EN

Δελτία Τύπου

  • Κοινοποίηση:

Εικοστό πρώτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

30/07/2003 - Δελτία Τύπου

Κυκλοφόρησε το τεύχος 21 (Ιούλιος 2003) του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο "Οικονομικό Δελτίο" δημοσιεύονται δύο μελέτες. Οι μελέτες αυτές, οι οποίες, όπως πάντοτε, απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ' ανάγκη της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι οι εξής:

Γεωργία Γ. Καπλάνογλου (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος) και David Michael Newbery (University of Cambridge), "Οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της έμμεσης φορολογίας στην Ελλάδα".

Η μελέτη αξιολογεί τις αναδιανεμητικές επιδράσεις του συστήματος έμμεσης φορολογίας στην Ελλάδα, το οποίο αποδίδει περίπου το 60% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Από την ανάλυση των πρωτογενών στοιχείων της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών 1998/99 προκύπτει κατ' αρχάς το συμπέρασμα ότι η ισχύουσα δομή της έμμεσης φορολογίας είναι πολύπλοκη, αλλά δεν επηρεάζει σημαντικά την κατανομή του εισοδήματος. Τυχόν αντικατάσταση του σημερινού πλέγματος των έμμεσων φόρων από έναν ΦΠΑ με ενιαίο συντελεστή για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, ο οποίος θα απέδιδε τα ίδια συνολικά έσοδα με το ισχύον σύστημα, θα είχε οριακή μόνο επίδραση στην κατανομή του εισοδήματος, όπως προκύπτει από την εφαρμογή "υποδειγμάτων μικροπροσομοιωτικής ανάλυσης" στα διαθέσιμα στοιχεία. Επομένως, εάν απλουστευθεί η δομή της έμμεσης φορολογίας, δεν θα επηρεαστεί σημαντικά η κατανομή του εισοδήματος.

Η μελέτη διαπιστώνει ότι οι ισχύοντες φόροι στα είδη διατροφής, στα τσιγάρα, στη στέγαση (όπου περιλαμβάνεται και το πετρέλαιο θέρμανσης), στην υγεία και στις επικοινωνίες είναι "αντίστροφα προοδευτικοί", ενώ "προοδευτικοί" είναι οι φόροι στην ένδυση και την υπόδηση, στον οικιακό εξοπλισμό, στην αναψυχή και, το σημαντικότερο, στα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς. Συγκεκριμένα, οι φόροι κατοχής και χρήσης ιδιωτικών μέσων μεταφοράς (κυρίως επιβατικών αυτοκινήτων), επειδή είναι "προοδευτικοί", αντισταθμίζουν τις αρνητικές αναδιανεμητικές επιδράσεις των άλλων έμμεσων φόρων. Στη μελέτη εξετάζονται επίσης οι αναδιανεμητικές επιδράσεις δύο ενδεικτικών σεναρίων φορολογικής μεταρρύθμισης. Στα σενάρια αυτά έχουν περιληφθεί και συνδυαστεί αυθαίρετα ορισμένες από τις προτάσεις που είχε κάνει για την έμμεση φορολογία η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Ελληνικού Φορολογικού Συστήματος (οι προτάσεις είχαν δοθεί στη δημοσιότητα το Μάρτιο του 2002). Όπως προκύπτει, τυχόν εφαρμογή των σεναρίων αυτών θα αύξανε τη φορολογική επιβάρυνση αναλογικά περισσότερο για τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού, συνολικά όμως θα ήταν περιορισμένες οι διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση.

Ευαγγελία Παπαπέτρου (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και Πανεπιστήμιο Αθηνών), "Μισθολογικές διαφορές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα".

Η μελέτη διερευνά την ύπαρξη διαφορών στο επίπεδο των μισθών μεταξύ των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και εκείνων στον ιδιωτικό τομέα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά στατιστικά δεδομένα (που αφορούν το έτος 1997) της ειδικής δειγματοληπτικής έρευνας νοικοκυριών που διεξάγει η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Community Household Panel). Κατ' αρχάς εξετάζεται κατά πόσον διάφορα χαρακτηριστικά (π.χ. ηλικία, εμπειρία, επίπεδο εκπαίδευσης, οικογενειακή κατάσταση και υποχρεώσεις) επηρεάζουν την επιλογή του εργαζομένου να απασχοληθεί στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα. Από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος έχει μεγαλύτερη εμπειρία και ηλικία, καθώς και υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, από το μέσο εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα. Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα (τόσο το σύνολο όσο και οι άνδρες και οι γυναίκες χωριστά) κατά μέσον όρο λαμβάνουν υψηλότερες αμοιβές από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, όπως εξάλλου συμβαίνει και διεθνώς. Ωστόσο, οι διαφορές είναι μικρότερες στα ανώτερα δεκατημόρια της κατανομής των μισθών. 
Στη μελέτη χρησιμοποιούνται ειδικές οικονομετρικές μέθοδοι για να εντοπιστούν οι παράγοντες που ερμηνεύουν τις διαφορές των αμοιβών μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων (ικανότητες και προσόντα) είναι ο κύριος παράγοντας που εξηγεί, κατά τα δύο τρίτα περίπου, τις μισθολογικές διαφορές. Για το τμήμα των διαφορών που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τα χαρακτηριστικά των εργαζομένων γίνεται η υπόθεση (σύμφωνα και με τη διεθνή βιβλιογραφία) ότι αντανακλά ορισμένα θεσμικά χαρακτηριστικά (όπως την ύπαρξη ισχυρότερων συνδικάτων στο δημόσιο τομέα ή την επιθυμία του Δημοσίου να είναι καλός εργοδότης). Τα θεσμικά αυτά χαρακτηριστικά φαίνεται ότι, στην περίπτωση της Ελλάδος, ωφελούν τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα που βρίσκονται στα κατώτερα και τα μεσαία δεκατημόρια της κατανομής των μισθών. Αντίθετα, στα ανώτερα δεκατημόρια της κατανομής οι μισθολογικές διαφορές εξηγούνται αποκλειστικά από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των ίδιων των εργαζομένων.

Στο τεύχος επίσης περιλαμβάνονται στατιστικό τμήμα με βασικούς οικονομικούς δείκτες, καθώς και παράρτημα με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2003). Μεταξύ των αποφάσεων αυτών είναι και η πρόσφατη Πράξη Διοικητή για την τροποποίηση των διατάξεων που ίσχυαν σχετικά με την καταναλωτική πίστη, καθώς και η πρόσφατη Πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής για την τροποποίηση του κανονισμού λειτουργίας του Συστήματος Διακανονισμού Εντολών Πληρωμής σε ευρώ σε Συνεχή Χρόνο ΕΡΜΗΣ.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι