Ομιλία Ανδρέα Κακριδή στην παρουσίαση του βιβλίου του με τίτλο Κυριάκος Βαρβαρέσος: Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία
15/03/2017 - Ομιλίες
Ένας πόλεμος, μία παλιά φοιτήτρια, ένας καβγάς και ένας φιλότιμος ανιψιός. Αυτοί είναι οι πραγματικοί συντελεστές αυτού του βιβλίου.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε την κυβέρνηση στην εξορία και ανάγκασε τον Βαρβαρέσο να πάρει μαζί του δυο βαλίτσες με τα σημαντικότερα έγγραφα της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη διάρκεια του πολέμου, συνεργάστηκε στο Λονδίνο με μια παλιά του φοιτήτρια, τη Ρένα Ζαφειρίου, που – κατά τη σεξιστική διατύπωση ενός βρετανού διπλωμάτη – «άξιζε όσο 10 άνδρες». Έτσι, επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον Γενάρη του ’45, ο Βαρβαρέσος δεν πήρε μαζί του μόνο τα υπηρεσιακά του έγγραφα, αλλά και την πολυτιμότερη συνεργάτιδά του. Λίγους μήνες αργότερα, έχοντας αποτύχει να σταθεροποιήσει την οικονομία, στη διάρκεια του περίφημου «πειράματος» Βαρβαρέσου, παραιτήθηκε και εγκατέλειψε τη χώρα απογοητευμένος. Οι φάκελοί του γραφείου του έμειναν στοιβαγμένοι και ξεχασμένοι σε μια γωνία.
Ως το 1947. Τότε, ένας άλλος πρώην Διοικητής, ο Αλέξανδρος Διομήδης, δημοσίευσε ένα άρθρο που περιλάμβανε ένα δηκτικό σχόλιο για τον Βαρβαρέσο. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Βαρβαρέσος σήκωσε το γάντι. Ακολούθησε ένας πολύμηνος καβγάς που πήρε μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσε θυελλώδεις συζητήσεις ακόμα και στη βουλή. Στην κορύφωση της αντιπαράθεσης, ο Βαρβαρέσος έγραψε στο γαμπρό του και διευθυντή στην Τράπεζα της Ελλάδος, Γιώργο Παπαχρυσάνθου, ζητώντας να του στείλει τα χαρτιά που είχε αφήσει στην Αθήνα. Σκόπευε, του εξηγούσε, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, γράφοντας μια ελληνική οικονομική ιστορία. Έτσι, φθινόπωρο του ’47, εννιά κιβώτια με έγγραφα ταξίδεψαν από την Αθήνα στη Ουάσιγκτον, όπου Βαρβαρέσος και Ζαφειρίου εργάζονταν πλέον για λογαριασμό της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η ιστορία αυτή δε γράφτηκε ποτέ. Μετά τον θάνατο του καθηγητή της, η Ζαφειρίου φύλαξε τα κιβώτια, προσθέτοντας μάλιστα υλικό από την κοινή τους δράση στην Αμερική. Τρεις δεκαετίες αργότερα, επικοινώνησε με τον γιό του Γιώργου Παπαχρυσάνθου, Κώστα. Από κοινού, ενορχήστρωσαν τον επαναπατρισμό των αρχείων, τα οποία ο φιλότιμος ανιψιός πέρασε μήνες να τακτοποιεί και να εμπλουτίζει, προτού τα δωρίσει στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου φυλάσσονται από το 1989 μέχρι σήμερα.
Αυτή είναι η ιστορία του Αρχείου Βαρβαρέσου· 8.500 σελίδες που πολύ πιθανό να μην είχαν διασωθεί αν τα πράγματα είχαν κυλήσει λίγο διαφορετικά. 8.500 σελίδες που αποτέλεσαν την αφετηρία αυτής της βιογραφίας. Σε αυτές προστέθηκε πλούσιο υλικό από τα υπόλοιπα αρχεία της Τράπεζας, από τα Αρχεία Βενιζέλου και Τσουδερού, από το Υπουργείο Εξωτερικών και την Εθνική Τράπεζα, καθώς και επιμέρους συλλογές των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Ειδικότερα θέματα καλύφθηκαν από ειδικότερα αρχεία, στο Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία.
Ταυτόχρονα, η έρευνα στράφηκε στο εξωτερικό: στο Λονδίνο, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη και τη Ουάσιγκτον. Δύο χρόνια, επτά ξένα αρχεία και περισσότερες από 21.000 φωτογραφίες αργότερα, είχα μπροστά μου την πλουσιότερη παλέτα ξένων αρχειακών τεκμηρίων που θα μπορούσε να ζητήσει ένας Έλληνας ιστορικός. Κάποια αρχεία, κυρίως στην Παγκόσμια Τράπεζα, ανοίχτηκαν για πρώτη φορά· άλλα, όπως τα Γερμανικά Αρχεία των εμπορικών διαπραγματεύσεων του Μεσοπολέμου, είχαν να διαβαστούν από τη δεκαετία του 1970! Τα περισσότερα δεν είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί από κάποιον Έλληνα ερευνητή.
Δεν συνιστά κατόρθωμα – δεν θα έπρεπε να συνιστά κατόρθωμα – για έναν ιστορικό να συνδυάζει τις διαθέσιμες αρχειακές πηγές. Αν τονίζω την αρχειακή δουλειά που έγινε, το κάνω για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί στη χώρα μας τείνουμε να υποβαθμίζουμε τα αρχεία· όταν δεν τα καταστρέφουμε, τα καταχωνιάζουμε στο βαθύτερο υπόγειο και τα ξεχνάμε· και μαζί με αυτά ξεχνάμε ότι τα αρχεία δεν είναι σαν τα αρχαία, δεν έχουν πάψει να δημιουργούνται και περιμένουν να τα ανακαλύψουμε και να συντηρήσουμε.
Αρχεία παράγονται συνεχώς. Αρχειακή κουλτούρα δε σημαίνει μόνο φροντίδα για το παρελθόν, αλλά και για το παρόν και το μέλλον. Κάποιοι οργανισμοί, όπως αυτός που μας φιλοξενεί απόψε, το έχουν συνειδητοποιήσει· άλλοι, πολύ λιγότερο. Οι κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, για να περιοριστώ σε ένα παράδειγμα από την οικονομική ιστορία, έχουν κάπου έναν αιώνα να στείλουν υλικό στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Τι θα μπορέσει να βρει άραγε ο ιστορικός του μέλλοντος, που θα θελήσει να μελετήσει τη σημερινή, κρίσιμη συγκυρία; Ως πότε θα ανεχόμαστε οι τελετές παράδοσης-παραλαβής των Υπουργείων μας να συνοδεύονται από μαζικές εκκαθαρίσεις συρταριών και φακέλων;
Πολύ φοβάμαι πως, αν συνεχίσουμε έτσι, οι αυριανοί ερευνητές θα εξαρτώνται επίσης από έναν πόλεμο, μια παλιά φοιτήτρια, έναν καβγά και έναν φιλότιμο ανιψιό – και δεν θα έπρεπε να είναι έτσι.
Ο δεύτερος λόγος που τονίζω την αρχειακή δουλειά που έγινε είναι για να δείξω τα σημαντικά περιθώρια που υπάρχουν στην ελληνική ιστοριογραφία για νέα ευρήματα, νέο υλικό και νέες δουλειές. Νέες δουλειές που χρειάζονται νέες ιδέες, νέους ανθρώπους και νέους πόρους.
Και σε αυτό το σημείο οφείλω οπωσδήποτε να ευχαριστήσω την Τράπεζα της Ελλάδος – που με εμπιστεύτηκε και αγκάλιασε εξαρχής αυτή την προσπάθεια. Χωρίς τη βοήθειά της, και κυρίως χωρίς τη συμπαράσταση των ανθρώπων του Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης το βιβλίο αυτό δε θα είχε γραφτεί ποτέ· τους ευχαριστώ ιδιαίτερα και ελπίζω το αποτέλεσμα να τους ικανοποιεί.
Γιατί να σας ενδιαφέρει η βιογραφία του Κυριάκου Βαρβαρέσου;
Αντιμέτωπος με αυτό το ερώτημα, κάθε βιογράφος μπαίνει στον πειρασμό να τονίσει την ιδιαίτερη σημασία, την τεράστια συμβολή και το «ειδικό βάρος» του πρωταγωνιστή της ιστορίας του. Ο κίνδυνος με κάτι τέτοιο είναι να αποδοθούν υπερφυσικές διαστάσεις στον ήρωα της αφήγησης, μετατρέποντας τη βιογραφία σε «αγιογραφία».
Αυτό ήταν κάτι που θέλησα εξαρχής να αποφύγω. Στην καρδιά της δικής μου προσέγγισης βρέθηκε η πεποίθηση ότι η βιογραφία Βαρβαρέσου θα πρέπει να εστιάσει στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο που, συχνά μέσω και των δικών του παρεμβάσεων και συμβολών, εξελίχθηκε και μετασχηματίστηκε ραγδαία από τον Μεσοπόλεμο ως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Έτσι, στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, η ζωή του πρωταγωνιστή γίνεται το όχημα με το οποίο καλούμαστε να περιηγηθούμε σε διάφορα ιστορικά μονοπάτια:
• να συνοδεύσουμε τον Βαρβαρέσο στους διαδρόμους του πανεπιστημίου και τις ακαδημαϊκές έριδες της δεκαετίες του 1930 (και όσοι ξέρουν από Πανεπιστήμια, ξέρουν πως τέτοιες υπάρχουν πολλές, σε κάθε δεκαετία)·
• να παρακολουθήσουμε την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και τις προσπάθειες των στελεχών της να εδραιώσουν – μέσα σε ένα εχθρικό πολιτικό και τραπεζικό περιβάλλον – ένα νέο οργανισμό, ενώ παράλληλα ξεσπούσε η κρίση του 1929·
• να ακολουθήσουμε, στη διάρκεια του πολέμου, την κυβέρνηση στα βουνά της Κρήτης, την Αίγυπτο, το Κέιπ Τάουν και το Λονδίνο και να ζήσουμε «από μέσα» το πολιτικό παρασκήνιο και την προετοιμασία της Απελευθέρωσης·
• να παραστούμε σε διαπραγματεύσεις για θέματα από την τιμή της κιλοβατώρας μέχρι την ισοτιμία της δραχμής, και από το δημόσιο χρέος μέχρι τη φορολογία των εφοπλιστών·
• να ακούσουμε πολιτικούς καβγάδες, πότε με επιστημονικό περίβλημα (όπως στην περίφημη διαφωνία του Βαρβαρέσου με τον Ζολώτα) και πότε χωρίς (όπως στην περίπτωση της σύγκρουσης με τον Τσουδερό, το 1943).
• και γενικότερα να ζήσουμε τις αγωνίες, τις επιτυχίες και τις απογοητεύσεις τεσσάρων δεκαετιών ελληνικής οικονομικής ιστορίας.
Χάρη στον Βαρβαρέσο θα ανοίξουμε πόρτες που δεν είχαμε ξανανοίξει, θα συναντήσουμε προσωπικότητες από τον Keynes ως τον Acheson και θα μάθουμε το παρασκήνιο κρίσιμων οικονομικών αποφάσεων.
Δεν ισχυρίζομαι πως όλ’ αυτά είναι άσχετα με το πρόσωπο της βιογραφίας: ποιες πόρτες θα μας ανοίξουνε, ποιες συζητήσεις θα αφουγκραστούμε, ποια γεγονότα θα παρακολουθήσουμε προφανώς και έχουν σχέση με τον Βαρβαρέσο και τις επιλογές του· πόσο μάλλον καθώς ο ίδιος μετατρέπεται – στην πορεία του βιβλίου – από παρατηρητή σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων.
Νομίζω όμως, πως καθήκον του βιογράφου, ως ιστορικού, είναι να εκμεταλλεύεται τον ήρωά του για να αναδεικνύει κάτι μεγαλύτερο από αυτόν. Έτσι κι εγώ, έγραψα αυτή τη βιογραφία όχι μόνο για να κατανοήσω τον Βαρβαρέσο αλλά και για να κατανοήσω μέσα από τον Βαρβαρέσο μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας.
Κάποια από αυτά είναι καινούργια ή σχετικά άγνωστα, όπως τα οικονομικά της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού, οι διαβουλεύσεις για τη μεταπολεμική βοήθεια ή οι απαρχές της Παγκόσμιας Τράπεζας. Άλλα, όπως το «πείραμα» του ’45, η Έκθεση Βαρβαρέσου ή ο καβγάς με τον Ζολώτα είναι γνωστά, προσεγγίζονται και ερμηνεύονται όμως διαφορετικά. Τα περισσότερα συνδέονται με θεμελιώδη προβλήματα οικονομικής πολιτικής που εξακολουθούν να βασανίζουν τους διαδόχους του Βαρβαρέσου μέχρι σήμερα.
Γράφοντας έτσι αυτή τη βιογραφία, θέλησα να γράψω και μια οικονομική ιστορία.
Κατά πόσο το πέτυχα, θα το κρίνετε εσείς, οι αναγνώστες.
Σας ευχαριστώ που ήσασταν μαζί μας απόψε.
Καλό βράδυ και καλό διάβασμα!