Εισαγωγική Τοποθέτηση του κ. Γιάννη Στουρνάρα για την Ελληνική Οικονομία και το Τραπεζικό Σύστημα - Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφελείας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης - Βουλή των Ελλήνων
25/06/2014 - Ομιλίες
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από την έναρξη του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία σημαντικού μετασχηματισμού.
Η εξάλειψη των διδύμων ελλειμμάτων, του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που αποτέλεσαν τα δύο βασικά αίτια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, είναι αποτέλεσμα μίας μεγάλης προσπάθειας. Το 2013, τα δίδυμα ελλείμματα μετατράπηκαν σε πλεονάσματα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο 2008-2013 βελτιώθηκε κατά 15,7% του ΑΕΠ, και το 2013 ήταν 0,8% του ΑΕΠ. Επιπλέον η Ελλάδα, αφού υπερέβη οριακά το δημοσιονομικό στόχο το 2012, ξεπέρασε σημαντικά το στόχο του προγράμματος για το 2013 για ισοσκελισμένο πρωτογενές αποτέλεσμα, με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 0,8% του ΑΕΠ σε όρους προγράμματος. Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι ακόμη πιο έντονη σε κυκλικά διορθωμένους όρους. Το κυκλικά διορθωμένο έλλειμμα την περίοδο 2009-2013, εξαιρουμένου του κόστους που σχετίζεται με τη στήριξη των τραπεζών, βελτιώθηκε κατά περίπου 21% του ΑΕΠ και έγινε πλεονασματικό το 2013.
Σήμερα, ύστερα από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης που είχε ως αποτέλεσμα τη σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 25% περίπου και τη χειροτέρευση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, τα σημάδια της ανάκαμψης είναι εμφανή.
Η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται. Το Κράτος και στη συνέχεια οι ελληνικές τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις τους τελευταίους μήνες απέκτησαν και πάλι πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Συγκεκριμένα:
• Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες πραγματοποίησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 8,3 δισεκ. ευρώ, με μεγάλη συμμετοχή ξένων επενδυτών.
• Επιτυχής ήταν και η έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, από τις οποίες άντλησε κεφάλαια ύψους 3 δισεκ. ευρώ με έκδοση πενταετών ομολόγων.
• Μεγάλες ελληνικές εταιρίες την περίοδο ∆εκεµβρίου 2012-Μαΐου 2014 άντλησαν συνολικά 4,8 δισεκ. ευρώ από τις αγορές εταιρικών ομολόγων του εξωτερικού.
Ενδείξεις θετικών εξελίξεων παρουσιάζουν και τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας.
- Η αποκλιμάκωση της ύφεσης από τις αρχές του 2013 έως σήμερα είναι σημαντική. Αν συνεχιστεί η έως τώρα τάση μέχρι το τέλος του έτους, το ΑΕΠ το 2014 θα παρουσιάσει αύξηση περί το 0,5%.
- Η κατανάλωση, που αποτελεί τη σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης.
- Θετική αναμένεται να είναι και η συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου, κυρίως λόγω της μεγάλης αύξησης των εισπράξεων από τον τουρισμό, ενώ τα έσοδα από τη ναυτιλία κινούνται θετικά, αντανακλώντας την ανοδική τάση του παγκόσμιου εμπορίου.
- Στην πλευρά της παραγωγής θα πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθούν η τάση σταθεροποίησης της βιομηχανικής παραγωγής και οι πιο αισιόδοξες προοπτικές που διατυπώνονται για τους επόμενους μήνες στους δείκτες υπευθύνων προμηθειών.
- Τέλος υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις και για την απασχόληση, η οποία παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης. Ωστόσο, το επίπεδο της ανεργίας --ιδιαίτερα της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων-- παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και αναμένεται να αποκλιμακωθεί μόνο σταδιακά, δεδομένης και της υφιστάμενης υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία ενισχύουν τις προβλέψεις για σταδιακή επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά εντός του τρέχοντος έτους. Η ανάκαμψη της οικονομίας θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Ενδεικτικά ως προς τις εξαγωγές αγαθών, αξίζει να αναφερθεί ότι παρά τις δυσχέρειες στη χρηματοδότηση που συνάντησαν οι ελληνικές επιχειρήσεις, τόσο το 2012 όσο και το 2013, ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών αγαθών υπερκέρασε τον παγκόσμιο μέσο όρο, τάση που εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2014 λόγω της βελτίωσης στα μεγέθη της ανταγωνιστικότητας κόστους, τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών χρηµατοδότησης και την άνοδο της παγκόσµιας ζήτησης.
Ως προς τις εξαγωγές υπηρεσιών, από την πλευρά του τουρισμού οι ενδείξεις είναι παραπάνω από ενθαρρυντικές: Το α΄τετράμηνο του 2014 τα έσοδα από τουριστικές υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά 27.8%, ενώ οι αφίξεις κατά 21.1% σε σχέση με το α΄τετράμηνο του 2013.
Επίσης, σε ευνοϊκή εκτίμηση για την περαιτέρω πορεία της κατανάλωσης συνηγορούν πρόδροµοι δείκτες όπως οι λιανικές πωλήσεις και ο δείκτης καταναλωτικής εµπιστοσύνης. Οι πρώτες παρουσιάζουν σταθεροποίηση το α΄τρίμηνο του 2014, ενώ ο δείκτης καταναλωτικής εµπιστοσύνης βελτιώνεται συνεχώς µέχρι και το Μάιο του 2014.
Πέραν των ανωτέρω, η ανάκαµψη της οικονοµίας προϋποθέτει και την αντιστροφή της αρνητικής πορείας των επενδύσεων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η συνεχιζόμενη μείωση των επενδύσεων το α΄τρίμηνο του 2014 αντανακλά τη συνεχιζόμενη πτώση των επενδύσεων σε κατοικία (-42.3%), ενώ οι επενδύσεις εκτός των επενδύσεων σε κατοικία παρουσιάζουν μικρή αύξηση (1.7%).
Η ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων είναι εφικτή μέσω της βελτίωσης των επιχειρηµατικών προσδοκιών και του κλίµατος εµπιστοσύνης αλλά και: (α) της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε εναλλακτικές πηγές χρηµατοδότησης, όπως η έκδοση εταιρικών οµολόγων, (β) της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων, η οποία έχει ήδη αυξηθεί και (γ) της δηµιουργίας του Ελληνικού Επενδυτικού Ταµείου η οποία αναµένεται να λειτουργήσει θετικά στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Προϋπόθεση βέβαια για να οδηγήσουν οι παράγοντες αυτοί σε ανάκαµψη των επενδύσεων είναι να διατηρηθεί αµείωτο το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών που καταγράφεται σήµερα.
Όσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο, τα δεδομένα δείχνουν ότι η επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση και ανασυγκρότησή του έχουν δημιουργήσει τις στέρεες βάσεις που απαιτούνται για να μπορέσει σύντομα ο κλάδος να ενισχύσει πιο δυναμικά την ανάκαμψη της οικονομίας. Αν και οι τράπεζες δεν έχουν ουσιαστικά επιστρέψει σε κερδοφορία, καθώς τα θετικά μεγέθη που κατεγράφησαν στο τέλος του 2013 οφείλονται ουσιαστικά σε μη επαναλαμβανόμενες πηγές εσόδων, η σημαντική εξοικονόμηση πόρων από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησής τους και την περιστολή δαπανών έχουν συμβάλει στην καταγραφή θετικών οργανικών αποτελεσμάτων πριν από τις προβλέψεις για τον πιστωτικό και άλλους κινδύνους.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2014, τα μετά από τις προβλέψεις αποτελέσματα των τραπεζών καταγράφουν ζημίες ύψους 0,6 δις., ευρώ. Και αυτό διότι ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, µε κυριότερη την επίπτωση στα μεγέθη του από το ύψος των προβληματικών δανείων. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2014, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων, αν και συνέχισε να εμφανίζει επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησή του, ανήλθε σε 33,5% έναντι 31,9% στο τέλος του 2013.
Δεδομένου ότι η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί βασική πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα και εν τέλει και για την ελληνική οικονομία στην οποία θα διοχετευθούν χρηματοδοτικοί πόροι από την ανάκτηση των δανείων, η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και η Πολιτεία έχουν αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες.
Ειδικότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος, αξιοποιώντας τις υπηρεσίες εξωτερικού συμβούλου, έχει ήδη κάνει μια αποτίμηση της κατάστασης και του τρόπου διαχείρισης του προβλήματος από κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Στη βάση της αποτίμησης αυτής η Τράπεζα της Ελλάδος εξέδωσε πρόσφατα Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής με την οποία ζητείται από τα πιστωτικά ιδρύματα να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες εσωτερικής αναδιοργάνωσης αλλά και του τρόπου αντιμετώπισης των δανειοληπτών. Παράλληλα, η Τράπεζα, στο πλαίσιο υποχρέωσης που απορέει από το Ν. 4224/2013 ο οποίος προβλέπει την εγκαθίδρυση µόνιµου µηχανισµού επίλυσης του µη εξυπηρετούµενου ιδιωτικού χρέους με κεντρικό ρόλο στο µηχανισµό αυτό να διαδραµατίζει το Κυβερνητικό Συµβούλιο ∆ιαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, προχώρησε και στην κατάρτιση Κώδικα ∆εοντολογίας για τη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων ιδιωτικών οφειλών. O Κώδικας, που καταρτίστηκε µε βάση τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, το αντίστοιχο πλαίσιο άλλων κρατών-µελών της ΕΕ που αντιµετωπίζουν ανάλογες προκλήσεις (Ιρλανδία, Κύπρος, Πορτογαλία) αλλά και τις προτάσεις των εµπλεκόµενων φορέων (π.χ. τράπεζες, ενώσεις καταναλωτών κ.λπ.) στο πλαίσιο διαβούλευσης, θεσπίζει γενικές αρχές συµπεριφοράς και πρακτικές, οι οποίες αποσκοπούν στην ενίσχυση του κλίµατος εµπιστοσύνης, στην αµοιβαία δέσµευση και στην ανταλλαγή της αναγκαίας πληροφόρησης µεταξύ δανειολήπτη και ιδρύµατος που έχει χορηγήσει την πίστωση. Στόχος είναι να διασφαλιστεί η επιλογή της καταλληλότερης, κατά περίπτωση, λύσης.
Επίσης, εκτός από τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προχωρήσει και στις αναγκαίες οργανωτικές αλλαγές για την αποτελεσματικότερη διαχείριση και των δανείων των υπό εκκαθάριση τραπεζών. Στον τομέα αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ως βασικές προτεραιότητες να εξασφαλίσει: (α) τη μέγιστη δυνατή ανάκτηση των πόρων ώστε να μειωθεί το τελικό κόστος για τον έλληνα φορολογούμενο, (β) τις κατάλληλες ρυθμίσεις για ζώσες επιχειρήσεις και συνεργάσιμους δανειολήπτες ώστε και η παραγωγική βάση της χώρας να στηριχθεί και να αποφευχθούν κοινωνικές αδικίες σε κρίσιμους τομείς όπως η πρώτη κατοικία ή οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, (γ) ίση μεταχείριση των προβληματικών δανειοληπτών που υπάγονται σε ειδικές εκκαθαρίσεις με όμοιες περιπτώσεις που υπάγονται στα εν λειτουργία πιστωτικά ιδρύματα.
Πέραν των ενεργειών αυτών, καταλυτικό παράγοντα για τη βελτίωση του ποσού είσπραξης απαιτήσεων από δάνεια σε καθυστέρηση θα αποτελέσει η παγίωση θετικών ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης (που θα οδηγήσει τόσο στην αύξηση του ποσοστού είσπραξης των υφιστάµενων δανείων σε καθυστέρηση όσο και στον περιορισµό του ποσοστού των νέων δανείων σε καθυστέρηση). Η ενισχυµένη οικονοµική δραστηριότητα θα δηµιουργήσει µια αυτοτροφοδοτούµενη διαδικασία µείωσης των προβληµατικών δανείων, καθώς θα βελτιώνονται και οι δυνατότητες αποπληρωµής από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η διαφαινόµενη οικονοµική ανάκαµψη, σε συνδυασµό µε την παγίωση και περαιτέρω ενίσχυση του κλίµατος εµπιστοσύνης, θα συµβάλει στην προοδευτική αύξηση των καταθέσεων, ενισχύοντας τις δυνατότητες των τραπεζών µεσοπρόθεσµα να στηρίξουν µε χρηµατοδότηση την οικονοµική δραστηριότητα.
Οι δυνατότητες αυτές έχουν ήδη διευρυνθεί, καθώς άρχισε να αποκαθίσταται η πρόσβαση των τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήµατος, οµολόγων και µετοχικών κεφαλαίων. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και το Εθνικό Ταµείο Επιχειρηµατικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ) θα εξακολουθήσουν να παρέχουν στήριξη στην τραπεζική χρηµατοδότηση της πραγµατικής οικονοµίας, ενώ σηµαντικό ρόλο στη διοχέτευση χρηµατοδοτικών πόρων προς τις επιχειρήσεις µικρού και µεσαίου µεγέθους µπορεί να διαδραµατίσει και το νεοσυσταθέν Ελληνικό Επενδυτικό Ταµείο.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε μια σημαντική καμπή. Η συνεπής εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής συνέβαλε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές και στην οικονομία. Αυτό επέτρεψε την βελτίωση των οικονομικών μεγεθών και την σταθεροποίηση της πραγματικής οικονομίας.
Τα ανωτέρω δεδοµένα επιτρέπουν µεν αισιόδοξη πρόβλεψη, υπάρχουν όµως ακόµη αβεβαιότητες και κίνδυνοι που θα µπορούσαν να καθυστερήσουν ή και να αντιστρέψουν την πορεία.
Γι’ αυτό πρέπει να διατηρηθεί η θετική δυναµική που υπάρχει και να ενισχυθεί με τη συνέχιση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, με την ανασυγκρότηση του δηµόσιου τοµέα, καθώς και τον αναπροσανατολισµό του αναπτυξιακού προτύπου προς επενδύσεις και εξαγωγές. Αυτό θα εξασφαλίσει µακροχρόνια, ταχεία και βιώσιµη ανάπτυξη, αναγκαία προϋπόθεση για τη μείωση της ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα για τη χώρα.