EN

Δελτία Τύπου

  • Κοινοποίηση:

Τριακοστό πρώτο τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος

16/12/2008 - Δελτία Τύπου

Κυκλοφόρησε το τεύχος 31 (Νοέμβριος 2008) του “Οικονομικού Δελτίου” της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο “Οικονομικό Δελτίο” δημοσιεύονται 3 μελέτες.

Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ' ανάγκη της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο 31ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής μελέτες:

Ιωάννης Ασημακόπουλος, Διονύσης Λαλούντας και Κωνσταντίνος Συριόπουλος, "Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της επιβίωσης των επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών ".

Η διερεύνηση των παραγόντων που προσδιορίζουν την επιβίωση των επιχειρήσεων σε μία οικονομία έχει απασχολήσει τους οικονομολόγους επί δεκαετίες. Η συνήθης προσέγγιση συνίσταται στην εκτίμηση της πιθανότητας εμφάνισης χρηματοοικονομικής δυσπραγίας ή πτώχευσης μιας επιχείρησης. Η δημοσιευόμενη μελέτη, η οποία χρησιμοποιεί ως δείγμα τις επιχειρήσεις που εισήγαγαν τις μετοχές τους προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών την περίοδο 1993-2006, εφαρμόζει ορισμένα εναλλακτικά (παραμετρικά και μη παραμετρικά) υποδείγματα επιβίωσης, προκειμένου να προσεγγίσει από διαφορετική σκοπιά το ζήτημα της επιβίωσης ή της εξόδου από τη χρηματιστηριακή αγορά. Ως κριτήριο μη επιβίωσης μιας επιχείρησης χρησιμοποιείται είτε η αναστολή διαπραγμάτευσης των μετοχών της για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών είτε η ένταξή της σε καθεστώς επιτήρησης. Εξετάζονται η δανειακή επιβάρυνση καθώς και μη χρηματοοικονομικοί προσδιοριστικοί παράγοντες, όπως το μέγεθος, ο κλάδος δραστηριοποίησης, η μορφή εταιρικής διακυβέρνησης και άλλα χαρακτηριστικά που συνδέονται με το περιβάλλον στο οποίο ενεργοποιούνται οι επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, ο κίνδυνος μη επιβίωσης στην κεφαλαιαγορά είναι αρχικά μικρός, στη συνέχεια αυξάνεται, μεγιστοποιείται στα 7 έτη περίπου και ακολούθως βαίνει μειούμενος. Συνεπώς, ενισχύεται η άποψη ότι η επένδυση στη χρηματιστηριακή αγορά πρέπει να έχει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, καθώς ο κίνδυνος εξόδου μειώνεται με το χρόνο. Οι επιχειρήσεις με υψηλή δανειακή επιβάρυνση αντιμετωπίζουν αναλογικά μεγαλύτερο κίνδυνο να τεθούν σε επιτήρηση ή να εξέλθουν τελικά από τη χρηματιστηριακή αγορά, σε σχέση με επιχειρήσεις με χαμηλή δανειακή επιβάρυνση. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε κλάδους όπου ο ρυθμός εισαγωγής νέων επιχειρήσεων είναι υψηλός αντιμετωπίζουν αναλογικά μεγαλύτερο κίνδυνο να τεθούν σε επιτήρηση. Επίσης, καθοριστικός παράγοντας παραμονής μιας επιχείρησης στην αγορά είναι το αρχικό της μέγεθος. Συνεπώς, μεταξύ δύο επιχειρήσεων που έχουν υψηλή δανειακή επιβάρυνση και δραστηριοποιούνται σε έναν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό κλάδο, αυτή που έχει διπλάσια σχεδόν πιθανότητα να εξέλθει από την αγορά είναι η μικρότερη σε μέγεθος.

Αντίθετα με τα ανωτέρω, παράγοντες όπως η μορφή εταιρικής διακυβέρνησης και το μακροοικονομικό περιβάλλον δεν φαίνεται να ασκούν στατιστικά σημαντική επίδραση (με εξαίρεση για τον τελευταίο παράγοντα την εκτίμηση της συνάρτησης κινδύνου μέσω παραμετρικών υποδειγμάτων).

Παύλος Πέτρουλας, "Ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα: παραγωγικότητα και διάχυση τεχνολογίας".

Τα τελευταία χρόνια, η μεγάλη αύξηση των διεθνών ροών κεφαλαίων που κατευθύνονται σε ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) έχει αυξήσει και το ενδιαφέρον της οικονομικής θεωρίας για τις επιδράσεις των (ΞΑΕ) στην οικονομία της χώρας υποδοχής. Τα κυριότερα ζητήματα που απασχολούν τους ερευνητές είναι: (α) τα οφέλη που προέρχονται από τις ΞΑΕ και μπορούν να οδηγήσουν στην άμεση αύξηση της εγχώριας παραγωγικότητας, αλλά και στην έμμεση αύξησή της μέσω της διάχυσης της τεχνολογίας και (β) το κόστος για τις εγχώριες εταιρίες από τη διείσδυση ανταγωνιστών στην αγορά. Για την Ελλάδα, τα ζητήματα αυτά έχουν μεγάλη σημασία, καθώς ο βαθμός προσέλκυσης άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό στη χώρα, κυρίως σε σύγκριση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και της ζώνης του ευρώ), εμφανίζεται πολύ χαμηλός.

Η μελέτη διερευνά, με βάση ένα μεγάλο δείγμα ελληνικών εταιριών για τα έτη 2002-2006, τις επιδράσεις που έχουν οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα. Στη σχετική οικονομετρική διερεύνηση, η ομάδα αναφοράς είναι οι αμιγώς εγχώριες εταιρίες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ελληνικές εξαγωγικές εταιρίες είναι, κατά μέσον όρο, 9% πιο παραγωγικές από τις αμιγώς εγχώριες εταιρίες. Αντίστοιχα, οι ελληνικές πολυεθνικές (δηλαδή ελληνικές εταιρίες που έχουν πραγματοποιήσει άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό) είναι, κατά μέσον όρο, 41% πιο παραγωγικές από την ομάδα αναφοράς, ενώ οι ελληνικές εταιρίες στις οποίες έχουν γίνει ξένες άμεσες επενδύσεις (δηλαδή οι ελληνικές εταιρίες στις οποίες ο ξένος μέτοχος κατέχει τουλάχιστον το 10% των μετοχών) είναι, κατά μέσον όρο, περίπου 59% πιο παραγωγικές από την ομάδα αναφοράς. Επίσης, η διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ αφενός των ελληνικών εταιριών στις οποίες έχουν γίνει ξένες άμεσες επενδύσεις και αφετέρου των ελληνικών πολυεθνικών (δηλαδή αυτών που έχουν πραγματοποιήσει άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό) εξαρτάται από το ποσοστό συμμετοχής της ξένης άμεσης επένδυσης στις εταιρίες της πρώτης κατηγορίας. Όταν το ποσοστό αυτό είναι 50% ή μικρότερο δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά ως προς την παραγωγικότητα μεταξύ των εν λόγω εταιριών και των ελληνικών πολυεθνικών εταιριών.

Τέλος, η παρουσία ξένων άμεσων επενδύσεων φαίνεται να έχει θετική επίδραση στη διάχυση τεχνολογίας στην ελληνική οικονομία. Η διάχυση τεχνολογίας είναι στατιστικά σημαντική για μικρότερες εταιρίες που βρίσκονται στα ενδιάμεσα κλιμάκια παραγωγικότητας. παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η συνολική εικόνα είναι ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις έχουν θετική επίδραση, άμεση και έμμεση, στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Τάσος Αναστασάτος και Κωνσταντίνα Μάνου, " Κερδοσκοπικές επιθέσεις στη δραχμή και η μετάβαση στο ευρώ".

Η μελέτη επιχειρεί να συνεισφέρει στο διάλογο σχετικά με τα βραχυχρόνια και μακροχρόνια οφέλη από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001, η οποία αποτέλεσε γεγονός καθοριστικής σημασίας για την οικονομική ιστορία της χώρας. Ειδικότερα, η μελέτη εξετάζει μια σημαντική πτυχή του ελληνικού νομισματικού φαινομένου, τις περιπτώσεις πιέσεων επί της δραχμής στη διάρκεια της περιόδου 1960-2000. Μεταξύ άλλων, η εξέταση αυτή αναδεικνύει το πρώτο προφανές όφελος από την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, την απαλλαγή από τις συναλλαγματικές κρίσεις και από τα ισχυρά πλήγματα που επιφέρουν σε όρους σταθερότητας και ανάπτυξης στις οικονομίες στις οποίες ενσκήπτουν. Η ανάλυση επιβεβαιώνει το συμπέρασμα της διεθνούς βιβλιογραφίας ότι για τις μικρές ανοικτές οικονομίες, όπως η ελληνική, οι διαθέσιμες επιλογές για το καθεστώς της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι οι δύο ακραίες, της πλήρως ελεύθερης διακύμανσης και της ένταξης σε μια νομισματική ένωση. Τα καθεστώτα ενδιάμεσου βαθμού ευελιξίας έχουν χαμηλότερες πιθανότητες βιωσιμότητας, λόγω του ότι τείνουν να προσκαλούν κερδοσκοπικές επιθέσεις. Για τις χώρες που βρίσκονται σε φάση μετάβασης προς την Οικονομική και Νομισματική Ένωση αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο κριτήριο συμπεριφοράς.

Όσον αφορά την σχέση των συναλλαγματικών κρίσεων με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, το κεντρικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν όλα τα γεγονότα με βάση ένα μοναδικό σκεπτικό αιτιοτήτων και αλληλουχιών. Η μακρά περίοδος που καλύπτεται από την εμπειρική ανάλυση ενσωματώνει πολλές αλλαγές στο καθεστώς της συναλλαγματικής ισοτιμίας και στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Παρά ταύτα, μπορεί να συναχθεί το γενικότερο συμπέρασμα ότι οι κερδοσκοπικές επιθέσεις επί της δραχμής έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 συνδέονται σημαντικά με μια σειρά μακροοικονομικών ανισορροπιών, ιδιαιτέρως αυτές που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τα νομισματικά μεγέθη. Μετά τη δομική αλλαγή στη νομισματική πολιτική που επήλθε από την ανάγκη εκπλήρωσης των κριτηρίων του Μάαστριχτ, οι όποιες διαταραχές προέκυψαν περισσότερο λόγω της μετάδοσης διεθνών κρίσεων εντός ενός αυξανόμενα διασυνδεδεμένου διεθνούς περιβάλλοντος. Επιπροσθέτως, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες κερδοσκοπικές επιθέσεις κατέληξαν σε υποτιμήσεις χαρακτηρίζονταν από βαθύτερες δομικές ανισορροπίες, σε αντίθεση με τις πιέσεις που αποκρούστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος και οι οποίες ήταν μάλλον απότοκοι εφήμερων προσδοκιών της αγοράς.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος για την αποτροπή των συναλλαγματικών κρίσεων, λαμβανομένης υπόψη της μερικής ανεξαρτησίας η οποία την χαρακτήριζε μέχρι το 1994 και του συγκεκριμένου ειδικού βάρους της εντός του διεθνούς χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί επιτυχημένη. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται αν γίνουν συγκρίσεις με το κόστος σε όρους οικονομικής μεγέθυνσης και διαταραχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο κατέβαλαν χώρες με παρόμοια δομικά προβλήματα οι οποίες υπήρξαν θύματα επιθέσεων.

Η μελέτη καταλήγει με το συμπέρασμα ότι η αυξημένη αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του καταστατικού προσανατολισμού της σε πολιτικές σταθερότητας καθώς και η πολλαπλάσια ικανότητα παρέμβασής της προς στήριξη του νομίσματος δίνουν ένα μέτρο των μακροχρόνιων οφελών από την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Η νομισματική σταθερότητα είναι ιδιαιτέρως σημαντική λόγω: (α) της αυξανόμενης διασύνδεσης και του ανοίγματος της Ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και (β) της αυξανόμενης κινητικότητας των διεθνών χρηματοοικονομικών κεφαλαίων και της ενδογενούς τάσης τους να αναλύουν λεπτομερώς ευκαιρίες κερδοφορίας που προκύπτουν από υπαρκτές και δυνητικές αδυναμίες των οικονομιών. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι – όπως έχει προκύψει μετά τη συγγραφή της μελέτης -- τα οφέλη από την ένταξη στη ζώνη του ευρώ αναδεικνύονται και αν ληφθούν υπόψη τα προβλήματα που έχουν αντιμετωπίσει στη διάρκεια της εν εξελίξει διεθνούς κρίσης ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ.

* * *

Στο 31ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης (α) περιλήψεις των "δοκιμίων εργασίας" τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 2008 και (β) παράρτημα με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2008). Στο παράρτημα δημοσιεύεται η Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος υπ' αριθ. 2602/4.2.2008, η οποία αφορά την αναπροσαρμογή των ανωτάτων ορίων ποινών που μπορούν να επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στα εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα και τον καθορισμό προθεσμίας καταβολής των επιβαλλόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος προστίμων, η ΠΔ/ΤΕ 2603/4.2.2008, η οποία αφορά τα κριτήρια και τη διαδικασία εξέτασης από την Τράπεζα της Ελλάδος αιτημάτων ίδρυσης από τα πιστωτικά ιδρύματα νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, και η ΠΔ/ΤΕ 2604/4.2.2008, η οποία αφορά την απόκτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα "ειδικών συμμετοχών" στο μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επίσης, δημοσιεύεται περίληψη της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος υπ' αριθ. ΠΔ/ΤΕ 2606/21.2.2008, με την οποία καθορίζονται και κωδικοποιούνται οι υποχρεώσεις περιοδικής υποβολής εποπτικής φύσεως στοιχείων και πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα προς την Τράπεζα της Ελλάδος.

Το τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" είναι διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος: www.bankofgreece.gr

 

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι