EN

Δελτία Τύπου

  • Κοινοποίηση:

Η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2009

20/10/2009 - Δελτία Τύπου

Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2009, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της. Την Έκθεση παρέδωσε στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Φίλιππο Πετσάλνικο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεώργιος Προβόπουλος. To κεντρικό μήνυμα της Έκθεσης συνοψίζεται ως εξής:

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση έχει αναδείξει τις προϋπάρχουσες μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, κορυφαία εκδήλωση των οποίων είναι τα μεγάλα "δίδυμα" ελλείμματα (το δημοσιονομικό και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) και χρέη (το δημόσιο και το εξωτερικό).

Οι χώρες εκείνες όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζονται από "δίδυμα" ελλείμματα και χρέη, αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο να είναι πολύ δυσχερέστερη και πιο αργή η έξοδος από την κρίση και να υπάρξει έτσι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, επείγει η άμεση εφαρμογή ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου που θα περιλαμβάνει τολμηρές αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Πρώτη προτεραιότητα του σχεδίου πρέπει να είναι η δημοσιονομική εξυγίανση σε συνδυασμό (α) με ανακατανομή των δημόσιων δαπανών υπέρ εκείνων που έχουν το μεγαλύτερο αναπτυξιακό αποτέλεσμα και συμβάλλουν στη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και (β) με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως όσες έχουν μηδενικό ή χαμηλό δημοσιονομικό κόστος, οι οποίες μπορούν άμεσα να τονώσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές.

Ο βασικός άξονας του προγράμματος πρέπει επομένως να είναι: "φρένο στα ελλείμματα – επιτάχυνση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις". Με τις επιλογές αυτές μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το δίλημμα της οικονομικής πολιτικής σήμερα: δηλαδή πώς να επιτευχθεί η δημοσιονομική εξυγίανση με τρόπο που δεν θα παραβλάπτει, αλλά αντίθετα θα τονώνει την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας – τόσο άμεσα, για την ταχύτερη δυνατή έξοδο από την κρίση, όσο και μεσομακροπρόθεσμα, για την ανάκτηση της απωλεσθείσας διεθνούς ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
 
Χρειάζεται επίσης να αναπροσανατολιστούμε προς μια πολυδιάστατη έννοια της ανάπτυξης, που θα ενσωματώνει την προστασία του περιβάλλοντος και τη βελτίωση της κατανομής του εισοδήματος, σύμφωνα και με τους πιο πρόσφατους διεθνείς προβληματισμούς. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα παρακολουθεί συστηματικά τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της διανομής του εισοδήματος, ενώ έχει ήδη αρχίσει να αναλαμβάνει και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.

Η κρίση στην ελληνική οικονομία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόκληση αλλά και ως ευκαιρία για το συνολικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής και την προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Σήμερα, αρχίζουν να συνειδητοποιούνται από την κοινωνία τα μεγάλα και χρόνια προβλήματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επώδυνες εξελίξεις στο μέλλον, αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως. Αρχίζει επίσης να γίνεται αντιληπτό ότι, για να βγει η χώρα από το σημερινό αδιέξοδο και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για καθυστερήσεις ούτε για ημίμετρα. Η διεθνής κρίση και η κρισιμότητα των οικονομικών συνθηκών μπορούν να δράσουν ως καταλύτης προκειμένου να ανοίξει ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους για τις μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του δημόσιου τομέα (δημόσια διοίκηση, δημοσιονομική διαχείριση, κοινωνική ασφάλιση, εκπαιδευτικό σύστημα) και στις αγορές προϊόντων και εργασίας, που είναι απαραίτητες για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες στόχοι. Η διεξαγωγή ουσιαστικού διαλόγου θα αποτελέσει ένα βήμα για να ξεπεραστεί η έλλειψη παράδοσης εποικοδομητικού διαλόγου στη χώρα, να ενδυναμωθεί η "κοινωνία των πολιτών" και να ενισχυθεί ο – μέχρι σήμερα ανεπαρκής -- σεβασμός προς τους θεσμούς.

Αντικείμενο του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και του κράτους πρέπει να είναι ο δίκαιος τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθούν τα μεσοπρόθεσμα βάρη και οφέλη. Έτσι μπορεί να οικοδομηθεί η κοινωνική συναίνεση και να υπάρξει ουσιαστική πολιτική στήριξη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Ασφαλώς, οι αναγκαίες προσαρμογές της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα που θα αμβλύνουν τις δυσμενείς επιπτώσεις στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες. Συγχρόνως όμως θα πρέπει να καμφθούν οι αντιδράσεις ομάδων συμφερόντων οι οποίες εκμεταλλεύονται την πολυνομία, τη γραφειοκρατία και την αδιαφάνεια προκειμένου να παρεμποδίσουν την πρόοδο.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Α. Η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και οι βασικές κατευθύνσεις ενός πολυετούς σχεδίου δημοσιονομικής εξυγίανσης

 Τα δημοσιονομικά μεγέθη έχουν επιδεινωθεί δραματικά. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι επιτακτικά αναγκαία προκειμένου να μην τελματωθούν οι οικονομικές προοπτικές της χώρας. Απαιτείται μείωση του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ελλείμματος σωρευτικά κατά 5% του ΑΕΠ τη διετία 2010-2011 και στη συνέχεια κατά 1,5-2% του ΑΕΠ ετησίως επί σειρά ετών.

 

Το 2008 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 5,6% του ΑΕΠ (σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΣΥΕ), ενώ εφέτος θα είναι πολύ υψηλότερο, όπως σαφώς προμηνύει η αύξηση, κατά το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου, των καθαρών δανειακών αναγκών της κεντρικής κυβέρνησης σε ταμειακή βάση στο 9,9% του ετήσιου ΑΕΠ (από 4,9% του ΑΕΠ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο). Το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα εμφανίσει και αυτό μεγάλη αύξηση εφέτος (από 99,2% του ΑΕΠ το 2008), καθώς ήδη στο τέλος Ιουνίου έφθασε στο 111,5% του ετήσιου ΑΕΠ.

Τα σημερινά υψηλά επίπεδα του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, καθώς και η επαναξιολόγηση των κινδύνων από τους επενδυτές στις διεθνείς αγορές, καθιστούν αναγκαία την ταχεία και αποφασιστική διόρθωση των ελλειμμάτων προκειμένου να μειωθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική προσαρμογή επίσης επιβάλλεται από τις δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές, οι οποίες είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για την Ελλάδα και θα εντείνουν σοβαρά τις δημοσιονομικές πιέσεις μετά το 2015.

Το υπέρογκο δημοσιονομικό έλλειμμα και το μεγάλο και διογκούμενο δημόσιο χρέος έχουν και ευρύτερες προεκτάσεις. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή -- που αποτελεί μέρος του δημοσιονομικού προβλήματος – διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό της χώρας και εντείνει τις κοινωνικές αντιθέσεις. Παράλληλα, στο βαθμό που είναι ευχερέστερη σε ορισμένες δραστηριότητες (κατά κανόνα στις υπηρεσίες), ευνοεί τη σταδιακή μετατόπιση πόρων προς τομείς μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και επομένως συμβάλλει στη διαμόρφωση μεγάλων ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου.

Ταυτόχρονα, η προβολή του «εύκολου κέρδους» καλλιεργεί αντιπαραγωγικά και αντικοινωνικά πρότυπα, τα οποία βρίσκονται μακριά από τις θεμελιώδεις αξίες στις οποίες στηρίζεται η πρόοδος των ανεπτυγμένων χωρών -- δηλαδή την παιδεία, την παραγωγική εργασία και την υγιή επιχειρηματικότητα που αποβλέπουν σε μεσομακροπρόθεσμους στόχους. Επίσης, η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και η ευχερέστερη πρόσβαση των νοικοκυριών στο δανεισμό, ενώ κατ’ αρχήν συμβάλλουν στη διαχρονική εξομάλυνση της κατανάλωσης και την απεξάρτησή της από τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του εισοδήματος, τελικά στη χώρα μας δεν απέφυγαν τη διάδοση ενός συστήματος αξιών που ενθαρρύνει την υπερκατανάλωση και προκαλεί σπατάλη πόρων σε μη παραγωγικές κατευθύνσεις. Το αποτέλεσμα είναι να συρρικνώνεται η εθνική αποταμίευση και να διαμορφώνονται μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών είναι αρνητική επί σειρά ετών.

Δεδομένου ότι το έλλειμμα και το χρέος έχουν φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να έχει στόχο από το 2010 τη μείωση του "διαρθρωτικού" δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 1,5-2% του ΑΕΠ ετησίως. Προκειμένου μάλιστα να υπάρξει αξιόπιστη, αισθητή και γρήγορη βελτίωση και να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα, θα απαιτηθεί εντονότερη προσπάθεια κατά τη διετία 2010-2011, δηλαδή σωρευτική μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Επιπλέον, χρειάζεται να επιτευχθούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για να μειωθεί ουσιαστικά το δημόσιο χρέος σε λογικό βάθος χρόνου.

Το απαιτούμενο πολυετές σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να δημοσιοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, ώστε οι αγορές να γνωρίζουν εξαρχής τι προτίθενται να κάνουν (και πώς) οι ελληνικές αρχές. Έχει ουσιώδη σημασία να μεταδοθεί στις αγορές το μήνυμα ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στο μεσοπρόθεσμο στόχο της ισχυρής δημοσιονομικής θέσης. Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές και θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες.

Όπως κατά προσέγγιση υπολογίζεται, εάν επιτευχθεί εξάλειψη της σπατάλης και της φοροδιαφυγής σταδιακά εντός 10 ετών, το δημοσιονομικό όφελος θα είναι της τάξεως των 3 έως 5 δισεκ. ευρώ ή 1,2% έως 2,2% του ΑΕΠ ετησίως.

Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται κατά κύριο λόγο στον περιορισμό και εξορθολογισμό των δαπανών έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτύχει. Αυτό οφείλεται στο ότι μια τέτοια πολιτική συνεπάγεται αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων, επιτρέπει χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση που ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την προσφορά εργασίας και ενισχύει συνολικά την αξιοπιστία των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στοχεύσεων. Στην Ελλάδα η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν επομένως σκόπιμο να προέλθει περίπου κατά τα δύο τρίτα από την πλευρά των δαπανών και κατά το ένα τρίτο από την πλευρά των εσόδων (δηλαδή από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης). Ταυτόχρονα, επιβάλλεται και η αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών υπέρ των κατηγοριών εκείνων που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, όπως είναι οι δαπάνες για την παιδεία, την «έρευνα και ανάπτυξη» και τη δημιουργία υποδομών.

Στο επίκεντρο κάθε προσπάθειας περιορισμού της φοροδιαφυγής πρέπει να βρίσκεται η ανασυγκρότηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Στο βαθμό που αυτά θα επιτευχθούν, θα καταστεί δυνατή η μείωση των φορολογικών συντελεστών, ώστε να αντιμετωπιστεί και ο έντονος φορολογικός ανταγωνισμός από άλλες χώρες.

Θετική συμβολή στην ανάπτυξη θα έχει επίσης η ταχεία προώθηση μεταρρυθμίσεων που, ενώ δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, συντελούν άμεσα σε βελτίωση της παραγωγικότητας, όπως είναι η μείωση της γραφειοκρατίας, η πάταξη της διαφθοράς και η ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού.

Η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος πρέπει επίσης να προχωρήσει με τολμηρά βήματα, δεδομένου ότι μακροπρόθεσμα, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού αποτελούν ένα οξύτατο διαρθρωτικό πρόβλημα. Η έγκαιρη και ουσιαστική αντιμετώπισή του αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής. Σε σχέση με άλλες χώρες της Ένωσης, στην Ελλάδα έχει μάλλον καθυστερήσει μια ολοκληρωμένη και μακρόπνοη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Καθώς η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος και τις υψηλότερες αναμενόμενες αυξήσεις των δαπανών για συντάξεις, θα πρέπει να έχει και τον πλέον φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ.

Η κατάλληλα ισορροπημένη αλλά και σθεναρή δημοσιονομική εξυγίανση θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Αυτό θα περιορίσει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου (αλλά και το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων) και τις εκταμιεύσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, εξοικονομώντας έτσι πόρους που είναι απαραίτητοι για τη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και την προώθηση των δημόσιων επενδύσεων. Παράλληλα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ταχείας απόδοσης, οι οποίες βελτιώνουν τη συνολική παραγωγικότητα και αυξάνουν το δυνητικό προϊόν της οικονομίας, θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης, θα επισπεύσουν την έναρξη της ανάκαμψης, θα ενισχύσουν το ρυθμό της και θα επιμηκύνουν τη διάρκειά της. Τόσο η αποσόβηση του δημοσιονομικού αδιεξόδου όσο και η «πυροδότηση» του διαρθρωτικού αναπροσανατολισμού αποτελούν κλειδιά για τη δρομολόγηση του πολυετούς σχεδίου προσαρμογής που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία.

Β. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες και οι απαιτούμενες κεντρικές κατευθύνσεις των
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων

Επείγει η εφαρμογή σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για να ενισχυθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και η απασχόληση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν κεντρική επιδίωξη τη σταθερή βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, καθώς και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη μόνιμη και οριστική εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Ειδικότερα, πρέπει να παγιωθούν συνθήκες που θα ευνοούν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, την ενδυνάμωση των εξαγωγών, την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να στηρίζουν αποτελεσματικά μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη που σέβεται και προστατεύει το περιβάλλον και ενισχύει την κοινωνική συνοχή.

Οι κυριότερες κατευθύνσεις διαρθρωτικής πολιτικής συνοψίζονται στα εξής:

• Εξυγίανση του δημόσιου τομέα και βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του

Μια δημόσια διοίκηση που λειτουργεί εύρυθμα είναι βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Σήμερα, η αναποτελεσματική γραφειοκρατία (που επιδεινώνεται από την πολυνομία) υποθάλπει την φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, τη διαφθορά και την αδιαφάνεια, ενώ συντελεί στη σπατάλη των περιορισμένων δημόσιων πόρων, θέτοντας εμπόδια στην καινοτόμο επιχειρηματικότητα και υποβαθμίζοντας τις κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχει το κράτος. Επίσης, το κράτος είναι ανορθολογικά οργανωμένο και υπερτροφικό, με την έννοια ότι έχει επεκταθεί πέραν του βασικού του ρόλου, που είναι η παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών καθώς και ο έλεγχος και η εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων. Επίσης, για μεγάλα τμήματα του δημόσιου τομέα η λογοδοσία είναι γενικώς ανεπαρκής.

• Ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων

Ο συνδυασμός της εξασθένησης του ρυθμού ανόδου του δυνητικού προϊόντος λόγω της κρίσης με τη διατήρηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε υψηλά επίπεδα, το ήδη μεγάλο, πριν από την έναρξη της κρίσης, δημόσιο χρέος και τις αναμενόμενες επιπτώσεις από τις δημογραφικές εξελίξεις (μείωση του ποσοστού του ενεργού πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών) καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το ζητούμενο είναι η υιοθέτηση μέτρων πολιτικής που θα βελτιώσουν την ανταπόκριση της προσφοράς στις μεταβολές της ζήτησης και στις συνεχείς τεχνολογικές προκλήσεις. Η επιτυχία των μέτρων θα εξαρτηθεί από τη συνεπή εφαρμογή τους και ―δεδομένου ότι τα οφέλη γίνονται ορατά μόνο μεσοπρόθεσμα― από τη διαμόρφωση συναίνεσης ως προς την αναγκαιότητά τους. Η αντίληψη ότι στο κράτος ανήκει ο ρόλος του “διασώστη” και τα συχνά παραδείγματα μη τήρησης των νόμων που θεσπίζονται (λόγω πιέσεων από ομάδες συμφερόντων) υποδηλώνουν ότι δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη η επιτυχία ορισμένων μέτρων απλώς και μόνο επειδή νομοθετήθηκαν. Τα οφέλη από τις απαιτούμενες αλλαγές θα είναι η μεσοπρόθεσμη αύξηση του ρυθμού ανόδου του δυνητικού προϊόντος και επομένως των θέσεων εργασίας. Θα υπάρξουν όμως και βραχυχρόνια οφέλη, π.χ. η βελτίωση των όρων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και των επιχειρήσεων.

• Αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και διαρκής ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού

Στην αγορά εργασίας, το συστηματικά υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων αντανακλά την περιορισμένη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Η μείωση για τους νέους των εργοδοτικών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, όπως γίνεται σε πολλές χώρες, μπορεί να ενισχύσει την απασχόληση των νέων. Εξάλλου, οι σχετικά χαλαρότερες συνθήκες εργασίας στο δημόσιο τομέα (περιορισμένο ωράριο, μη σύνδεση των αμοιβών με την παραγωγικότητα κ.λπ.) δημιουργούν ανισορροπίες στην προσφορά εργασίας, καθώς τα περισσότερα άτομα προσβλέπουν σε μια θέση στο δημόσιο τομέα (λόγω και του πλεονεκτήματος της μονιμότητας).

Η προσπάθεια διατήρησης θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις ακόμη και όταν οι προοπτικές επιβίωσής τους είναι ισχνές μπορεί να στηρίζει βραχυπρόθεσμα την απασχόληση, αλλά μεσοπρόθεσμα καταδικάζει σε μαρασμό τις μονάδες αυτές και κατ’ επέκταση τις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες βρίσκονται. Η αμφίβολης σκοπιμότητας δημιουργία θέσεων στο δημόσιο τομέα απλώς συγκαλύπτει το πρόβλημα της περιορισμένης δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Τα περιθώρια άλλωστε περαιτέρω γιγάντωσης του ήδη υπερτροφικού δημόσιου τομέα είναι μηδενικά.

• Ενδυνάμωση του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές

Η θεμελίωση συνθηκών που ευνοούν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων ή την επέκταση ήδη υπαρχουσών θα διευκολύνει τις επιβαλλόμενες από τις εξελίξεις αλλαγές στη σύνθεση της οικονομικής δραστηριότητας. Πρέπει επομένως να δοθεί μεγάλη έμφαση στην εξάλειψη των εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, καθώς και τη μετακίνηση των κεφαλαίων και της εργασίας από φθίνοντες κλάδους και επιχειρήσεις προς τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να διατηρηθούν αλλά και να αυξηθούν τα εισοδήματα από την εργασία και την υγιή επιχειρηματικότητα σε διεθνώς ανταγωνιστικούς κλάδους και να συρρικνωθεί η διαρθρωτική ανεργία.

Όσον αφορά το ρυθμιστικό περιβάλλον, ορισμένα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν διεθνώς στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης δεν συνιστούν επιχειρήματα υπέρ της αύξησης του κρατισμού, αλλά υπέρ της αποτελεσματικότερης εποπτείας των αγορών. Για παράδειγμα, η ανεπαρκής εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ορισμένες χώρες (κυρίως λόγω του καταμερισμού της σε πολλούς φορείς και του περιορισμού του ρόλου της κεντρικής τράπεζας) απλώς σηματοδοτεί την ανάγκη για τη λειτουργία αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών και ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου των κεντρικών τραπεζών.

Η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, με την εφαρμογή και στην Ελλάδα της κοινοτικής Οδηγίας 2006/123/ΕΚ, αναμένεται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και να αποφέρει οφέλη σε όλους τους πολίτες. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το κόστος των κλειστών επαγγελμάτων είναι υψηλό για την οικονομία, καθώς και εκτιμήσεις ότι η απελευθέρωση θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης.

• Αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας

Ιδιαίτερη θέση στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο πρέπει να έχει η ενίσχυση των “πράσινων” επενδύσεων και των επενδύσεων που συνδέονται με την αλλαγή του ενεργειακού προτύπου της χώρας. Αυτή η καίρια επιλογή, της οποίας το δημοσιονομικό κόστος είναι σχετικά χαμηλό, μπορεί να συμβάλει ταυτόχρονα στην προστασία του περιβάλλοντος και την έγκαιρη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας, την ίδρυση νέων επιχειρήσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, καθώς και την αξιόλογη μείωση της πετρελαϊκής εξάρτησης της χώρας και τον αντίστοιχο περιορισμό του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Όπως ανακοινώθηκε τον Ιούνιο, με πρωτοβουλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος συστάθηκε Επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Η Επιτροπή θα αποτιμήσει το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, καθώς και το κόστος των μέτρων άμβλυνσης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής τα οποία θα ληφθούν στο πλαίσιο των σχετικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος ευελπιστεί ότι τα συμπεράσματα της μελέτης θα είναι χρήσιμα όχι μόνο για αυτό καθαυτό το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για τον εμπλουτισμό και την ενίσχυση τόσο της πολιτικής εξόδου από τη σημερινή οικονομική κρίση.

Γ. Η ελληνική οικονομία

Υπό την επήρεια του αντίξοου διεθνούς περιβάλλοντος, οι πραγματικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας χειροτέρευσαν.

 Η διεθνής κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία. Ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε απότομα στο 2% το 2008 (από 4,5% το 2007), ενώ ―σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις της ΕΣΥΕ ― ήταν μηδενικός το πρώτο εξάμηνο του 2009. Η επιδείνωση των συνθηκών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η υποχώρηση των προσδοκιών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών συνετέλεσαν στη μείωση των δαπανών για κατανάλωση, επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρηματικές επενδύσεις, καθώς και στην υιοθέτηση αυστηρότερων όρων χρηματοδότησης από τις τράπεζες. Έτσι, επηρεάστηκαν δυσμενώς τόσο η ζήτηση όσο και η προσφορά δανείων, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί σημαντικά ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα. Ταυτόχρονα, η κάμψη της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου έπληξαν τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών αλλά και τις εξαγωγές υπηρεσιών, δηλαδή τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Η στασιμότητα ή και υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας συνοδεύθηκε από μείωση της απασχόλησης και αύξηση του ποσοστού ανεργίας το πρώτο εξάμηνο του 2009. Η εξασθένηση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας και των εισοδημάτων και η αύξηση της ανεργίας επηρεάζουν με τη σειρά τους αρνητικά την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και, έμμεσα, την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Για ολόκληρο το 2009, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση του ΑΕΠ μπορεί να προσεγγίσει ή και να ξεπεράσει το 1%. Η συνολική απασχόληση θα μειωθεί κατά 1-1,5%, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί και θα υπερβεί το 9%. Ο πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) θα υποχωρήσει στο 1,1-1,3%, κυρίως λόγω της μείωσης των τιμών του αργού πετρελαίου και των τροφίμων αλλά και της κάμψης της ζήτησης, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού θα εμφανίσει πιο περιορισμένη υποχώρηση (στο 2,1%), παραμένοντας σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές.

Κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των εισαγωγών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να περιοριστεί περίπου στο 11% του ΑΕΠ, εξακολουθώντας όμως να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η μείωση του ελλείμματος εφέτος είναι συγκυριακή, ενώ παραμένουν ισχυροί οι παράγοντες που προκαλούν τη διαμόρφωσή του σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια και αντανακλούν την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές και το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.

Δ. Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις

Η επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζεται, ενώ τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων και δανείων έχουν μειωθεί σημαντικά. Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης ενδεχομένως θα πλησιάσει το 4% στο τέλος του έτους.

Οι μηνιαίες καθαρές ροές νέας χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά παρέμειναν εξαιρετικά χαμηλές την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2009 σε σύγκριση με εκείνες που καταγράφονταν πριν από την κλιμάκωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η εξασθένηση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα οφείλεται ―από την πλευρά της ζήτησης δανείων― στη στασιμότητα ή και μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην επιφυλακτικότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να λάβουν νέα δάνεια, λόγω της αβεβαιότητας που δημιούργησε η διεθνής χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Παράλληλα, από την πλευρά της προσφοράς δανείων, οι τράπεζες εφαρμόζουν αυστηρότερα κριτήρια και όρους χρηματοδότησης, ενόψει της αύξησης του πιστωτικού κινδύνου και της προσπάθειάς τους να περιορίσουν τα ανερχόμενα ποσοστά επισφαλειών τους.

Η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες, καθώς η ζήτηση δανείων εξακολουθεί να επηρεάζεται αρνητικά από την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι όροι και τα κριτήρια χρηματοδότησης από τις τράπεζες αναμένεται να παραμείνουν στο διάστημα αυτό αυστηρά.

Ωστόσο, στη στήριξη της προσφοράς δανείων εκ μέρους των τραπεζών θα συνεχίσουν να συμβάλλουν τα μέτρα της ΕΚΤ για την ενίσχυση της χρηματοδότησης. Στη ζήτηση δανείων θα έχουν θετική επίδραση τα παρατηρούμενα σχετικώς χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων των τραπεζικών δανείων, τα οποία συνεχίζουν να υποχωρούν. Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα ενδεχομένως θα πλησιάσει το 4% στο τέλος του 2009.

Ε. Το τραπεζικό σύστημα

Η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος διαφυλάχθηκε, αλλά οι επισφάλειες συνεχίζουν να αυξάνονται και γι’ αυτό απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση.

Το πρώτο εξάμηνο του 2009 το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν διατάραξαν τη σταθερότητά του. Μάλιστα η σταδιακή ομαλοποίηση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων από το Μάρτιο του 2009 και η αξιοποίηση των μέτρων του Ν. 3723/2008 συνέβαλαν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος. Η εκτιμώμενη ωστόσο μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης όπου δραστηριοποιούνται ελληνικές τράπεζες απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση, καθώς επηρεάζει την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και την κερδοφορία των τραπεζών. Ενόψει και των αλλαγών που δρομολογούνται διεθνώς στο εποπτικό πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος θα ασκήσει ακόμη πιο παρεμβατικά την εποπτική της λειτουργία.

Ειδικότερα, η περαιτέρω επιδείνωση που εμφάνισε ο πραγματικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα, αλλά και τις άλλες χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται οι ελληνικές τράπεζες, επηρέασε αρνητικά τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η εξέλιξη αυτή είχε αποτέλεσμα την αύξηση του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων στην Ελλάδα σε 6,8% στο τέλος Ιουνίου του 2009 από 5% στο τέλος του 2008. Αρνητική εξέλιξη αποτελεί και η μείωση του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις (Ιούνιος 2009: 41,1%, Δεκέμβριος 2008: 48,9%). Αύξηση εμφάνισε και η έκθεση σε κίνδυνο αγοράς, λόγω των αυξημένων τοποθετήσεων των τραπεζών σε ομολογιακούς τίτλους. Σε αντίθεση με τους ανωτέρω κινδύνους, μείωση εμφάνισε ο κίνδυνος ρευστότητας. Ο λόγος χορηγήσεων προς καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους βελτιώθηκε στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2009 σε σύγκριση με το τέλος του προηγούμενου έτους (τράπεζες: 104,1% στο τέλος Ιουνίου του 2009 έναντι 108,4% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2008, τραπεζικοί όμιλοι: 111,7% έναντι 115,1%) και παρέμεινε σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ-27 (2008: 121,5%). Το επίπεδο των εποπτικών δεικτών ρευστότητας των τραπεζών διατηρήθηκε πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια και εμφάνισε οριακή περαιτέρω βελτίωση. Στη μείωση του κινδύνου ρευστότητας συνέβαλαν η αξιοποίηση των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας βάσει του Ν. 3723/2008, η αύξηση των καταθέσεων, η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης, η σταδιακή ομαλοποίηση των συνθηκών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων από το β’ τρίμηνο του 2009 και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τις ελληνικές τράπεζες.

Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους υποχώρησε σημαντικά το α’ εξάμηνο του 2009 σε σύγκριση με το α’ εξάμηνο του 2008, κυρίως λόγω του υπερδιπλασιασμού των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και δευτερευόντως λόγω της μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες. Υποχώρηση εμφάνισαν και οι βασικοί δείκτες αποδοτικότητας.

Αντίθετα, αξιόλογη βελτίωση παρατηρήθηκε στους Δείκτες Κεφαλαιακής Επάρκειας και Βασικών Κεφαλαίων, η οποία οφείλεται στη σημαντική αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών λόγω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών που διατέθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο βάσει του Ν. 3723/2008, αλλά και λόγω της επιτυχούς ολοκλήρωσης των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου ορισμένων τραπεζών.

Όσον αφορά την πορεία υλοποίησης του Ν. 3723/2008, από το συνολικά προβλεπόμενο ποσό των 28 δισεκ. ευρώ έχουν αξιοποιηθεί τα 11,3 δισεκ. ευρώ. Το ποσοστό αξιοποίησης στην Ελλάδα (40%) είναι ουσιαστικά ίδιο με εκείνο στη ζώνη του ευρώ (43%) και στην ΕΕ-27 (40%). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το ποσό των 28 δισεκ. ευρώ αντιστοιχούσε στο 11,7% του ΑΕΠ του 2008, δηλαδή σε ποσοστό χαμηλότερο του αντίστοιχου μέσου όρου για τη ζώνη του ευρώ (26,5%) και την ΕΕ-27 (23%) το ίδιο έτος.

ΣΤ. Παγκόσμια οικονομία και ζώνη του ευρώ

Υπάρχουν σημεία ανάκαμψης αλλά και σοβαροί κίνδυνοι για το μέλλον. Στη ζώνη του ευρώ, οι χωρίς προηγούμενο παρεμβάσεις των αρχών έχουν αποφέρει σημαντικά θετικά αποτελέσματα.

Από τις αρχές του δεύτερου τριμήνου του τρέχοντος έτους έχουν εμφανιστεί ενδείξεις σταθεροποίησης ή και ελαφράς ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, ενώ η λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών επανέρχεται σταδιακά στην ομαλότητα. Ωστόσο, αυτές οι πρώτες θετικές ενδείξεις οφείλονται κυρίως στα διεθνώς συντονισμένα και πρωτοφανούς κλίμακας έκτακτα μέτρα μακροοικονομικής πολιτικής και στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν ληφθεί και που εξακολουθούν ακόμη να είναι αναγκαία. Η ανάκαμψη παραμένει μέχρι στιγμής βραδεία και εύθραυστη, καθώς η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται, η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών από προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους δεν έχει ολοκληρωθεί και οι οικονομικές προοπτικές εξακολουθούν να περιβάλλονται από σημαντική αβεβαιότητα. Επίσης, η διάρκεια και η σταθερότητα της διαφαινόμενης ανάκαμψης δεν είναι δεδομένες, καθώς η εν εξελίξει τεράστια διόγκωση του δημόσιου χρέους θα καταστήσει αναγκαίο να αρχίσει, εντός της επόμενης διετίας, να ασκείται συσταλτική δημοσιονομική πολιτική.

Στη ζώνη του ευρώ, οι χωρίς προηγούμενο παρεμβάσεις της ΕΚΤ, με μειώσεις επιτοκίων και με την παροχή μεγάλων ποσοτήτων ρευστότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, έχουν αποφέρει σημαντικά θετικά αποτελέσματα. Η ΕΚΤ επέλεξε να ενισχύσει τη ρευστότητα της οικονομίας μέσω της παροχής ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα, επειδή στην Ευρώπη ο μηχανισμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι τραπεζοκεντρικός (ενώ στις ΗΠΑ τον κεντρικό ρόλο έχει η αγορά κεφαλαίων).

Ζ. Ο σχεδιασμός των στρατηγικών εξόδου από τα έκτακτα μέτρα

Οι στρατηγικές εξόδου από τα έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης ήδη σχεδιάζονται, αλλά δεν έφθασε η ώρα για την εφαρμογή τους.

Η χάραξη από τώρα της κατάλληλης στρατηγικής εξόδου από τα έκτακτα μέτρα, η οποία θα εφαρμοστεί όταν και καθώς θα παγιώνονται οι συνθήκες ανάκαμψης, είναι απολύτως αναγκαία για την προάσπιση της μακροοικονομικής σταθερότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 όσο και στη ζώνη του ευρώ το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 20 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε τρία χρόνια, δηλαδή μεταξύ του τέλους του 2007 και του τέλους του 2010. Επίσης, με βάση τις παρούσες τάσεις (δηλαδή χωρίς αλλαγή πολιτικής) το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα προσεγγίσει το 100% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ έως το 2014 (δηλαδή θα αυξηθεί περίπου κατά 30 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το τέλος του 2007).

Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (18-19 Ιουνίου 2009) έχει αποφασίσει ότι απαραίτητα στοιχεία μιας στρατηγικής εξόδου από τις παρούσες συνθήκες υψηλών ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους είναι η υιοθέτηση αξιόπιστων μεσοπρόθεσμων σχεδίων δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτά θα περιλαμβάνουν, όπου είναι αναγκαίο, και μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ο χρονικός ορίζοντας και ο ρυθμός της δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές συνθήκες σε κάθε κράτος-μέλος και το ύψος του διαρθρωτικού ελλείμματος και του χρέους. Το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Γκέτεμποργκ, 1-2 Οκτωβρίου) έκρινε ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να αρθούν τα μέτρα επεκτατικής πολιτικής και ότι αυτά πρέπει να διατηρηθούν μέχρις ότου διασφαλιστεί η ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, η στρατηγική εξόδου από τα δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να σχεδιαστεί τώρα και να περιλαμβάνει μείωση των διαρθρωτικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την απασχόληση και το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης.

Όσον αφορά τη στρατηγική εξόδου από τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ έχει επεξεργαστεί ένα πλαίσιο αρχών και συγκεκριμένα κριτήρια για την απόσυρση των μέτρων αυτών, στο βαθμό που θα βελτιώνεται το μακροοικονομικό περιβάλλον και θα ομαλοποιούνται οι συνθήκες της αγοράς. Τα χαρακτηριστικά και ο χρόνος εφαρμογής της στρατηγικής εξόδου θα προσδιοριστούν κυρίως από την ανάγκη αφενός να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών σε μεσοπρόθεσμη βάση και αφετέρου να μειωθεί προοδευτικά η εξάρτηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τα έκτακτα μέτρα καθώς θα βελτιώνονται οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

Η. Αποφάσεις για τη νέα αρχιτεκτονική του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και για την ενίσχυση της εποπτείας

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργούνται νέοι εποπτικοί φορείς με στόχο την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από μελλοντικούς κινδύνους και την αποφυγή επανάληψης των λαθών του παρελθόντος.

Όπως αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 18-19 Ιουνίου 2009, δημιουργούνται :

● Για την μακροπροληπτική εποπτεία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, το οποίο θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα διατυπώνει συστάσεις για την ανάληψη δράσης προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι αυτοί.

● Για την μικροπροληπτική εποπτεία, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις νέες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας και της συνοχής της εποπτείας σε εθνικό επίπεδο, την ενίσχυση της επιτήρησης των διασυνοριακών ομίλων μέσω της ολοκλήρωσης της σύστασης σωμάτων εποπτών, καθώς και την εκπόνηση κοινού ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων, που θα εφαρμόζεται σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ενιαίας Αγοράς.

Τέλος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία του σύνοδο (6-7 Οκτωβρίου) μεταξύ άλλων τόνισε ότι:

Η προσπάθεια αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα διεθνώς πρέπει να παραμείνει κορυφαία προτεραιότητα.

• Η προσπάθεια αναμόρφωσης της παγκόσμιας οικονομίας στην περίοδο μετά την κρίση πρέπει να στηριχθεί στη συνέχιση της διευρυμένης διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της κρίσης, στην ενίσχυση του πλαισίου κανόνων και εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα και στην ενδυνάμωση του διεθνούς νομισματικού συστήματος.

Για το πλήρες κείμενο της Έκθεσης πατήστε εδώ

 

 

 

 

 

 

 

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι