Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα «Προοπτικές της ασφαλιστικής αγοράς και ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης στην οικονομική ανάπτυξη και την υγεία», 12th Insurance Conference 28 Μαΐου 2019, Athenaeum InterContinental
28/05/2019 - Ομιλίες
Κυρίες και κύριοι,
Χαίρομαι που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα και έχω την ευκαιρία να διατυπώσω κάποιες σκέψεις μου για τις προοπτικές της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, και για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ιδιωτική ασφάλιση στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και στην κοινωνική ευημερία.
Ο ρόλος αυτός, ο οποίος δεν είναι διόλου αμελητέος, υπάρχει λόγος και χώρος για να αναπτυχθεί. Η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να συμβάλλει σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία μέσω της αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων. Υπενθυμίζω ότι η ενίσχυση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2018, όπου σημειώθηκε ρυθμός ανόδου 1,9% έναντι 1,5% το 2017, στηρίχθηκε στην αύξηση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Συνεπώς, εστιάζοντας στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης, η παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων: μέσω της αποταμίευσης και της παραγωγικής αξιοποίησής της, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος όγκος αποθεματικών, παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Οι πρόσφατες εξελίξεις αναδεικνύουν αρκετές θετικές πτυχές της ανάπτυξης και λειτουργίας του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει πλέον καλύψει την απόσταση που τη χώριζε μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας από τις υπόλοιπες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πλέον δεν υπάρχουν οι δυσανάλογοι κίνδυνοι που συνεπάγονταν τα νοσοκομειακά προγράμματα με τις ισόβιες και απεριόριστες καλύψεις, ακόμη και με μηδενική δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων. Σήμερα, τα περισσότερα νοσοκομειακά προγράμματα είναι ετήσια, με λελογισμένους περιορισμούς και απαλλαγές στις καλύψεις.
Πλέον δεν υπάρχουν οι εγγυημένες αποδόσεις του ανορθολογικού –ακόμα και για την εποχή εκείνη– 5 και 6%, στις παραδοσιακές ασφαλίσεις ζωής. Τα εγγυημένα επιτόκια αντανακλούν τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες στις αγορές, και σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 2%.
Πλέον ανήκει στο παρελθόν η νομοθεσία που περιόριζε τα περιθώρια και τον βαθμό ευελιξίας, ώστε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση να αντιμετωπίζεται εποπτικά ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της. Σήμερα, εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας, και η ελληνική αγορά εποπτεύεται και λειτουργεί με κανόνες που ισχύουν εξίσου σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προσδιορίζονται στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ.
Με τη Φερεγγυότητα ΙΙ, έχει ενισχυθεί το σύστημα διακυβέρνησης, που αναγνωρίζει την ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και περιλαμβάνει στις βασικές λειτουργίες, εκτός από την αναλογιστική, τη διαχείριση κινδύνου, τον εσωτερικό έλεγχο και την κανονιστική συμμόρφωση. Επίσης, οι τεχνικές προβλέψεις και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που αναλαμβάνει η κάθε επιχείρηση και, παράλληλα, οι επενδύσεις είναι πλέον ελεύθερες.
Σήμερα οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν στη διάθεσή τους περισσότερη ελευθερία για ευέλικτη επιχειρηματική δράση, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια στους πελάτες τους, και η Τράπεζα της Ελλάδος περισσότερα εργαλεία για να ασκεί την προληπτική εποπτεία και να συμβάλλει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Όμως, παρά το γεγονός ότι σήμερα το επίπεδο της ασφάλειας και ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών της ασφαλιστικής αγοράς είναι υψηλότερο από ό,τι στο παρελθόν, αυτό δεν αντανακλάται στα αποτελέσματά της, όπως λογικά θα αναμενόταν: το 2006, η παραγωγή ασφαλίστρων ανερχόταν σε 4,7 δισεκ. ευρώ, ενώ το 2018, δώδεκα χρόνια μετά, υποχώρησε στα 3,8 δισεκ. ευρώ. Αντίθετα, το 2006 τα ίδια κεφάλαια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανέρχονταν σε περίπου 2 δισεκ. ευρώ, ενώ σήμερα ξεπερνούν τα 3 δισεκ. ευρώ.
Ούτε έμεινε ανεπηρέαστη από την παρατεταμένη οικονομική ύφεση που προκάλεσε η κρίση του δημοσίου χρέους και η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, καθώς πολλοί καταναλωτές, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους, είτε αναγκάστηκαν να εξαγοράσουν τα ασφαλιστικά τους συμβόλαια, είτε να απέχουν ολοκληρωτικά από την προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλιση, πόσο μάλλον από την κάλυψη κινδύνων περιουσίας.
Ωστόσο, έχουμε ενδείξεις ότι η ασφαλιστική αγορά έχει αρχίσει να ανακάμπτει την τελευταία διετία, με ρυθμό ανάλογο ή και ταχύτερο από την ελληνική οικονομία. Ήδη από το έτος 2017 υπάρχει αντιστροφή της τάσης συρρίκνωσης της αγοράς καθώς τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν κατά 2,43% έναντι του 2016. Επίσης, από τα στοιχεία 31.12.2018 προκύπτει ότι η αύξηση πέρυσι ήταν 1,83%. Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 1,5% και 1,9% αντίστοιχα.
Επιπλέον, με την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας για τη Διανομή των Ασφαλιστικών Προϊόντων (IDD: Insurance Distribution Directive), τα συμφέροντα των Ελλήνων καταναλωτών είναι ακόμα περισσότερο διασφαλισμένα. Σήμερα, τα δίκτυα διανομής των επιχειρήσεων έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν υψηλά πρότυπα και να λειτουργούν με αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας έναντι του καταναλωτή που ισχύουν στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τα αρμόδια στελέχη των επιχειρήσεων, μετεκπαιδεύονται δια βίου, βάσει προγραμμάτων που αξιολογούνται από την εποπτική αρχή.
Το σύστημα διανομής του 2019 πόρρω απέχει από ό,τι γνώριζε και βάσει του οποίου λειτουργούσε, μέχρι πρότινος, η ασφαλιστική αγορά. Σήμερα υλοποιούνται νέες οργανωτικές υποχρεώσεις και εφαρμόζονται απαιτητικότεροι κανόνες ενημέρωσης του καταναλωτή, που εξειδικεύονται περαιτέρω, όταν πρόκειται για τη διανομή επενδυτικών προϊόντων, που βασίζονται σε ασφάλιση.
Σήμερα η ασφαλιστική αγορά λειτουργεί:
• Με το ηλεκτρονικό Ενιαίο Σημείο Πληροφόρησης, όπου εμφανίζονται όλοι οι νόμιμα δραστηριοποιούμενοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ως φυσικά πρόσωπα, καθώς και οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων και όποιοι υπάλληλοι εμπλέκονται στην πώληση των ασφαλιστικών προϊόντων,
• Με κατηγορίες ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, οι οποίες είναι σαφώς διακριτές και, συγκεκριμένα, μεταξύ τους ασυμβίβαστα,
• Με λεπτομερέστερη γνώση για τα πρόσωπα που αποτελούν την αλυσίδα που μεσολαβεί από την ασφαλιστική επιχείρηση μέχρι τον πελάτη. Η γνώση αυτή παρέχεται τόσο προς την επιχείρηση, η οποία εγκρίνει εκ των προτέρων τη συνεργασία ανάμεσα στους κρίκους της αλυσίδας διανομής των προϊόντων της, όσο και προς τον καταναλωτή κατά το προσυμβατικό στάδιο ασφάλισης.
Με το νέο νομικό πλαίσιο, καλύπτεται κάθε ενδεχόμενο κενό διαφάνειας κατά τη διαδικασία της πώλησης, ενισχύοντας την αξιοπιστία του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, μειώνοντας τους κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης και διασφαλίζοντας τα συμφέροντα του καταναλωτή, που είναι και το ζητούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο η πολιτεία να αναγνωρίσει ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας της ασφαλιστικής βιομηχανίας δεν την τοποθετεί απέναντι στο κοινωνικό όφελος. Δεν είναι μόνο ότι παρέχει ασφαλιστικές καλύψεις που κλείνουν υφιστάμενα σχετικά κενά στην προστασία των πολιτών. Είναι επίσης ένας από τους μεγαλύτερους θεσμικούς επενδυτές της χώρας, με πάνω από 16 δισεκ. ευρώ κεφαλαίων υπό διαχείριση. Και είναι υπ’ αυτήν του την ιδιότητα που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει, ως κλάδος, δεσμευθεί να συνεισφέρει τα μέγιστα στην ευρωπαϊκή ατζέντα για την κλιματική αλλαγή, μέσω της ανακατεύθυνσης των επενδύσεών του σε βιώσιμες επενδύσεις.
Η επόμενη τομή στην ευρωπαϊκή –και συνεπώς και στην ελληνική– ασφαλιστική βιομηχανία έρχεται με την καθιέρωση των «Πανευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων», των λεγόμενων εν συντομία ΡΕΡΡ. Ως γνωστόν, τον προηγούμενο μήνα εγκρίθηκε ο Κανονισμός για τα ΡΕΡΡ, ο οποίος είναι εφαρμοστέος και στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τον Κανονισμό αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέσω της σχεδίασης και διάθεσης τέτοιων συνταξιοδοτικών προϊόντων, έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναλάβουν ένα νέο ρόλο εντός του συστήματος ασφάλισης της κάθε χώρας.
Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία που δεν αποσκοπεί μόνο στην ενίσχυση των ενιαίων δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διευκόλυνσης της κινητικότητας μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, αλλά εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, με στόχο την αντιμετώπιση των πιέσεων που ασκούνται στα συνταξιοδοτικά συστήματα από τη γήρανση του πληθυσμού λόγω υπογεννητικότητας και αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Το δε ελληνικό συνταξιοδοτικό επιβαρύνεται έτι περαιτέρω από την ανεργία και το brain drain.
Για να χαρακτηριστεί ως ΡΕΡΡ ένα συνταξιοδοτικό προϊόν, πρέπει να έχει σχεδιαστεί ώστε να πληροί συγκεκριμένες, πανευρωπαϊκά κοινές, προδιαγραφές ποιότητας. Οι προκλήσεις, τις οποίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανταγωνιζόμενες όχι μόνο άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις, αλλά και άλλες επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού, επενδυτικού, ασφαλιστικού κλάδου που θα παρέχουν ΡΕΡΡ, και μάλιστα διασυνοριακά μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σημαντικές. Χρειάζεται, λοιπόν, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις όχι φοβικά, αλλά με τόλμη και αποφασιστικότητα, και συνάμα με σύνεση και προνοητικότητα.
Πέρα, όμως, από το τι θα κάνει η ασφαλιστική αγορά, για να λειτουργήσει ο θεσμός των ΡΕΡΡ, υπάρχει μία «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση. Αυτή έχει να κάνει τόσο με την φορολογική αντιμετώπιση των εισφορών σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, όσο και των αποδόσεων από τις επενδύσεις του προγράμματος και, τέλος, των παροχών. Αν και θα ήταν ουτοπική η πλήρης φορολογική απαλλαγή και των τριών ως άνω στοιχείων, εν τούτοις θα πρέπει, για λόγους ίσης μεταχείρισης, να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι στην κοινωνική ή στην επαγγελματική ασφάλιση. Μπορεί ο κρατικός προϋπολογισμός να στερηθεί στην αρχή ορισμένα φορολογικά έσοδα σε σχέση με το αν δεν υπάρξει καμία φορολογική ελάφρυνση. Αυτή, όμως, η υστέρηση θα είναι πρόσκαιρη, λόγω ακριβώς των δευτερογενών θετικών επιπτώσεων που αναμένονται από τις αυξημένες ιδιωτικές αποταμιεύσεις που θα προκύψουν.
Όπως προανέφερα, ο Κανονισμός ΡΕΡΡ αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η Οδηγία του 2016 για την επαγγελματική ασφάλιση IORP II (Institutions of Occupational Retirement Provisions II).
Στην πρόσφατη γενική συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, αναφέρθηκα στον ρόλο των επαγγελματικών ταμείων και στη συσχέτισή τους με την ιδιωτική ασφάλιση. Δράττομαι λοιπόν και πάλι της ευκαιρίας, να διευκρινίσω ορισμένες πτυχές τους.
Ο βασικός ρόλος των επαγγελματικών ταμείων είναι να λειτουργούν ως θεματοφύλακες των υποσχέσεων του εργοδότη προς τους εργαζόμενους, στον βαθμό που οι παροχές τους μπορούν να θεωρηθούν ως ετεροχρονισμένη μισθοδοσία, χωρίς να αποκλείεται βεβαίως η δημιουργία επαγγελματικών ταμείων και από ελεύθερους επαγγελματίες (όπου η έννοια του εργοδότη-εργαζομένου ταυτίζεται): αυτό άλλωστε ρητώς αναγνωρίζεται και στην Οδηγία IORP II. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα επαγγελματικά ταμεία δεν αποτελούν ταμεία εναλλακτικά της κοινωνικής ασφάλισης. Με άλλα λόγια, ο δεύτερος πυλώνας ασφάλισης όχι μόνο δεν πρέπει να ανταγωνίζεται τον πρώτο πυλώνα ασφάλισης των κρατικών συντάξεων, αλλά ούτε και να δομείται όπως αυτός.
Η επαγγελματική ασφάλιση, καθώς βασίζεται στην αρχή της κεφαλαιοποίησης, εκτίθεται στους επενδυτικούς κινδύνους των χρηματοοικονομικών αγορών. Είναι συνεπώς σημαντικό για την ανάπτυξη και βιωσιμότητα του θεσμού, να ενισχύεται η διαφοροποίηση της επενδυτικής στρατηγικής, που θα υλοποιείται από πολλούς και διαφορετικούς συμμετέχοντες. Οι μονοπωλιακές λογικές τύπου κοινωνικής ασφάλισης, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαχείρισης των επαγγελματικών συντάξεων, περιορίζουν την επενδυτική αποτελεσματικότητα και εκθέτουν τους ασφαλισμένους στους κινδύνους από ενδεχόμενες εξωτερικές παρεμβάσεις. Για να λειτουργήσει με επιτυχία στην πράξη, ο θεσμός δεν θα πρέπει να είναι ούτε κρατικός ούτε ιδιωτικοασφαλιστικός. Θα πρέπει να είναι απλώς επαγγελματικός.
Σε ένα τέτοιο σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης, σίγουρα ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε, κατόπιν βεβαίως ειδικής αδειοδότησης, να αναλάβει έναν αυξημένο ρόλο ως φορέας διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων. Όμως, πώς ένα σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης που δεν λειτουργεί με σκοπό το κέρδος μπορεί να συνεργαστεί με οργανισμούς που αποσκοπούν στο κέρδος, όπως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις; Τούτο μπορεί να καταστεί λογικά ικανό αν δούμε τις επιχειρήσεις, όχι ως επαγγελματικά ταμεία, αλλά ως οργανισμούς διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων, που απαιτούν μια αμοιβή σε σχέση με την προσφερόμενη υπηρεσία, είτε πρόκειται για τη διάθεση ανθρώπινων ή υλικών πόρων για την καλύτερη λειτουργία του διαχειριζόμενου επαγγελματικού ταμείου είτε για τη διάθεση κεφαλαίων προς κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων και προστασία των ασφαλισμένων των ταμείων από μη αναμενόμενα γεγονότα.
Η ειδική αδειοδότηση, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, είναι για να εξασφαλίζει την τήρηση αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων, δηλαδή να διασφαλίζει τον διαχωρισμό των –μη κερδοσκοπικής φύσεως– εργασιών διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων, από τις λοιπές –με σκοπό το κέρδος– εργασίες ιδιωτικής ασφάλισης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και όχι μόνο να αξιολογεί την διαχειριστική ικανότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Κυρίες και κύριοι,
Τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά. Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα. Να αναφέρω ενδεικτικά ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ελλάδα ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης, ο οποίος εκφράζει τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών ως προς τον αριθμό των ατόμων σε παραγωγική ηλικία είναι σήμερα, 2 προς 6, ενώ η ίδια αναλογία αναμένεται να επιδεινωθεί σε 2 προς 5 το 2070. Η συμβολή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του ασφαλιστικού συστήματος στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών υπήρξε καθοριστική και επιβεβαιώνεται στην πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη , σύμφωνα με την οποία η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-6,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου ΕΕ-28 -0,2 ποσ. μον. του ΑΕΠ).
Εντούτοις, ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφενός, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη. Αφετέρου, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα αποτελέσματα σχετικής εμπειρικής διερεύνησης της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τόσο η ταχεία αύξηση του πληθυσμού 65 ετών και άνω όσο και η ενίσχυση της αβεβαιότητας για ενέργειες πολιτικής που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρούν δυσμενώς και στον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το συνταξιοδοτικό όμως μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και της επάρκειας των συντάξεων για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου, πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα. Σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, η αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας και η ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης, αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων και δημιουργείται ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ενώ παράλληλα μετριάζονται οι κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή και ο κίνδυνος αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων . Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αμβλυνθούν και οι στρεβλώσεις του σημερινού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. οι υψηλές εισφορές)που δρουν ως αντικίνητρα στην αύξηση της απασχόλησης, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς εργασίας.
Επιτρέψτε μου, τώρα, να αναφερθώ και στον τομέα της υγείας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ως Yγεία την κατάσταση της πλήρους φυσικής, πνευματικής και κοινωνικής ευημερίας, και όχι απλώς την απουσία κάποιας ασθένειας ή αναπηρίας. Ο ευρύς αυτός ορισμός, που ξεπερνά αυτόν που συνήθως δίνεται από τις εθνικές πολιτικές Yγείας, μπορεί να αυξήσει τις ατομικές προσδοκίες σε επίπεδο που να σημαίνει «όση περίθαλψη χρειαζόμαστε και θέλουμε, στον χρόνο που τη θέλουμε». Οι προσδοκίες, όμως, αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον ως ιδανικές, παρά ως ρεαλιστικές. Και τούτο διότι, όχι μόνο διευρύνεται η πληθυσμιακή κάλυψη των δυνητικών υπηρεσιών υγείας, όταν αυτές ανταποκρίνονται σε απαιτήσεις πέραν του αναγκαίου, αλλά και το κόστος για την καθολική παροχή αυτών των υπηρεσιών αυξάνεται ταχύτερα από το ρυθμό της οικονομικής μεγέθυνσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κράτη έρχονται αντιμέτωπα με όλο και μεγαλύτερες δημοσιονομικές πιέσεις για να προσφέρουν υπηρεσίες που βρίσκονται μέσα στα όρια των οικονομικών δυνατοτήτων τους.
Το σημείο εκκίνησης του προβληματισμού για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας είναι ο βαθμός που το σύστημα υγείας καθορίζει την απόσταση μεταξύ του επιθυμητού και του αναγκαίου, με ηθικά και πολιτικά κριτήρια, βάσει ιατρικών επιχειρημάτων. Για παράδειγμα, η κοινωνική ηθική είναι αυτή που καθορίζει τον επιθυμητό βαθμό ισορροπίας μεταξύ κοινωνικής αλληλεγγύης και προσωπικής αυτονομίας, στο βαθμό που η παροχή υπηρεσιών υγείας είναι δημόσια ή ιδιωτική. Τέλος, μια κοινωνικού τύπου ηθική είναι, επίσης, αυτή που καθορίζει το βαθμό της οικογενειακής στήριξης και φροντίδας ενός ασθενή.
Για τον σχεδιασμό ενός οποιουδήποτε συστήματος υγείας, είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε τους στόχους του. Αυτό γίνεται καθορίζοντας τρεις βασικές παραμέτρους: το κόστος, την ποιότητα και την προσβασιμότητα. Οι εν λόγω παράμετροι καθορίζουν ένα τρίπτυχο το οποίο θα πρέπει να έλθει σε ισορροπία, αν θέλουμε η χαρασσόμενη πολιτική να είναι βιώσιμη και όχι ευκαιριακή. Περαιτέρω, αφού έχουμε καθορίσει τους στόχους του συστήματος υγείας και συνεχίζοντας το σχεδιασμό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, για να είναι υγιές και το ίδιο το σχεδιαζόμενο σύστημα υγείας, πρέπει να επιτελεί 4 βασικές λειτουργίες. Η πρώτη είναι η παροχή αυτών που έχει σχεδιαστεί να παρέχει: των υπηρεσιών υγείας. Η δεύτερη είναι η ικανότητα να δημιουργεί το ίδιο τους πόρους του, μέσω της συνεχούς επένδυσης σε νέες τεχνολογίες και εκπαίδευσης του προσωπικού. Τρίτη είναι η χρηματοδότηση, στο βαθμό που οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται, να συσσωρεύονται και εν τέλει να χρησιμοποιούνται για την αγορά υπηρεσιών και αγαθών. Τέλος, τέταρτη λειτουργία είναι η εποπτεία, η οποία συνεπάγεται ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του.
Ενώ η τέταρτη λειτουργία αναλαμβάνεται από το κράτος, οι πρώτες τρεις δεν είναι υποχρεωτικό να αναλαμβάνονται εξολοκλήρου από το κράτος, αλλά μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες. Είναι διαπιστωμένο ότι τα δημόσια συστήματα υγείας δεν θα έχουν εσαεί τη δυνατότητα να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες προς όλους. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών για υπηρεσίες υγείας θα βαίνει αυξανόμενη, επιτελώντας μία ή και περισσότερες από τις 3 πρώτες βασικές λειτουργίες. Αν η προτεραιότητα του κράτους είναι η παροχή υπηρεσιών υγείας προς όλους τους πολίτες, τότε δεν μπορεί να τους παρέχει όλες τις υπηρεσίες υγείας.
Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να αναπτύξουμε ένα σύστημα υγείας με εμφανώς καθορισμένους στόχους, στο πλαίσιο του τρίπτυχου «κόστος-ποιότητα-προσβασιμότητα». Ούτε έχουμε κατορθώσει σε ικανοποιητικό βαθμό να αποφασίσουμε το ρόλο των ιδιωτών στην επιτέλεση των τριών πρώτων βασικών λειτουργιών.
Μια πρώτη προσέγγιση θα ήταν να γίνει διάκριση μεταξύ των «αναγκών» και των «επιθυμιών». Όσον αφορά τις ανάγκες, μπορεί να επιδιωχθεί η παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες από το κράτος. Όσον αφορά τις επιθυμίες, αυτές μπορεί να αφορούν υπηρεσίες –ιατρικές και μη–, οι οποίες, παρότι θεωρούνται σημαντικές από τους ασθενείς, έχουν έμμεση συμβολή στην υγεία του πληθυσμού. Αυτή ακριβώς είναι η συνιστώσα του συστήματος υγείας, όπου η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να ενταχθεί για να προσφέρει διεξόδους προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας.
Ο σχεδιασμός ενός συστήματος υγείας απαιτεί την επιλογή τού αν αυτό θα έχει δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα ή συνδυασμό των δύο, ιδίως όσον αφορά στη χρηματοδότηση. Πιστεύω ότι οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού, δημόσιου, καθολικού, συστήματος υγείας που να καλύπτει τις «ανάγκες» του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των «επιθυμιών» του σε μια κατάλληλα εποπτευόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Αν επιτύχουμε τη συναίνεση –κατ’ αρχήν εννοιολογικά– σε ένα σύστημα υγείας δύο βαθμίδων, είναι βέβαιο ότι στη συνέχεια θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε και στη διαφοροποίηση μεταξύ «αναγκών» και «επιθυμιών».
Είναι αυτονόητο ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το σύστημα χρειάζεται να συμπληρωθεί με ένα νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, ώστε να εξαλειφθεί οτιδήποτε μπορεί να υπονομεύσει την ομαλή λειτουργία του. Αυτό πρέπει να γίνει με περίσκεψη και με τρόπο που να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία.
Κυρίες και κύριοι,
Διαβλέπω την ανάκαμψη της ασφαλιστικής αγοράς, καθότι διακρίνω ενθαρρυντικά σημάδια. Πρωτίστως, ο κλάδος διαθέτει έμπειρο έμψυχο δυναμικό υψηλής κατάρτισης, κατάλληλη τεχνογνωσία και αξιόπιστες υποδομές, καθώς και συνείδηση της κοινωνικής του ευθύνης. Παρακολουθώ, ιδιαίτερα, τον αγώνα των στελεχών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των δικτύων διανομής να αντεπεξέλθουν στην αντίξοη οικονομική συγκυρία. Εκ του αποτελέσματος, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να αποδίδει, καθώς τα μεγέθη παραγωγής των τελευταίων ετών δείχνουν σημάδια ανάκαμψης.
Γνωρίζω ακόμα ότι στην εποχή μας, που η αξιολόγηση των αναγκών ενός πελάτη μπορεί να γίνει χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση αλλά μόνον με έναν αλγόριθμο, η αξία της διαπροσωπικής επικοινωνίας παραμένει αναντικατάστατη. Η ευαισθησία, με την οποία οι άνθρωποι του ασφαλιστικού κλάδου αντιμετώπισαν τις τραγικές επιπτώσεις των πρόσφατων πλημμυρών και πυρκαγιών, υπογραμμίζει πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του, όχι μόνο για τον καθένα από εμάς και για την οικογένειά μας, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο. Πρέπει, κατά συνέπεια, ο κλάδος να εντάξει στις στρατηγικές του επιλογές όλες τις πρωτοβουλίες που είναι απαραίτητες, προκειμένου να αναδείξει στη συνείδηση των πολιτών ότι μπορεί αξιόπιστα να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες τους για την προστασία της υγείας και της περιουσίας τους, καθώς και να ενισχύσει την αποταμίευσή τους.
Σημαντική σε αυτήν την προσπάθεια είναι και η συνεισφορά της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, όπου δραστηριοποιούνται, σύμφωνα με την ΕΙΟΡΑ και με στοιχεία 31.12.2017, πάνω από 1 εκατ. Ευρωπαίοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές. Στην Ελλάδα οι εγγεγραμμένοι ξεπερνούσαν τις 20.000 στα κατά τόπον Μητρώα.
Πρόκειται για έναν σημαντικό κλάδο –στον οποίο ευλόγως η σημερινή εκδήλωση αφιερώνει ξεχωριστή ενότητα–, ο οποίος σε καθημερινή βάση:
- προσπαθεί να κερδίσει έντιμα την εμπιστοσύνη του πελάτη,
- αξιολογείται όχι μόνο για τον αριθμό των παραγόμενων συμβολαίων ή για το ύψος του εγγεγραμμένου ασφαλίστρου, που εισφέρει σε μια ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά και για τη διατηρησιμότητα, τον δείκτη ζημιών και την εν γένει ποιότητα του χαρτοφυλακίου που τοποθετεί στην επιχείρηση, και κυρίως
- κρίνεται από τον ίδιο τον πελάτη του για την ποιότητα της προσωπικής εξυπηρέτησης που του παρέχει, πριν και μετά την πώληση και καθόλη τη διάρκεια ζωής της σύμβασης ασφάλισης.
Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στις τεχνολογικές εξελίξεις. Στην Τράπεζα της Ελλάδος, παρακολουθούμε από κοντά τη διαδικασία ψηφιακού μετασχηματισμού στην οποία βρίσκονται τα τελευταία χρόνια οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον εκσυγχρονισμό των εσωτερικών διαδικασιών τους και την παροχή καλύτερων και πιο στοχευμένων προϊόντων.
Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης θα επιτρέψει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αναλύουν το μεγάλο όγκο δεδομένων (big data) που έχουν στη διάθεσή τους, για να βελτιώνουν διαρκώς τις ασφαλιστικές λειτουργίες τους, επιτυγχάνοντας ακριβέστερη εκτίμηση των κινδύνων που αναλαμβάνουν, περιορισμό της ασφαλιστικής απάτης, παροχή εξατομικευμένων προϊόντων και τιμολόγηση τους με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο εν εξελίξει ψηφιακός μετασχηματισμός της ασφαλιστικής αγοράς θα ενισχύσει παράλληλα την ευθύνη των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών των προϊόντων τους. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να προστατεύουν επαρκώς τα προσωπικά δεδομένα των πελατών τους από ενδεχόμενα διαρροής, ενώ πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων με χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης διέπονται από συνέπεια, διαφάνεια και αμεροληψία.
Ο ρόλος των κανονιστικών και εποπτικών αρχών στο νέο ψηφιακό τοπίο είναι εξαιρετικά σημαντικός, αφενός ενθαρρύνοντας την καινοτομία και τον υγιή ανταγωνισμό και, αφετέρου, προστατεύοντας τους καταναλωτές και την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων και της ασφαλιστικής αγοράς γενικότερα.
Σε αυτό το πλαίσιο προώθησης και υποστήριξης της καινοτομίας, από τον προηγούμενο μήνα η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θέσει σε λειτουργία έναν κόμβο καινοτομίας (Innovation Hub) για τις επιχειρήσεις, νεοφυείς και υφιστάμενες. Μέσω αυτού απαντώνται ερωτήματα εποπτικής και κανονιστικής φύσεως σχετικά με θέματα τεχνολογικής καινοτομίας (FinTech και InsurTech). Επιπλέον, παρέχονται μη δεσμευτικές οδηγίες για τη συμμόρφωση καινοτόμων χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών προϊόντων, υπηρεσιών ή επιχειρηματικών μοντέλων με τις υπάρχουσες κανονιστικές απαιτήσεις. Σημειωτέον ότι το σχετικό εποπτικό πλαίσιο διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη συμμετοχή όλων των χωρών.
Κλείνοντας, θα ήθελα να διαβεβαιώσω ακόμη μια φορά ότι η Εποπτική Αρχή στέκεται δίπλα στους εποπτευόμενους, και όχι απέναντί τους, σε κάθε προσπάθεια για την ενδυνάμωση της αγοράς και την ενίσχυση της ασφαλιστικής ιδέας στην ελληνική κοινωνία.
Σας ευχαριστώ και εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου σας!