Εικοστό δεύτερο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου - Ιανουάριος 2004
29/01/2004 - Δελτία Τύπου
Κυκλοφόρησε το τεύχος 22 (Ιανουάριος
2004) του "Οικονομικού Δελτίου" της
Τράπεζας της Ελλάδος. Στο "Οικονομικό
Δελτίο" δημοσιεύονται τρεις μελέτες. Οι
μελέτες αυτές, οι οποίες, όπως πάντοτε,
απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι
κατ' ανάγκη της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι
οι εξής:
Παναγιώτης Π. Αθανάσογλου και
Σοφοκλής Ν. Μπρισίμης, ''Η επίδραση των
συγχωνεύσεων και εξαγορών στην
αποτελεσματικότητα των τραπεζών στην
Ελλάδα''. Η μελέτη εξετάζει τις συγχωνεύσεις
και εξαγορές (Σ&Ε) που άρχισαν να
πραγματοποιούνται στην ελληνική τραπεζική
αγορά από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας
του 1990. Ειδικότερα διερευνάται η επίδραση
των Σ&Ε στην αποτελεσματικότητα κόστους
και κερδών των τραπεζών. Για το σκοπό αυτό
αναλύονται οι χρηματοοικονομικοί δείκτες
με τρεις μεθόδους που είναι
συμπληρωματικές μεταξύ τους. Διερευνάται
επίσης η ύπαρξη οικονομιών κλίμακας στην
τραπεζική αγορά και η αξιοποίησή τους λόγω
των Σ&Ε. Στην περίοδο πριν από τις Σ&Ε, οι
ελληνικές τράπεζες παρουσίαζαν σημαντικά
περιθώρια βελτίωσης της
αποτελεσματικότητάς τους, τα οποία στις
τράπεζες μικρού και μεγάλου μεγέθους ήταν
ευρύτερα από ό,τι στις τράπεζες μεσαίου
μεγέθους. Παρόμοια ήταν η εικόνα των
ευρωπαϊκών τραπεζών την ίδια περίοδο, αν
και τα περιθώρια βελτίωσης της
αποτελεσματικότητας ήταν μικρότερα. Η
ανάλυση (με βάση δείκτες κόστους και κερδών
για ομάδες τραπεζών ανάλογα με το μέγεθός
τους) δείχνει ότι στην Ελλάδα γενικά
βελτιώθηκαν οι επιδόσεις των τραπεζών που
συγχωνεύθηκαν και ότι στην εξέλιξη αυτή
συνέβαλε θετικά η άνοδος της
παραγωγικότητας της εργασίας. Όταν οι
επιδόσεις των τραπεζών συγκρίνονται προς
εκείνες της τράπεζας που εμφανίζει την
καλύτερη κάθε φορά επίδοση, προκύπτει ότι
με τις Σ&Ε αξιοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό,
αλλά δεν εξαντλήθηκαν, τα σημαντικά
περιθώρια βελτίωσης της
αποτελεσματικότητας κόστους και κερδών που
υπήρχαν. Όσον αφορά τις οικονομίες κλίμακας,
διαπιστώθηκε ότι, πριν από τις Σ&Ε, οι
μικρού και μεσαίου μεγέθους τράπεζες
χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη οικονομιών
κλίμακας, τις οποίες εκτιμάται ότι στη
συνέχεια οι συγχωνευθείσες τράπεζες
αξιοποίησαν.
Σοφία Μ. Λαζαρέτου, "Νομισματικό
Σύστημα και Μακροοικονομική Πολιτική στην
Ελλάδα: 1833-2003" Η μελέτη περιγράφει την
αναπτυξιακή πορεία και τη μακροοικονομική
δυναμική του σύγχρονου ελληνικού κράτους
υπό το πρίσμα των νομισματικών και
δημοσιονομικών εξελίξεων. Αρχικά
εξετάζεται η περίοδος από το 1833 μέχρι τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην εποχή του
παραδοσιακού κανόνα χρυσού, το ελληνικό
κράτος υπέφερε από δημοσιονομική ένδεια
και νομισματική απομόνωση, ενώ η πρώτη φορά
που η Ελλάδα εφάρμοσε με επιτυχία και
συνέπεια μια πολιτική κανόνα χρυσού ήταν το
1910, μόλις τέσσερα χρόνια πριν από την
οριστική κατάρρευση του διεθνούς κανόνα
χρυσού. Στη συνέχεια εξετάζεται η περίοδος
του Μεσοπολέμου, κατά την οποία η χώρα,
ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, ίδρυσε
αυτοτελή κεντρική τράπεζα και συνέδεσε το
νόμισμά της με τη στερλίνα - συνάλλαγμα
χρυσής βάσης. Η μελέτη, αφού αναφέρεται στην
κατάρρευση της οικονομίας κατά τη
Γερμανική Κατοχή και τις προσπάθειες
νομισματικής ανασυγκρότησης μετά την
απελευθέρωση, αναλύει το "αναπτυξιακό
θαύμα" της περιόδου που ακολούθησε καθώς
και την πολιτική της διολίσθησης της
δραχμής και τα προβλήματα της ανάπτυξης
μετά το 1974. Η μελέτη καταλήγει εξετάζοντας
τη δεκαετία του 1990 και την πορεία προς την
ΟΝΕ. Η ιστορική αυτή επισκόπηση των
προσπαθειών της Ελλάδος να συμμετάσχει στα
κατά καιρούς επικρατούντα διεθνή
νομισματικά συστήματα, δηλαδή σε "λέσχες
νομισματικής σταθερότητας", υποδηλώνει
ότι η δημοσιονομική σταθερότητα αποτελεί
προϋπόθεση της νομισματικής σταθερότητας,
η οποία - με τη σειρά της - ήταν βεβαίως
προϋπόθεση για τη συμμετοχή στα συστήματα
αυτά.
Νικόλαος Π. Καράμπαλης και
Ευριπίδης Κ. Κοντέλης, "Εναλλακτικοί
τρόποι μέτρησης του πληθωρισμού" Ο
πληθωρισμός καταγράφεται επίσημα από τον
Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) που
καταρτίζεται και δημοσιεύεται από την ΕΣΥΕ.
Επειδή όμως η εξέλιξη του ΔΤΚ επηρεάζεται
σημαντικά από διάφορους εξωγενείς
παράγοντες ή παράγοντες που τελούν υπό
διοικητικό έλεγχο, είναι δυνατόν να μην
εκφράζει πάντοτε επακριβώς την πραγματική
"τάση" του πληθωρισμού. Στη μελέτη
εξετάζονται διάφοροι δείκτες, οι οποίοι
υπολογίζονται έμμεσα με βάση τα αναλυτικά
δεδομένα του επίσημου ΔΤΚ. Οι δείκτες αυτοί,
που αποτελούν εναλλακτικούς τρόπους
μέτρησης της ¨"τάσης" του πληθωρισμού,
είναι ο Δομικός Πληθωρισμός ή "πυρήνας"
του πληθωρισμού (δηλαδή ο ΔΤΚ χωρίς τα νωπά
οπωροκηπευτικά και τα καύσιμα), καθώς και
ορισμένα καθαρώς στατιστικά μέτρα (ο ΔΤΚ
χωρίς τις εκάστοτε ακραίες μεταβολές, η "Σταθμισμένη
Διάμεσος" και ο "Περικομμένος Μέσος").
Από την ανάλυση των δεικτών αυτών και τη
σύγκρισή τους με κατάλληλα μέτρα αναφοράς
προκύπτει ότι ο Δομικός Πληθωρισμός ή "πυρήνας
του πληθωρισμού" μπορεί να θεωρηθεί ως ο
"καλύτερος" δείκτης για την καταγραφή
της πραγματικής τάσης του πληθωρισμού.
Στο τεύχος επίσης
περιλαμβάνονται περιλήψεις των "δοκιμίων
εργασίας" τα οποία δημοσιεύει (στην
αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών
της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της
Τράπεζας, στατιστικό τμήμα με βασικούς
οικονομικούς δείκτες, καθώς και παράρτημα
με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του
Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της
Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση
και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων
και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού
συστήματος (στο διάστημα Ιουλίου 2003-Ιανουαρίου
2004).
Το τεύχος του "Οικονομικού
Δελτίου" είναι διαθέσιμο και σε
ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα της
Τράπεζας της Ελλάδος: www.bankofgreece.gr