EN

Άρθρα & Συνεντεύξεις

  • Κοινοποίηση:

Συνέντευξη του Υποδιοικητή Θ. Μητράκου στον δικτυακό τόπο imerisia.gr

14/01/2021 - Άρθρα & Συνεντεύξεις

 

1. Κύριε Υποδιοικητά, η νέα χρονιά βρίσκει την ελληνική οικονομία σε lockdown με τις προβλέψεις για τη φετινή της πορεία να είναι κάθε άλλο παρά ρόδινες. Ποιες θεωρείτε τις σημαντικότερες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το τραπεζικό σύστημα το 2021;

Η πανδημία του κορωνοϊού συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία. Εξελίχθηκε σε παγκόσμια υγειονομική κρίση με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε πολύ μεγάλη ύφεση και σε αποπληθωρισμό, σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, ενώ αναμένεται και αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η αναζωπύρωση της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, από το Σεπτέμβριο και μετά έχει επιτείνει την αβεβαιότητα. Η λήψη νέων γενικευμένων περιοριστικών μέτρων (lockdown), τα οποία τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές Νοεμβρίου, αναμένεται να οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση για το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σε -10% στο βασικό σενάριο, και να μετριάσει την προσδοκώμενη ανάκαμψη το 2021 (4,2%). Η πρόσφατη μάλιστα αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων φαίνεται ότι θα έχει πρόσθετο αρνητικό αντίκτυπο στο επιχειρηματικό κλίμα και την καταναλωτική συμπεριφορά.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο τραπεζικός τομέας θα κληθεί πράγματι να αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές προκλήσεις το 2021. Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Τα ΜΕΔ ανήλθαν, σε ατομική βάση, στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε 58,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 48,5 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (35,8%) το Σεπτέμβριο του 2020. Η μείωση των ΜΕΔ το 2020 οφείλεται κυρίως στην αξιοποίηση του μηχανισμού παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων (γνωστού με την ονομασία “Ηρακλής”), η οποία επιτάχυνε τη μεταβίβαση ΜΕΔ σε φορείς εκτός τραπεζικού τομέα. Παράλληλα, η υπαγωγή μεγάλου μέρους των ενήμερων δανείων σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων (moratoria) συγκράτησε ή ανέστειλε την εισροή νέων ΜΕΔ. Η επιστροφή των δανείων αυτών σε συνθήκες κανονικότητας και τακτικής καταβολής των δόσεων αποπληρωμής τους αποτελεί σημαντική πρόκληση για τις τράπεζες τους επόμενους μήνες.

Πρόκληση αποτελεί επίσης για τον τραπεζικό τομέα η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας, το οποίο θα συμβάλει στην πιο γρήγορη αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα καθαρά έσοδα τόκων, αναδεικνύοντας την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών πηγών εσόδων και περαιτέρω εξορθολογισμού του κόστους. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών, με την πελατεία τους να εμφανίζεται πιο δεκτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, η αναμενόμενη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών εξαιτίας της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχειρήσεων και νοικοκυριών αναμένεται να οδηγήσει στην ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, περιορίζοντας περαιτέρω τη δυνατότητά τους για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.

Τέλος, η αχίλλειος πτέρνα των ελληνικών τραπεζών είναι η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων. Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε ικανοποιητικό επίπεδο (14,6% και 16,3% αντίστοιχα). Ωστόσο, οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits) το Σεπτέμβριο του 2020 ανέρχονταν σε 15,2 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 54,5% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα τρίμηνα, στο πλαίσιο της υλοποίησης των στρατηγικών των τραπεζών για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

 

2. Πώς προχωρά η πρόταση της ΤτΕ για σύσταση εθνικής AMC; Θεωρείτε ότι υπάρχει "χώρος" για δύο συστημικές λύσεις, εφόσον το ΥΠΟΙΚ προωθήσει τον "Ηρακλή 2" όπως έχει εξαγγείλει;

Εντός του 2020 υλοποιήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ. Η αξιοποίηση του μηχανισμού παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων διευκολύνει τη μεταβίβαση ΜΕΔ σε φορείς εκτός τραπεζικού τομέα. Καθώς όμως, ακόμη και μετά τις ενέργειες αυτές, τα ΜΕΔ θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο και δεδομένου ότι αναμένεται να υπάρξει νέα εισροή ΜΕΔ λόγω της πανδημίας, ιδιαίτερα όταν αρθούν τα μέτρα στήριξης που έχουν υιοθετηθεί, είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν πρόσθετες συστημικές λύσεις. Όσο το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλό, κάθε λύση είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά απαραίτητη.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο φαίνεται να έχει ωριμάσει και πλέον προωθείται η ιδέα της σύστασης εθνικών εταιρειών διαχείρισης ενεργητικού ως ένα από τα πολλά εργαλεία για την αποτελεσματική και ταχεία αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της πανδημίας και των σαρωτικών οικονομικών επιπτώσεών της. Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποβάλει πρόταση για τη δημιουργία μιας εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση ενός σημαντικού ποσοστού ΜΕΔ, με διττό στόχο τη σημαντική μείωση του αποθέματος ΜΕΔ και την παράλληλη αποκατάσταση της ποιότητας των εποπτικών τους κεφαλαίων, δηλαδή την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Μία συνολική και άμεση παρέμβαση για την αντιμετώπιση των δύο προηγούμενων προβλημάτων θα διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη διατηρήσιμης οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά, στην κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας, τα διευκολυντικά μέτρα στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τα μέτρα ενίσχυσης ρευστότητας που έχει υιοθετήσει η Πολιτεία. Θα έχει επίσης σειρά άλλων ευεργετικών επιδράσεων, όπως η ουσιαστική βελτίωση της επενδυσιμότητας των ελληνικών τραπεζών, καθώς και της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδος.

 

3. Σε ποιο βαθμό ανταποκρίνονται οι τράπεζες στη χρηματοδότηση των πραγματικών αναγκών της οικονομίας; Εκτιμάτε ότι είναι -ή θα είναι- σε θέση να στηρίξουν ουσιαστικά την ανάκαμψη των ελληνικών επιχειρήσεων από την πανδημία Covid-19;

Το 2020, οι επιχειρήσεις αναπόφευκτα λειτούργησαν σε ένα περιβάλλον έντονων οικονομικών πιέσεων, οι οποίες εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν και τους πρώτους μήνες του 2021. Στο περιβάλλον αυτό, ιδίως αφότου άρχισαν να διαφαίνονται πιο έντονα οι επιδράσεις από την πανδημία, περίπου από τα τέλη Μαρτίου του 2020 και μετά, ήταν αναγκαίο να διοχετευθούν πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις, προκειμένου αυτές να καλύψουν ανάγκες σε κεφάλαια κίνησης και να στηριχθούν κλάδοι της οικονομικής δραστηριότητας οι οποίοι υπέστησαν ζημίες από την πανδημία.

Η βελτιωμένη ρευστότητα των τραπεζών, λόγω αύξησης των καταθέσεων αλλά και της θετικής επίδρασης που είχαν τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, τα εποπτικά μέτρα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και τα μέτρα ενίσχυσης που έλαβε η Πολιτεία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας, βοήθησε να καλυφθεί ένα μέρος της αυξημένης ζήτησης για χρηματοδοτική στήριξη. Αρχικά, η παροχή τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις κατευθύνθηκε κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και μόλις από τον Ιούλιο του 2020 και μετά παρατηρήθηκε θετικός ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης και προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι θετικό ότι ο ρυθμός αυτός εμφάνισε αυξητική τάση και ανήλθε το Νοέμβριο του 2020 σε 4,6% σε ετήσια βάση, παραμένει ωστόσο σημαντικά χαμηλότερος εκείνου των μεγάλων επιχειρήσεων (13,1%). Όσον αφορά τα ποσά, την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2020, η ακαθάριστη ροή νέων δανείων προς τις μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις ανήλθε σε 9,3 δισεκ. ευρώ, έναντι 5,6 δισεκ. ευρώ προς τις επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους.

Σημαντική συμβολή στην ενίσχυση της χρηματοδότησης, ιδίως προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είχαν τα προγράμματα χρηματοδότησης και επιδότησης επιτοκίου μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, στα οποία οφείλεται το 40% περίπου του συνόλου των νέων πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις έχουν υποβοηθηθεί στη ρευστότητά τους και από άλλα μέτρα παρέμβασης, τα οποία δεν καταγράφονται στα στατιστικά στοιχεία της αμιγούς πιστωτικής επέκτασης. Για παράδειγμα, μέσω του προγράμματος της επιστρεπτέας προκαταβολής είχαν χορηγηθεί μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2020 κεφάλαια στήριξης περίπου 4,9 δισεκ. ευρώ. Επίσης, έμμεση χρηματοδότηση παρέχεται από τις τράπεζες και μέσω των δανείων που βρίσκονται σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων, το υπόλοιπο των οποίων ανέρχεται σε περίπου 21 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 9 δισεκ. ευρώ αφορούν δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και 1,4 δισεκ. ευρώ δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις.

Αναμφισβήτητα, οι πρωτοβουλίες από την πλευρά των τραπεζών ικανοποίησαν, στο μέτρο του δυνατού, τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων στη διάρκεια του 2020. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι δεν είναι δυνατόν να καλύψουν το σύνολο της ζήτησης δανείων που έχει προκαλέσει η πανδημία, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις, ιδίως μικρότερου μεγέθους, δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια και επομένως, ακόμα και όταν υπάρχει διαθέσιμη ρευστότητα από τις τράπεζες, αυτή δεν μπορεί να διοχετευθεί προς μη επιλέξιμες επιχειρήσεις. Απαιτείται λοιπόν επέκταση των προγραμμάτων στήριξης, με έμφαση στην παροχή εγγυοδοσίας από πλευράς της Πολιτείας, μέσω της οποίας αρκετές επιχειρήσεις θα μπορούν να γίνουν επιλέξιμες για τραπεζικό δανεισμό, καθώς με τον τρόπο αυτό ο πιστωτικός κίνδυνος κατανέμεται μεταξύ Δημοσίου και τραπεζών. Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για την ικανοποίηση των χρηματοδοτικών αναγκών της πραγματικής οικονομίας, καθώς και τη στήριξη της ανάκαμψης των ελληνικών επιχειρήσεων θα πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί, από όλες τις πλευρές.

 

4. Πώς βλέπετε την πρωτοβουλία για αδειοδότηση φορέων που θα διευκολύνουν τις μικροχρηματοδοτήσεις; Έχει κατατεθεί αξιόλογος αριθμός αιτήσεων στην ΤτΕ και ποιο είναι το προφίλ των αιτούντων;

Ο θεσμός των μικροχρηματοδοτήσεων απαντάται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και η πρόσφατη θέσπισή του στην Ελλάδα έχει τύχει θετικής αποδοχής από όλο το πολιτικό φάσμα. Στην παρούσα συγκυρία οι μικροχρηματοδοτήσεις αποτελούν ένα ακόμη χρήσιμο εργαλείο που θα διευκολύνει κυρίως ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες και νέους επιχειρηματίες να αντλούν ρευστότητα. Δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν επικεντρωθεί στη χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων και έργων υποδομών και παραμένουν επιφυλακτικές στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και πολύ μικρών επιχειρήσεων χωρίς τις απαραίτητες εξασφαλίσεις, οι μικροχρηματοδοτήσεις μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος εξέδωσε στις αρχές Οκτωβρίου 2020 Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής σχετικά με τους όρους και προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας των ιδρυμάτων μικροχρηματοδοτήσεων. Επίσης, με την Πράξη αυτή προσδιορίστηκαν οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης για την απόκτηση, διάθεση ή αύξηση συμμετοχής σε λειτουργούν ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων με έδρα στην Ελλάδα. Ήδη έχει υποβληθεί η πρώτη αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος μικροχρηματοδοτήσεων, η οποία βρίσκεται υπό αξιολόγηση. Διαφαίνεται ότι υπάρχει κατ’ αρχήν ενδιαφέρον από διάφορους φορείς, το οποίο ακόμη δεν έχει αποτυπωθεί με την υποβολή σχετικών αιτημάτων, ενδεχομένως και εξαιτίας της παρούσας συγκυρίας.



​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι