Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικολάου Χ. Γκαργκάνα "Η προσαρμογή στην ενιαία νομισματική πολιτική της ΕΚΤ" στο γεύμα του Euro 50 Group
24/06/2005 - Ομιλίες
Ευχαριστώ τον καθηγητή κ.
Ρίτσαρντ Πόρτες για την ευγενική
παρουσίασή του. Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή
και ευχαρίστηση που μου δίνεται η ευκαιρία
να απευθυνθώ σε ένα τόσο διακεκριμένο
ακροατήριο, στο οποίο συγκαταλέγονται
προσωπικότητες από τον ακαδημαϊκό χώρο
αλλά και από το χώρο της οικονομικής πράξης
με ιδιαίτερη ενασχόληση στον τομέα της
ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και σε
γενικότερα ζητήματα που αφορούν το ευρώ.
Η παρούσα συνάντηση αποτελεί
σημαντικό γεγονός, καθώς πραγματοποιείται
σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία
εκδηλώνονται εντάσεις σχετικά με την
επίδραση που ασκεί στη ζώνη του ευρώ η
ενιαία νομισματική πολιτική, ενώ ορισμένοι
σχολιαστές έχουν διατυπώσει αμφιβολίες
σχετικά με τη διατηρησιμότητα της
νομισματικής ένωσης.
Η υιοθέτηση του ενιαίου
νομίσματος από την Ευρώπη αποτελεί ίσως το
πιο τολμηρό εγχείρημα που ανέλαβε ποτέ μια
μεγάλη και ανομοιογενής ομάδα κυρίαρχων
κρατών με σκοπό να καρπωθεί την αύξηση της
αποτελεσματικότητας που προκύπτει από τη
χρήση κοινού νομίσματος. Το ευρώ
δημιούργησε μια νέα νομισματική
πραγματικότητα για 300 εκατομμύρια
Ευρωπαίους πολίτες, κάτι που ελάχιστοι
μπορούσαν να φανταστούν πριν από μία γενεά.
Βεβαίως, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα
τολμηρά εγχειρήματα, το ευρώ είχε κι αυτό
καλές και κακές στιγμές. Όταν εισήχθη το 1999,
οι σκεπτικιστές αμφέβαλλαν αν το ευρώ θα
αποδεικνυόταν σταθερό νόμισμα. Και όμως, το
ευρώ, που ίσως είναι το πιο απτό σύμβολο της
διαδικασίας ολοκλήρωσης, βρίσκεται αυτή τη
στιγμή στον έβδομο χρόνο του και έχει πια
καθιερωθεί ως ένα σταθερό και αξιόπιστο
νόμισμα.
Σήμερα θέλω να εξετάσω ένα ζήτημα
για το οποίο έχει γίνει ευρύς διάλογος: κατά
πόσον η άσκηση μιας ενιαίας (δηλαδή κοινής
για όλους) νομισματικής πολιτικής είναι
κατάλληλη για όλα τα μέλη μιας
ανομοιογενούς νομισματικής ζώνης. Το θέμα
αυτό συζητείται ευρέως από την έναρξη της
ΟΝΕ. Οι διαφωνίες εντάθηκαν πρόσφατα, καθώς
υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την αυξημένη
απόκλιση των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ των
χωρών-μελών τα τελευταία τρίμηνα, ενώ έχουν
δημιουργηθεί και αβεβαιότητες λόγω της
απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης στα
δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στη Γαλλία
και την Ολλανδία. Προτού διατυπώσω τις
απόψεις μου, θα κάνω μια διευκρίνιση. Θα
εξετάσω το θέμα από τη σκοπιά της Ελλάδος,
που είναι μια μικρή ανοικτή οικονομία με
ιστορικό πολύ υψηλού πληθωρισμού και
τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων τη
δεκαετία του '80 και το πρώτο ήμισυ της
δεκαετίας του '90. Από τη σκοπιά άλλων χωρών
θα μπορούσαν κάλλιστα να αναδειχθούν
πλευρές του ζητήματος διαφορετικές από
αυτές που εγώ θα θίξω.
Η ΟΝΕ από τη σκοπιά της θεωρίας
των βέλτιστων νομισματικών περιοχών
Η ΟΝΕ έθεσε τη νομισματική
πολιτική ενώπιον μοναδικών προκλήσεων. Οι
σκεπτικιστές θεωρούσαν ότι μια ενιαία
νομισματική πολιτική είναι καταδικασμένη
να αποτύχει. Ο σκεπτικισμός αυτός
ενισχυόταν από τα επιχειρήματα της
παραδοσιακής θεωρίας των βέλτιστων
νομισματικών περιοχών, σύμφωνα με την οποία
η νομισματική ενοποίηση ενδείκνυται μόνο
για οικονομίες με ευέλικτες αγορές,
κινητικότητα της εργασίας, κεντρική άσκηση
της δημοσιονομικής πολιτικής και χαμηλή
συχνότητα εμφάνισης ασύμμετρων διαταραχών.
Είναι εμφανές ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν
ίσχυαν ―και δεν ισχύουν― για τη ζώνη του
ευρώ. Εξάλλου, η ζώνη του ευρώ
χαρακτηρίζεται από σημαντικά στοιχεία
δυσκαμψίας στις αγορές εργασίας και
προϊόντων, από έλλειψη ενός ισχυρού
κεντρικού μηχανισμού δημοσιονομικών
μεταβιβάσεων και από εθνικές οικονομίες
που η καθεμιά τους έχει τα δικά της θεσμικά
και οικονομικά χαρακτηριστικά. Εξαιτίας
των συνθηκών αυτών, η συχνότητα εμφάνισης
ασύμμετρων διαταραχών είναι υψηλή και οι
επιδράσεις τους έντονες.
Σύμφωνα με την ίδια
επιχειρηματολογία, υπό τις συνθήκες αυτές
οι ασύμμετρες διαταραχές είναι πιθανό να
προκαλούν διεύρυνση των διαφορών των τιμών,
με αποτέλεσμα η ύπαρξη ενός κοινού
ονομαστικού επιτοκίου στη νομισματική
ένωση να οδηγεί στη διαμόρφωση
διαφορετικών πραγματικών επιτοκίων στις
επιμέρους χώρες. Σε χώρες-μέλη με σχετικά
ισχυρή εγχώρια ζήτηση και πληθωρισμό
υψηλότερο του μέσου όρου, η ύπαρξη
χαμηλότερων πραγματικών επιτοκίων
πυροδοτεί την εγχώρια ζήτηση και τον
πληθωρισμό. Αντίστροφα, σε χώρες με σχετικά
ασθενή εγχώρια ζήτηση και πληθωρισμό
χαμηλότερο του μέσου όρου, η ύπαρξη υψηλών
πραγματικών επιτοκίων ασκεί περαιτέρω
καθοδικές πιέσεις στην εγχώρια ζήτηση και
τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή
μιας νομισματικής πολιτικής κοινής για
όλους δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων
των μελών της ένωσης.
Ωστόσο, αυτή η παραδοσιακή θεωρία
των βέλτιστων νομισματικών περιοχών
παραβλέπει ορισμένους σημαντικούς
παράγοντες, καθώς προσπαθεί να εντοπίσει
τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια
χώρα εκ των προτέρων, δηλ. προτού ενταχθεί
σε μια νομισματική ένωση. Γνωρίζουμε όμως
ότι η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση
μπορεί να επιφέρει αφ' εαυτής αλλαγές στη
διάρθρωση της οικονομίας και τις
οικονομικές επιδόσεις εκ των υστέρων, μέσω
τουλάχιστον δύο διαύλων: αφενός της
αυξημένης αξιοπιστίας και αφετέρου του
εμπορίου και της χρηματοοικονομικής
ολοκλήρωσης.
Πώς λειτουργεί ο δίαυλος της
αξιοπιστίας; Ιδίως για χώρες όπως η Ελλάδα,
η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, οι
οποίες έχουν πρόσφατο ιστορικό σχετικά
υψηλών ρυθμών πληθωρισμού, ένα από τα
σημαντικότερα οφέλη λόγω της συμμετοχής
στην ΟΝΕ ήταν η αύξηση της αξιοπιστίας
επειδή διασφαλίστηκε χαμηλότερος
πληθωρισμός σε σχέση με την περίοδο κατά
την οποία η άσκηση της νομισματικής
πολιτικής ήταν στη δικαιοδοσία των εθνικών
αρχών. Καθώς διαμορφώθηκαν σε χαμηλά
επίπεδα και σταθεροποιήθηκαν τόσο ο
πληθωρισμός όσο και οι πληθωριστικές
προσδοκίες, σχεδόν εξαλείφθηκαν οι
διαφορές των ονομαστικών επιτοκίων μεταξύ
αυτών των χωρών και των χωρών με ιστορικό
σχετικά χαμηλών ρυθμών πληθωρισμού, όπως η
Γερμανία. Επίσης, δεν υπάρχει πλέον ο
κίνδυνος υποτίμησης των νομισμάτων μεταξύ
των χωρών που συμμετέχουν στη νομισματική
ένωση, ούτε και το αντίστοιχο "ασφάλιστρο
κινδύνου" στα επιτόκια. Παράλληλα, με την
υποχώρηση των ονομαστικών επιτοκίων στις
χώρες που κατά παράδοση είχαν υψηλό
πληθωρισμό, περιορίστηκε και το κόστος
εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, με
αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η δημοσιονομική
προσαρμογή και να αποδεσμευθούν πόροι για
άλλες χρήσεις. Επιπλέον, σε συνθήκες
χαμηλού και σταθερού πληθωρισμού
επιμηκύνεται ο χρονικός ορίζοντας για τις
οικονομικές αποφάσεις, γεγονός που
ενθαρρύνει το μετασχηματισμό του
χρηματοπιστωτικού τομέα. Η επιμήκυνση του
χρονικού ορίζοντα των οικονομικών
αποφάσεων και η μείωση των επιτοκίων
ευνοούν τις ιδιωτικές επενδύσεις και την
ανάληψη κινδύνων, δημιουργώντας έτσι
ευνοϊκές προϋποθέσεις για ταχύτερους
ρυθμούς ανάπτυξης.
Για την Ελλάδα, η ένταξη στη ζώνη
του ευρώ δεν σήμανε μόνο την απώλεια της
ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής ―οι
συνέπειες της οποίας φάνηκαν καθαρά στη
διάρκεια της δεκαετίας του '80 και στις αρχές
της δεκαετίας του '90― αλλά και την αύξηση
της αξιοπιστίας που συνδεόταν με ένα
νομισματικό καθεστώς σταθερού και χαμηλού
πληθωρισμού. Κατά τη δεκαπενταετία μέχρι το
1994 ―έτος κατά το οποίο η Ελλάδα άρχισε να
καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για να
εκπληρώσει τα κριτήρια ένταξης στη ζώνη του
ευρώ― ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν
περίπου 20%, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός
αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ήταν κάτω του 1%.
Αντίθετα, κατά την τελευταία εξαετία ο
μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του
πραγματικού ΑΕΠ ξεπέρασε το 4%, ενώ ο μέσος
ετήσιος πληθωρισμός ήταν ελαφρά πάνω από το
3%. Η αύξηση της αξιοπιστίας προκύπτει
έμμεσα και από τις διαφορές των επιτοκίων.
Το 1997, όταν για πρώτη φορά εκδόθηκε δεκαετές
ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου στην
ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά, η διαφορά
αποδόσεων μεταξύ αυτού του ομολόγου και του
συγκρίσιμου γερμανικού ομολόγου ήταν 412
μονάδες βάσης, ενώ σήμερα είναι μόλις 24
μονάδες βάσης. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η
εγκατάλειψη της εθνικής νομισματικής
πολιτικής δεν συνιστούσε κόστος, αλλά
αντίθετα ωφέλεια.
Θα εξετάσω τώρα το δεύτερο δίαυλο
μέσω του οποίου η συμμετοχή στη νομισματική
ένωση επηρεάζει θετικά την οικονομία, αυτόν
του εμπορίου. Πρόσφατες εμπειρικές μελέτες
έχουν δείξει ότι η χρήση ενιαίου νομίσματος
μπορεί να προαγάγει το εμπόριο και την
ανάπτυξη πολύ περισσότερο από ό,τι ένα
καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών
ισοτιμιών μεταξύ διαφορετικών νομισμάτων.
Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, τα στοιχεία
δείχνουν ότι η υιοθέτηση του ευρώ έχει ήδη
αυξήσει τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών
μεταξύ των μελών της ΟΝΕ κατά 4-16% σε
σύγκριση με τις εμπορικές συναλλαγές
μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Η πρόοδος της
ολοκλήρωσης στον τομέα του εμπορίου οδηγεί
σε μεγαλύτερη συσχέτιση των οικονομικών
κύκλων των επιμέρους χωρών, καθώς οι
διαταραχές της ζήτησης είναι κοινές και το
ενδοκλαδικό εμπόριο είναι μεγαλύτερο, με
αποτέλεσμα να περιορίζεται η ανάγκη για
νομισματικές πολιτικές ειδικά
σχεδιασμένες για κάθε χώρα.
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους
οποίους η ύπαρξη νομισματικής ένωσης
περιορίζει τη συχνότητα της εμφάνισης
διαταραχών που αφορούν επιμέρους χώρες. Κατ'
αρχάς, δεν υφίσταται πλέον μία από τις
κύριες αιτίες των ασύμμετρων διαταραχών: οι
επιδράσεις των διαφορετικών νομισματικών
πολιτικών. Επιπλέον, είναι αναμενόμενο ότι
η πρόοδος της ολοκλήρωσης των
χρηματοπιστωτικών αγορών θα επιφέρει και
σύγκλιση των μηχανισμών μετάδοσης της
νομισματικής πολιτικής. Τέλος, το ενιαίο
νόμισμα συμβάλλει στην αύξηση της
διαφάνειας των τιμών και, ως εκ τούτου,
ενισχύει τον ανταγωνισμό στις αγορές
αγαθών, υπηρεσιών και συντελεστών
παραγωγής, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο
συντονισμός των οικονομικών κύκλων των
επιμέρους χωρών.
Διαφορές πληθωρισμού
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι
εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές
πληθωρισμού μεταξύ των μελών της ζώνης του
ευρώ. Τίθεται το ερώτημα πόσο σημαντικές
είναι αυτές και πόσο θα πρέπει να
ανησυχούμε. Τα πρόσφατα στοιχεία που
δημοσίευσε η ΕΚΤ δείχνουν ότι, την περίοδο
1990-1999, στις 12 χώρες που απαρτίζουν σήμερα τη
ζώνη του ευρώ ο βαθμός διασποράς των ρυθμών
πληθωρισμού ―μετρούμενος με βάση την
τυπική απόκλιση― υποχώρησε από 6
εκατοστιαίες μονάδες στις αρχές της
δεκαετίας του '90 σε ένα ελάχιστο επίπεδο (κάτω
της 1 εκατοστιαίας μονάδας) το δεύτερο
εξάμηνο του 1999. Έκτοτε η διασπορά των ρυθμών
πληθωρισμού μεταβλήθηκε πολύ λίγο - δηλ.
παραμένει κάτω της μίας εκατοστιαίας
μονάδας. Για να δοθεί ένα μέτρο σύγκρισης,
από το 1999 ο βαθμός διασποράς των ρυθμών
πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ κινείται
κοντά στο επίπεδο που παρατηρείται στις 14
μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ τις οποίες
καλύπτουν οι αμερικανικές στατιστικές
αρχές. Είναι αξιοσημείωτο ότι η διαδικασία
ονομαστικής σύγκλισης στη ζώνη του ευρώ δεν
συνοδεύθηκε από αύξηση της διασποράς των
ρυθμών ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ, η οποία
παραμένει κοντά στον ιστορικό μέσο όρο της (περίπου
2 εκατοστιαίες μονάδες) από την υιοθέτηση
του ευρώ.
Οι διαφορές πληθωρισμού σε μια
νομισματική ένωση παρέχουν πολύτιμες
ενδείξεις σχετικά με τις συνθήκες
προσφοράς και ζήτησης στις επιμέρους
περιοχές, διευκολύνοντας τις αναγκαίες
προσαρμογές όπου υπάρχουν οικονομικές
ανισορροπίες. Έτσι, οι διαφορές πληθωρισμού
αποτελούν σημαντικό παράγοντα για το
σχεδιασμό του μηχανισμού προσαρμογής. Παρ'
όλα αυτά, υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά
μεταξύ της ζώνης του ευρώ και των ΗΠΑ ως
προς το θέμα αυτό. Αν και οι διαφορές
πληθωρισμού δεν διευρύνθηκαν στη ζώνη του
ευρώ, εμφανίζουν σχετικά υψηλό βαθμό
επιμονής, ο οποίος είναι υψηλότερος από ό,τι
στις 14 μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ. Από
το 1999, σε 7 από τις 12 οικονομίες της ζώνης του
ευρώ καταγράφονται ετήσιοι ρυθμοί
πληθωρισμού οι οποίοι παραμένουν σταθερά
πάνω ή κάτω από το μέσο όρο της ζώνης του
ευρώ. Μία από τις χώρες αυτές είναι η Ελλάδα,
όπου ο πληθωρισμός υπερβαίνει σταθερά το
μέσο όρο της ζώνης του ευρώ κατά μιάμιση
εκατοστιαία μονάδα περίπου αφότου η Ελλάδα
έγινε μέλος της ζώνης το 2001.
Η επιμονή των διαφορών
πληθωρισμού στις οικονομίες της ζώνης του
ευρώ οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Σε
χώρες με σχετικά χαμηλά εισοδήματα, όπως η
Ελλάδα, ένας τέτοιος παράγοντας είναι η
λεγόμενη επίδραση Balassa-Samuelson, σύμφωνα με την
οποία οι μακροχρόνιες διαφορές του
πληθωρισμού μεταξύ οικονομιών οφείλονται
στους διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης της
παραγωγικότητας στους τομείς παραγωγής
εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων αγαθών
των οικονομιών αυτών. Η επίδραση αυτή, αν
και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί
επακριβώς ποσοτικά, φαίνεται ότι εξηγεί
μόνο εν μέρει τις επίμονες διαφορές
πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Σε κάθε
περίπτωση, η επίδραση αυτή είναι παροδική
και είναι μέρος αυτού που αποκάλεσα "μηχανισμό
προσαρμογής" - εν προκειμένω, προσαρμογής
σε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.
Υπάρχουν όμως και άλλοι
παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση
των διαφορών πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ
και που δεν είναι τόσο "αθώοι" όσο η
επίδραση Balassa-Samuelson. Σ' αυτούς
περιλαμβάνονται ο ανεπαρκής συντονισμός
των δημοσιονομικών πολιτικών, το γεγονός
ότι η εξέλιξη των μισθών δεν συμβαδίζει με
την εξέλιξη της παραγωγικότητας, καθώς και
η ύπαρξη διαρθρωτικών ανεπαρκειών, όπως
είναι τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές
προϊόντων και συντελεστών παραγωγής. Όπως
γνωρίζετε, η επίλυση των προβλημάτων αυτών
δεν εμπίπτει στο πεδίο της νομισματικής
πολιτικής. Για την ενίσχυση της ικανότητας
των επιμέρους χωρών να αντιδρούν σε
οικονομικές διαταραχές και εθνικές
αποκλίσεις, το κατάλληλο εργαλείο είναι η
εθνική οικονομική πολιτική. Πιστεύω ότι η
ΟΝΕ συνέβαλε ώστε να δοθεί ώθηση σε
μεταρρυθμίσεις στη ζώνη του ευρώ. Ήδη
συντελούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι
οποίες εξαλείφουν τις ακαμψίες που
συσσωρεύθηκαν στη διάρκεια δεκαετιών,
προετοιμάζουν τους κοινωνικούς θεσμούς για
τις επερχόμενες δημογραφικές αλλαγές και
αυξάνουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της
ζώνης του ευρώ. Είναι όμως σημαντικό να
ενισχυθεί περαιτέρω, μέσω της
απελευθέρωσης, ο ανταγωνισμός στις αγορές
εργασίας και προϊόντων, έτσι ώστε οι
πληροφορίες που μας δίνουν οι τιμές να
είναι πιο χρήσιμες - να έχουν μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα. Εξίσου σημαντικό
εργαλείο είναι η εθνική δημοσιονομική
πολιτική, επειδή μπορεί να αντιδρά στις
διαταραχές με τέτοιο τρόπο ώστε να
αντισταθμίζει τις διαφορές πληθωρισμού
καθώς εμφανίζονται. Εξάλλου, η υγιής
δημοσιονομική κατάσταση είναι βασικός
παράγοντας της σταθερότητας των τιμών και
είναι απαραίτητη προκειμένου να είναι
δυνατή η πλήρης λειτουργία των αυτόματων
σταθεροποιητών χωρίς τον κίνδυνο
διαμόρφωσης υπερβολικά υψηλών ελλειμμάτων.
Γι' αυτό είναι σημαντικό να επιδιώκουν οι
κυβερνήσεις την επίτευξη ισοσκελισμένων ή
πλεονασματικών προϋπολογισμών σε
περιόδους που οι συνθήκες όσον αφορά την
οικονομική δραστηριότητα είναι ευνοϊκές.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες αν
ακολουθηθούν τέτοιες πολιτικές; Όπως
ανέφερα προηγουμένως, η διασπορά των ρυθμών
αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του
ευρώ είναι σχετικά χαμηλή, μάλιστα της
ίδιας τάξεως με αυτή που παρατηρείται
μεταξύ των περιφερειών των ΗΠΑ. Όμως, στις
ΗΠΑ η διασπορά αυτή καταγράφεται γύρω από
ένα υψηλότερο μέσο ρυθμό ανάπτυξης. Από το
1999 η αμερικανική οικονομία, η οποία
χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ευελιξία σε
σχέση με την οικονομία της ζώνης του ευρώ,
αναπτύσσεται με μέσο ρυθμό της τάξεως του
3,1%, έναντι 1,9% περίπου στη ζώνη του ευρώ.
Αν και από την έναρξη της ΟΝΕ
έχουν εφαρμοστεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις,
η ζώνη του ευρώ εξακολουθεί να μην είναι
βέλτιστη νομισματική περιοχή κατά την
παραδοσιακή έννοια του όρου. Για το λόγο
αυτό είναι σημαντικό οι εθνικές πολιτικές
για την αγορά εργασίας να αυξήσουν την
ευελιξία της αγοράς αυτής σε εθνικό και
περιφερειακό επίπεδο. Οι διαρθρωτικές
πολιτικές θα πρέπει επίσης να στοχεύουν
στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του
μηχανισμού διαμόρφωσης των μισθών και των
τιμών, έτσι ώστε να περιοριστεί η επιμονή
των διαφορών πληθωρισμού. Εν προκειμένω,
οφείλω να επισημάνω ότι σε ορισμένες χώρες,
όπως η Ελλάδα, η συμπεριφορά των μισθών δεν
έχει προσαρμοστεί πλήρως στο νέο καθεστώς.
Συμπεράσματα
Θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με
τις εξής σκέψεις. Οι πρόσφατες εξελίξεις
αποτέλεσαν την αφορμή για λαϊκιστικές
ρητορείες που αμφισβητούν τη σκοπιμότητα
της ύπαρξης ενιαίου νομίσματος στην Ευρώπη.
Ορισμένοι σχολιαστές θέτουν το ερώτημα
γιατί χρειάζεται να υπάρχει νομισματική
ένωση στην Ευρώπη. Η άποψή μου είναι τελείως
διαφορετική. Όπως και οι συνάδελφοί μου στο
Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, απορρίπτω ως
παράλογη την πιθανολόγηση ότι το μέλλον της
ζώνης του ευρώ είναι αμφίβολο. Η εφαρμογή
ενιαίας νομισματικής πολιτικής κοινής για
όλους υπήρξε μέχρι στιγμής πολύ
επιτυχημένη, εξασφαλίζοντας σταθερότητα
τιμών, με συνέπεια οι μεταβολές των τιμών να
παρέχουν αποτελεσματικότερη πληροφόρηση
σχετικά με τις συνθήκες της προσφοράς και
της ζήτησης.
Καρπός της αξιοπιστίας της
νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι τα
επιτόκια που βρίσκονται σε ιστορικώς
χαμηλά επίπεδα σε όλες τις χώρες-μέλη της
ζώνης του ευρώ. Όμως, η σταθερότητα των
τιμών και τα χαμηλά επιτόκια δεν επαρκούν
για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και
τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην
Ευρώπη, αλλά αποτελούν την απαραίτητη βάση
για την οικοδόμηση μιας πιο δυναμικής
Ευρώπης. Κατά τη γνώμη μου, οι πρόσφατες
εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι σε μια
νομισματική ένωση χρειάζεται να υπάρχουν
μεγαλύτερη ευελιξία και υψηλότερος βαθμός
ανταγωνισμού από ό,τι σε μεμονωμένες χώρες
που ασκούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική
η καθεμία. Οι ευέλικτες αγορές και η τήρηση
αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων δεν είναι
πολυτέλεια για τα μέλη μιας νομισματικής
ένωσης, αλλά εκ των ων ουκ άνευ για τη σωστή
λειτουργία της ένωσης. Σ' αυτούς που
αμφισβητούν τη σκοπιμότητα της ύπαρξης
ενιαίου νομίσματος, θα απαντήσω με τη σοφή
ρήση του Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα George
Bernard Shaw: "Ορισμένοι βλέπουν τα πράγματα
όπως είναι και ρωτούν 'γιατί;', ενώ εγώ βλέπω
τα πράγματα όπως θα μπορούσαν να είναι και
ρωτώ 'γιατί όχι;'". Κυρίες και κύριοι, εγώ
έτσι βλέπω το μέλλον της Ευρώπης. Πράγματι,
γιατί όχι;
Κυρίες και κύριοι, ευχαριστώ για
την προσοχή σας.