Ομιλία του Διοικητή κ. Γ. Προβόπουλου με θέμα "Η κατάσταση και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας" σε εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου
08/04/2009 - Ομιλίες
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται εν μέσω της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930. Οι ισχυρές αναταράξεις, που ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2007 στις ΗΠΑ και μεταδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, συνεχίζονται για δεύτερο έτος. Τους τελευταίους μάλιστα μήνες έχουν επιδεινωθεί οι προοπτικές για την παραγωγή, την απασχόληση και το εξωτερικό εμπόριο σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Στην παρούσα φάση, οι αρνητικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό και τον πραγματικό τομέα της οικονομίας αλληλοτροφοδοτούνται. Η δυσλειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών συμπιέζει την οικονομική δραστηριότητα ενώ, με τη σειρά της, η εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας υπονομεύει την κεφαλαιακή θέση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την ικανότητά του να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η έξοδος από αυτό το φαύλο κύκλο δεν θα είναι επομένως εύκολη.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ, το παγκόσμιο ΑΕΠ, το οποίο αυξανόταν με υψηλούς ρυθμούς επί σειρά ετών, θα εμφανίσει μείωση κατά 0,5% έως 1,0% εφέτος, που θα είναι η πρώτη από τη δεκαετία του 1940. Εξάλλου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 2,7%. Πολύ μεγαλύτερη όμως θα είναι η μείωση του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου: κατά 13,2%. Το ΔΝΤ προβλέπει βαθμιαία ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2010 αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως είναι η επιτυχής εφαρμογή των μέτρων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και τη βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών, η επαρκής δημοσιονομική ώθηση, η έναρξη της ανάκαμψης στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ και η παραμονή των τιμών του πετρελαίου και λοιπών εμπορευμάτων σε χαμηλά επίπεδα.
Λόγω της σοβαρότητας της παγκόσμιας κρίσης, η διεθνής κοινότητα – κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, φορείς εποπτείας και διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί -- προχώρησαν σε συντονισμένες και τολμηρές παρεμβάσεις, που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο. Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν ως στόχο αφενός τη διοχέτευση ρευστότητας στην οικονομία και αφετέρου την απευθείας στήριξη της συνολικής ζήτησης, προκειμένου να διακοπεί ο φαύλος κύκλος που προανέφερα. Παράλληλα, έχουν ενταθεί οι διαβουλεύσεις για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία θα διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στο μέλλον. Σημαντικές αποφάσεις στον τομέα αυτόν έλαβε η πρόσφατη σύνοδος των ηγετών των 20 μεγαλύτερων οικονομιών (G-20) στις 2 Απριλίου στο Λονδίνο.
Ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχή έκβαση των παρεμβάσεων έχει η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως στην Ε.Ε. όπου το σύστημα είναι τραπεζοκεντρικό. Τα μέτρα στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχουν εστιαστεί κυρίως στην παροχή ρευστότητας, εγγυήσεων και κεφαλαιακών ενισχύσεων στο τραπεζικό σύστημα. Μέχρι στιγμής τα μέτρα αυτά έχουν συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό τόσο στην αποτροπή συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας όσο και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των πιστωτών. Όσον αφορά τη δημιουργία μιας νέας χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής, έχουν ήδη διατυπωθεί σημαντικές προτάσεις από το ΔΝΤ και το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η εφαρμογή των οποίων προωθείται με τις αποφάσεις που έλαβαν οι ηγέτες των G-20 την περασμένη εβδομάδα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση της "Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία", της οποίας προήδρευσε ο Jacques de Larosière. Βασικές κατευθύνσεις της προτεινόμενης μεταρρύθμισης είναι:
-
Η ενίσχυση της διαφάνειας και η διεύρυνση του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου, ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα,
-
Η ενδυνάμωση της μακρο-προληπτικής εποπτείας, με στόχο την αποτροπή συστημικών κινδύνων,
-
Η άμβλυνση της υπερ-κυκλικότητας του πιστωτικού συστήματος και του κανονιστικού πλαισίου της εποπτείας,
-
Η διεύρυνση της συνεργασίας, όσον αφορά την εποπτεία, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί διεθνώς για τη στήριξη της ζήτησης περιλαμβάνουν κατ’ αρχάς δραστικές μειώσεις, από πολλές κεντρικές τράπεζες, των βασικών επιτοκίων τους σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, καθώς και την παροχή της αναγκαίας ρευστότητας. Οι μειώσεις των βασικών επιτοκίων δεν έχουν πλήρως "μεταφραστεί" σε χαμηλότερα επιτόκια για τα δανειζόμενα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς οι τράπεζες έχουν υιοθετήσει αυστηρότερους όρους δανεισμού. Οι συνεχιζόμενες δυσκολίες έχουν επίσης οδηγήσει αρκετές κεντρικές τράπεζες σε "μη συμβατικά" μέτρα για τη στήριξη της ζήτησης, π.χ. υπό τη μορφή παρεμβάσεων σε μη τραπεζικές πιστωτικές αγορές ή και απευθείας χρηματοδότησης επιχειρήσεων. Στη ζώνη του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προχώρησε σε έξι διαδοχικές μειώσεις (συνολικά κατά 300 μονάδες βάσης) του βασικού επιτοκίου από τον Οκτώβριο του 2008.
Τα μέτρα στήριξης της ζήτησης περιλαμβάνουν, επίσης, μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, που λαμβάνονται στις περισσότερες οικονομίες – βεβαίως μόνο σε εκείνες που έχουν περιθώρια χαλάρωσης, επειδή είναι χαμηλά τα αρχικά επίπεδα του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Τα μέτρα δημοσιονομικής ώθησης εκτιμώνται από το ΔΝΤ σε 1,6% του ΑΕΠ το 2009 και 1,2% το 2010. Για τις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες που είναι μέλη του G-20 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 2,0% και 1,4% (με μεγάλη συμβολή της Κίνας). Οι χώρες της ΕΕ έχουν γενικά επιλέξει μικρότερη διακριτική (discretionary) δημοσιονομική ώθηση από ότι άλλες χώρες, εν μέρει διότι στην Ευρώπη η δύναμη των λεγόμενων "αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών" είναι μεγαλύτερη. Παράλληλα οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει ότι υπάρχουν κίνδυνοι για τη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής τους θέσης και για το λόγο αυτό προετοιμάζουν από τώρα τη σταδιακή – στο μέλλον – μείωση των ελλειμμάτων, στο πλαίσιο του μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού τους.
Κυρίες και Κύριοι,
Η παγκόσμια κρίση έχει αγγίξει και την ελληνική οικονομία. Και εν μέρει λόγω αυτής, έχουν αποδυναμωθεί οι ευνοϊκοί παράγοντες που επί πολλά χρόνια στήριζαν την ισχυρή και αδιατάρακτη ανάπτυξη στη χώρα μας. Στα χρόνια της ανάπτυξης η εγχώρια ζήτηση αυξανόταν ταχύτερα από την εγχώρια προσφορά, ο πληθωρισμός διαμορφωνόταν σε επίπεδα μονίμως υψηλότερα από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρυνόταν και το εξωτερικό χρέος του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα διογκωνόταν συνεχώς. Το μέγεθος και η επιμονή των ανισορροπιών αυτών υποδήλωναν καθαρά ότι δεν ήταν επαρκείς οι διαρθρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν. Ενέπνεε όμως εφησυχασμό το γεγονός ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν σχετικά υψηλοί και η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ εξασφάλιζε συνθήκες σταθερότητας και χαμηλά επιτόκια.
Καθώς η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία, ο ρυθμός ανάπτυξής της επιβραδύνθηκε αισθητά το 2008 (σε 2,9% από 4,0% το 2007), κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδύσεων. Το 2009 αναμένεται στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή μηδαμινή ανάπτυξη, κατά μέσο όρο του έτους.
Η χρηματοπιστωτική κρίση επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα με δύο τρόπους. Πρώτον, οι τράπεζες χορηγούν πιστώσεις στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με αυστηρότερα κριτήρια, καθώς αναμένουν άνοδο των επισφαλειών. Έτσι περιορίζεται η προσφορά δανείων. Δεύτερον, υποχωρούν σημαντικά οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Παρατηρείται έτσι συγκράτηση της κατανάλωσης (ιδίως διαρκών καταναλωτικών αγαθών), πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες και υποχώρηση της διάθεσης των επιχειρήσεων για ανάληψη κινδύνων, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι επιχειρηματικές επενδύσεις. Περιορίζεται λοιπόν και η ζήτηση πιστώσεων από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Άμεσες είναι εξάλλου και οι επιπτώσεις της διεθνούς μακροοικονομικής κρίσης. Η υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και η πτώση του διεθνούς εμπορίου πλήττουν τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, κυρίως προς τις χώρες της ΕΕ και τις εκτός ΕΕ χώρες των Βαλκανίων. Επίσης, θα υποχωρήσουν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από επισκέπτες που προέρχονται από τη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία. Και σημαντικά μειωμένες αναμένεται ότι θα είναι και οι εισπράξεις από υπηρεσίες μεταφορών (ναυτιλιακές), λόγω της υποχώρησης των ναύλων και της συρρίκνωσης του διεθνούς εμπορίου. Όπως εκτιμάται, η πτώση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές θα υπερβαίνει εφέτος το 10%.
Εκτιμάται επίσης ότι θα ανακοπεί η ανοδική τάση της απασχόλησης. Θα καταγραφεί μικρή μείωση του αριθμού των απασχολουμένων, ενώ πιο σημαντική θα είναι η μείωση του μέσου χρόνου εργασίας, τόσο επειδή περικόπτονται οι υπερωρίες, όσο και διότι μειώνεται το κανονικό ωράριο εργασίας σε ορισμένες επιχειρήσεις. Προβλέπεται ότι η μείωση του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων θα είναι της τάξης του 0,5%, ενώ η μείωση του αριθμού των απασχολούμενων μισθωτών θα είναι κάπως μεγαλύτερη, της τάξης του 1%. Πρέπει σχετικά να ληφθεί υπόψη ότι για τους αυτοαπασχολούμενους η εξασθένηση της δραστηριότητας συνεπάγεται κατά κανόνα περιορισμό του χρόνου εργασίας (δηλαδή υποαπασχόληση) και μείωση του εισοδήματος, αλλά όχι ανεργία.
Στην παρούσα φάση, οι ευπαθέστερες κατηγορίες εργαζομένων είναι οι ανειδίκευτοι, οι προσωρινά απασχολούμενοι και οι μετανάστες. Οι κατηγορίες επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό ισχυρότερη πίεση για περιορισμό των θέσεων απασχόλησης είναι οι κατασκευαστικές, οι μεταποιητικές με εξαγωγικό προσανατολισμό, οι επιχειρήσεις εισαγωγικού εμπορίου (κυρίως κεφαλαιακών αγαθών και διαρκών καταναλωτικών αγαθών), καθώς και οι τουριστικές και οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Παρόλα αυτά, το καταγραφόμενο συνολικό ποσοστό ανεργίας ενδέχεται να μην αυξηθεί περισσότερο από μισή εκατοστιαία μονάδα, δεδομένου ότι ο ετήσιος ρυθμός ανόδου του εργατικού δυναμικού αναμένεται να είναι σχεδόν μηδενικός, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων τα οποία αποφασίζουν – λόγω της εξασθένησης της οικονομικής δραστηριότητας – να μην αναζητήσουν εργασία και επομένως αποσύρονται από το εργατικό δυναμικό.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, η υποχώρηση από τα μέσα του 2008 των διεθνών τιμών των καυσίμων και των τροφίμων οδήγησε, το τελευταίο τρίμηνο του έτους, σε σημαντική μείωσή του, η οποία συνεχίζεται και το 2009. Τον Φεβρουάριο εφέτος ο πληθωρισμός είχε υποχωρήσει στο 1,8%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2000. Ο πληθωρισμός αναμένεται ότι θα συνεχίσει να υποχωρεί, τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο. Ο πυρήνας όμως του πληθωρισμού θα υποχωρήσει αισθητά λιγότερο, παραμένοντας σχετικά υψηλός: το Φεβρουάριο του 2009 διαμορφώθηκε στο 3,1% έναντι 3,4% κατά μέσον όρο το 2008. Παρά τη μείωση αυτή όμως, η διαφορά του σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ διατηρείται σε υψηλό επίπεδο (1,4%). Η διαφορά αυτή συνδέεται με τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Το 2009 το μέσο ετήσιο επίπεδο του πληθωρισμού είναι δυνατόν να υποχωρήσει στο 1,6% ή και χαμηλότερα, έναντι 4,2% το 2008. Ο πυρήνας όμως του πληθωρισμού θα παραμείνει και πάλι υψηλός (λίγο κάτω του 3%), δηλαδή θα εμφανίσει περιορισμένη μόνο υποχώρηση σε σύγκριση με το 2008. Υπάρχουν ωστόσο συνθήκες που ευνοούν ταχύτερη μείωση του πυρήνα του πληθωρισμού, καθώς: (α) δεν θα υπάρχουν εφέτος συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης, (β) θα συνεχιστεί πιθανότατα η μείωση των περιθωρίων κέρδους και (γ) ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προβλέπεται ότι θα επιβραδυνθεί. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί ωστόσο να χαρακτηρίζεται από συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού, οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς τη διαμόρφωση των τιμών: για το λόγο αυτό, εκτιμάται ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού θα υποχωρήσει λιγότερο από ό,τι θα ήταν κατ' αρχήν εφικτό.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει πολύ υψηλό. Το 2008 ανήλθε στο 14,4% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στις αυξημένες καθαρές πληρωμές για εισαγωγές καυσίμων και για τόκους, μερίσματα και κέρδη. Επιβαρυντικά στις πληρωμές τόκων έχει συμβάλει η αύξηση του τμήματος του δημόσιου χρέους που διακρατείται από κατοίκους εξωτερικού. Το 2009 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα επηρεαστεί από την επιδείνωση του διεθνούς και του εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος και αναμένεται ότι το έλλειμμά του θα περιοριστεί στο 12,5-13,0% του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, σε απόλυτους όρους, οι εισαγωγές θα μειωθούν περισσότερο από τις εξαγωγές. Παρά τη μείωση, το έλλειμμα θα παραμείνει υψηλό και θα τείνει να διευρυνθεί και πάλι όταν αρχίσει η ανάκαμψη της οικονομίας, λειτουργώντας ως περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη. Παραμένει, επομένως, επιτακτική η ανάγκη εφαρμογής μέτρων πολιτικής με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, με σκοπό να αντιμετωπιστούν τα μονιμότερα αίτια της διαμόρφωσης του ελλείμματος σε υψηλά επίπεδα. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διαμόρφωση του εξωτερικού ελλείμματος σε ανησυχητικά επίπεδα, στην οποία έχει συντελέσει η υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αντανακλά τη σημαντική υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης, που είναι σχετικά πολύ χαμηλή, έναντι των εγχώριων επενδύσεων. Επομένως, απαιτείται, μεταξύ άλλων, να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα και παράλληλα να διορθωθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, κυρίως μέσω της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης (σε εθνικολογιστική βάση) ξεπέρασε το 2008, για δεύτερη συνεχή χρονιά, την τιμή αναφοράς της Συνθήκης του Μάαστριχτ, δηλαδή το 3% του ΑΕΠ. Έχει έτσι ενεργοποιηθεί η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Αν το έλλειμμα εξακολουθήσει και το 2009 να κινείται σε υψηλά επίπεδα, το μήνυμα που θα εκπέμπεται στις διεθνείς αγορές είναι ότι η πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής καθυστερεί. Και οι αγορές θα αντιδράσουν ανάλογα. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2008 διευρύνθηκε σημαντικά η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών κρατικών ομολόγων, η οποία σταθεροποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2009 και έκτοτε παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τις ανησυχίες των αγορών για το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας (το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ), για την αδυναμία περιορισμού των ελλειμμάτων και επίτευξης μιας διατηρήσιμης δημοσιονομικής θέσης, για το χρονίως ογκώδες εξωτερικό έλλειμμα, καθώς και για την καθυστέρηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Με βάση αυτή την εικόνα της κατάστασης, καθίσταται απολύτως σαφές ότι παραμένει επιτακτική η ανάγκη εφαρμογής ενός σχεδίου οικονομικής πολιτικής με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, το οποίο όμως θα συμπεριλαμβάνει και μέτρα άμεσης εφαρμογής. Πρωταρχικός στόχος του πρέπει να είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των βασικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών, που τροφοδοτούν και διευρύνουν συνεχώς τα υψηλά εσωτερικά και εξωτερικά μας ελλείμματα. Χρειαζόμαστε μία συνολική εγχώρια αποταμίευση που να επαρκεί για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας μας. Χρειαζόμαστε εκτεταμένες θεσμικές και οργανωτικές μεταβολές σε όλους τους τομείς και τις αγορές της οικονομίας, που να ενισχύουν την παραγωγικότητα και να προωθούν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών μας.
Κυρίες και Κύριοι,
Το έχω πει πολλές φορές και θα το επαναλάβω. Η διεθνής κρίση και οι δυσλειτουργίες των διεθνών αγορών αναπόφευκτα επηρεάζουν και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν κατά βάση υγιείς και ισχυρές. Οι τράπεζές μας έχουν:
-
οριακή μόνο έκθεση σε στοιχεία ενεργητικού που χαρακτηρίζονται ως "τοξικά",
-
ικανοποιητικό επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας,
-
σχετικά χαμηλό βαθμό μόχλευσης του ενεργητικού τους,
-
μικρή εξάρτηση από τις αγορές για την άντληση κεφαλαίων.
Τα χαρακτηριστικά αυτά επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν τους διεθνείς κραδασμούς με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες και να στέκονται σε ισχυρότερη βάση από ότι οι τράπεζες άλλων χωρών.
Παρ' όλα αυτά, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει από τις τράπεζες να μην εφησυχάζουν στην εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και να λαμβάνουν υπόψη τα νέα αρνητικά δεδομένα: τους αυξημένους κινδύνους που συνεπάγεται η σοβαρή επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, τη συνεχιζόμενη δυσλειτουργία των αγορών και τις επικρατούσες συνθήκες χαμηλής ρευστότητας και μειωμένης κερδοφορίας. Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει την αύξηση των προβλέψεων έναντι επισφαλών δανείων και τη συγκράτηση των παροχών (bonus) στα υψηλόβαθμα στελέχη. Έχει επίσης συστήσει στις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις χώρες της Ν.Α. Ευρώπης να αξιολογούν προσεκτικά τις κατά τόπους οικονομικές συνθήκες. Είναι πάντως ενθαρρυντικό ότι με τη συνεργασία και το συντονισμό διεθνών φορέων, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η διεθνής κοινότητα έρχεται αρωγός προς τις χώρες αυτές. Βάσιμη συνεπώς είναι η ελπίδα ότι σύντομα οι χώρες της περιοχής θα επανακτήσουν αναπτυξιακή δυναμική.
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήταν σήμερα ασυγχώρητο να επικρατούν ψευδαισθήσεις και εφησυχασμός. Όπως ήδη τόνισα, μεγάλο βάρος πέφτει στη δημοσιονομική πολιτική, που θα πρέπει να θεραπεύσει χρόνιες αγκυλώσεις και υστερήσεις. Η Ελλάδα δεν έχει, δυστυχώς, περιθώρια για δημοσιονομική ώθηση. Αυτό, πέραν των ιδιαίτερων συνθηκών που κυριαρχούν σήμερα στις αγορές, οφείλεται και σε λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος. Επί σειρά ετών, με ταχεία άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, η δημοσιονομική πολιτική ήταν επεκτατική, χωρίς προσπάθεια δημιουργίας επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων. Έτσι, τώρα που αντιμετωπίζουμε σοβαρή μακροοικονομική επιβράδυνση, δεν υπάρχουν περιθώρια για δημοσιονομική τόνωση της ζήτησης. Σήμερα η πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική είναι αναγκαία όχι μόνο για να τηρηθούν οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά, κυρίως, για να βελτιωθούν οι όροι εξωτερικού δανεισμού.
Υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, μπορεί ωστόσο να επιτευχθεί στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας με την ανακατανομή των δημόσιων δαπανών και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους προκειμένου, πρώτον, να στηριχθούν με στοχευμένες παρεμβάσεις οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και, δεύτερον, να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Θα πρέπει, εξάλλου, να τονιστεί ότι είναι εφικτή η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων, χωρίς σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, αν αξιοποιηθούν οι νέες δυνατότητες κοινοτικών χρηματοδοτήσεων για έργα υποδομής.
Αν πράγματι οι δημόσιες δαπάνες γίνουν πιο αποτελεσματικές – και εδώ φαίνεται ότι υπάρχουν πράγματι πολύ μεγάλα περιθώρια - και αν εφαρμοστεί με συνέπεια και συνέχεια μια πολιτική που θα εξαλείφει προοδευτικά τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, τότε θα κερδηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Και έτσι, μια εκ πρώτης όψεως συσταλτική δημοσιονομική πολιτική θα μπορέσει τελικά να έχει de facto επεκτατικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδος, μια εκ πρώτης όψεως επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα είχε πολλαπλάσιο δημοσιονομικό κόστος. Επομένως, εκ των πραγμάτων, θα κατέληγε να είναι συσταλτική. Η αλήθεια αυτή πρέπει να κατανοηθεί κυρίως από όσους πιστεύουν ότι τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα μπορούν να είναι παράγοντας ανάπτυξης. Κατ' αρχάς, και στις χώρες εκείνες που σήμερα εφαρμόζουν πολιτική δημοσιονομικής ώθησης – επειδή έχουν τα περιθώρια, που εμείς δεν έχουμε – ο στόχος είναι καθαρά αντικυκλικός. Οι ίδιες χώρες ήδη μελετούν πώς θα μειώσουν τα ελλείμματα, όταν θα αρχίζει η ανάκαμψη. Στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδος, όμως, τυχόν αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν θα είχε ούτε καν αντικυκλικό αποτέλεσμα. Διότι θα οδηγούσε απευθείας στην αύξηση του κόστους δανεισμού υπονομεύοντας ευθέως την εμπιστοσύνη των αγορών και τελικά την ανάκαμψη.
Θέλω εδώ να υπογραμμίσω ότι πουθενά και ποτέ δεν υπήρξε παράδειγμα χώρας που να πέτυχε διατηρήσιμη ανάπτυξη στη βάση χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλά παραδείγματα χωρών όπου τα ελλείμματα και τα χρέη υπονόμευσαν την αναπτυξιακή διαδικασία. Ανάπτυξη με συνεχή ελλείμματα δεν γίνεται. Και ειδικά στη χώρα μας δεν μπορεί να έχουν λησμονηθεί τόσο γρήγορα τα οδυνηρά παθήματα και μαθήματα του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Θετική συμβολή στην ανάκαμψη της οικονομίας (και εν συνεχεία στην ανάπτυξη) θα έχει επίσης η ταχεία προώθηση μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος αλλά συντελούν άμεσα σε βελτίωση της παραγωγικότητας, όπως είναι η μείωση της γραφειοκρατίας και η ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού. Επομένως, η δημοσιονομική εξυγίανση, που θα συντελέσει σε τόνωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας, και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ταχείας απόδοσης και μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της παραγωγικότητας, μπορούν να συντελέσουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης και να φέρουν πιο κοντά το χρόνο έναρξης της ανάκαμψης. Γι' αυτό έχουν προτεραιότητα στο πλαίσιο του πολυετούς σχεδίου που έχει ανάγκη η χώρα και το οποίο πρέπει να κινείται προς τις εξής βασικές κατευθύνσεις:
-
Βαθμιαίο αλλά γρήγορο περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε να μηδενιστεί το 2012. Η μείωση αυτή είναι εφικτή, εάν συλληφθεί μέρος της τεράστιας φοροδιαφυγής και, κυρίως, εάν επιτευχθεί ουσιαστική περιστολή της σπατάλης και αύξηση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών.
-
Εφαρμογή πλέγματος μεταρρυθμίσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος. Χρειάζονται σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα (της τάξης του 4,5-5% του ΑΕΠ), ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ κάτω από την τιμή αναφοράς της Συνθήκης του Μάαστριχτ (60%) μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, π.χ. εντός 10 ετών. Αυτό είναι απαραίτητο και για να καλύπτονται στο μέλλον οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες, που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού.
-
Εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να συντελούν στην βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να στοχεύουν στη μακροπρόθεσμα βιώσιμη, την αειφόρο ανάπτυξη – δηλαδή την ανάπτυξη που σέβεται και προστατεύει το περιβάλλον. Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ ο εκσυγχρονισμός του προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία είναι ιδιαιτέρως ενεργοβόρα και η πετρελαϊκή της εξάρτηση παραμένει μεγάλη. Η προώθηση των απαραίτητων αλλαγών, η οποία προϋποθέτει σωστό σχεδιασμό και κατάλληλα κίνητρα, μπορεί να οδηγήσει στην πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων και να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας, την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων απασχόλησης, τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και τον αντίστοιχο περιορισμό του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η σημερινή συγκυρία δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί εμπόδιο για τέτοιες εξελίξεις. Αντιθέτως μάλιστα, οι επενδύσεις στην ενέργεια και οι αποκαλούμενες “πράσινες” επενδύσεις μπορούν να δώσουν μια εξαιρετικά χρήσιμη ώθηση στην ανάκαμψη.
Κυρίες και Κύριοι,
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα συνδέονται μεν με τη διεθνή κρίση, σε μεγάλο βαθμό όμως αντανακλούν χρόνιες ανεπάρκειες και δομικές αγκυλώσεις και υστερήσεις.
Για να αντιμετωπίσουμε συνεπώς την κρίση, πρέπει να προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα εκεί που διστάσαμε στο παρελθόν. Στα "καλά" χρόνια δεν κάναμε όσα θα μας επέτρεπαν να αντιμετωπίζουμε σήμερα την κρίση από ευνοϊκότερη θέση. Γι' αυτό θα πρέπει τώρα να προχωρήσουμε στην εφαρμογή ενός αξιόπιστου προγράμματος με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, με πρώτη προτεραιότητα τη δημοσιονομική εξυγίανση. Έτσι θα πείσουμε τις αγορές και θα εξασφαλίσουμε την με λογικούς όρους χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Μ' αυτό τον τρόπο, δηλαδή, θα δημιουργήσουμε τις ασφαλείς προϋποθέσεις για να τεθεί σε κίνηση μια νέα αναπτυξιακή δυναμική, που θα είναι μακρόπνοη, ισχυρή και πιο εξωστρεφής, ενώ θα δημιουργεί πρόσθετους πόρους που θα ενδυναμώνουν την κοινωνική συνοχή.
Κάθε κρίση αναδεικνύει υποβόσκουσες αδυναμίες και επιφέρει ανακατατάξεις στην παραγωγική διαδικασία. Γι αυτό όταν οι χώρες παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα βγαίνουν συχνά ενισχυμένες από την κρίση και επανέρχονται σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Στην Ελλάδα δεν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, διότι διαθέτουμε επιχειρηματικότητα και ικανό στελεχιακό δυναμικό, ενώ μπορούμε να συνεισφέρουμε αλλά και να επωφεληθούμε από τις θετικές μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές των γειτονικών μας χωρών. Οι χώρες αυτές περνούν μια φάση οικονομικών δυσκολιών, που όμως χάρη στη διεθνή οικονομική βοήθεια, γρήγορα θα ξεπεραστούν. Η ζώνη του ευρώ παρέχει εξάλλου στην Ελλάδα σταθερότητα και προστασία από τριγμούς και μπορεί να συμβάλλει επομένως στην προσέλκυση ξένων εταιριών και κεφαλαίων. Αρκεί μόνον να κινηθούμε με γρήγορο και αποφασιστικό βηματισμό. Και, κυρίως, να απορρίψουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης, που βασίζεται κυρίως στις καταναλωτικές δαπάνες, τις εισαγωγές και τον εξωτερικό δανεισμό. Στο παρελθόν πολλές φορές η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολες περιόδους και με τις κατάλληλες τολμηρές πολιτικές καθώς και τη στήριξη της κοινωνίας, η οποία απεδέχθη τις απαραίτητες προσαρμογές, η χώρα επανέκτησε την αναπτυξιακή της δυναμική. Θετικό στοιχείο και για την Ελλάδα είναι επίσης ότι η μαζική «ένεση» κρατικών ενισχύσεων και ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, θα αρχίζει να δρα ευνοϊκότερα από το 2010, όταν η διεθνής οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει, ενισχύοντας έτσι και την αναπτυξιακή ορμή της δικής μας οικονομίας.