Ομιλία κ. Γ. Α. Προβόπουλου Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σε εκδήλωση του Κυπριακού Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πέμπτη, 9 Απριλίου 2009 Ξενοδοχείο Hilton Park Nicosia
09/04/2009 - Ομιλίες
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι,
Θέλω, εν πρώτοις, να εκφράσω θερμές ευχαριστίες για την ευκαιρία να απευθύνω ορισμένες σκέψεις μου στο σημερινό εκλεκτό ακροατήριο. Είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα και γόνιμη η ανταλλαγή απόψεων με εκπροσώπους της επιχειρηματικής κοινότητας. Τους φορείς που, με τις πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις τους, δημιουργούν ανάπτυξη και προκοπή.
Της Κύπρου, ειδικά, οι επιχειρηματίες διακρίνονταν ανέκαθεν για την εξωστρέφεια, την προσαρμοστικότητα και τον δυναμισμό τους. Τα προτερήματα αυτά αποτελούν κλειδιά για την αντιμετώπιση μεγάλων προκλήσεων, όπως αυτές που θέτει το σημερινό εξαιρετικά αντίξοο οικονομικό περιβάλλον.
Καθώς συμπληρώνονται 20 μήνες από την πυροδότηση της χρηματοπιστωτικής αναταραχής στις ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 2007, οι δυσμενείς επιδράσεις και παρενέργειες έχουν εξαπλωθεί ανά την υφήλιο. Και τώρα πλέον, υπό μεγάλη πίεση βρίσκονται όχι μόνο οι πιστωτικές αγορές, αλλά το σύνολο των σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής.
Η γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης ευνοεί την παράταση των πιστωτικών δυσλειτουργιών, οι οποίες συντηρούν και διαχέουν τις αυξημένες αβεβαιότητες. Η διάχυτη απαισιοδοξία ωθεί τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε περιορισμό των δαπανών τους, με αρνητικές επιπτώσεις για την παραγωγή και την απασχόληση. Και, με τη σειρά της, η μακροοικονομική δυσπραγία βλάπτει τους ισολογισμούς και τις αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Αυτό οδηγεί σε “απομόχλευση” και σε στρατηγικές ελέγχου των κινδύνων που δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τις συνθήκες δανεισμού των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Έχει, δηλαδή, δημιουργηθεί μεταξύ του χρηματοπιστωτικού και του πραγματικού τομέα ένας φαύλος κύκλος αρνητικών αλληλεπιδράσεων: Από τη μία πλευρά, τα συνεχιζόμενα προβλήματα του πιστωτικού συστήματος θέτουν προσκόμματα στη δραστηριότητα του πραγματικού τομέα της οικονομίας. Και από την άλλη, οι δοκιμασίες του πραγματικού τομέα εντείνουν τις δυσλειτουργίες του πιστωτικού συστήματος. Η έξοδος από αυτή τη δυσμενέστατη συγκυρία δεν θα είναι εύκολη.
Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί ανά την υφήλιο ζημιές και διαγραφές στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών ύψους περίπου 900 δις δολαρίων. Για δε το σύνολο των πιστωτικών οργανισμών (δηλαδή τραπεζών, ασφαλιστικών οργανισμών, αμοιβαίων κεφαλαίων, κλπ) το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται σε 1,3 τρις δολάρια. Κι αν συνυπολογισθούν, επίσης, οι επιπτώσεις για τις τράπεζες από τη μακροοικονομική επιδείνωση, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι ζημιές και διαγραφές θα ξεπεράσουν τα 3 τρις δολάρια. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι τεράστιο. Και έχει ακόμη ουρά.
Δυσμενέστατα, επίσης, έχει επηρεασθεί η καθαρή περιουσιακή θέση του μη πιστωτικού τομέα (δηλαδή των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών), καθώς οι τιμές των μετοχών διεθνώς και, σε ορισμένες χώρες, επίσης των κατοικιών έχουν κατακρημνισθεί. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η συνολική κεφαλαιοποίηση (δηλαδή η αξία του συνόλου μετοχών) έχει συρρικνωθεί κατά 6 τρις ευρώ, δηλαδή κατά περίπου 50% από τα επίπεδα που βρισκόταν στις αρχές του 2007. Αυτό σημαίνει σημαντική συρρίκνωση του πλούτου των νοικοκυριών, που κατά τα φαινόμενα θα συγκρατεί τη ροπή προς κατανάλωση για αρκετό διάστημα ακόμη, αν συνυπολογιστεί και η μείωση της αξίας των ακινήτων.
Αιτίες και ιστορικό της κρίσης
Ποιές ήταν όμως οι υποβόσκουσες συνθήκες που τα μέσα του 2007 πυροδότησαν και στη συνέχεια γιγάντωσαν την κρίση;
Να υπενθυμίσω, εν πρώτοις, τις ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες που είχαν προηγηθεί. Για αρκετά χρόνια πριν από το 2007, η παγκόσμια οικονομία πορευόταν με ιστορικώς χαμηλά επιτόκια, υψηλή ρευστότητα και χαλαρές πιστωτικές συνθήκες. Επικράτησε ένα “credit boom”, δηλαδή ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης σημαντικά ταχύτεροι εκείνων που θα επαρκούσαν για τη στήριξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης της παραγωγής. Σε ορισμένες χώρες, τα χρέη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σωρεύονταν, ενώ σε άλλες το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών διευρυνόταν συνεχώς. Σε κάποιες χώρες μάλιστα (δεν θα αναφέρω ονόματα) συνέβαιναν και τα δύο. Από καιρό οι κεντρικές τράπεζες προειδοποιούσαν ότι οι μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες εγκυμονούν κινδύνους, αφού οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε σοβαρά αδιέξοδα. Αλλά, δυστυχώς, δεν εισακούγονταν.
Η μακρά εκείνη περίοδος “παχιών αγελάδων” εξέθρεψε, δυστυχώς, έναν αδόκιμο εφησυχασμό. Δημιούργησε σε πολλούς την ψευδαίσθηση ότι η οικονομική άνοδος θα παραμένει εσαεί ισχυρή και μη αναστρέψιμη. Αυτή η αβάσιμη υπεραισιοδοξία κατέληξε σε εξασθένιση της πειθαρχίας και της σύνεσης, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη γενικευμένη υποεκτίμηση του πιστωτικού και άλλων κινδύνων και την εκτόξευση των τιμών των μετοχών, των βασικών εμπορευμάτων και των κατοικιών.
Τη συγκυρία αυτή συμπλήρωναν διάφορες ειδικότερες εξελίξεις στον πιστωτικό τομέα, στις οποίες επίσης δεν δινόταν η δέουσα προσοχή. Για παράδειγμα, μέχρι το 2007, είχε διαδοθεί ευρύτατα το υπόδειγμα τιτλοποίησης που βασίζεται στη λεγόμενη “δημιουργία προς διάθεση” (originate to distribute). Το υπόδειγμα αυτό είναι δυνητικά χρήσιμο στη διαχείριση και τον επιμερισμό του πιστωτικού κινδύνου. Στην πράξη, όμως, η εφαρμογή του οδήγησε σε χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού και σε δημιουργία πολυσύνθετων πιστωτικών εργαλείων και σχημάτων, των οποίων ο κίνδυνος επιμεριζόταν με αδιαφάνεια, επομένως με τρόπους που δεν γίνονταν πλήρως αντιληπτοί.
Με τον καιρό, ένας υπερβολικός πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος ρευστότητας της αγοράς επισωρεύτηκε στα λεγόμενα «επενδυτικά οχήματα». Οι τοποθετήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων σε τέτοια οχήματα δεν εγγράφονταν στους ισολογισμούς τους, με συνέπεια οι σχετικοί κίνδυνοι να διαφεύγουν της προσοχής και να μην υπόκεινται στην απαιτούμενη βάσανο από τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου. Την αδιαφανή και αβέβαιη διασπορά των κινδύνων επέτεινε η ταχύρρυθμη ανάπτυξη της αγοράς παραγώγων, ιδίως εκείνων που η διαπραγμάτευσή τους γίνεται εκτός οργανωμένων αγορών (over the counter), όπως είναι για παράδειγμα τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (credit default swaps).
Γενικότερα, στην περίοδο εκείνη, η μεγέθυνση των κινδύνων δεν συνοδευόταν από βελτίωση των μεθόδων διαχείρισής τους. Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, σε πολλές περιπτώσεις οι τράπεζες και οι επενδυτές είχαν αποτύχει να εκτιμήσουν ρεαλιστικά το είδος και το μέγεθος των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Διέλαθε, επίσης, της προσοχής ο υψηλός βαθμός συσχέτισης μεταξύ του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς και του κινδύνου αναχρηματοδότησης.
Στην υποεκτίμηση των κινδύνων και την υποτιμολόγησή τους συνέβαλαν, επίσης, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης (credit rating agencies). Αυτές, όπως όψιμα απεδείχθη, δεν στάθμιζαν επαρκώς την έλλειψη ιστορικής πληροφόρησης για τη συμπεριφορά των προϊόντων αυτού του είδους. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, βαθμολογούσαν τα πολυσύνθετα παράγωγα εργαλεία εξομοιώνοντάς τα με κρατικά ομόλογα υψηλής διαβάθμισης. Παρασύρονταν, έτσι, οι επενδυτές να αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους σε τέτοια εργαλεία, χωρίς να έχουν ορθή και πλήρη εικόνα των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται. Οι επενδυτές, δηλαδή, εφησύχαζαν. Θεωρούσαν ρεαλιστική τη βαθμολόγηση από τις εταιρίες αξιολόγησης και αμελούσαν να προβούν, ως όφειλαν, και σε δική τους αυτοτελή αξιολόγηση (due diligence).
Η κρίση ανέδειξε, επίσης, ορισμένες ατέλειες του συστήματος εποπτείας, όχι τόσο μεμονωμένα της κάθε τράπεζας, όσο κυρίως του πιστωτικού συστήματος ως συνόλου. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στη μικρο-προληπτική εποπτεία (micro-prudential supervision), δηλαδή στην εποπτεία των κατ’ ιδίαν πιστωτικών ιδρυμάτων, και λιγότερη στη μακρο-προληπτική εποπτεία (macro-prudential surveillance). Η τελευταία εστιάζεται στους λεγόμενους «συστημικούς» κινδύνους, εκείνους που πηγάζουν από τις διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αγορών και συνολικής μακροοικονομικής συγκυρίας.
Όσον αφορά στο ζήτημα αυτό, η κρίση αποκάλυψε σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών, τόσο σε διασυνοριακό επίπεδο, όσο και εντός της κάθε χώρας. Τα μεγαλύτερα προβλήματα ατελούς επικοινωνίας, αδύναμης πρόληψης και καθυστερημένης διορθωτικής παρέμβασης σημειώθηκαν σε χώρες όπου η εποπτεία των τραπεζών ασκείται από όργανο άλλο από την κεντρική τράπεζα (π.χ. στις ΗΠΑ και τη Βρεταννία).
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δρούσαν ταυτόχρονα. Και με τον καιρό σχημάτισαν ένα εύφλεκτο σκηνικό. Η θρυαλλίδα, που πυροδότησε την κρίση το 2007, ήταν ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των επενδυτών στα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Πολύ σύντομα, η κρίση εμπιστοσύνης μεταδόθηκε στις διατραπεζικές αγορές, οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του διεθνούς πιστωτικού συστήματος. Η ρευστότητα στις αγορές αυτές εξαντλήθηκε απότομα, απαιτώντας συντονισμένες και πρωτοφανείς σε κλίμακα και διάρκεια παρεμβάσεις των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Χάρη στις παρεμβάσεις αυτές, τα χειρότερα αποσοβήθηκαν. Στο σύνολο, όμως, του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ομαλότητα δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί, αφού η κρίση εμπιστοσύνης συνεχίζεται. Επιπλέον, η υπερκυκλικότητα (procyclicality) ορισμένων λογιστικών πρακτικών, αλλά και της συμπεριφοράς των τραπεζών κατά την περίοδο που είχε προηγηθεί, δημιούργησε αρνητικές επιδράσεις τύπου ντόμινο, οι οποίες μέσω αλυσιδωτής αντίδρασης συνεχίζουν να πλήττουν τελικά τον πραγματικό τομέα της οικονομίας.
Στην πρωτοφανή και παγκοσμιοποιημένη κρίση οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν αντιδράσει με επίσης πρωτοφανείς και διεθνώς συντονισμένες ενέργειες. Οι προσπάθειες όλων είναι προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, άμεσες νομισματικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας για τη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Και δεύτερον, ευρύτατη κινητοποίηση για τον ανασχεδιασμό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι, στο μέλλον, θα πάψουν να σημειώνονται χρηματοπιστωτικές αναταράξεις τόσο μεγάλης έκτασης και διάρκειας.
Για να εκδηλωθούν τα θετικά αποτελέσματα των πρωτοφανών ανά τον κόσμο δημοσιονομικών και νομισματικών παρεμβάσεων θα απαιτηθεί χρόνος. Διότι, δυστυχώς, στα τέλη του 2008 οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση ύφεσης. Και σημαντικά είχαν επηρεαστεί, επίσης, οι αναδυόμενες και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, ιδίως εκείνες που χαρακτηρίζονται από μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Τους πρώτους μήνες του 2009, σε όλες τις περιοχές του κόσμου η οικονομική δραστηριότητα επιδεινώθηκε περαιτέρω. Και οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για το τρέχον έτος συνεχίζουν να αναθεωρούνται επί το δυσμενέστερο.
Όσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι προβλέψεις μέχρι στιγμής είναι ότι εφέτος θα συνεχισθούν οι συνθήκες ύφεσης. Ενδεικτικά αναφέρω την πλέον πρόσφατη εκτίμηση του ΟΟΣΑ για υποχώρηση του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ κατά 4,1%, η οποία είναι δυσμενέστερη συγκριτικά με την αμέσως προηγούμενη του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία εκτιμάται υποχώρηση κατά 3,2%. Σημάδια ήπιας και σταδιακής ανάκαμψης αναμένεται να εμφανιστούν το 2010.
Μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία πριν από την κρίση προειδοποιούσε για τους κινδύνους, λόγω και της ευχέρειας γρήγορης λήψης αποφάσεων που της παρέχει η ανεξαρτησία της, ήταν από τους πρώτους που αντέδρασαν στην κρίση από την πρώτη στιγμή με αποφασιστικότητα και με συγκεκριμένο σχέδιο δράσης.
Η ετοιμότητα της ΕΚΤ και η ικανότητά της να αντιδρά εγκαίρως στους κραδασμούς των αγορών δεν προήλθε τυχαία. Χάρη στην προνοητικότητα των αρχιτεκτόνων του ευρώ, το λειτουργικό πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ήταν εκ κατασκευής εξαιρετικά ευέλικτο. Ως εκ τούτου, δεν χρειάστηκε να τροποποιηθεί εκ των υστέρων, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εντάσεις. Αυτό επέτρεψε στην ΕΚΤ, από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, να παρέχει στις τράπεζες όση ρευστότητα χρειάζονται αλλά αδυνατούν να την αντλήσουν από τη διατραπεζική αγορά.
Οι εκτεταμένες παρεμβάσεις της ΕΚΤ έγιναν σε στενή συνεργασία και συντονισμό με άλλες κεντρικές τράπεζες και έχουν διευκολύνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό την πρόσβαση του πραγματικού τομέα στον τραπεζικό δανεισμό. Χωρίς αυτές, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ευρωζώνης θα είχαν προ πολλού περιέλθει σε κατάσταση απόλυτης πιστωτικής ασφυξίας. Η κλίμακα των παρεμβάσεων της ΕΚΤ αποτυπώνεται και στην αύξηση του ενεργητικού της. Η αύξηση ξεπέρασε τα 600 δις ευρώ, δηλαδή το 65%, από τον Ιούλιο του 2007 μέχρι σήμερα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε τις έκτακτες παρεμβάσεις της για την παροχή ρευστότητας τον Αύγουστο του 2007. Και σταδιακά στη συνέχεια, καθώς η αναταραχή στις αγορές συνεχιζόταν, αύξησε τη συχνότητα των παρεμβάσεών της και προχώρησε στην παροχή ρευστότητας με σταθερό επιτόκιο, χωρίς ποσοτικό περιορισμό και για διάρκειες διευκόλυνσης μέχρι και 6 μηνών. Παράλληλα, η ΕΚΤ διεύρυνε την ποικιλία των τίτλων έναντι των οποίων το Ευρωσύστημα παρέχει ρευστότητα και αύξησε τον αριθμό των πιστωτικών ιδρυμάτων που αποδέχεται ως αντισυμβαλλόμενους. Επίσης, ενισχύθηκε η συνεργασία του Ευρωσυστήματος με τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Ελβετίας, ώστε να διευκολύνεται η παροχή ρευστότητας σε δολάρια ΗΠΑ και φράγκα Ελβετίας από τα πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης του ευρώ.
Όταν εντάθηκαν οι δυσλειτουργίες της διατραπεζικής αγοράς, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πέραν των παρεμβάσεων παροχής ρευστότητας, προχώρησε σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της, καθώς οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών στην ευρωζώνη υποχωρούσαν. Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε κατά 300 μονάδες βάσης τους τελευταίους έξι μήνες, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα στο ιστορικά χαμηλότερο επίπεδό του, προς όφελος τελικά των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που δανείζονται.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι όλες αυτές οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συντελέστηκαν χωρίς να διακυβευτεί η επίτευξη του πρωταρχικού νομισματικού της στόχου, που είναι η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Ο προσανατολισμός αυτός έχει θεμελιώδη σημασία για την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ.
Η σταθερότητα των τιμών αποτελεί τη σπουδαιότερη συμβολή που μπορεί και πρέπει να έχει η νομισματική πολιτική στην επιδίωξη και επίτευξη υψηλών και σταθερών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Διότι η σταθερότητα των τιμών αφενός διασφαλίζει την αγοραστική αξία των εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και, αφετέρου, ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Επιπλέον, ελαχιστοποιεί το ασφάλιστρο έναντι πληθωρισμού που τα επιτόκια ενσωματώνουν, πράγμα που συντελεί ώστε τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια να διαμορφώνονται σε χαμηλό επίπεδο. Δημιουργούνται έτσι και συντηρούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη, τις θέσεις απασχόλησης και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μπορώ, πιστεύω, να υποστηρίξω ότι, χάρη στον ορθό προσανατολισμό της πολιτικής και της στρατηγικής τους και χάρη στη σθεναρή τους στάση στους δύσκολους καιρούς, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, που συναποτελούν το Ευρωσύστημα, έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τα μη συμβατικά μέτρα αποφασίζονται κάθε φορά ύστερα από προσεκτική αξιολόγηση των κατά περίσταση συνθηκών. Για τον προσδιορισμό του είδους και της έκτασης κάθε παρέμβασης, βασικό γνώμονα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο τα οφέλη θα περάσουν στον τελικό αποδέκτη, δηλαδή στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Θα υπενθυμίσω εδώ ότι το πιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης είναι «τραπεζοκεντρικό», ενώ στις ΗΠΑ «αγορακεντρικό». Στην Ευρωζώνη, συγκεκριμένα, τα 2/3 (δύο τρίτα) της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα γίνονται μέσω των τραπεζών και μόνο το 1/3 μέσω των αγορών. Στις ΗΠΑ, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι τα ακριβώς αντίστροφα. Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι, στο τέλος του 2007, δηλαδή πριν να ξεσπάσει η κρίση, το υπόλοιπο των τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα στη ζώνη του ευρώ ανερχόταν στο 145% του ΑΕΠ, έναντι μόλις 63% στις ΗΠΑ. Και, αντίθετα, οι εκδόσεις εταιρικών χρεογράφων ανέρχονταν σε 81% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, έναντι υπερδιπλάσιου ποσοστού (168%) στις ΗΠΑ. Συνεπώς, στη ζώνη του ευρώ, για να διασφαλίζεται στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επαρκής χρηματοδότηση, πρωταρχική σημασία έχει να διαθέτει το τραπεζικό σύστημα επαρκή ρευστότητα. Αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιλέγει να παρέχει στην οικονομία έκτακτη ρευστότητα μέσω των τραπεζών και όχι απευθείας στους τελικούς αποδέκτες, όπως γίνεται στις ΗΠΑ.
Κυρίες και κύριοι,
Αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή εφαρμογή της στρατηγικής μιας κεντρικής τράπεζας αποτελεί η θεσμική ανεξαρτησία της. Μόνο η ανεξαρτησία αυτή διασφαλίζει την αποφυγή της λήψης αποφάσεων που έχουν βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό.
Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας αποδεικνύεται πολύτιμη. Είναι πολύ εύκολο, σε δύσκολες περιόδους, να παρασυρθεί η κοινή γνώμη από τις σειρήνες που καλούν επίμονα για χαλαρή νομισματική πολιτική ή για “ήπια” τραπεζική εποπτεία. Και δεν θα ήταν δύσκολο, σε τέτοιες περιόδους, να παρασυρθούν οι αρμόδιοι φορείς στην υιοθέτηση δημοφιλών αλλά κοντόφθαλμων πολιτικών. Να υιοθετήσουν, δηλαδή, πολιτικές με βραχυχρόνια σκοπιμότητα που παραπλανά, ενώ ταυτόχρονα ροκανίζει τα θεμέλια της μακροπρόθεσμης σταθερότητας. Κατ’ εξοχήν οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να βασίζουν τις πολιτικές τους στη μακροχρόνια ενατένιση. Και να αφήνονται απερίσπαστες στο δύσκολο αυτό έργο, για τα αποτελέσματα του οποίου λογοδοτούν στην κοινωνία και τους εκλεγμένους εκπροσώπους των πολιτών.
Η αποτελεσματικότητα μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας εξαρτάται καθοριστικά από την ικανότητά της να αντιστέκεται στα γλυκά αλλά επικίνδυνα κελεύσματα των σειρήνων. Πρωταρχικό καθήκον της είναι η εφαρμογή νομισματικής πολιτικής που εγγυάται τη σταθερότητα των τιμών και, μέσω αυτής, συμβάλλει στη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ προβλέπει σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων στην άσκηση των μακροοικονομικών πολιτικών. Όπως γνωρίζετε, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ασκεί την ενιαία νομισματική πολιτική με προτεραιότητες που καθόρισαν οι κυβερνήσεις όταν προσυπέγραφαν τη Συνθήκη. Αντίθετα, η δημοσιονομική και η διαρθρωτική πολιτική ασκούνται από τις κατά χώρα κυβερνήσεις, με τις διαδικασίες συντονισμού που προβλέπουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η Στρατηγική της Λισαβόνας.
Μαθήματα από την κρίση
Η σοβαρότητα της συνεχιζόμενης κρίσης έχει διεθνώς αναδείξει την ανάγκη μιας νέας αρχιτεκτονικής στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρέπει με κάθε τρόπο να διασφαλισθεί ότι, στο μέλλον, θα ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα μεγάλης χρηματοπιστωτικής διαταραχής. Και να ενισχυθούν κυρίως οι μηχανισμοί πρόληψης. Από τη φύση τους, βεβαίως, οι πιστωτικές κρίσεις δεν θα ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν. Στόχος των μεγάλων προσπαθειών μεταρρύθμισης, που έχουν ήδη δρομολογηθεί σε διεθνές επίπεδο, είναι η αποφυγή εμφάνισης στο μέλλον τόσο έντονης και μεταδοτικής κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε.
Τι διδάγματα μπορούμε όμως να αντλήσουμε από την κρίση;
Πρώτον, έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι η εποπτεία πρέπει να ασκείται λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τη συμπεριφορά μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και τις διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, αγορών και οικονομιών, δηλαδή τις εξελίξεις σε επίπεδο συνολικής οικονομίας και των υποδομών της.
Δεύτερον, ο υψηλός βαθμός ενοποίησης των οικονομιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών απαιτεί καλύτερο συντονισμό δράσεων μεταξύ των εποπτικών, των νομισματικών και των νομοθετικών αρχών διεθνώς.
Και τρίτον, απαιτείται διαρκής και έγκυρη ανταλλαγή επίκαιρων πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και των κεντρικών τραπεζών που έχουν μια συνολική εικόνα των εγχώριων και διεθνών εξελίξεων και κινδύνων.
Αρχιτεκτονική της εποπτείας: Σύγκριση, αξιολόγηση και προτάσεις
Όπως μνημόνευσα, η κρίση αποκάλυψε μεταξύ άλλων και αδυναμίες του συστήματος τραπεζικής εποπτείας. Αυτό επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για την αρχιτεκτονική της εποπτικής λειτουργίας και τη συνάφειά της με τον φορέα άσκησης νομισματικής πολιτικής, δηλαδή την κεντρική τράπεζα.
Η σχετική συζήτηση είχε λάβει διαστάσεις κατά την περίοδο κυοφορίας του Ευρωσυστήματος. Την εποχή εκείνη, ορισμένες χώρες-μέλη της ΕΕ ήταν υπέρ της ύπαρξης μιας ενιαίας εποπτικής αρχής θεσμικά ανεξάρτητης από την κεντρική τράπεζα, κατά το πρότυπο της Βρεταννικής FSA. Άλλες χώρες-μέλη, όμως, είχαν την αντίθετη άποψη. Τελικά το ζήτημα αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια κάθε χώρας.
Οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης επέλεξαν, και πολύ ορθώς κατά τη γνώμη μου, αν κρίνουμε από την εμπειρία που στο μεταξύ αποκτήθηκε, το υπόδειγμα της κεντρικής τράπεζας που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως θεσμικός επόπτης των τραπεζών. Στις χώρες αυτές ανήκουν, όπως γνωρίζετε, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος. Και στις δύο αυτές χώρες, το χρηματοπιστωτικό σύστημα επλήγη από την κρίση πολύ λιγότερο, σε σύγκριση με αλλού. Αυτό δεν μπορεί ασφαλώς να είναι τυχαίο.
Ακόμη, όμως, και σε χώρες όπου η εποπτεία των τραπεζών ασκείται από όργανο άλλο από την κεντρική τράπεζα, η τελευταία διατηρεί ευρείες και ουσιώδεις εποπτικές αρμοδιότητες, όπως π.χ. η άσκηση μακρο-προληπτικής εποπτείας, δηλαδή η παρακολούθηση και αξιολόγηση της σταθερότητας του πιστωτικού συστήματος. Στις χώρες αυτές, η κεντρική τράπεζα δεν παύει να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στις επιμέρους τράπεζες. Δεν έχει, όμως, τη δυνατότητα να ενεργεί αυτοβούλως για την έγκαιρη διόρθωση των αδυναμιών συγκεκριμένης τράπεζας.
Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια θεσμική ιδιαιτερότητα στερείται νοήματος. Και πάντως, όπως περίτρανα απέδειξαν διάφορα ανά τον κόσμο περιστατικά (π.χ. η περίπτωση της Northern Rock στη Βρεταννία), η ρύθμιση αυτή μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επιζήμια τόσο για τη σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος, όσο και για την αξιοπιστία της εποπτικής αρχής. Και επιζήμια, εν τέλει, για τον κρατικό προϋπολογισμό και τους φορολογούμενους. Όπως είδαμε, δηλαδή, οσάκις στην πρόληψη ή τη θεραπευτική αγωγή εμπλέκονται πλείονα θεσμικά όργανα (π.χ. κεντρική τράπεζα, εποπτικός φορέας, υπουργείο οικονομικών), οι λύσεις καθυστερούν και το κόστος τους για τους πολίτες πολλαπλασιάζεται.
Η άσκηση της αρμοδιότητας της τραπεζικής εποπτείας από την κεντρική τράπεζα ενδείκνυται πιστεύω για τρεις, τουλάχιστον, ουσιώδεις λόγους:
Πρώτον, από τη συγκέντρωση των δύο αρμοδιοτήτων, της εφαρμογής νομισματικής πολιτικής και της τραπεζικής εποπτείας, σε ένα και το αυτό όργανο προκύπτουν πολύτιμες συνέργειες, που επιτρέπουν να ασκούνται πιο αποτελεσματικά και οι δύο αυτές λειτουργίες. Η κεντρική τράπεζα, όταν και εφόσον έχει άμεση πρόσβαση σε ατομικά εποπτικά δεδομένα, έχει επίσης γνώση της ρευστότητας, της χρηματοοικονομικής κατάστασης και της έκθεσης σε κινδύνους των κατ’ ιδίαν τραπεζών. Είναι, έτσι, ανά πάσα στιγμή σε θέση να αντιδράσει εγκαίρως σε περίπτωση που θεωρεί ότι μια εν δυνάμει αστάθεια κάποιας τράπεζας θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε συστημικό κίνδυνο. Η δυνατότητα άμεσης εποπτικής παρέμβασης επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να ασκεί πιο αποτελεσματικά και τις υπόλοιπες λειτουργίες της, π.χ. την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών ή την παροχή ρευστότητας έκτακτης ανάγκης (emergency liquidity assistance). Και η άμεση πρόσβαση σε εποπτικά δεδομένα επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να προβαίνει σε καλύτερη πρόγνωση των μακροοικονομικών επιπτώσεων της εκάστοτε ασκούμενης νομισματικής πολιτικής.
Οφέλη, όμως, προκύπτουν και για την τραπεζική εποπτεία, όταν αυτή ασκείται από την κεντρική τράπεζα. Εξ αντικειμένου μια κεντρική τράπεζα παρακολουθεί διαρκώς και είναι σε θέση να αξιολογεί καλύτερα από κάθε άλλον τις πληροφορίες που αντλεί από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, τις εγγυήσεις των τραπεζών στις πράξεις ανοικτής αγοράς, την κίνηση κεφαλαίων μέσω των συστημάτων πληρωμών, κλπ. Αυτού του είδους η πληροφόρηση και τεχνογνωσία σπανίζει και κοστίζει, αλλά είναι απολύτως αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας, ιδιαίτερα όσον αφορά στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Είναι αλήθεια ότι σε περιόδους ευφορίας τα οφέλη από τις συνέργειες αυτού του είδους τείνουν να παραβλέπονται. Η παρούσα κρίση όμως έχει αναδείξει ανάγλυφα τα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν, όταν η αρμοδιότητα της νομισματικής πολιτικής και εκείνη της τραπεζικής εποπτείας ασκούνται από διαφορετικό θεσμικό όργανο. Υπήρξαν χαρακτηριστικές περιπτώσεις, σε χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, όπου η μεταφορά της πληροφόρησης και η επικοινωνία ήταν προβληματικές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση Northern Rock στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υπήρξαν, στην περίπτωση αυτή, προβλήματα συντονισμού μεταξύ της εποπτικής αρχής, του Υπουργείου Οικονομικών και της κεντρικής τράπεζας, που δεν επέτρεψαν σε κανέναν από τους τρεις να αντιδράσει όσο γρήγορα και αποτελεσματικά απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αλλά και στις ΗΠΑ, ο διαχωρισμός των δύο λειτουργιών προκάλεσε καθυστερήσεις και στο τέλος εξανάγκασε εσπευσμένα την κεντρική τράπεζα να παράσχει βοήθεια στην Bear Stearns, της οποίας την εποπτεία δεν ασκούσε η ίδια. Όπως είναι γνωστό, οι επενδυτικές τράπεζες δεν ανήκαν στην εποπτική αρμοδιότητα της FED, σε αντίθεση με τις συστημικά σημαντικές εμπορικές τράπεζες.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η τραπεζική εποπτεία ενδείκνυται να ασκείται από την κεντρική τράπεζα είναι η αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση της εποπτικής πληροφόρησης. Οι κεντρικές τράπεζες στοχεύουν στη διατήρηση της σταθερότητας σε επίπεδο συστήματος. Όταν δρουν ταυτόχρονα και ως επόπτης των τραπεζών, διαθέτουν άμεση πρόσβαση σε ατομικά δεδομένα τραπεζών, η οποία τους επιτρέπει να εκτιμούν εγκαίρως και με ακρίβεια την επίπτωση που θα μπορούσε να έχει η αστάθεια ενός συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος για τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και για την οικονομία γενικότερα. Ένας εποπτικός οργανισμός απομονωμένος από την κεντρική τράπεζα τείνει να επικεντρώνεται σε μεμονωμένα περιστατικά τραπεζών και ασυνείδητα παραβλέπει ή θέτει σε δεύτερη μοίρα τις επιπτώσεις των πράξεων ή παραλείψεών του για τη σταθερότητα του συνολικού πιστωτικού συστήματος.
Τρίτον, μια κεντρική τράπεζα λειτουργεί πάντα στη βάση της θεσμικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας της, πράγμα που έχει τις ωφέλειες που ήδη ανέφερα. Παράλληλα, έχει στη δούλεψή της το άκρως εξειδικευμένο προσωπικό και τις δαπανηρές υποδομές που απαιτούνται για την αποτελεσματική λειτουργία μιας εποπτικής αρχής. Είναι, έτσι, η κεντρική τράπεζα σε θέση να προλαμβάνει τις κρίσεις. Και ανά πάσα στιγμή, εάν μια κρίση εκδηλωθεί, είναι έτοιμη να την αντιμετωπίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με το μικρότερο δυνατό κόστος για τους φορολογούμενους.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι σαφές ότι, σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο, απαιτούνται τομές στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μέχρι στιγμής συμπεράσματα από την κρίση μπορούν να αποτελέσουν έναν καλό οδηγό για τις προσαρμογές που χρειάζεται να γίνουν στην αρχιτεκτονική της εποπτείας. Προσαρμογές απαιτούνται σε επίπεδο τόσο μακρο-προληπτικής όσο και μικρο-προληπτικής εποπτείας. Η σημασία τους γίνεται ακόμα μεγαλύτερη ενόψει και της διασυνοριακής έκθεσης των τραπεζών διεθνώς.
Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι ευθύνες στην αναμόρφωση του μελλοντικού πλαισίου εποπτείας έχουν όλοι. Και οι εποπτικές αρχές και οι τράπεζες. Προς την κατεύθυνση αυτή χρειάζεται να γίνουν πολλά.
• Πρέπει, πρώτον, η εποπτεία να γίνεται συντονισμένα σε όλο το εύρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω ενοποίησης των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των επιμέρους εποπτικών αρχών. Η πληροφόρηση πρέπει να διαχέεται γρήγορα και να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων, που να είναι χρήσιμα στην αναγνώριση των πηγών αστάθειας και στη δημοσιοποίηση συστάσεων αντιμετώπισής τους (risk warnings). Φυσικά, πρέπει επίσης οι συστάσεις να εισακούγονται και να συνοδεύονται από διορθωτικές δράσεις.
• Πρέπει, δεύτερον, τα πιστωτικά ιδρύματα να φροντίσουν ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω η κεφαλαιακή επάρκεια αλλά και η ρευστότητά τους, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε ενδεχόμενες μελλοντικές ανάγκες.
• Και πρέπει, τρίτον, να αμβλυνθεί το φαινόμενο της υπερκυκλικότητας (procyclicality). Δηλαδή, της τάσης που παρατηρήθηκε σε έντονο βαθμό τα τελευταία χρόνια να εντείνονται οι διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου εξαιτίας του πιστωτικού τομέα. Θα απαιτηθεί για τον σκοπό αυτό να διορθωθούν όχι μόνο τα χαρακτηριστικά του ρυθμιστικού/εποπτικού πλαισίου, αλλά και να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα μυωπικής συμπεριφοράς και κερδοσκοπικής επιδίωξης βραχυχρόνιου χαρακτήρα, τα οποία κατά κόρον παρατηρήθηκαν στο παρελθόν.
Τέσσερεις είναι οι βασικοί άξονες στους οποίους θα κινηθούν οι εποπτικές αρχές και οι τράπεζες για να αντιμετωπίσουν την υπερκυκλικότητα:
• Ο δυναμικός τρόπος υπολογισμού των προβλέψεων έναντι επισφαλειών, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλες οι φάσεις του οικονομικού κύκλου.
• Ο σχηματισμός ικανού αποθέματος κεφαλαίου, κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, ώστε αυτό να χρησιμοποιείται ως ανάχωμα για την προστασία της σταθερότητας του συστήματος κατά τη διάρκεια της καθοδικής φάσης.
• Η σύνδεση σε κάθε οργανισμό της αμοιβής των στελεχών που λαμβάνουν αποφάσεις οικονομικής σημασίας με τη μακροχρόνια απόδοση σταθμισμένη με τον κίνδυνο.
• Η αυξημένη διαφάνεια στις συναλλαγές, ειδικά σε προϊόντα των οποίων η τιμολόγηση είναι δυσχερής λόγω έλλειψης δευτερογενούς αγοράς διαπραγμάτευσής τους.
Είναι εξαιρετικά ευοίωνο ότι στα διεθνή fora, η συζήτηση επί των θεμάτων αυτών έχει ήδη ξεκινήσει και βρίσκεται μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο. Ενδεικτικά αναφέρω την έκθεση de Larosière, η οποία αποτελεί σταθμό στην πορεία διαμόρφωσης της νέας αρχιτεκτονικής του Ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πέραν του ότι εστιάζει σε όλες τις προαναφερθείσες προτάσεις, επιπρόσθετα τάσσεται υπέρ των εξής θεμάτων:
• Δημιουργία ενός νέου εποπτικού οργάνου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Council), το οποίο προτείνεται να λειτουργεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Το όργανο αυτό θα συλλέγει και θα αναλύει πληροφορίες που συνδέονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχοντας ως απώτερο στόχο την κοινοποίηση προειδοποιήσεων, συμβουλών και κατευθύνσεων μακρο-προληπτικής πολιτικής. Σημαντική συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή θα έχουν όλες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης λόγω της εξειδίκευσής τους στην οικονομική ανάλυση και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Επίσης, προτείνεται να υπάρχει ξεκάθαρη θέση αρμοδιοτήτων για το ποιος πρέπει να δράσει και τι πρέπει να κάνει σε περίπτωση προβλήματος, ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον ασάφειες αρμοδιοτήτων, του είδους που βιώσαμε στην παρούσα κρίση.
• Ισχυροποίηση των δεσμών σε επίπεδο μικρο-προληπτικής εποπτείας, μέσω της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (European System of Financial Supervisors). Στόχος εδώ είναι να ομογενοποιηθούν τα εποπτικά πλαίσια των επιμέρους χωρών και να δημιουργηθεί σαφέστερο πλαίσιο αρμοδιοτήτων, υποχρεώσεων, ευθυνών και τρόπων συνεργασίας.
• Μεγαλύτερη διαφάνεια στις συναλλαγές και την εκκαθάριση παράγωγων προϊόντων, ιδίως εκείνων που διαπραγματεύονται σε μη οργανωμένες αγορές. Προς την κατεύθυνση αυτή, έχουν ήδη ξεκινήσει οι ενέργειες στην Ευρώπη για τη δημιουργία ενός κεντρικού μηχανισμού εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συμβολαίων ανταλλαγής αθέτησης του πιστωτικού κινδύνου (Credit Default Swaps). Ένας αντίστοιχος μηχανισμός λειτουργεί ήδη στις ΗΠΑ.
Όταν όλα αυτά ολοκληρωθούν, ο πιστωτικός κόσμος θα είναι διαφορετικός. Θα είναι, πιστεύω, πιο σταθερός. Προς το παρόν, βέβαια, η κρίση είναι ακόμα εδώ. Και χρειάζεται πολλή δουλειά για να την ξεπεράσουμε. Το θετικό στοιχείο είναι ότι έχουν γίνει πλέον κατανοητές οι ασθένειες και έχει ξεκινήσει η διαδικασία της θεραπείας τους.
Θετικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι το υπόδειγμα του συνδυασμού των λειτουργιών κεντρικής τράπεζας και εποπτείας, που υιοθετούν η Τράπεζα της Ελλάδος και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, έχει δείξει πολύ καλύτερη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της κρίσης, σε σύγκριση με εκείνο της ανεξάρτητης από την κεντρική τράπεζα εποπτείας. Επίσης, αναδείχθηκε η σημασία της ανεξαρτησίας για την αξιοπιστία μιας κεντρικής τράπεζας κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής της. Η αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας πρέπει να διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. Ιδίως στις δύσκολες συγκυρίες όπως η σημερινή, η ανεξαρτησία και η αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας αποτελούν κλειδιά για την αναζωογόνηση της κλονισμένης εμπιστοσύνης των πολιτών και των θεσμικών επενδυτών.
Κυρίες και κύριοι,
Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, η δομή και η αποτελεσματικότητα του συστήματος τραπεζικής εποπτείας έχουν συμβάλει ώστε οι επιπτώσεις από τη διεθνή κρίση να είναι πολύ ηπιότερες, σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να επαναπαυόμαστε. Αντίθετα, απαιτείται συνεχής εγρήγορση και προσαρμοστικότητα στις αλλαγές που ετοιμάζονται από τη διεθνή κοινότητα και που θα ενισχύσουν τις αντοχές και τη σταθερότητα των οικονομιών μας.
Όταν ξεπεραστεί η διεθνής κρίση, η επόμενη μέρα θα βρει το διεθνές πιστωτικό σύστημα ίσως μικρότερο σε μέγεθος και σε μόχλευση, με εργαλεία και προϊόντα ίσως λιγότερο πολύπλοκα, αλλά οπωσδήποτε ασφαλέστερα. Πιο σταθερό και ασφαλές θα είναι, επίσης, το συνολικό χρηματοπιστωτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον. Πάντοτε μια κρίση ξαναχτίζει τον κόσμο σε ισχυρότερες βάσεις. Έναν κόσμο που γεννά νέες και καλύτερες ευκαιρίες. Αυτό το τελευταίο δεν χρειάζεται να το επεξηγήσω στο σημερινό ακροατήριο. Υπήρξε ανέκαθεν θαυμαστή η ικανότητα των Κυπρίων επιχειρηματιών να διαβλέπουν, εν μέσω κρίσεων, τις νέες ευκαιρίες που έρχονται.