Αναλύει τα χαρακτηριστικά λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που συνέβαλαν στην υπερτροφική διόγκωση του κράτους, των ελλειμμάτων και του χρέους.mΣχετικά με το τελευταίο αναφέρονται στη μελέτη του κ. Πολίτη τα ακόλουθα: Το ελληνικό πολιτικό σύστημα στο σύνολο του εμφανίζει έμφυτη, σαφή ροπή προς πολιτικές εξάπλωσης του Κράτους. Ροπή που δεν πηγάζει μόνον από ιδεολογικές καταβολές, όπως ιστορικά συνέβη κατά περιόδους σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά επιβάλλεται από τις ανάγκες συντήρησης του ίδιου του συστήματος, το οποίο με τη σειρά του δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς συνεχή διεύρυνση του Κράτους. Έτσι, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στην έμφαση, η οικονομική πολιτική σε όλη την περίοδο παρουσιάζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως:
Πρώτον, μία μυωπική αντίληψη, δηλαδή μια μεροληπτική προτίμηση του παρόντος έναντι του μέλλοντος. Δύο είναι χαρακτηριστικά οι περιπτώσεις που η μεροληψία αυτή είναι πλέον εμφανής: στην συνεχή σώρευση δημόσιου χρέους με τη μετακύλιση του βάρους στις επόμενες γενιές και στην αδυναμία να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί μια μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που θα εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Δεύτερον, η οικονομική πολιτική, παρά το γεγονός ότι συχνά συνέκλινε ως προς τους στόχους, εμφανίζεται μετά από κάθε κυβερνητική αλλαγή ως διαμετρικά αντίθετη προς αυτήν που είχε προηγηθεί. Δημιουργούνται έτσι ασυνέχειες, καθυστερήσεις και ρήγματα, που εμποδίζουν τη διαμόρφωση μιας σαφώς προσανατολισμένης μακρόπνοης στρατηγικής, που θα στηριζόταν μάλιστα στη μέγιστη δυνατή συναίνεση των κομμάτων.
Τρίτον, η οικονομική πολιτική, συχνά επικεντρώνεται στην αποσπασματική θεραπεία συμπτωμάτων που προέκυπταν από επιλογές του παρελθόντος, αδυνατώντας να προετοιμασθεί και να σχεδιάσει τρόπους για να αντιμετωπίσει επερχόμενες αλλαγές.
Δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος με τον πυρήνα της περιγραφής αυτής. Γι αυτό σήμερα χρειάζεται να υιοθετήσουμε μία οικονομική πολιτική που:
- Θα σχεδιάσει και θα πραγματοποιήσει με συνέπεια τις αλλαγές που συνεπάγεται η μείζων απόφαση της παραμονής της χώρας στην ζώνη του Ευρώ.
- Θα αποβάλει τη μυωπική προσέγγιση που, προσηλωμένη στο σήμερα, παραβλέπει το αύριο και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του τόπου.
- Θα έχει συνέχεια, στηριζόμενη σε ευρείες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις.
Κυρίες και Κύριοι,
Η πορεία προς την κρίση δεν ήταν αναπόφευκτη και θα μπορούσε να είχε ανακοπεί, αν τα προβλήματα είχαν αντιμετωπισθεί εγκαίρως, πριν αφεθούν να λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις. Προειδοποιήσεις υπήρξαν και ήταν πολλές και επαναλαμβανόμενες. Το ΙΟΒΕ από την πλευρά του, όπως προκύπτει από την εκτεταμένη ανθολόγηση των μελετών και παρεμβάσεων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, ανέδειξε και αξιολόγησε, πολλά χρόνια πριν, τις παθογένειες της οικονομίας και τις επαπειλούμενες επιπτώσεις τους.
Από την πληθώρα των ζητημάτων που θίγονται θα ήθελα να σταθώ σε δύο βασικές στοχεύσεις της ερευνητικής δραστηριότητας του ΙΟΒΕ. Πρώτον, τη συνεχή ενασχόλησή του με τα ζητήματα εξορθολογισμού του κράτους και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και, δεύτερον, την συστηματική μελέτη των προσαρμογών που επέβαλε η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ μετέπειτα.
Στα δύο αυτά ζητήματα – κράτος και ευρωπαϊκή προσαρμογή – η ερευνητική δραστηριότητα του Ιδρύματος ήταν πλούσια και τα συμπεράσματα συνέπλεαν με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στις αναπτυγμένες οικονομίες και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι αντιλήψεις αυτές αντιμετωπίσθηκαν για πολλά χρόνια από επιφυλακτικά έως και πολύ αρνητικά, με αντιδράσεις που κλιμακώνονταν από σκεπτικισμό έως ανοικτή εχθρότητα και οξύ καταγγελτικό λόγο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα οι αντιδράσεις αυτές δεν είχαν καμία σχέση με τα αντικειμενικά δεδομένα και εξέφραζαν απλώς δογματικές και συχνά παρωχημένες ερμηνείες της πραγματικότητας.
Παρόμοιες αν και ηπιότερες πλέον αντιδράσεις επιβιώνουν δυστυχώς και σήμερα. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις απόψεις εκείνες που αρνούνται πεισματικά κάθε αλλαγή και βαυκαλίζονται ότι η επιστροφή στο παρελθόν είναι όντως εφικτή. Όπως παλαιότερα έτσι και τώρα η στάση αυτή συγκρούεται μετωπικά με την πραγματικότητα και αγνοεί προκλητικά τις αντικειμενικές συνθήκες που - ανεξάρτητα από τη βούλησή μας – καθορίζουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο πορευόμαστε. Αν όμως αυτή τη φορά αγνοήσουμε και πάλι τις επιταγές της πραγματικότητας, η κατάληξη είναι δεδομένη: οικονομική και πολιτική απομόνωση της χώρας, αρχή μιας καταστροφικής πορείας που θα εξανεμίσει ότι έχουμε πετύχει στη μεταπολεμική ιστορία μας και θα μας πάει δεκαετίες πίσω.
Έρχομαι τώρα στο μέρος της μελέτης, που αφορά την πορεία του ΙΟΒΕ από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα. Διαβάζω την αφήγηση αυτή όχι τόσο ως μια λεπτομερή εξιστόρηση του Ιδρύματος, όσο ως μια προσπάθεια να περιγραφούν με σαφήνεια η φυσιογνωμία, οι επιδιώξεις και οι βασικές του τοποθετήσεις. Πρόκειται στην ουσία για μια «αυτοβιογραφία» του ιδρύματος, το οποίο για πρώτη φορά μιλάει ανοιχτά για τον εαυτό του, με την πρόθεση να εξηγήσει σαφέστερα τις θέσεις και τις προθέσεις του.
Με αφορμή την εξιστόρηση αυτή θα ήθελα να καταγραφεί και η δική μου ερμηνεία, η προσωπική μου ματιά στο ρόλο του ΙΟΒΕ. Πιστεύω ότι το ΙΟΒΕ ήταν ένα τολμηρό για την εποχή του εγχείρημα, ένα εγχείρημα ολίγων οραματιστών που πέτυχε ν’ αντέξει στο χρόνο παρά τις πολλαπλές αντιξοότητες. Πέτυχε αυτό που, όπως γράφει ο κ. Πολίτης, επεδίωκε: «Να είναι χρήσιμο στον τόπο».
Και ήταν πράγματι χρήσιμο αφού:
Πρώτον, κατάφερε να προσεγγίσει ερευνητικά ένα πλήθος θεμάτων της ελληνικής οικονομίας, αποκλίνοντας θαρραλέα από τις επικρατούσες αντιλήψεις που, όπως έχει πλέον αποδειχθεί, ήταν λανθασμένες.
Δεύτερον, μέσω της στενής επαφής με την επιχειρηματική κοινότητα γονιμοποίησε την εφαρμοσμένη έρευνα με νέα στοιχεία και εξέφρασε αυθεντικά, χωρίς εξαρτήσεις, την σύγχρονη ελληνική επιχείρηση.
Τρίτον, βελτίωσε με τις περιοδικές έρευνες που διεξάγει την πληροφόρηση για τις βραχυχρόνιες οικονομικές εξελίξεις.
Τέταρτον, έδωσε τη δυνατότητα σε ένα σχετικώς μεγάλο αριθμό νέων οικονομολόγων να ασχοληθούν με την έρευνα και να εξοικειωθούν με ζητήματα οικονομικής πολιτικής, εμπειρία πολύ χρήσιμη στους ίδιους και στον τόπο.
Πέμπτον, συντονίστηκε με την εποχή του, αναδεικνύοντας τα κρίσιμα ζητήματα κάθε περιόδου και αναλύοντας τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, επεκτείνοντας δηλαδή τη ματιά του και στο αύριο.
Έκτον, υποστήριξε σταθερά και σθεναρά, με αναλύσεις και παρεμβάσεις, την Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Τράπεζα της Ελλάδος στήριξε το ΙΟΒΕ και συνεργάσθηκε μαζί του, τόσο στην εκπόνηση μελετών, όσο και στη διεξαγωγή των τακτικών ερευνών οικονομικής συγκυρίας, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύονται αναλυτικά στις εκδόσεις της Τράπεζας.
Όσον αφορά το μέλλον του Ιδρύματος, στο «επίμετρο» του βιβλίου τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα που νομίζω ότι θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους, τον καθένα στη δική του περιοχή ευθύνης: «Μέσα στις συνθήκες που ζούμε και σε αυτές που προδιαγράφονται ποιός είναι ο ρόλος μου; Πώς πρέπει να προσαρμοσθώ για να ανταποκριθώ στις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε; Πώς μπορώ να συμβάλω στην κατανόηση της λειτουργίας του νέου περιβάλλοντος που διαφέρει ριζικά απ’ όσα έχουμε γνωρίσει;»
Τα ερωτήματα αυτά τίθενται με ιδιαίτερη οξύτητα σε όλες τις συλλογικές οντότητες που ασχολούνται με την οικονομία και την οικονομική πολιτική. Το ΙΟΒΕ στη δική του περιοχή ευθύνης φαίνεται ότι προβληματίζεται έντονα και αναζητά τις δικές του απαντήσεις. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι το κύριο διακύβευμα σήμερα είναι η ίδια η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλώνει κατ’ αρχάς την σταθερή προσήλωσή του στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και αναλαμβάνει την ευθύνη να τη στηρίξει με όλες τις δυνάμεις του. Η ερευνητική του δραστηριότητα, προτείνεται στη μελέτη, πρέπει τώρα να επεκταθεί και σε άλλα πεδία, όπως η κοινωνιολογία και οι πολιτικές επιστήμες, καθώς τα προβλήματα της οικονομίας επιβάλλουν μια πιο καθολική και σφαιρική προσέγγιση. Στο μέτωπο της οικονομικής ανάλυσης, εξάλλου, που είναι και ο κατ’ εξοχήν τομέας δραστηριότητάς του, η μελέτη προτείνει να εξειδικευτούν οι όροι του νέου πρότυπου ανάπτυξης που χρειάζεται η χώρα. Τέλος, το ΙΟΒΕ, στηριζόμενο στο συγκριτικό πλεονέκτημα της διασύνδεσής του με την επιχειρηματική κοινότητα, θα πρέπει να εκτιμήσει έγκυρα τις απώλειες πού έχει υποστεί ο ιδιωτικός τομέας, να αποτιμήσει τις προσπάθειες των επιχειρήσεων να προσαρμοσθούν και, κυρίως, να αναδείξει τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την αναγέννηση της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην οποία θα στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό η αναπτυξιακή προοπτική του τόπου.
Σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο που η κοινωνία ζει μέσα σε πρωτοφανείς αβεβαιότητες, οι οποίες μεγεθύνονται από ανεύθυνες κραυγές, νηφάλιες φωνές καθώς και υπεύθυνη και τεκμηριωμένη πληροφόρηση, όπως αυτές του ΙΟΒΕ, είναι περισσότερο αναγκαίες από ποτέ.