Εικοστό ένατο τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος
01/11/2007 - Δελτία Τύπου
Κυκλοφόρησε το τεύχος 29 (Οκτώβριος 2007) του
"Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο "Οικονομικό Δελτίο"
δημοσιεύονται 3 μελέτες. Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο
απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ'
ανάγκη της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο 29ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής
μελέτες:
Παναγιώτης Καπόπουλος και Σοφία Λαζαρέτου,
"Η παρουσία και ο ρόλος των ξένων τραπεζών: η εμπειρία της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην περίοδο μετάβασης ".
Η μελέτη επιχειρεί να αναλύσει την ανάπτυξη του τραπεζικού
τομέα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη διαδικασία μετάβασης στην οικονομία της
αγοράς. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο ρόλο των ξένων τραπεζών στην ανάπτυξη του
εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεδομένης της θέσης που κατέχουν στις
τοπικές αγορές. Συγκεκριμένα, η μελέτη αξιοποιεί την πρόσφατη εμπειρία των χωρών
της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για να διερευνήσει τα πιθανά πλεονεκτήματα των ξένων
τραπεζικών οργανισμών σε σχέση με τους εγχώριους ανταγωνιστές τους. Περαιτέρω,
επιδιώκεται να ανιχνευθεί η ύπαρξη στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ
εγχώριων και ξένων τραπεζών ως προς την πιστοδοτική συμπεριφορά και ως προς το
βαθμό ευαισθησίας σε κυκλικές διαταραχές της οικονομικής δραστηριότητας.
Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής: Πρώτον, οι
χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους όσον αφορά το
βαθμό ανάπτυξης του τραπεζικού τομέα. Η Κροατία, η Βουλγαρία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη
διαθέτουν τους περισσότερο ανεπτυγμένους τομείς. Επίσης, αν και ο βαθμός
τραπεζικής διαμεσολάβησης είναι τουλάχιστον υποτετραπλάσιος σε σχέση με τις
χώρες της ζώνης του ευρώ, όλοι οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση
του βαθμού χρηματοοικονομικής ανάπτυξης επιδεικνύουν σταθερή μακροχρόνια ανοδική
πορεία. Δεύτερον, η παρουσία των ξένων τραπεζών είναι σημαντικά ισχυρότερη
εκείνης των εγχώριων τραπεζών. Τρίτον, οι ξένες τράπεζες, αν και εμφανίζουν
καλύτερη επίδοση ως προς το περιθώριο καθαρών εσόδων από τόκους λόγω του
χαμηλότερου κόστους άντλησης δανειακών κεφαλαίων, χαρακτηρίζονται ωστόσο από
υψηλότερο δείκτη λειτουργικών εξόδων, με αποτέλεσμα να μην απολαμβάνουν εν τέλει
υψηλότερη κερδοφορία. Ωστόσο, η παρουσία των ξένων τραπεζών φαίνεται να έχει
υποβοηθήσει την ανάπτυξη της εγχώριας τραπεζικής αγοράς μέσω της φθηνότερης
άντλησης κεφαλαίων, των υψηλών δαπανών υποδομής και της ανταγωνιστικής πίεσης
στις προσφερόμενες αποδόσεις. Τέλος, όσον αφορά την πιστοδοτική συμπεριφορά, οι
ξένες τράπεζες σημειώνουν υψηλότερους και λιγότερο ευμετάβλητους ρυθμούς
πιστωτικής επέκτασης από ό,τι οι εγχώριες τράπεζες. Εντούτοις, η μορφή
ιδιοκτησίας μόνη της δεν φαίνεται να αποτελεί σημαντικό επεξηγηματικό παράγοντα
της διαφορετικής πιστοδοτικής συμπεριφοράς και του διαφορετικού βαθμού
ευαισθησίας στις κυκλικές διαταραχές της οικονομικής δραστηριότητας.
Δάφνη Νικολίτσα, "Η συμμετοχή των
νέων στην ελληνική αγορά εργασίας: εξελίξεις και προσκόμματα".
Με αφετηρία τη διαπίστωση ότι το ποσοστό απασχόλησης των νέων
είναι χαμηλό (40% το δεύτερο τρίμηνο του 2006 για τους νέους 20-24 ετών), η
μελέτη διερευνά πώς το μακροοικονομικό περιβάλλον και η σύνθεση της οικονομικής
δραστηριότητας επιδρούν στη συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας και στην
εκπαίδευση. Επίσης, καταγράφει τις θεσμικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν την
προσφορά και τη ζήτηση εργασίας (όσον αφορά τους νέους). Τέλος, επιχειρεί να
εντοπίσει παράγοντες που διαφοροποιούν τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται
για εύρεση εργασίας και, τέλος, να εξετάσει τυχόν μεταβολές του σχετικού κόστους
απασχόλησης των νέων (τόσο λόγω θεσμικών ρυθμίσεων όσο και λόγω της λειτουργίας
της αγοράς). Τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής:
Το σημερινό υψηλό ποσοστό συμμετοχής των νέων στην εκπαίδευση
(41% το δεύτερο τρίμηνο του 2006 για τους νέους 20-24 ετών) αντανακλά τη
μακροχρόνια ανοδική τάση της ζήτησης για υπηρεσίες εκπαίδευσης. Η τάση αυτή
μπορεί να αποδοθεί τόσο στις προσδοκώμενες αποδόσεις από τη συνέχιση των σπουδών,
οι οποίες εξακολουθούν να είναι σημαντικές παρά την αύξηση του αριθμού των
σπουδαστών, όσο και στην επίδραση της ίδιας της οικονομικής συγκυρίας, καθώς σε
περιόδους μεγάλης συνολικής ανεργίας το κόστος ευκαιρίας των εναλλακτικών της
απασχόλησης δραστηριοτήτων μειώνεται. Ωστόσο, η ενίσχυση της ζήτησης για
υπηρεσίες εκπαίδευσης οδηγεί σε βελτίωση της παραγωγικότητας μόνο αν οι
εκπαιδευόμενοι αξιοποιούνται κατόπιν παραγωγικά και η εκπαίδευση συμπληρώνεται
με ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση. Το ποσοστό ανεργίας των
νέων, αν και μειώθηκε, ήταν το 2006 τριπλάσιο εκείνου των μεγαλυτέρων σε ηλικία,
παρά τη θεαματική άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου των νέων, πιθανόν επειδή οι
απαιτήσεις της αγοράς εργασίας όσον αφορά τα εκπαιδευτικά προσόντα αυξήθηκαν
ακόμη περισσότερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για τους
μισθούς παρέχουν κάποιες ισχνές ενδείξεις ότι οι σχετικές αποδοχές των
μεγαλύτερων σε ηλικία αυξάνονται με ελαφρά ταχύτερο ρυθμό από ό,τι παλαιότερα:
αυτό υποδηλώνει ότι ενδεχομένως η αγορά εργασίας δίνει μεγάλη σημασία στην
αυξημένη παραγωγικότητα στην οποία οδηγεί η προϋπηρεσία.
Το ποσοστό ανεργίας των νέων είναι υψηλότερο εκείνου των
ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στις πιο πολλές χώρες, κυρίως επειδή οι νέοι έχουν
μικρότερη εργασιακή εμπειρία και περισσότερες πιθανότητες να θελήσουν να
αλλάξουν εργασία από ό,τι οι μεγαλύτεροι: τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τους
νέους ιδιαίτερα ευάλωτους σε μεταβολές της μακροοικονομικής δραστηριότητας. Στην
Ελλάδα η διαφορά μεταξύ του ποσοστού ανεργίας των νέων και των ατόμων
μεγαλύτερης ηλικίας είναι από τις πιο μεγάλες στις χώρες της ΕΕ-15. Το υψηλό
ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα δεν αντανακλά όμως τον έντονο ρυθμό
εναλλαγής θέσεων εργασίας αλλά αντίθετα -- όπως φαίνεται από το συνδυασμό του
μεγέθους αυτού με το υψηλό ποσοστό των ανέργων χωρίς προηγούμενη εργασιακή
εμπειρία -- αποτελεί ένδειξη της μακράς διάρκειας της μετάβασης από την
εκπαίδευση στην αγορά εργασίας.
Η διάρκεια της διαδικασίας μετάβασης από την εκπαίδευση στην
αγορά εργασίας φαίνεται να σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τις γενικότερες
μακροοικονομικές συνθήκες, την αστικότητα του τόπου διαμονής και το επίπεδο
εκπαίδευσης. Επίσης, σημαντική επίδραση φαίνεται να ασκούν ο τύπος της σχολής (ΑΕΙ,
ΤΕΙ) και η κατεύθυνση των σπουδών. Ειδικότερα, η χρονική διάρκεια μετάβασης
είναι βραχύτερη για τους αποφοίτους σχολών με προγράμματα σπουδών σχεδιασμένα
για τη μετάδοση τόσο γενικών δεξιοτήτων όσο και ειδικών γνώσεων που απαιτούνται
στην αγορά εργασίας. Σημειώνεται ότι σε άλλες χώρες της ΕΕ-15 τα δύο στάδια (της
εκπαίδευσης και της εργασίας) δεν είναι τόσο διακριτά, καθώς πολύ μεγάλο ποσοστό
νέων εργάζονται και σπουδάζουν ταυτόχρονα, αποκτώντας έτσι εργασιακή εμπειρία
που διευκολύνει τη μετάβασή τους από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας.
Οι μεταβολές στη σύνθεση της οικονομικής δραστηριότητας
επηρεάζουν το ποσοστό ανεργίας των νέων, η υποχώρηση του οποίου από τα τέλη της
δεκαετίας του 1990 αποδίδεται και στην ανάπτυξη κλάδων (όπως το λιανικό εμπόριο,
τα ξενοδοχεία και εστιατόρια) στους οποίους οι νέοι κυρίως απασχολούνται. Επίσης,
το κόστος απασχόλησης των νέων (αμοιβές, εργοδοτικές εισφορές) αναμφίβολα
επηρεάζει τη ζήτηση για πρόσληψη νέων, αλλά η αξιολόγηση των συνεπειών μιας
αύξησης του κόστους αυτού για την οικονομία συνολικά απαιτεί ανάλυση γενικής
ισορροπίας (η οποία δεν γίνεται στη μελέτη).
Μαρία Κ. Αλμπάνη, Νίκος Γ. Ζόνζηλος και Ζαχαρίας Γ.
Μπραγουδάκης, "Ένα λειτουργικό πλαίσιο για τη βραχυχρόνια πρόβλεψη του
πληθωρισμού".
Ο κύριος σκοπός της μελέτης είναι να συμβάλει στην καλύτερη
βραχυχρόνια πρόβλεψη του πληθωρισμού στην Ελλάδα, με τη διαμόρφωση ενός
οικονομετρικού υποδείγματος πρόβλεψης που αφορά τους δύο γενικούς δείκτες τιμών
(τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή-ΔΤΚ και τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών
Καταναλωτή-ΕνΔΤΚ), καθώς και τους βασικούς υποδείκτες του ΕνΔΤΚ, δίνοντας έμφαση
στους προσδιοριστικούς παράγοντες του πληθωρισμού.
Η μελέτη επιδιώκει, μέσω του προτεινομένου υποδείγματος, μια
αποτελεσματική σύζευξη μεταξύ καθαρά αξιολογικών προβλέψεων και μηχανιστικών
οικονομετρικών προβολών και επιδιώκει να καταστήσει περισσότερο διαφανή και
κατανοητή τη διαδικασία πρόβλεψης.
Όπως επισημαίνεται, στη σχετικά πρόσφατη περίοδο η άσκηση
αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες αλλά εν μέρει
και η επίδραση της παγκοσμιοποίησης συνέβαλαν ώστε το επίπεδο πληθωρισμού να
υποχωρήσει και ταυτόχρονα η μεταβλητότητά του να περιοριστεί σημαντικά. Την
τελευταία περίοδο η πρόβλεψη του πληθωρισμού έχει καταστεί ευκολότερη από τη μια
πλευρά, δεδομένου ότι τα σφάλματα πρόβλεψης έχουν περιοριστεί σε σύγκριση με
εκείνα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η
πρόβλεψη του πληθωρισμού έχει καταστεί και δυσκολότερη, με την έννοια ότι, σ'
ένα περιβάλλον χαμηλής μεταβλητότητας του πληθωρισμού, μια πρόβλεψη που
βασίζεται σε απλά μονομεταβλητά στατιστικά υποδείγματα είναι δύσκολο να
βελτιωθεί με τη χρήση πιο εκλεπτυσμένων και σύνθετων υποδειγμάτων που λαμβάνουν
υπόψη και τους προσδιοριστικούς παράγοντες του πληθωρισμού.
Στη μελέτη προτείνεται ένα "βραχυχρόνιο
υπόδειγμα πρόβλεψης του πληθωρισμού", στο οποίο έχουν
περιληφθεί μεταβλητές που αφορούν την οικονομική δραστηριότητα, το κόστος
εργασίας, τις τιμές του πετρελαίου, τη συναλλαγματική ισοτιμία κλπ. Όπως
κατέδειξαν η εμπειρική ανάλυση και μια σειρά στατιστικών ελέγχων, οι προβλέψεις
σε διάφορους χρονικούς ορίζοντες που παρέχει το υπόδειγμα αυτό υπερέχουν των
προβλέψεων που γίνονται από ένα σύνολο απλών υποδειγμάτων (που χρησιμοποιούνται
ως βάση σύγκρισης).
* * *
Στο 29ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης (α) περιλήψεις των
"δοκιμίων εργασίας" τα οποία
δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης
Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2007, (β)
στατιστικό τμήμα με βασικούς οικονομικούς δείκτες και (γ) παράρτημα με τα μέτρα
νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της Τράπεζας της
Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την
εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου
2007). Στο παράρτημα δημοσιεύεται περίληψη των δέκα Πράξεων Διοικητή της
Τράπεζας της Ελλάδος υπ' αριθ. 2587-2596/20.8.2007 για την ενσωμάτωση διατάξεων
των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ σχετικά με την επάρκεια των ιδίων
κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών
ανοιγμάτων τους.