Χαιρετισμός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Α. Προβόπουλου σε διεθνές Συμπόσιο της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) με θέμα: “Growth challenges and economic integration in South Eastern Europ
13/12/2013 - Ομιλίες
Με μεγάλη χαρά σας καλωσορίζω στην Τράπεζα της Ελλάδος. Θα ήθελα πρώτα να ευχαριστήσω τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κ. Κωστή Χατζηδάκη, και τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, Sir Suma Chakrabarti, που δέχθηκαν να είναι οι κεντρικοί ομιλητές στη σημερινή εκδήλωση. Θα ήθελα, επίσης, να καλωσορίσω τους συναδέλφους μου διοικητές των κεντρικών τραπεζών της περιοχής. Έχουμε επίσης την ευκαιρία να έχουμε κοντά μας πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους και εκπροσώπους από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η συμμετοχή τους θα εμπλουτίσει τις συζητήσεις μας.
Μετά την οικονομική κρίση, η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης βρίσκεται σε ένα οικονομικό περιβάλλον πολύ διαφορετικό από πριν. Το σημερινό συμπόσιο θα επικεντρωθεί στις προκλήσεις που δημιουργεί αυτό το νέο περιβάλλον και στη σημασία που έχει η περιφερειακή οικονομική ενοποίηση και συνεργασία. Το συμπόσιο συνδιοργανώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και αντανακλά την ακλόνητη δέσμευση της EBRD να συμβάλλει στις προσπάθειες για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης στην περιοχή.
Παράλληλα με την EBRD, στην αναθέρμανση της ανάπτυξης στην περιοχή συμβάλλουν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Παγκόσμια Τράπεζα. Οι τρεις οργανισμοί μαζί εγκαινίασαν ένα νέο Κοινό Πρόγραμμα Δράσης των Διεθνών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων για την Ανάπτυξη και έχουν δεσμεύσει πόρους ύψους τουλάχιστον 30 δισεκ. ευρώ για την κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη την περίοδο 2013-14. Αυτοί οι πόροι επιδιώκεται να στηρίξουν πρωτοβουλίες που αφορούν κυρίως τις υποδομές, τις επιχειρηματικές επενδύσεις και το χρηματοπιστωτικό τομέα.
Είναι γενικώς παραδεκτό ότι το αναπτυξιακό πρότυπο που εφάρμοζαν πολλές χώρες της περιοχής μας πριν από την κρίση δεν ήταν διατηρήσιμο. Πριν από την κρίση, η ανάπτυξη σε πολλές περιπτώσεις στηριζόταν σε μεγάλες εισροές κεφαλαίων που οδηγούσαν σε υπερβολική πιστωτική επέκταση και έξαρση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, παράγοντες που, με τη σειρά τους, ωθούσαν την εγχώρια ζήτηση σε υψηλά και μη διατηρήσιμα επίπεδα.
Επακόλουθα αυτών των εξελίξεων ήταν η συσσώρευση σοβαρών ανισορροπιών, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών, που καθιστούσαν τις χώρες της περιοχής ευπαθείς σε περίπτωση αιφνίδιας διακοπής των εισροών κεφαλαίων, καθώς και η κατάρρευση των εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών που παρατηρήθηκε στη διάρκεια της κρίσης του 2008-2009. Επιπλέον, πριν από την κρίση, η ανάπτυξη βασιζόταν σε μεγάλες βραχυπρόθεσμες εισροές κεφαλαίων και όχι σε ξένες άμεσες επενδύσεις που είναι εξ ορισμού πιο μακροπρόθεσμες και κατά κανόνα πιο παραγωγικές. Αυτό το αναπτυξιακό πρότυπο λοιπόν δεν συνέβαλλε επαρκώς στη δημιουργία ανταγωνιστικών οικονομιών. Αντίθετα μάλιστα, οι εισροές κεφαλαίων τροφοδοτούσαν μια υπέρμετρη αύξηση της εγχώριας ζήτησης σε μη διατηρήσιμα επίπεδα.
Παρά τις ελπίδες μας, μετά την κρίση, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι μέχρι στιγμής χαμηλοί και σε πολλές χώρες το προϊόν υπολείπεται σε σχέση με τα προ της κρίσης επίπεδα. Σε πολλές χώρες η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης έχει ουσιαστικά ανακοπεί και η ανεργία έχει φθάσει σε υψηλά επίπεδα. Η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αντιμετωπίζει σήμερα ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και πρέπει να βρούμε τρόπους να ενισχύσουμε το αναπτυξιακό δυναμικό της. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του παρελθόντος.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η ανάπτυξη δεν οδηγεί στην εμφάνιση μη διατηρήσιμων ανισορροπιών. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη δεν μπορεί να προέρχεται από τη διεύρυνση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ελλείμματος, όπως συνέβαινε πριν από την κρίση. Μάλιστα αυτές οι ανισορροπίες ήταν σημαντική αιτία λόγω της οποίας η κρίση έγινε ακόμη πιο βαθιά σε πολλές περιπτώσεις.
Δεύτερον, είναι ανάγκη να διασφαλίσουμε μια πιο αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων. Πρέπει να διασφαλίσουμε, δηλαδή, μετατόπιση των πόρων προς τους πλέον παραγωγικούς τομείς. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να αυξηθούν οι ξένες άμεσες επενδύσεις, που ενισχύουν τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της πραγματικής οικονομίας, αλλά είναι πολύ χαμηλές μετά την κρίση. Για τους ίδιους λόγους θα πρέπει να αναζωογονηθούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις.
Σ’ αυτό το σημείο ανακύπτει ένα σημαντικό ζήτημα που αποτελεί και κεντρικό θέμα του συμποσίου – πρόκειται για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να απελευθερωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της περιοχής. Η περιοχή μας χρειάζεται έναν δεύτερο γύρο μεταρρυθμίσεων που θα έχουν στόχο την αύξηση της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των αγορών.
Για να μπορούν όμως οι αγορές να εκπληρώνουν το ρόλο τους, θα πρέπει να λειτουργούν απρόσκοπτα. Είναι συνεπώς σημαντικό να ενισχύσουμε περαιτέρω την περιφερειακή ενοποίηση και να εξαλείψουμε τους παράγοντες που εμποδίζουν τη δημιουργία μιας ενοποιημένης αγοράς στην περιοχή. Από αυτή την άποψη, σημαντικό πρόβλημα για όλη την περιοχή αποτελούν οι δασμοί και οι περιορισμοί στο διασυνοριακό εμπόριο. Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών της περιοχής είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη. Θα επιτρέψει μεγαλύτερη εξειδίκευση της παραγωγής και την πραγματοποίηση οικονομιών κλίμακας, ενώ θα λειτουργεί και ως ανάχωμα απέναντι σε εξωτερικούς κλονισμούς.
Επίσης δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς οι διασυνοριακοί άξονες υποδομών (στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, της πληροφορικής και των επικοινωνιών). Οι επενδυτικές ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν μέσω αυτών θα προωθήσουν την περιφερειακή ενοποίηση και θα βοηθήσουν στη διάχυση θετικών επιδράσεων μεταξύ των οικονομιών της περιοχής.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να διευκολύνουν την ανάπτυξη. Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει να βασίζεται στην ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού, που θα στηρίζει τη διαδικασία σύγκλισης και θα συμβάλλει στην αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης.
Ας περάσουμε όμως τώρα στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η προσφορά επαρκούς χρηματοδότησης στις επιχειρήσεις είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη. Η αποτελεσματική χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση είναι ζωτικής σημασίας για τη διοχέτευση των αποταμιευτικών πόρων σε επενδύσεις. Ωστόσο, οι ευπάθειες που χαρακτηρίζουν τη μετά την κρίση περίοδο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για παραδοσιακή τραπεζική διαμεσολάβηση – στις περισσότερες χώρες η πιστωτική επέκταση είναι πολύ χαμηλή ή και αρνητική.
Η δυσλειτουργία του διαύλου των τραπεζικών πιστώσεων αποτελεί ένα πρόσκομμα στην οικονομική ανάκαμψη. Η υπερχρέωση των νοικοκυριών και, σε κάποιο βαθμό, των επιχειρήσεων, αποτέλεσμα της πιστωτικής επέκτασης των προηγούμενων ετών, έχει οδηγήσει στη συσσώρευση υψηλού και αυξανόμενου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, η απομόχλευση των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των συνθηκών άντλησης ρευστότητας για τις τράπεζες. Αυτό ωθεί τις τράπεζες να εφαρμόσουν αυστηρότερα πιστοδοτικά κριτήρια για τη χορήγηση δανείων.
Η απομόχλευση των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν συνέβαλε μόνο σε περιοριστικές πιστωτικές συνθήκες, αλλά και εξανάγκασε τις θυγατρικές τους στην περιοχή να ανταγωνίζονται για μερίδια αγοράς από μια περιορισμένη εγχώρια καταθετική βάση. Έτσι σημειώθηκε επιστροφή σε πιο παραδοσιακές μορφές τραπεζικής – όπου οι τράπεζες χρηματοδοτούν τις χορηγήσεις τους κυρίως μέσω καταθέσεων, χωρίς να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διατραπεζική αγορά για την άντληση ρευστότητας.
Σήμερα, μια κίνηση προς την κατεύθυνση της συνένωσης δυνάμεων μεταξύ τραπεζών είναι ίσως αναγκαία προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και να προωθηθεί η εμβάθυνση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι σαφές ότι μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εύρυθμα και συντεταγμένα και πιθανόν να απαιτήσει την συμμετοχή διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, κατά τρόπο παρόμοιο με την παρακολούθηση της απομόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών στην Νοτιοανατολική Ευρώπη (Πρωτοβουλία της Βιέννης).
Ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών στο τραπεζικό σύστημα των χωρών της περιοχής είναι σημαντικός. Με βάση στοιχεία για τον Ιούνιο του 2013, το μερίδιο αγοράς των ελληνικών τραπεζών υπερβαίνει κατά μέσο όρο το 15% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος στις χώρες όπου έχουν παρουσία. Διαθέτουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούνται με δικούς τους πόρους και διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην οικονομία της περιοχής.
Ωστόσο, δεν έχουν κατορθώσει όλες οι ελληνικές τράπεζες να αποκτήσουν και να διατηρήσουν σημαντικό μέγεθος και μερίδιο αγοράς, που είναι κρίσιμοι παράγοντες για την αποτελεσματικότητα και την κερδοφορία τους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σαφής ανάγκη για συνενώσεις, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως φυσική συνέχεια της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που θεωρώ σημαντικά για την διασφάλιση μιας νέας αναπτυξιακής πορείας στην περιοχή. Και είναι τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στο σημερινό συμπόσιο.