EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Χαιρετισμός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα στο 3ο Ετήσιο Συνέδριο Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την Get Involved

13/12/2019 - Ομιλίες

Mε ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω στην έναρξη του τρίτου ετήσιου συνεδρίου προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πρωτοβουλία για τη διοργάνωση της προσομοίωσης ανήκει στην ομάδα φοιτητών Get Involved. Θεωρώ ότι είναι μια εξαιρετική πρωτοβουλία.

Η συμμετοχή σας στο συνέδριο αυτό θα σας δώσει την ευκαιρία να κατανοήσετε τη δομή και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον ρόλο των κεντρικών τραπεζιτών και να δοκιμάσετε να λάβετε αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική.

Όπως ήδη ξέρετε, η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί μέλος του Ευρωσυστήματος, μαζί με 18 ακόμη εθνικές κεντρικές τράπεζες. Συμμετέχει ισότιμα με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, με πρωταρχικό σκοπό τη σταθερότητα των τιμών που ορίζεται ως η επίτευξη πληθωρισμού κάτω, αλλά κοντά στο 2% σε μεσοπρόθεσμη βάση [κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ]. Το Ευρωσύστημα επιδιώκει συνεπώς να διατηρήσει την αγοραστική δύναμη του ευρώ και να συμβάλει ουσιαστικά στη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση του επιπέδου της απασχόλησης. Παράλληλα, ως εποπτική αρχή, μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ποια είναι λοιπόν τα καθήκοντα του Διοικητή μίας εθνικής κεντρικής τράπεζας του Ευρωσυστήματος; Ο Διοικητής συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ με μία ψήφο, εκ περιτροπής, σε προσωπική και ανεξάρτητη βάση. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το κύριο όργανο που λαμβάνει αποφάσεις που αφορούν την χάραξη της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ και το πλαίσιο εφαρμογής της.

Πιο συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής η κεντρική τράπεζα επιδιώκει να επηρεάσει το κόστος και τη διαθεσιμότητα του χρήματος σε μία οικονομία. Κάθε μεταβολή στους όρους αυτούς θέτει σε κίνηση ένα μηχανισμό, τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο, επιδρά στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας και στη διαμόρφωση των τιμών.

Στην πρώτη δεκαετία της νομισματικής ένωσης, κατά την οποία οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν ομαλές, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ήταν πολύ αποτελεσματική. Κατά τη δεύτερη δεκαετία, το Ευρωσύστημα ήρθε αντιμέτωπο με πρωτόγνωρες προκλήσεις, εξαιτίας σημαντικών αναταραχών που σημειώθηκαν τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια το έργο του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν πολύ πιο δύσκολο προκειμένου να συγκρατήσει τις επιπτώσεις τους στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.

Ας δούμε πιο αναλυτικά τις διαφορές σε αυτές τις δύο δεκαετίες.

Την πρώτη περίοδο από το 1999 έως το 2007, το μακροοικονομικό περιβάλλον της ζώνης του ευρώ χαρακτηριζόταν από σταθερότητα στις οικονομικές εξελίξεις, με μικρές διακυμάνσεις στις μεταβολές του πληθωρισμού, κυρίως προς τα άνω. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αξιολογώντας τις εξελίξεις τόσο των μακροοικονομικών όσο και των νομισματικών μεγεθών, όταν υπήρχε κίνδυνος να αυξηθεί ο πληθωρισμός πάνω από τον στόχο μεσοπρόθεσμα, αποφάσιζε αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ (ασκούσε περιοριστική νομισματική πολιτική). Αντιθέτως, το Διοικητικό Συμβούλιο προχωρούσε σε μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ (δηλ. εφάρμοζε διευκολυντική νομισματική πολιτική) όταν εκτιμούσε ότι υπήρχαν κίνδυνοι μείωσης του πληθωρισμού κάτω από το στόχο. Επηρεάζοντας το κόστος χρηματοδότησης των εμπορικών τραπεζών, επηρεάζονται αντίστοιχα τα επιτόκια στην αγορά χρήματος και τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις και, τελικώς, οι επενδυτικές και καταναλωτικές αποφάσεις των οικονομικών φορέων.

Ως αποτέλεσμα, οι προσδοκίες της αγοράς για τον μελλοντικό πληθωρισμό παρέμεναν συγκρατημένες, οι πληθωριστικές πιέσεις περιορίζονταν, και παρόλο που σημειώνονταν σημαντικές προς τα άνω διαταραχές στις τιμές, ιδιαίτερα στις τιμές ενέργειας, κατά την πρώτη περίοδο ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώθηκε σχεδόν στο 2,1%. Συνεπώς, στην εν λόγω περίοδο η συμβατική νομισματική πολιτική που ασκούσε η ΕΚΤ μέσω της πολιτικής επιτοκίων συνετέλεσε αποφασιστικά στη διατήρηση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο της.

Κατά την δεύτερη περίοδο από το 2008 έως και σήμερα, σημειώθηκαν εξαιρετικές μεταβολές στο μακροοικονομικό περιβάλλον στη ζώνη του ευρώ. Αρχικά, σημειώθηκαν ιδιαίτερες αναταραχές και δυσλειτουργίες στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, με αποτέλεσμα οι τράπεζες, και στη ζώνη του ευρώ, να αντιμετωπίζουν ουσιαστική έλλειψη ρευστότητας και υψηλή αβεβαιότητα. Ακολούθως, η δημοσιονομική ολίσθηση σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, προκάλεσε ανησυχίες στις αγορές για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε αυτές τις χώρες, με αποτέλεσμα να σημειωθεί υψηλή διακύμανση στις αποδόσεις των κρατικών τους χρεογράφων. Πιο πρόσφατα, παρατηρήθηκε παρατεταμένη πτώση των τιμών που οδήγησε σε ιδιαίτερα χαμηλά, ακόμα και αρνητικά, επίπεδα του καταγραφόμενου και αναμενόμενου πληθωρισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα με δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομία της ζώνης του ευρώ.

Δεδομένης της συμμετρίας του στόχου για τον πληθωρισμό, οι αποκλίσεις του πληθωρισμού κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ έπρεπε να αντιμετωπιστούν δραστικά. Έτσι, το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε δραστικές μειώσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ. Μηδένισε το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης και καθόρισε αρνητικό επιτόκιο για τα κεφάλαια που καταθέτουν οι εμπορικές τράπεζες στην κεντρική τράπεζα. Ωστόσο, η σκοπιμότητα περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων -- τα όποια έχουν πλησιάσει στο αποτελεσματικό κατώτερο όριό τους (effective lower bound) --  ήταν περιορισμένη, καθώς ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά.

Προκειμένου να επιτευχθεί η σταθερότητα των τιμών και να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε επιπρόσθετα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής τα οποία σχεδιάστηκαν για να λειτουργούν συμπληρωματικά. Η δέσμη αυτών των μέτρων πέτυχε να ενισχύσει τη συμβατική πολιτική των επιτοκίων, παρέχοντας επαρκή νομισματική χαλάρωση. Ως αποτέλεσμα, αντιστράφηκε η καθοδική τάση των τιμών και ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώθηκε κοντά στο 1,4% κατά την δεύτερη περίοδο.

Πιο συγκεκριμένα, με τη διενέργεια πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, και ιδιαίτερα των στοχευμένων πράξεων (targeted  longer-term refinancing operations), παρέχεται άφθονη ρευστότητα προς τις τράπεζες σε ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, ομαλοποιούνται οι συνθήκες στις χρηματοοικονομικές αγορές και ενθαρρύνεται ο δανεισμός προς τις επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα. Επιπλέον, το διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (quantitative easing) επηρεάζει και τα πιο μέσο - μακροπρόθεσμα επιτόκια. Η μείωση των επιτοκίων αυτών μετριάζει το κόστος πρόσβασης για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις σε τραπεζικές πιστώσεις, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι δαπάνες του ιδιωτικού τομέα. Το γεγονός αυτό στηρίζει τις επενδύσεις και την κατανάλωση και συμβάλλει στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και στον περιορισμό των προς τα κάτω αποκλίσεων του πληθωρισμού από τον στόχο. Σημαντική είναι και η συμβολή της παροχής διαβεβαιώσεων (forward guidance) ότι η νομισματική πολιτική θα εξακολουθήσει να είναι διευκολυντική και ότι τα βασικά επιτόκια θα διατηρηθούν επί πολλούς μήνες στα τωρινά, ή και χαμηλότερα, επίπεδα, καθώς έτσι μειώνεται η αβεβαιότητα για το μελλοντικό επίπεδο των επιτοκίων και προσαρμόζονται οι προσδοκίες της αγοράς για τον αναμενόμενο πληθωρισμό.

Συνεπώς, η νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος έχει συμβάλει επιτυχημένα στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών από την δημιουργία της νομισματικής ένωσης μέχρι και σήμερα.

Στο Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά προκλήσεις που ενδέχεται να σημειωθούν στο μέλλον. Τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής παραμένουν διαθέσιμα και υπάρχει επαρκές περιθώριο να τροποποιηθούν ή να ενισχυθούν αν υπάρξει ανάγκη.

Οι πρόσφατες εμπειρίες μας  και οι νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε μας έκαναν ωστόσο να αναρωτηθούμε εάν η στρατηγική του Ευρωσυστήματος για τη νομισματική πολιτική χρειάζεται να αλλάξει, ώστε να ενσωματώνει τα διδάγματα που πήραμε τα τελευταία χρόνια. Στο πλαίσιο της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο ποσοτικός ορισμός της σταθερότητας των τιμών και ο τρόπος ανάλυσης των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών. Η τελευταία αναθεώρηση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος είχε πραγματοποιηθεί το 2003. Προσφάτως, αποφασίσαμε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ξεκινήσουμε μια συζήτηση για το θέμα αυτό, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να ενταχθούν, πέραν των ζητημάτων νομισματικής πολιτικής, και θέματα όπως η ενσωμάτωση των κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, κ.λπ. H συζήτηση αυτή θα ξεκινήσει τώρα και θα διαρκέσει μέχρι περίπου το τέλος του 2020. Για περισσότερες λεπτομέρειες, μπορείτε να αναφερθείτε στην χθεσινή συνέντευξη τύπου της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, κυρίας Christine Lagarde. Και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Τράπεζα του Καναδά, έχουν ξεκινήσει την αναθεώρηση της στρατηγικής τους.

Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ όλους όσοι συνετέλεσαν για την πραγματοποίηση του συνεδρίου αυτού. Είναι η σειρά σας τις επόμενες ημέρες να δοκιμάσετε τις δυνατότητές σας στη λήψη νομισματικών αποφάσεων και να αξιοποιήσετε τις γνώσεις που θα αποκτήσετε.


​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι