της
αποτελεσματικότητας του τραπεζικού συστήματος.
Έτσι μειώθηκε το κόστος παροχής των
προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και
αυξήθηκε η ποικιλία τους.
Πράγματι, στην επταετία 1996-2002 τα δάνεια
προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά
αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό υπερδιπλάσιο από
τον αντίστοιχο ρυθμό ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ
(18,6%, έναντι 8,5%). Έτσι, το υπόλοιπο των τραπεζικών
δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά
σχεδόν διπλασιάστηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ, εφόσον
έφθασε το 61,3% του ΑΕΠ το 2002 από 32,7% το 1995.
Παράλληλα, οι επιχειρήσεις έχουν πλέον
την ευχέρεια να επιλέξουν από μια μεγάλη
ποικιλία προϊόντων, προκειμένου να εφαρμόσουν
μια πιο αποτελεσματική πολιτική για τη
χρηματοδότηση των επενδύσεων και τη διαχείριση
των επιχειρηματικών κινδύνων που αναλαμβάνουν.
Όσο για το κόστος τραπεζικής
χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, τα τραπεζικά
επιτόκια διαμορφώνονται πλέον σε ιστορικώς
χαμηλά επίπεδα. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το μέσο
ονομαστικό επιτόκιο που οι τράπεζες εφαρμόζουν
στα βραχυπρόθεσμα δάνεια προς τις επιχειρήσεις
ήταν 7,0% εφέτος τον Απρίλιο, έναντι 21,1% στο τέλος
του 1995. Το αντίστοιχο πραγματικό επιτόκιο (δηλ. Το
ονομαστικό επιτόκιο προσαρμοσμένο για τον
πληθωρισμό) είχε υποχωρήσει τον Απρίλιο στο 3,5%,
από 12,2% στο τέλος του 1995, με αποτέλεσμα ανάλογο
περιορισμό του πραγματικού κόστους
χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Η εξέλιξη αυτή
κατά κύριο λόγο σχετίζεται φυσικά με τη μείωση
των επιτοκίων στην πορεία για την ένταξη της
χώρας στη ζώνη του ευρώ. Αντανακλά όμως επίσης
την ένταση του ανταγωνισμού και τη βελτίωση της
αποτελεσματικότητας του τραπεζικού συστήματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι η διαφορά μεταξύ του μέσου
(σταθμικού) επιτοκίου των νέων τραπεζικών
χορηγήσεων και του αντίστοιχου επιτοκίου
καταθέσεων μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 3,2
εκατοστιαίες μονάδες, ενώ το κόστος λειτουργίας
των τραπεζών υποχώρησε σε 2,3% του μέσου
ενεργητικού τους το 2002 από 2,8% το 1997.
Παράλληλα, έχει προχωρήσει σταδιακά
και η ενοποίηση της ελληνικής αγοράς κεφαλαίου
με τις αγορές των άλλων χωρών της ΕΕ και ιδίως
εκείνων της ζώνης του ευρώ. Στην περίπτωση της
αγοράς (κρατικών) ομολόγων, οι τιμές των
ελληνικών κρατικών τίτλων έχουν συγκλίνει
σημαντικά προς τις τιμές των αντίστοιχων
ευρωπαϊκών τίτλων και ακολουθούν πλέον μία
σχεδόν παράλληλη εξέλιξη. Η διαφορά αποδόσεων
μεταξύ του ελληνικού 10ετούς ομολόγου και του
αντίστοιχου γερμανικού ήταν μόλις 17 μονάδες
βάσης το Μάιο εφέτος, σε σύγκριση με 300 μονάδες
βάσης το Δεκέμβριο 1998.
Αξίζει όμως να προσεχθούν και οι
σημαντικές εξελίξεις που παρατηρήθηκαν στις
αγορές εταιρικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ,
ιδίως μετά το 1998. Έτσι, το ανεξόφλητο υπόλοιπο των
δανείων αυτών έφθασε στο 6,6% του ΑΕΠ της ζώνης του
ευρώ το 2002, από 4,5% το 1998. Οι πρόσθετοι αυτοί πόροι
χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη χρηματοδότηση
εξαγορών και συγχωνεύσεων. Συνέβαλαν επομένως
στη διαδικασία ενοποίησης-συγκέντρωσης των
ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, στόχος της οποίας ήταν
συχνά η δημιουργία πιο ανταγωνιστικών
επιχειρήσεων, με εκμετάλλευση των τυχόν
οικονομιών κλίμακας (και φάσματος) που
προσφέρονταν στη διευρυμένη εσωτερική αγορά.
Γιατί αναφέρω αυτές τις εξελίξεις; Επειδή είναι
ενδεικτικές για τις σημαντικές εναλλακτικές
δυνατότητες χρηματοδότησης που διαμορφώνονται
για τις ελληνικές επιχειρήσεις με το νόμο που
ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή και θέτει σε νέες
βάσεις την έκδοση εταιρικών ομολόγων. Εκτιμάται
ότι με το νέο θεσμικό πλαίσιο η έκδοση εταιρικών
ομολόγων μπορεί να αναδειχθεί και στη χώρα μας σε
ουσιαστικό εναλλακτικό μέσο άντλησης
μακροπρόθεσμων κεφαλαίων χαμηλού κόστους και να
συμβάλει στη δημιουργία πιο ανταγωνιστικών
επιχειρήσεων, ενδεχομένως και μέσω εξαγορών και
συγχωνεύσεων.
Εναλλακτικά, οι επιχειρήσεις σταδιακά
θα μπορέσουν και πάλι να προσφύγουν στη
χρηματιστηριακή αγορά για άντληση κεφαλαίων.
Παρά τα προβλήματα της τρέχουσας συγκυρίας, η
αγορά αυτή θα συγκεντρώσει ξανά τις προϋποθέσεις
ώστε να παίξει το ρόλο που της ανήκει όσον αφορά
την άντληση κεφαλαίων χαμηλού κόστους για τη
χρηματοδότηση των επενδύσεων.
Επιπλέον, ένα άλλο στοιχείο που ελπίζω
ότι θα έχει ευνοϊκή επίδραση στις συνθήκες
χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων είναι
η πρόοδος στην εφαρμογή του Προγράμματος Δράσης
της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις
Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες (Financial Services Action Plan
– FSAP). Το Πρόγραμμα αυτό πρέπει να ολοκληρωθεί
μέχρι το 2005 και αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση
του κόστους των αντίστοιχων υπηρεσιών και να
ευνοήσει την πρόσβαση των μικρών και μεσαίων
επιχειρήσεων σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα που
μέχρι τώρα αποτελούσαν το προνόμιο μόνο μεγάλων
επιχειρήσεων. [ Ειδικότερα, την περίοδο αυτή
συζητείται πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με τις
επενδυτικές υπηρεσίες και τις ρυθμιζόμενες
αγορές. Η πρόταση αυτή στοχεύει στην καθιέρωση
ενός εναρμονισμένου συνόλου υψηλού επιπέδου
αρχών για την παροχή άδειας, τη ρύθμιση και την
επίβλεψη επενδυτικών επιχειρήσεων και των
ρυθμιζόμενων αγορών, έτσι ώστε να ενισχυθεί η
προστασία των επενδυτών και να προωθηθεί η
διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και η ολοκλήρωση
της ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η
υλοποίηση αυτού του κανονιστικού πλαισίου θέτει
τη βάση για να ενισχυθεί περαιτέρω η
αποτελεσματικότητα των αγορών κεφαλαίου σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο, να αποκατασταθεί η
εμπιστοσύνη των επενδυτών, να δημιουργηθούν
ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων και γενικά να
καταστεί δυνατή η ουσιαστική μείωση του κόστους
κεφαλαίου για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.]
Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά
είναι δυνατό να ωφεληθεί σημαντικά από τις
πρωτοβουλίες αυτές της ΕΕ. Αυτό υποδηλώνει η εν
εξελίξει σταδιακή ενοποίηση των
χρηματιστηριακών αγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
αντανάκλαση της οποίας είναι και οι συγκλίνουσες
δυναμικές των τιμών των μετοχών στην ελληνική
χρηματιστηριακή αγορά και στις άλλες ευρωπαϊκές
αγορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ τέλους
Μαρτίου 2003 και τέλους Μαΐου 2003 ο γενικός δείκτης
τιμών μετοχών στο ΧΑΑ αυξήθηκε κατά 16,4% και ο
δείκτης Dow Jones EURO STOXX στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε
κατά 14,3%.
Από τη συνοπτική αυτή αναφορά
προκύπτει ότι το σταθερό χρηματοπιστωτικό
περιβάλλον που συνεπάγεται η ένταξη της Ελλάδας
στη ζώνη του ευρώ, η προσφορά κεφαλαίων χαμηλού
κόστους από το τραπεζικό σύστημα, αλλά και οι
δυνατότητες που διαμορφώνονται πλέον για την
άντληση κεφαλαίων μέσω του Χρηματιστηρίου με την
έκδοση εταιρικών ομολόγων και μετοχών, συνθέτουν
μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία για τη χρηματοδότηση
των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, η εν εξελίξει
ενοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών
αγορών σημαίνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις
έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα θετικά τους
στοιχεία στις αγορές αυτές και να επιτύχουν
ακόμη ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης, χωρίς
να εμποδίζονται πλέον από τις διοικητικές
ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά το παρελθόν.
Συνοψίζω λοιπόν:
-- Οι συνθήκες και οι προοπτικές της
χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι ευνοϊκές.
-- Οι συνέπειες της συμμετοχής της
χώρας μας στην ΟΝΕ είναι γενικότερα θετικές.
-- Ο ρυθμός ανόδου της παγκόσμιας
οικονομικής δραστηριότητας επιταχύνεται και
προβλέπεται να επιταχυνθεί περαιτέρω το 2004.
-- Η ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης
του ευρώ τοποθετείται προς το τέλος του έτους και
κυρίως στο 2004.
-- Τέλος, οι προοπτικές για τις
ελληνικές εξαγωγές προς τις χώρες που θα
ενταχθούν στην ΕΕ και τις άλλες χώρες της
Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και των
Βαλκανίων είναι ιδιαίτερα θετικές.
Ασφαλώς αυτά δεν σημαίνουν ότι όλα
είναι "ειδυλλιακά". Στη διεθνή σκηνή η
αβεβαιότητα έχει μεν μειωθεί, αλλά δεν έχει
εκλείψει – και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει
το ενδεχόμενο αιφνίδιων διαταραχών. Στην
ελληνική οικονομία δεν έχουν εξαφανιστεί ως δια
μαγείας ορισμένες σοβαρές διαρθρωτικές
αδυναμίες, που έχουν επανειλημμένα περιγραφεί
στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και των
διεθνών οργανισμών αλλά και από την ίδια την
κυβέρνηση. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια έχει
γίνει πρόοδος προς την κατεύθυνση της
αποτελεσματικότερης λειτουργίας των αγορών.
Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν δυσχέρειες και
προβλήματα που αποθαρρύνουν την ανάληψη
ιδιωτικών επιχειρηματικών επενδύσεων,
παρεμποδίζουν την ταχύτερη αύξηση της
παραγωγικότητας και καθυστερούν τη δραστική
μείωση της ανεργίας. Για το λόγο αυτό, πρέπει να
προωθηθούν περαιτέρω διαρθρωτικές προσαρμογές
και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα αποβλέπουν:
-- Στη σταθερή και ταχεία βελτίωση της
παραγωγικότητας, που είναι το κύριο μέσο για την
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
-- Στην ενίσχυση της ευελιξίας και της
αποτελεσματικότητας των αγορών προϊόντων,
κεφαλαίων και εργασίας.
-- Στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος
φιλικού στις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των
τελευταίων ετών που εντάσσονται σε αυτήν την
κατεύθυνση δεν είναι αμελητέες. [Εντελώς
ενδεικτικά αναφέρω μερικές: Η απελευθέρωση του
τομέα των τηλεπικοινωνιών είχε θετικά
αποτελέσματα ορατά σε όλους. Στο πεδίο της
φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία βρίσκεται σε
εξέλιξη, έχουν ληφθεί σημαντικά μέτρα για την
απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και για τη
μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων
και εργαζομένων. Σταδιακά κερδίζουν έδαφος
ευέλικτες μορφές εργασίας, όπως είναι η μερική
απασχόληση. Όσον αφορά την ενθάρρυνση των
επενδύσεων, απλοποιήθηκαν οι διαδικασίες για τη
χορήγηση άδειας για την ίδρυση επιχειρήσεων,
ιδρύθηκαν τα Κέντρα Υποδοχής Επενδύσεων και
ενισχύθηκε το θεσμικό πλαίσιο για τη διαφάνεια
(μεταξύ άλλων με την εισαγωγή των διεθνών
λογιστικών προτύπων).]
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν
είναι όμως δυνατό να ολοκληρωθούν από τη μια μέρα
στην άλλη. Πρόκειται για μια πολυετή προσπάθεια
που εντάσσεται στη στρατηγική που χάραξε το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβώνα την άνοιξη του
2000. Ο στόχος που τέθηκε τότε για την τρέχουσα
δεκαετία είναι να γίνει η ΕΕ η ανταγωνιστικότερη
και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την
υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με
περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και
με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. [ Σύμφωνα με τη
συνολική αυτή στρατηγική, η προετοιμασία της
μετάβασης σε μια οικονομία και σε μια κοινωνία
βασισμένες στη γνώση απαιτεί καλύτερες
πολιτικές για την κοινωνία της πληροφορίας και
την "έρευνα και ανάπτυξη", καθώς και την
ενίσχυση της διαδικασίας διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων για την ανταγωνιστικότητα και
την καινοτομία, την ολοκλήρωση της εσωτερικής
αγοράς, τον εκσυγχρονισμό του ευρωπαϊκού
κοινωνικού μοντέλου με επένδυση στον άνθρωπο και
καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς
και τη στήριξη της αναπτυξιακής προοπτικής με
την εφαρμογή ενός κατάλληλου μείγματος
μακροοικονομικών πολιτικών. ]
Η προσπάθεια αυτή προχωράει σταδιακά
και τα αποτελέσματά της, στις περισσότερες
περιπτώσεις, δεν εκδηλώνονται αμέσως, αλλά
μακροπρόθεσμα. Βεβαίως, δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προχωρήσουν με
τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό – για τρεις βασικούς
λόγους, που είναι ταυτόχρονα και στόχοι:
-- Πρώτον, επειδή στις συνθήκες της
νομισματικής ένωσης η χώρα δεν διαθέτει πλέον τα
δικά της μέσα νομισματικής και συναλλαγματικής
πολιτικής, η προσαρμοστικότητα της οικονομίας
πρέπει να είναι αυξημένη για να αντιμετωπίζονται
με επιτυχία οι εξωτερικές διαταραχές.
-- Δεύτερον, πρέπει να αντισταθμίσουμε
με άλλους παράγοντες ανάπτυξης τη σταδιακή
μείωση (όχι το μηδενισμό) των εισροών από τον
Κοινοτικό Προϋπολογισμό λόγω της διεύρυνσης και
– ταυτόχρονα – να αξιοποιήσουμε τις νέες
ευκαιρίες μέσα στην αγορά της ΕΕ των 25 ή των 27.
-- Τρίτον, πρέπει να πετύχουμε όσο
γρηγορότερα γίνεται την πραγματική σύγκλιση της
ελληνικής οικονομίας, ώστε να βελτιωθεί το
βιοτικό επίπεδο και να αυξηθεί ουσιαστικά η
απασχόληση.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί,
χρειάζεται η ταυτόχρονη κινητοποίηση όλων των
παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Οι εργαζόμενοι,
οι επιχειρήσεις, το κράτος – όλοι πρέπει να
δράσουν από τώρα, χωρίς ο ένας να περιμένει τι θα
κάνει ο άλλος.
Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι
επιχειρήσεις; Ιδιαίτερη σημασία έχει ο ρόλος των
επιχειρήσεων στην αναπτυξιακή διαδικασία. Στο
σημερινό ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα, οι
επιχειρήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή από το να
επιδιώξουν αύξηση της παραγωγικότητας, χαμηλό
κόστος λειτουργίας και παραγωγή ανταγωνιστικών
προϊόντων. Για να υλοποιήσουν αυτές τις
επιδιώξεις, πρέπει:
Πρώτο, να βρουν το άριστο μέγεθος που
θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν τυχόν
"οικονομίες κλίμακας". Αυτό μπορεί να
σημαίνει συγχωνεύσεις και εξαγορές, στις οποίες
ήδη αναφέρθηκα. Υπάρχει άλλωστε το παράδειγμα
του τραπεζικού τομέα. Είναι γνωστό ότι το μέσο
μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, π.χ. Στη
μεταποίηση, είναι μικρό (μικρότερο από ό,τι στην
ΕΕ ως σύνολο) και ότι, κατά κανόνα, η αύξησή του θα
ήταν οικονομικά επωφελής. Βέβαια, κάθε κανόνας
έχει τις εξαιρέσεις του και πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι ιδιομορφίες κάθε κλάδου
οικονομικής δραστηριότητας, εφόσον το άριστο
μέγεθος δεν είναι το ίδιο για όλους τους κλάδους
και για όλες τις αγορές.
Δεύτερο, να προχωρήσουν σε τεχνολογική
αναβάθμιση με σκοπό τη μείωση του κόστους
παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητας.
Ταυτόχρονα, να δαπανήσουν για "έρευνα και
ανάπτυξη", με σκοπό το σχεδιασμό της παραγωγής
σύγχρονων, ελκυστικών προϊόντων που θα
ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εγχώριας
και της ξένης αγοράς. Σύμφωνα με τους
διαρθρωτικούς δείκτες της Eurostat, μεταξύ των 15
χωρών της ΕΕ η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία
ως προς το ποσοστό της ακαθάριστης δαπάνης για
"έρευνα και ανάπτυξη" που χρηματοδοτείται
από τον επιχειρηματικό τομέα, καθώς και ως προς
τον αριθμό αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας
που κατατίθενται στο Ευρωπαϊκό Γραφείο
Ευρεσιτεχνιών ανά 1.000.000 κατοίκους. Και στις δύο
περιπτώσεις, η απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ
είναι πολύ μεγάλη.
Τρίτο, να εκσυγχρονίσουν την οργάνωση
και τη διοίκησή τους, για να μπορούν να παίρνουν
τις σωστές αποφάσεις για την τρέχουσα διαχείριση
και, κυρίως, για τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική της
επιχείρησης. Παράλληλα, να οργανώσουν σωστά τις
σχέσεις με το προσωπικό και τον διάλογο με τους
εργαζομένους.
Τέταρτο, με δεδομένο τον κύριο στόχο,
δηλαδή την αύξηση της παραγωγικότητας, επιτρέψτε
μου να θυμίσω ότι η τιμολογιακή πολιτική των
επιχειρήσεων πρέπει να είναι συμβατή τόσο με τη
σταθερότητα των τιμών όσο και με τα
μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ίδιων των
επιχειρήσεων. Μ' άλλα λόγια, η τιμολογιακή
πολιτική πρέπει να συμβάλλει: Πρώτον, στην
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η οποία
αποτελεί προϋπόθεση για αύξηση του μεριδίου των
ελληνικών επιχειρήσεων στην εγχώρια και στις
ξένες αγορές και, δεύτερον, στην ενίσχυση της
κερδοφορίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για
νέες επενδύσεις. Στην ίδια λογική, ο "χρυσός
κανόνας" για τις αυξήσεις των μισθών, που
συναποφασίζονται στις συλλογικές
διαπραγματεύσεις είναι ότι η αύξηση των
πραγματικών μισθών πρέπει να είναι περίπου ίση
με την αύξηση της παραγωγικότητας. Ας προσθέσω
εδώ το αυτονόητο ότι η κατεύθυνση δεν πρέπει –
ούτε και μπορεί – να είναι να συναγωνιστούμε τις
γειτονικές μας χώρες ως προς το χαμηλό επίπεδο
του κόστους εργασίας. Αντίθετα, πρέπει να
αναπτύξουμε γραμμές παραγωγής με υψηλή
προστιθέμενη αξία και να δημιουργήσουμε θέσεις
απασχόλησης για ειδικευμένο και καλά αμειβόμενο
προσωπικό.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά συνεπάγονται
την ανάληψη κινδύνων, η οποία είναι σύμφυτη με
την επιχειρηματικότητα, και – επομένως -- την
πραγματοποίηση επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις
εκείνες που θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες
και θα παραγάγουν αγαθά σε ανταγωνιστικές τιμές
και με χαρακτηριστικά που ζητούνται στη διεθνή
αγορά θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις εξαγωγές
τους και να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα και
τις ευκαιρίες που προσφέρει η διεύρυνση της ΕΕ.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει ήδη
ένας αξιόλογος αριθμός δυναμικών ελληνικών
επιχειρήσεων οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν
προβεί σε σημαντικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού
και έχουν κατακτήσει θέσεις στις ξένες αγορές –
όχι μόνο σε παραδοσιακά εξαγώγιμα προϊόντα, αλλά
και σε προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας. Το
ζητούμενο είναι αυτές οι επιχειρήσεις να γίνουν
η πλειοψηφία.
Ειδικά όσον αφορά τη διεύρυνση της ΕΕ,
μίλησα ήδη για την ενθαρρυντική αύξηση του
μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών προς τις υπό
ένταξη χώρες και τις οικονομίες της Κεντρικής
και της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και για το
γεγονός ότι οι οικονομίες αυτές αναπτύσσονται
ταχύτερα από ό,τι η παγκόσμια οικονομία ως
σύνολο. Πιστεύω ότι οι επενδύσεις που
πραγματοποίησαν ελληνικές επιχειρήσεις στις
χώρες αυτές έχουν πλέον αρχίσει να αποδίδουν και
να αποτελούν την βάση της αύξησης των εμπορικών
ροών προς αυτές. Η επικείμενη ένταξη κάποιων από
αυτές τις χώρες στην ΕΕ και οι στενότερες σχέσεις
που αναπτύσσονται με τις άλλες θα βελτιώσουν
περαιτέρω τις ευκαιρίες για τις ελληνικές
επιχειρήσεις, αν οι τελευταίες αναπτύξουν τα
προϊόντα και τις υπηρεσίες που οι χώρες αυτές
έχουν ανάγκη. Ειδικότερα στις Βαλκανικές χώρες, η
ελληνική παρουσία είναι σημαντική σε αρκετούς
τομείς. Ενδεικτικά, οι ελληνικές εμπορικές
τράπεζες είτε με εξαγορές τοπικών τραπεζών, είτε
με τη λειτουργία θυγατρικών εταιριών, είτε με το
άνοιγμα υποκαταστημάτων, έχουν διασφαλίσει
αξιόλογη παρουσία στις τραπεζικές αγορές των
χωρών αυτών. Επίσης, αρκετές ελληνικές
επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στο χώρο της
λιανικής πώλησης και στα είδη τροφίμων.
Καταλήγω λοιπόν: Οι ελληνικές
επιχειρήσεις, για να έχουν μέλλον και προοπτική,
πρέπει να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και οι
επιχειρηματίες πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες
και κινδύνους τώρα, που η συγκυρία είναι ευνοϊκή.
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πια στην "περιφέρεια"
της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η διευρυμένη Ευρώπη
των 25 – και μεθαύριο των 27 -- και η συμμετοχή μας
στη ζώνη του ευρώ μας φέρνουν στο επίκεντρο των
εξελίξεων. Η ανάπτυξη των υποδομών και των
δικτύων μας φέρνει πιο κοντά στις ευρωπαϊκές
αγορές. Η βελτίωση της ποιότητας των αγαθών και
υπηρεσιών που παράγουμε – που παράγετε -- μπορεί
να καταστήσει την ελληνική οικονομία έναν
δυναμικό εταίρο της ενωμένης Ευρώπης. Το αύριο
ανήκει σε εκείνους που τολμούν.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.