Η εποπτεία της Χρηματοπιστωτικής Αγοράς: Προστασία του Καταναλωτή
25/02/2008 - Ομιλίες
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ένωση
Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος για την
πρόσκληση στη σημερινή εκδήλωση, καθώς μου
δίνει την ευκαιρία να βρεθώ μαζί σας για να
σκιαγραφήσω τις βασικές αρμοδιότητες της
Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) μέσα στο σύγχρονο
χρηματοοικονομικό σύστημα, καθώς και τις
προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Οι περισσότεροι ομιλητές θα
αναφερθούν στη προστασία του καταναλωτού
σε ατομική βάση, σε θέματα ενημέρωσης,
καταχρηστικότητας κλπ. Εγώ θα συγκεντρωθώ
στηn προστασία του καταναλωτή και του
καταθέτη που συνδέεται με τη διατήρηση ενός
σταθερού και υγιούς τραπεζικού συστήματος
που τον προστατεύει από τυχόν κλυδωνισμούς
μιας τράπεζας και των πολλαπλασιαστικών
επιπτώσεων σ' όλο το τραπεζικό σύστημα που
θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές
ζημιές για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πολιτών.
Αυτό αναφέρεται ρητά στους νόμους που έχουν
αναθέσει στην ΤτΕ την εποπτεία των τραπεζών
και στο ίδιο το Καταστατικό της ΤτΕ: "στόχος
της εποπτείας είναι η σταθερότητα και
αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού
τομέα της οικονομίας", και όταν λέμε
σταθερότητα υπονοείται η εξασφάλιση των
καταθετών και η αποτελεσματικότητα, δηλαδή
ο ενεργός διαμεσολαβητικός ρόλος των
τραπεζών μεταξύ αποταμιευτών και επενδυτών,
που είναι ο μοχλός της οικονομικής
ανάπτυξης.
Έτσι θα επιχειρήσω να περιγράψω
πολύ συνοπτικά:
-
γιατί εποπτεύονται οι τράπεζες,
-
κάποια μαθήματα και
συμπεράσματα από την πρόσφατη αναταραχή
στις αγορές,
-
τους στόχους της εποπτείας της
ΤτΕ και, κατά το δυνατόν, λόγω του χρόνου
το περιεχόμενό της, και
-
τις προκλήσεις που
αντιμετωπίζουν οι εποπτικές αρχές και
ειδικότερα η ΤτΕ.
Και πρώτα το ερώτημα: Σε τι
διαφέρουν όμως οι τράπεζες από τις άλλες
επιχειρήσεις και γιατί πρέπει να
εποπτεύονται;
α) Πρώτον, το ευρύ αποταμιευτικό
κοινό δεν διαθέτει την απαιτούμενη
εξειδίκευση για να αξιολογήσει τη
φερεγγυότητα, τη ρευστότητα και, εν τέλει,
την πιθανότητα επιστροφής των καταθέσεων,
λόγω της ασύμμετρης πληροφόρησης που αυτό
διαθέτει σε σχέση με τις τράπεζες.
β) Δεύτερον, οι τράπεζες
αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο από τις λοιπές
επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού
τομέα συστημικό κίνδυνο. Η χρήση των
επιστρεπτέων κεφαλαίων των τραπεζών, δηλ.
των καταθέσεων, σε ένα απελευθερωμένο από
διοικητικούς περιορισμούς σύστημα,
υπόκειται σε κινδύνους και στην
πιθανότητα, να μη μπορέσουν να
απορροφήσουν ομαλά ενδεχόμενες
σημαντικές ζημιές με πιθανό κλονισμό της
εμπιστοσύνης των πιστωτών τους, καταθετών,
που απαιτούν την επιστροφή των καταθέσεων
σε πρώτη ζήτηση. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να
έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στις αγορές
και στην πραγματική οικονομία.
γ) Τέλος, με δεδομένα τον
κυρίαρχο ρόλο της τραπεζικής
διαμεσολάβησης στη χρηματοδότηση της
οικονομίας, καθώς ο τραπεζικός τομέας
αντιπροσωπεύει πάνω από το 90% του
συνολικού χρηματοπιστωτικού τομέα, στη
χώρα μας, και την καθοριστική συμμετοχή
των τραπεζών στα συστήματα πληρωμών και
τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, η
σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού
συστήματος και κατ΄ ακολουθία η ομαλή
λειτουργία των αγορών και η ανάπτυξη της
οικονομίας εξαρτώνται ουσιωδώς από τη
σταθερότητα και την αποτελεσματική
λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Μαθήματα και συμπεράσματα από
την πρόσφατη αναταραχή στις αγορές
Πριν περάσω στους στόχους και το
περιεχόμενο της εποπτείας της ΤτΕ θα ήθελα
πρώτα να αναφερθώ στην πρόσφατη αναταραχή
στις αγορές που προήλθε αρχικά από την
αγορά στεγαστικών δανείων προς πιστούχους
χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας στις ΗΠΑ
και επεκτάθηκε στις διεθνείς αγορές
χρήματος και κεφαλαίων από τα μέσα του
προηγούμενου έτους, καθώς η περίοδος που
διανύουμε χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση
των επιπτώσεων της αναταραχής αυτής.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η επίπτωση
της αναταραχής στο Ελληνικό τραπεζικό
σύστημα στο σύνολό του ήταν έμμεση και
περιορισμένη, καθώς οι ελληνικές τράπεζες
δεν είχαν άμεση έκθεση σε προϊόντα Sub prime. Οι
νέες συνθήκες όμως που διαμορφώθηκαν
επιβάλλουν την εξέταση διαφόρων θεμάτων,
όπως των επιπτώσεων της περιορισμένης
αναδιανομής της ρευστότητας, των
δυσχερειών στην έκδοση προγραμμάτων
τιτλοποιήσεων αλλά και της ανάγκης
κατάλληλων προσαρμογών στη διαχείριση
κινδύνων, ως συνέπεια της επανεκτίμησης του
πιστωτικού, ιδίως, κινδύνου.
Τα σπουδαιότερα μαθήματα που
αποκομίσαμε από την κρίση αυτή μέχρι σήμερα
αφορούν:
-
Στην αμφισβήτηση της πρακτικής
της "δημιουργίας και διανομής δανείων"
("originate and distribute") που ακολουθείται
από πολλές τράπεζες. Βάσει της πρακτικής
αυτής, οι τράπεζες παρέχουν δάνεια αλλά
κατόπιν, χρησιμοποιώντας διάφορες
χρηματοοικονομικές τεχνικές, κατανέμουν,
μέσω της δημιουργίας δομημένων "οχημάτων"
(εταιρειών) επενδύσεων, το μεγαλύτερο
μέρος του πιστωτικού κίνδυνου που
συνδέεται με τα δάνεια αυτά σε πολλούς
τελικούς επενδυτές, όπως ταμεία
συντάξεων, ασφαλιστικές εταιρίες,
αμοιβαία κεφάλαια ή άλλες τράπεζες. Όμως
η πρακτική της "δημιουργίας και
διανομής δανείων" έχει οδηγήσει σε
χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων με
δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του
δανειακού χαρτοφυλακίου. Καταρχάς,
εκείνοι που αποφασίζουν για τη χορήγηση
των δανείων που πρόκειται να ενταχθούν σε
προγράμματα τιτλοποίησης δεν έχουν
ισχυρό κίνητρο να αξιολογήσουν ορθά την
πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη, ενώ
εκείνοι στους οποίους μεταβιβάζεται ο
κίνδυνος τείνουν να έχουν λιγότερη
πληροφόρηση για τους οφειλέτες από ό,τι
έχουν οι τράπεζες. Συγκεκριμένα, στις
περιπτώσεις αυτές η παρακολούθηση
ανατίθεται συνήθως σε φορείς αξιολόγησης
πιστοληπτικής ικανότητας (rating agencies), αλλά
ορισμένοι επενδυτές ίσως δεν λαμβάνουν
επαρκώς υπόψη ότι οι αξιολογήσεις από
τους φορείς αυτούς περιέχουν μόνο
συνοπτική -- και επομένως ελλιπή --
πληροφόρηση όσον αφορά την
επικινδυνότητα του προϊόντος,
στηρίζονται δε σε συγκεκριμένες
παραδοχές που δεν ισχύουν σε
οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι ελληνικές
τράπεζες βέβαια δεν έχουν προχωρήσει σε
τιτλοποίηση σημαντικού μέρους του
χαρτοφυλακίου τους (σύμφωνα με την Έκθεση
Διοικητή ΤτΕ του Φεβρουαρίου του 2008
περίπου 6-9% του συνόλου των χαρτοφυλακίων
των τραπεζών έχουν προβεί σε τιτλοποίηση).
-
Οι τράπεζες που χρησιμοποιούν
αυτήν την πρακτική στηρίζονται για τη
χρηματοδότησή τους στην ικανοποιητική
λειτουργία των αγορών τιτλοποίησης με
αποτέλεσμα σε περίπτωση που η αγορά αυτή -
όπως συνέβη στην παρούσα αναταραχή - "κλείσει"
να αντιμετωπίζουν προβλήματα
ρευστότητας.
-
Σε ό,τι αφορά στο θέμα της
διαχείρισης κινδύνων, οι εποπτικοί
δείκτες ρευστότητας βοήθησαν σημαντικά
ναι δημιουργηθούν περιθώρια ασφαλείας
για την κάλυψη των βραχυπρόθεσμων
αναγκών ρευστότητας έτσι ώστε οι
τράπεζες να μην είναι υπερεκτεθειμένες
σε βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, ιδίως σε
περίοδο κρίσης.
Πριν από δύο χρόνια, προβλέποντας
ότι μία διεθνής κρίση θα οδηγήσει σε
έλλειψη ρευστότητας η ΤτΕ είχε επιβάλει
αυστηρά κριτήρια ρευστότητας, που στο
σύνολό τους οι τράπεζες ικανοποίησαν και
συνεχίζουν να ικανοποιούν με αποτέλεσμα το
ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε και
συνεχίζει να έχει παχύ μαξιλάρι ώστε να
απορροφήσει τα προβλήματα που δημιούργησε
η έλλειψη ρευστότητας στις διεθνείς
χρηματοπιστωτικές αγορές. Βεβαίως, τα
επιτόκια στη διατραπεζική αγορά αυξήθηκαν,
και μέρος αυτών των αυξήσεων μεταφέρθηκε
στους δανειζόμενους, αλλά η χρηματοδότηση
της οικονομίας συνεχίστηκε κανονικά μέχρι
σήμερα, σε αντίθεση με πολλά άλλα
ανεπτυγμένα κράτη, οι τράπεζες συνέχισαν
μέχρι το τέλος του 2007 να χρηματοδοτούν την
οικονομία με τους υψηλούς ρυθμούς των
προηγουμένων ετών.
Κατέστη όμως σαφές ότι σημαντική
έμφαση πρέπει να δίνεται αφενός στην
προσπάθεια επίτευξης επαρκούς
διαφοροποίησης των πηγών χρηματοδότησης,
ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι σε
περιόδους κρίσης υπάρχει στενή συσχέτιση
μεταξύ των αγορών και αφετέρου στην ύπαρξη
σχεδίου αντιμετώπισης εκτάκτων
καταστάσεων (contingency plan).
-
Ο ρόλος του Ευρωσυστήματος για
την ομαλή λειτουργία των
χρηματοπιστωτικών αγορών στη ζώνη του
ευρώ, αποδείχθηκε πολύ σημαντικός. Ενώ
όμως η ΕΚΤ έχει παρέμβει επανειλημμένα με
"ενέσεις" ρευστότητας στη
διατραπεζική αγορά θα πρέπει να
αποφεύγεται από τα πιστωτικά ιδρύματα
κατά το σχεδιασμό των επιχειρησιακών
τους σχεδίων να στηρίζονται σημαντικά
στην αναχρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα,
γιατί αυτές είναι ανανεούμενες μεν αλλά
βραχυχρόνιες χρηματοδοτήσεις, κυρίως
μιας εβδομάδας, ενώ οι τράπεζες δανείζουν
μέσο-μακροπρόθεσμα. Το πάθημα της
αγγλικής τράπεζας "Northern Rock", που
βασιζόταν σε βραχυπρόθεσμους πόρους για
τα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια που
χορηγούσε, με αποτέλεσμα να φτάσει στα
πρόθυρα της πτώχευσης, έχει γίνει μάθημα.
-
Ο ρόλος των
ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων
καταστάσεων, γνωστά ως stress tests, αποτελούν
ένα σημαντικό εργαλείο ώστε να εκτιμηθεί
η δυνητική επίπτωση στην οικονομική θέση
του πιστωτικού ιδρύματος από ένα
εξαιρετικό αλλά εύλογο γεγονός (exceptional but
plausible event) και το σημαντικότερο να γίνει
κατανοητό πως ο οικονομικός κύκλος ή άλλα
γεγονότα επιδρούν.
Είναι γεγονός ότι
μέχρι σήμερα τα stress tests, δεν προέβλεπαν
συστημικής φύσεως κρίσεις που επηρεάζουν,
μεταξύ άλλων, τη διαπραγματευσιμότητα
περιουσιακών στοιχείων, ούτε σε επαρκή
βαθμό την απαίτηση ικανοποίησης του
συνόλου των εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων.
Θα πρέπει λοιπόν να υιοθετηθούν
αυστηρότερα σενάρια και στην περίπτωση
μας να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη
υποδειγμάτων παρά τις δυσχέρειες που
υπάρχουν.
Η πιο σημαντική πρόκληση που
αντιμετωπίζουμε είναι η αξιοποίηση των
αποτελεσμάτων. Δηλαδή δεν αρκεί η απλή
κατανόηση των κινδύνων και των επιπτώσεων
αλλά απαιτείται και η ανάλογη αξιοποίηση
των αποτελεσμάτων των stress tests στη
διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικών ή και
στρατηγικής, ο επαρκής βαθμός ενημέρωσης
και εμπλοκής της Διοίκησης για την
παρακολούθηση των κινδύνων και τη λήψη των
κατάλληλων μέτρων εκ των προτέρων.
Κατά την πρόσφατη αναταραχή, η
επαρκής ρευστότητα, η οποία θεωρείτο ότι
διέθεταν οι αγορές, τελικά εξανεμίστηκε.
¶ρα στα stress tests θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη και η ρευστότητα των προϊόντων.
-
Τέλος, ένα σημαντικό στοιχείο,
το οποίο ανέκυψε κατά την πρόσφατη
αναταραχή, είναι το θέμα της αποτίμησης
σε εύλογη αξία (fair value) περιουσιακών
στοιχείων, τα οποία δε είναι εύκολα
ρευστοποιήσιμα, καθώς είτε δεν
διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές
είτε διαπραγματεύονται σε αγορές
περιορισμένου βάθους ή και χαμηλής
ρευστότητας. Εδώ θέλω να κάνω μια
παρένθεση για να υπενθυμίσω τις
δυσκολίες αποτίμησης των δομημένων
ομολόγων. Ακόμα και πολλές τράπεζες που
εξέδωσαν δομημένα ομόλογα και τα
κράτησαν στα χαρτοφυλάκιά τους υπέστησαν
σημαντικές ζημίες καθώς τα μοντέλα που
χρησιμοποίησαν για τις αποτιμήσεις δεν
έδωσαν σωστές προβλέψεις. Βεβαίως, είναι
ακόμη πιο δύσκολο να αποτιμηθούν με
αξιοπιστία από τράπεζες που δεν
συμμετέχουν σ' αυτή την αγορά ή είναι μόνο
αγοραστές αυτών των ομολόγων. Η μέχρι
σήμερα χρησιμοποιούμενη πρακτική
αποτίμησης βάσει υποδειγμάτων (mark-to-model)
εφόσον εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται
θα πρέπει να γίνεται με πιο συντηρητικά
σενάρια και πάντα σε συνεργασία με τους
ορκωτούς ελεγκτές. Ιδιαίτερα οι τράπεζες
που δεν έχουν την τεχνική και τα
κατάλληλα στελέχη ώστε να αποτιμήσουν,
ακόμα και με ένα αρκετά μεγάλο περιθώριο
σφάλματος, τα δομημένα προϊόντα, δεν
πρέπει να προχωρούν σε συναλλαγές
τέτοιων προϊόντων.
Η ΤτΕ, ως Κεντρική τράπεζα της
χώρας και του Ελληνικού Δημοσίου,
ακολουθεί συντηρητική πολιτική και δεν
κάνει συναλλαγές σε τέτοια ομόλογα ούτε
τα αποτιμά.
Στόχοι και το περιεχόμενο της
τραπεζικής εποπτείας
Με βάση το άρθρο 55Α του
Καταστατικού της, η Τράπεζα της Ελλάδος
ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα,
καθώς και σε άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων
και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα
της οικονομίας, όπως εταιριών
χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), πρακτορείας
επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring),
διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων,
παροχής πιστώσεων και ανταλλακτηρίων
συναλλάγματος.
Στόχοι της εποπτείας αυτής είναι
η σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του
πιστωτικού συστήματος και γενικότερα του
χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας,
καθώς και η διαφάνεια των διαδικασιών και
των όρων των συναλλαγών των υποκείμενων σε
αυτή.
Η αρμοδιότητα εποπτείας των
πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνει τη
θέσπιση υποχρεωτικών κανόνων και την
παρακολούθηση της εφαρμογής τους,
εκτείνεται δε από την παροχή της άδειας
λειτουργίας, του ελέγχου της
καταλληλότητας του Διοικητικού Συμβουλίου,
της Διοίκησης και των στελεχών βασικών
λειτουργιών, την απαίτηση λήψης
διορθωτικών μέτρων, μέχρι και την επιβολή
κυρώσεων (που υπό προϋποθέσεις
δημοσιοποιούνται), περιλαμβανομένης και
της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τους.
Νέος νόμος - Βασιλεία ΙΙ
Με τον πρόσφατο νέο τραπεζικό
νόμο 3601/2007, κωδικοποιήθηκε το σύνολο των
διατάξεων που αφορούν την εποπτεία,
καταργήθηκαν διατάξεις που ίσχυαν από το
1931, και ενσωματώθηκαν οι Οδηγίες 2006/48/ΕΚ και
2006/49/ΕΚ, γνωστές ως Βασιλεία ΙΙ.
Η εποπτεία των τραπεζών, όπως
αυτή εξειδικεύεται στο Κεφάλαιο Ε του Ν.
3601/2007 (άρθρα 25-29) και στις σχετικές Πράξεις
Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ
2577/2006 και 2587 - 2596/20.8.2007) αφορά τον έλεγχο της
φερεγγυότητας, της ρευστότητας, της
κεφαλαιακής επάρκειας και της συγκέντρωσης
κινδύνων, την επάρκεια της εταιρικής
διακυβέρνησης, περιλαμβανομένων των
συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και
διαχείρισης κινδύνων, καθώς και τις
στρατηγικές και τις διαδικασίες για τη
διασφάλιση της διατήρησης των ιδίων
κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε
επίπεδο που απαιτείται για την κάλυψη των
κινδύνων που αναλαμβάνουν. Κατά το παρελθόν,
και όσον αφορά την Ελλάδα ακόμη και πριν από
18 χρόνια, οι τραπεζικές εργασίες ήταν πολύ
απλές και πολλές από αυτές ήταν διοικητικά
καθορισμένες, σήμερα όμως και λόγων της
παγκοσμιοποίησης, της απελευθέρωσης των
αγορών, του ανταγωνισμού και της εξέλιξης
της τεχνολογικής τους βάσης οι τραπεζικές
εργασίες είναι πολύ σύνθετες και
απαιτούνται ανεπτυγμένοι μηχανισμοί
εσωτερικού ελέγχου και στο επίπεδο λήψης
αποφάσεων.
Η σημαντικότερη προσαρμογή του
νέου πλαισίου αφορά στην αλλαγή της
κουλτούρας διαχείρισης κινδύνων και τον
καθορισμό ελάχιστων κεφαλαιακών
υποχρεώσεων που είναι πιο ευαίσθητοι στο
επίπεδο των κινδύνων.
Τι σημαίνει αυτό;
Παραδοσιακά οι εποπτικές αρχές
απαιτούσαν από τις τράπεζες να
αναλαμβάνουν όσον το δυνατόν μικρότερους
κινδύνους με το ίδιο επίπεδο των ιδίων
κεφαλαίων.
Στο θέμα αυτό υπήρχαν
αντικρουόμενοι στόχοι μεταξύ των καταθετών
αλλά και της εποπτείας με αυτούς των
διοικητικών οργάνων των τραπεζών και ίσως
μέρους των μετόχων, οι οποίοι αποβλέπουν σε
όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόδοση και
επομένως έχουν κίνητρο να αναλαμβάνουν
περισσότερους κινδύνους με σταθερό το
επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που έχει στην
διάθεσή της η τράπεζα. Σ' αυτό συνέβαλε και η
στροφή, που ξεκίνησε στις ΗΠΑ παλαιότερα,
προς τα βραχυχρόνια αποτελέσματα και
επιδίωξη των διοικήσεών τους να δείχνουν
υψηλές τριμηνιαίες αποδόσεις, όπως επίσης
και το γεγονός ότι η συνολική αμοιβή των
διοικήσεων (που συμπεριλαμβάνει τα bonus, τα
stock-options) εξαρτάται συχνά από διάφορους
δείκτες αποδόσεων, όπως τα κέρδη μιας
χρονιάς και όχι τα μακροπρόθεσμα
αποτελέσματα.
Όμως τα γεγονότα που μεσολάβησαν
από τότε (όπως η χρεοκοπία της Barings και του
Long Term Capital Management (LTCM), καθώς και η κρίση της ΝΑ
Ασίας) και ιδίως τελευταία οι εξελίξεις στη
διασύνδεση των χρηματοοικονομικών αγορών
που δεν περιορίζουν τους κινδύνους στα
εθνικά σύνορα, κατέστησαν φανερό ότι η
ασφαλής λειτουργία των τραπεζών, καθώς και
η επάρκεια των κεφαλαίων εξαρτάται, εκτός
από το επίπεδο των κεφαλαίων και των
κινδύνων και από άλλους παράγοντες, όπως:
- η οργάνωση των τραπεζών,
- η δυνατότητα των τραπεζών να
εντοπίζουν, να μετρούν/παρακολουθούν και
τελικά, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, να
μεταφέρουν τον κίνδυνο.
Η Βασιλεία ΙΙ και ο ν. 3601/2007
κινείται προς την κατεύθυνση της
προσέγγισης των στόχων των τραπεζών προς
αυτούς των εποπτικών αρχών, καθώς αποβλέπει
να φέρει τις εποπτικές κεφαλαιακές
απαιτήσεις όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο (εσωτερικό)
οικονομικό κεφάλαιο των τραπεζών.
Επιπλέον σε αντίθεση με το
παρελθόν όπου όχι μόνον υπήρχαν ποσοτικοί
περιορισμοί στη χορήγηση δανείων αλλά και
ενιαία αντιμετώπισή τους από πλευράς
εποπτείας, με το νέο πλαίσιο της Βασιλείας
ΙΙ για πρώτη φορά οι εποπτικές ρυθμίσεις
είναι άμεσα προσανατολισμένες στο κίνδυνο
κάθε δανείου αλλά και κάθε τράπεζας χωριστά.
Πράγματι, βασική καινοτομία του
πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ αποτελεί ο
Πυλώνας ΙΙ, με τον οποίο θεσπίζονται
υποχρεώσεις τόσο στα εποπτευόμενα ιδρύματα
να αξιολογούν τα ίδια τους κινδύνους που
αναλαμβάνουν και την επάρκεια των
κεφαλαίων τους για την κάλυψη αυτών, όσο και
στις εποπτικές αρχές να αξιολογούν τις
εκτιμήσεις των κινδύνων που κάνουν τα ίδια
τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να αποτρέπεται
έγκαιρα η μείωση του Δείκτη Κεφαλαιακής
Επάρκειας κάτω από το ελάχιστο
επιτρεπόμενο όριο.
Προκλήσεις
Έρχομαι τώρα στις σημαντικότερες,
λόγω του περιορισμένου χρόνου, προκλήσεις
που αντιμετωπίζουν οι εποπτικές αρχές και
συγκεκριμένα η Τράπεζα της Ελλάδος,
ξεκινώντας από τη διαφάνεια των συναλλαγών
και την αποτροπή της χρησιμοποίησης του
χρηματοπιστωτικού συστήματος για ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος και χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας.
Η ανάπτυξη και διατήρηση
κουλτούρας για την προστασία της φήμης και
της αξιοπιστίας των τραπεζών, που αποτελεί
το κύριο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα
περιουσιακό τους στοιχείο, συμβάλλει
καθοριστικά στη διασφάλιση της
εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στο
σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
Γι' αυτό είναι σημαντικό η φήμη
και εμπιστοσύνη να μη θυσιάζονται στη βάση
βραχυπρόθεσμου οφέλους από την αύξηση του
μεριδίου αγοράς μέσω προσέλκυσης υψηλού
κινδύνου πελατών, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί
να έχει όχι μόνο κόστος από τις κυρώσεις
αλλά και επίπτωση στην αξία της μετοχής και
γενικότερα του πιστωτικού ιδρύματος (shareholder
value) που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή.
Η ανάθεση στην Τράπεζα της
Ελλάδος της αρμοδιότητας εποπτείας της
διαφάνειας των συναλλαγών αποσκοπεί στην
προστασία των καταναλωτών τραπεζικών
υπηρεσιών, που όπως προανέφερα, δεν έχουν τη
δυνατότητα να αξιολογήσουν την πολύπλοκη
φύση των υπηρεσιών που αγοράζουν και των
κινδύνων που αναλαμβάνουν. Όμως η
αρμοδιότητα αυτή, αν και αποτελεί κρίσιμο
παράγοντα για τη λειτουργία του
ανταγωνισμού προς όφελος των
συναλλασσομένων, δεν καλύπτει όλα τα θέματα
που σχετίζονται με την προστασία των
καταναλωτών, ούτε βέβαια αυτά που αφορούν
την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού μεταξύ
συγκεκριμένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Γι'
αυτά τα θέματα άλλοι είναι οι αρμόδιοι
φορείς, αλλά, βεβαίως, η ΤτΕ με την πολιτική
της επιδιώκει τη δημιουργία ανταγωνιστικών
συνθηκών και το έχει σε μεγάλο βαθμό
πετύχει, προς όφελος του καταναλωτή.
Η συγκεκριμένη αρμοδιότητα της
Τράπεζας της Ελλάδος αφορά μόνο τους όρους
διαφάνειας και όχι γενικότερα θέματα της
εξισορρόπησης των δικαιωμάτων και των
υποχρεώσεων καταναλωτών και πιστωτικών
ιδρυμάτων (ιδίως όσον αφορά τη
καταχρηστικότητα των γενικών όρων
συναλλαγών), τα οποία εντάσσονται στο
γενικό πλαίσιο προστασίας του καταναλωτή
που ανήκει στο Υπουργείο Ανάπτυξης, σύμφωνα
και με τον πρόσφατο νόμο 3587/2007. Με αυτό το
νόμο, η αρμοδιότητα της Τράπεζας της
Ελλάδος στο πεδίο της προστασίας του
καταναλωτή τραπεζικών προϊόντων
περιορίζεται στην έκφραση γνώμης προς το
Υπουργείο Ανάπτυξης, ως προς την επιβολή
ποινής στα εποπτευόμενα από αυτήν ιδρύματα
σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των
διατάξεων του εν λόγω νόμου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος από το 1995
έχει επιβάλει στις τράπεζες λεπτομερές
πλαίσιο υποχρεώσεων για ενημέρωση των
συναλλασσομένων με αυτές, πριν από τη
σύναψη και κατά τη λειτουργία της σύμβασης,
προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι
συναλλασσόμενοι θα μπορούν να λαμβάνουν
αποφάσεις έχοντας πλήρη συνείδηση των
δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που
αναλαμβάνουν. Στις υποχρεώσεις αυτές
περιλαμβάνεται η δημοσίευση στο
διαδικτυακό της τόπο πινάκων με στοιχεία
για τα επιτόκια και τις προμήθειες που
χρεώνουν οι τράπεζες σε ορισμένες βασικές
υπηρεσίες τους προς διασφάλιση του
ανταγωνισμού, χωρίς όμως να περιορίζεται
μόνο σ' αυτό. Ως προς τις διαφημίσεις παρόλο
που η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει
αρμοδιότητα για την εκ των προτέρων έγκρισή
τους, παρεμβαίνει για την αναστολή ή
τροποποίησή τους, εφόσον αυτές δεν είναι
σύμφωνες με τις αρχές διαφάνειας και
σαφήνειας που έχει καθορίσει.
Ένα άλλο εξίσου σημαντικό θέμα
όπως προανέφερα αποτελεί η αντιμετώπιση
του ξεπλύματος χρήματος και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που πολύ
συχνά βρίσκεται και στο επίκεντρο της
επικαιρότητας.
Ιδιαίτερα σημαντικός, όσον αφορά
το ξέπλυμα χρήματος, είναι ο κίνδυνος
συμμόρφωσης, καθώς οι ενδεχόμενες
επιπτώσεις δεν περιορίζονται στις κυρώσεις
που επιβάλλει η ΤτΕ αλλά και στη συσχέτιση
μιας τράπεζας με φαινόμενα διαφθοράς. Ως
κίνδυνος συμμόρφωσης ορίζεται ο κίνδυνος,
αφενός ζημιών από κυρώσεις λόγω μη
συμμόρφωσης στο νομικό και κανονιστικό
πλαίσιο, που εντάσσεται στο λειτουργικό
κίνδυνο, αλλά και κυρίως επιπτώσεων στη
φήμη του πιστωτικού ιδρύματος (κίνδυνος
φήμης).
Κατά το νόμο 2331/1995, όπως
τροποποιήθηκε από το Ν. 3424/2005, η ΤτΕ οφείλει
να αξιολογεί την επάρκεια και
αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και των
συστημάτων για την αντιμετώπιση του
ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας.
Σκοπός των ρυθμίσεων είναι να
ενισχυθεί η δυνατότητα των τραπεζών να
εντοπίζουν ύποπτη δραστηριότητα, καθώς η
προληπτική εποπτεία της Τράπεζας της
Ελλάδος εξαντλείται στη διασφάλιση της
επάρκειας και αποτελεσματικότητας των
σχετικών διαδικασιών ώστε να υποβάλλονται
αναφορές στην Εθνική Αρχή.
Οι αναφορές αποτελούν ευθύνη των
Διοικήσεων των τραπεζών που προκύπτει
άμεσα από το νόμο και δεν υποβάλλονται στην
ΤτΕ, αφού δεν έχει ανακριτικά καθήκοντα,
αλλά στην Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της
Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες
Δραστηριότητες, η οποία είναι και η μόνη
αρμόδια να την αξιολογήσει ανακριτικά. Εάν
προκύψει λόγω πληροφόρησης, από τρίτους,
συνήθως μέσω του τύπου, ή από τους
δειγματοληπτικούς ελέγχους που κάνει η ΤτΕ
ότι υπήρχαν στοιχεία που δεν
δικαιολογούσαν τη μη αναφορά στην Αρχή
επιβάλλονται κυρώσεις αφού ακουστούν οι
τράπεζες. Η Αρχή δεν κοινοποιεί στην ΤτΕ
ούτε τις αναφορές που έγιναν ούτε τα
πορίσματα και ιδιαίτερα όπως είναι φυσικό
κατά το ανακριτικό στάδιο διατηρεί η Αρχή
πλήρη εχεμύθεια. Τα δε πιστωτικά ιδρύματα
απαγορεύεται να γνωστοποιούν ότι
διαβίβασαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται
έρευνα σε οποιονδήποτε εκτός της Αρχής.
Βέβαια, όταν η ΤτΕ κάνει έλεγχο η τράπεζα
είναι υποχρεωμένη να δώσει τα απαραίτητα
στοιχεία και πληροφορίες, ώστε να είναι
δυνατή η αξιολόγησή της.
Για το σκοπό αυτό και για λόγους
αποτελεσματικότητας γίνονται έλεγχοι κατά
κύριο λόγο σε κεντρικό επίπεδο και
δευτερευόντως σε επίπεδο υποκαταστημάτων.
Ο έλεγχος σε κεντρικό επίπεδο αποτελεί
βέλτιστη διεθνή πρακτική και έχει γίνει
σχετική σύσταση προς την κατεύθυνση αυτή
από διάφορους διεθνείς οργανισμούς που
αξιολογούν την Τράπεζα της Ελλάδος στην
εφαρμογή του εποπτικού της ρόλου.
Αντικειμενικά, το νέο σύστημα
αξιολόγησης των διαδικασιών ξεπλύματος
χρήματος στηρίζεται κυρίως στη μονάδα
κανονιστικής συμμόρφωσης των τραπεζών που
πρέπει να είναι πλήρως ανεξάρτητη, στα
μηχανογραφικά συστήματα η ανάπτυξη των
οποίων απαιτεί σε ορισμένες περιπτώσεις
αρκετό χρόνο, λόγω της απαιτούμενης
στατιστικής αξιολόγησης για τον καθορισμό
προτύπων συμπεριφοράς, όπως επίσης και λόγω
της αναδρομικής αναζήτησης στοιχείων για
όλους τους υφιστάμενους λογαριασμούς
πελατών προκειμένου να διαμορφωθεί το
προφίλ τους και να ταξινομηθούν ανάλογα με
τον κίνδυνο, αλλά βεβαίως σημαντικός
παράγοντας είναι η ευαισθητοποίηση του
συνόλου του προσωπικού αλλά και η
υιοθετημένη από το Δ.Σ. πολιτική η οποία θα
αποσκοπεί στην μη χρησιμοποίηση του
πιστωτικού ιδρύματος για ξέπλυμα χρήματος.
Για την αποτελεσματική όμως
άσκηση του εποπτικού έργου της ΤτΕ αλλά και
των άλλων εποπτικών αρχών απαιτείται η
συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων
τόσο σε εγχώριο επίπεδο όσο και σε
διασυνοριακό.
Σε ένα μοντέλο τομεακών αρχών,
όπως αυτό στην Ελλάδα, είναι απαραίτητη η
συνεργασία και ο συντονισμός στο μέγιστο
βαθμό τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές
επίπεδο, με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται
το κόστος συμμόρφωσης για τα εποπτευόμενα
ιδρύματα, να ενισχύεται ο ανταγωνισμός και
να διασφαλίζεται η αποτελεσματική
διαχείριση κρίσεων. Γι' αυτό η ΤτΕ που
χειρίζεται πολλά από τα θέματα που αφορούν
την εκπροσώπηση της χώρας μας στην Financial Action
Task Force (που είναι η διεθνής επιτροπή για το
ξέπλυμα χρήματος με έδρα τον ΟΟΣΑ), έχει
συνδράμει το Υπουργείο Οικονομίας στην
απόφασή του για την ίδρυση μιας μόνιμης
συντονιστικής επιτροπής, μεταξύ των
διαφόρων εποπτικών αρχών.
Η σημαντική επέκταση των
ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια (τα
τελευταία χρόνια το δίκτυο των ελληνικών
τραπεζών στα Βαλκάνια αυξήθηκε από 557
υποκαταστήματα το 2002 σε παραπάνω από 2.500 το
2008) απαιτεί αποτελεσματική συνεργασία και
συντονισμό για την, κατά το δυνατόν, πρόληψη
και διαχείριση κρίσεων που απαιτεί την
ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών
αρχών, τόσο σε εθνικό όσο και σε
διασυνοριακό επίπεδο, με τρόπο οργανωμένο
και ευέλικτο αφού οι κρίσεις δεν
επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Διότι,
πρέπει να γνωρίζουμε ότι στο βαθμό που
επεκτείνονται οι ελληνικές τράπεζες στις
χώρες της ΝΑ Ευρώπης μεταφέρονται στο
ελληνικό τραπεζικό σύστημα οι κίνδυνοι που
υπάρχουν σε κάθε μια από τις χώρες αυτές.
Βεβαίως, ισχύει και το αντίθετο: οι
θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών εάν
παρουσιαστεί πρόβλημα στη μητρική θα
υποστούν και αυτές δυσμενείς επιπτώσεις.
Δηλαδή, αυξάνει η αλληλεξάρτηση μεταξύ των
τραπεζικών συστημάτων και των οικονομιών
στη ΝΑ Ευρώπη και γι' αυτό απαιτείται
συνεχής παρακολούθηση και ανταλλαγή
πληροφοριών μέσα σ' ένα κλίμα εμπιστοσύνης
μεταξύ των εποπτικών αρχών της ΝΑ Ευρώπης
και γι' αυτό με πρωτοβουλία της ΤτΕ έχει
υπογραφεί ένα πολυμερές μνημόνιο
συνεργασίας μεταξύ των χωρών αυτών.
Αποτελεί απλοποίηση οι εθνικές
εποπτικές αρχές να θεωρούν ότι αρκεί η
εφαρμογή του δικού τους εποπτικού πλαισίου
για να επιτευχθεί η σταθερότητα σε
διασυνοριακό επίπεδο, καθώς οι κίνδυνοι δεν
μπορεί πλέον να περιοριστούν στα εθνικά
σύνορα.
Πρέπει όμως στο σημείο αυτό να
υπογραμμίσω ότι προκειμένου να μειωθεί το
φαινόμενο ηθικού κινδύνου (Moral hazard), η
πρωτεύουσα ευθύνη για τη διαχείριση της
κρίσης σε μια τράπεζα ανήκει στις
Διοικήσεις τους και στους μετόχους τους,
ενώ ο ρόλος των αρχών είναι η πρόληψη, κατά
το δυνατόν, και η διαχείριση της κρίσης από
την πλευρά του δημοσίου συμφέροντος.
Έτσι, ο νέος τραπεζικός νόμος
καθιερώνει τη στενή συνεργασία μεταξύ της
Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής
Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και της
Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Στόχος της συνεργασίας αυτής
είναι η αποτελεσματική εποπτεία ομίλων
στους οποίους λειτουργούν επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό
τομέα και υπόκεινται σε καθεστώς παροχής
άδειας λειτουργίας.
Για το λόγο αυτό οι σχετικοί
κανόνες πρέπει να αποτελούν αντικείμενο
ομογενούς ρύθμισης και παρακολούθησης από
τις αρμόδιες, κατά αντικείμενο, εποπτικές
αρχές. Παράλληλα δεν θα πρέπει να θίγεται η
αποτελεσματικότητα της εποπτείας των
συστημάτων εσωτερικού ελέγχου κάθε
εποπτευόμενου ιδρύματος, που πρέπει να
αξιολογούνται συνολικά, ώστε να
αποφεύγεται ο κατακερματισμός κρίσιμων
λειτουργιών που θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση
του μηχανισμού της αποτελεσματικής
εποπτείας των κινδύνων από την επιτυχή
αξιολόγηση των οποίων επηρεάζονται τελικά
και οι καταθέτες και οι επενδυτές.
Ειδικότερα όσον αφορά στη
συνεργασία της Τράπεζας της Ελλάδος και της
Επιτροπής Ιδιωτικής Ασφάλισης θα ήθελα να
επισημάνω ότι, πέρα από τις παραδοσιακές
ασφαλιστικές εργασίες και την έκθεση των
τραπεζών σε αυτές που καθιστά αναγκαίο τον
αξιόπιστο υπολογισμό των Ιδίων Κεφαλαίων
και των προβλέψεων των τραπεζών υπάρχει και
το θέμα της παροχής εγγυήσεων πιστωτικού
κινδύνου από εξειδικευμένες ασφαλιστικές
επιχειρήσεις, γνωστές ως monolines, πρακτική που
χρησιμοποιείται προς το παρόν κυρίως στο
εξωτερικό. Τυχόν προβλήματα στις
επιχειρήσεις του τομέα αυτού μπορεί να
επηρεάσουν τις τράπεζες είτε έμμεσα (μέσω
της υποβάθμισης των στοιχείων του
ενεργητικού τα οποία εγγυούνται οι
ασφαλιστικές επιχειρήσεις) είτε άμεσα (μέσω
των δανείων των τραπεζών στις ασφαλιστικές
επιχειρήσεις). Πράγματι διεθνώς, με σκοπό να
αποφύγουν τον κίνδυνο φήμης, ορισμένες
τράπεζες αναγκάστηκαν να χρηματοδοτήσουν
θυγατρικές τους ασφαλιστικές που ήσαν στα
πρόθυρα της πτώχευσης, αλλά έχει συμβεί και
το αντίθετο. Κατά συνέπεια, τόσο οι
παραδοσιακές εργασίες όσο και οι άλλες
καθιστούν αναγκαία τη συνεργασία των δύο
τομέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος
λόγω της αυξημένης πιθανότητα μετάδοσης
των προβλημάτων μεταξύ τους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ
στο θέμα του καθορισμού γενικών αρχών αντί
λεπτομερών ρυθμίσεων.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι τα μικρά
πιστωτικά ιδρύματα είναι γενικά
ικανοποιημένα από το πλαίσιο των
προκαθορισμένων εποπτικών μέτρων, ενώ
αντίθετα οι μεγάλες τράπεζες εφαρμόζοντας
δικές τους μεθοδολογίες, δεν θεωρούν
επαρκές το "one size fits all" και απαιτούν την
αναγνώριση των πρακτικών τους σε όλο το
πλαίσιο των ρυθμίσεων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος και,
πιστεύω, και οι άλλες αρχές, επιδιώκουν την
τήρηση κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ του
καθορισμού γενικών αρχών (που θα
εξειδικεύονται από τις ίδιες τις τράπεζες)
και της ανάγκης καθορισμού εξειδικευμένων
ρυθμίσεων που προσδιορίζονται και από την
εμπειρία, δεδομένου ότι, σε ορισμένες
τουλάχιστον περιπτώσεις, οι μηχανισμοί
διαχείρισης των κινδύνων δεν είναι
αντίστοιχοι με τους αναλαμβανόμενους
κινδύνους.
Με αυτήν την παρατήρηση θέλω να
κλείσω την παρέμβασή μου και να σας
ευχαριστήσω για την προσοχή σας.