EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην παρουσίαση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Γκράβα «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη: Η Ελληνική Οικονομική Κατάθλιψη»

19/11/2019 - Ομιλίες

Ομιλία του Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα στην παρουσίαση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Γκράβα «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη: Η Ελληνική Οικονομική Κατάθλιψη»

Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 2019

Στοά του Βιβλίου

                                      ​

                                                                                                  Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 2019


Είναι μεγάλη η χαρά μου που βρίσκομαι απόψε εδώ για την παρουσίαση του βιβλίου του αγαπητού φίλου και εκλεκτού επιστήμονα Κωνσταντίνου Γκράβα. Βιβλία σαν αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμα στις μέρες μας, γιατί παρέχουν στον αναγνώστη το θεωρητικό υπόβαθρο και την ιστορική αναδρομή για να κατανοήσει πώς φτάσαμε στην οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και ταυτόχρονα εξηγούν αναλυτικά τους μηχανισμούς και τις μεθόδους αντιμετώπισης των χρηματοπιστωτικών κρίσεων.


Βιβλία για την κρίση έχουν γραφτεί πολλά και είμαι βέβαιος ότι θα γραφτούν πολλά περισσότερα το επόμενο διάστημα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα έγκειται στο ότι βλέπει την κρίση μέσα από το πρίσμα των κεντρικών τραπεζών και του ρόλου τους στην αντιμετώπιση της κρίσης. Για αυτόν ακριβώς το λόγο κέντρισε το δικό μου ενδιαφέρον και το διάβασα απνευστί, επειδή μέσα από τις σελίδες του δεν ξετυλίγεται απλώς η δύσβατη πορεία της παγκόσμιας οικονομίας από την κατάρρευση της Lehman Brothers, το 2008, ως τις μέρες μας, αλλά αναδεικνύονται και οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν την κρίση και, το κυριότερο, να εμποδίσουν την εμφάνιση μιας νέας.


Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκράβα είναι ξεχωριστό για δύο ακόμη λόγους. Πρώτον, διότι δεν αρκείται στην πρόσφατη κρίση, αλλά πιάνει την ιστορία από την αρχή, από την κρίση του 1929 και τη μεταπολεμική περίοδο, που έθεσε τις βάσεις της συνεργασίας μεταξύ των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων, ως τις μέρες μας. Και εξηγεί βήμα προς βήμα πως και γιατί από τη νομισματική ειρήνη, που ήταν ο διακαής πόθος των δυνάμεων αυτών, φτάσαμε στον οικονομικό πόλεμο, με τη χώρα μας να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, κινδυνεύοντας κάποια στιγμή να βρεθεί εκτός της ευρωζώνης.


Ο δεύτερος λόγος που κάνει αυτό το βιβλίο ιδιαίτερο είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, καταφεύγει σε επιφανείς ιστορικούς, φιλοσόφους και οικονομολόγους, παραθέτοντας αποσπάσματα από το έργο τους και εξαντλητικές υποσημειώσεις, αποτέλεσμα επίπονης αποθησαύρισης γνώσεων και λεπτομερούς καταγραφής της επικαιρότητας· δύο στοιχεία που είναι πολύ χρήσιμα για την κατανόηση του σύνθετου προβλήματος με το οποίο καταπιάνεται.

Αφορμή για το βιβλίο αυτό είναι βεβαίως η ελληνική κρίση. Είναι γνωστά τα αίτια και έχουν ειπωθεί πολλές φορές τόσο από εμένα όσο και από άλλους συναδέλφους. Είναι χρήσιμο όμως να τα θυμηθούμε άλλη μια φορά. Όπως έχω τονίσει στο παρελθόν, η κρίση κατά την ελληνική της διάσταση ήταν κυρίως αποτέλεσμα των λανθασμένων επιλογών μας στην οικονομική πολιτική. Επιδεινώθηκε όμως με το διχασμό της ελληνικής κοινωνίας σε εκείνους που ήταν υπέρ των μνημονίων και σε εκείνους που τα πολέμησαν με πάθος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναδυθούν οι πολιτικές δυνάμεις του λαϊκισμού, που χάιδευαν τα αυτιά των πολιτών και εμπόδισαν την απαραίτητη συναίνεση για να βγει η χώρα από την κρίση μια ώρα γρηγορότερα. Απόρροια αυτής της κατάστασης ήταν να παραμείνουμε σε πρόγραμμα πολύ περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν στην ίδια θέση με εμάς.


Η ένταση και η μεγάλη διάρκεια της ελληνικής κρίσης εξηγείται επίσης από το μέγεθος των ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας και από την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Βασικό ρόλο επίσης έπαιξε και ο δισταγμός που παρατηρήθηκε από τους εταίρους μας ως προς την υιοθέτηση μέτρων για τη μείωση του χρέους. Να σημειώσω ακόμη ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές ήταν υψηλότεροι από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί και ότι αρχικά δόθηκε έμφαση στην αύξηση της φορολογίας και λιγότερο στις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις, για λόγους που έχουν κυρίως να κάνουν με το περίφημο πολιτικό κόστος, αυτή τη μάστιγα της πολιτικής μας ζωής.


Όλα αυτά ανήκουν όμως στο παρελθόν και το παρόν μας επιτρέπει να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία, ύστερα από την πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή που βιώσαμε, τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ως προς το κόστος εργασίας και τις τιμές, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται και βεβαίως την αναδιάταξη του τραπεζικού μας συστήματος. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει για άλλη μια φορά να εξάρω τις θυσίες και τον κόπο των Ελλήνων πολιτών, που μέσα στη δεκαετία της κρίσης είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται, την περιουσία τους να χάνει την αξία της και τα άνεργα τέκνα  τους να αναζητούν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.


Οι προοπτικές σήμερα είναι θετικές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις μας στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,3% το δεύτερο εξάμηνο του 2019 από 1,5% το πρώτο εξάμηνο και κατά 1,9% συνολικά για το 2019, παρά τη σημαντική επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Έχουν επίσης βελτιωθεί οι χρηματοπιστωτικοί δείκτες, πράγμα που δείχνει την αυξημένη εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.


Η ανάκαμψη βεβαίως γίνεται με συγκρατημένους ρυθμούς εξαιτίας της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Ο δείκτης όμως του οικονομικού κλίματος βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών, η ρευστότητα και η χρηματοδότηση των τραπεζών εξομαλύνεται, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν σε ιστορικά ρεκόρ και η αγορά των ακινήτων βρίσκεται σε ανοδική τροχιά. Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου υιοθετεί μια πολιτική φιλική προς την επιχειρηματικότητα, δίνει έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις, ενώ έχει θέσει ως πρωταρχικό της στόχο την προσέλκυση περισσότερων ξένων επενδύσεων.


Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι πρέπει να επαναπαυθούμε στις πρόσφατες επιτυχίες μας και να μειώσουμε τις προσπάθειές μας, γιατί οι προκλήσεις μπροστά μας είναι ακόμη πολλές. Με δεδομένους τους δημογραφικούς περιορισμούς, η πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων και η αύξηση του ρυθμού των επενδύσεων, κυρίως των άμεσων ξένων επενδύσεων που βοηθούν την κάλυψη του επενδυτικού κενού χωρίς δανεισμό, είναι μονόδρομος για την αύξηση της παραγωγικότητας και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.


Το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ως ποσοστό του συνόλου των δανείων βρίσκονται σε επίπεδα μεγαλύτερα του 40%, είναι ένας βρόχος που πνίγει το τραπεζικό μας σύστημα. Το σχέδιο «Ηρακλής» που εκπόνησε η κυβέρνηση είναι ένα σημαντικό βήμα για την επίλυση του προβλήματος. Δεν αρκεί όμως, με δεδομένο τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που φτάνει τα 75 δισεκ. ευρώ. Η κυβέρνηση σε συνεργασία με την ΤτΕ επεξεργαζόμαστε λύσεις που αντιμετωπίζουν συνολικά το πρόβλημα, μαζί με τα ζητήματα που θέτει η αναβαλλόμενη φορολογία.


Για να φύγουμε λίγο από τα θέματα της ελληνικής οικονομίας και να επανέλθουμε στην παγκόσμια διάσταση της οικονομικής κρίσης, που είναι και το βασικό θέμα του βιβλίου του Κωνσταντίνου Γκράβα, πρέπει να τονίσω ότι η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2009 και η κρίση δημόσιου χρέους στη ευρωζώνη ανέδειξαν τις ελλείψεις που υπήρχαν στον αρχικό σχεδιασμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), η οποία δεν διέθετε τα κατάλληλα μέσα για την αντιμετώπισή της.


Χάρη στις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη συντονισμένη δράση των κυβερνήσεων της ευρωζώνης ελήφθησαν σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση της ΟΝΕ, ξεκινώντας από τα δάνεια προς την Ελλάδα, συνεχίζοντας με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και του μετέπειτα Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), τη δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (SRM), και φτάνοντας στην επιβολή αυστηρότερων κανόνων ρύθμισης και εποπτείας των τραπεζών. Τον περασμένο Ιούνιο, οι ευρωπαίοι ηγέτες κατέληξαν σε μια ευρεία συμφωνία σχετικά με το δημοσιονομικό μέσο για τη σύγκλιση και την ανταγωνιστικότητα (BICC) για τη ζώνη του ευρώ, καθώς και σχετικά με την αναθεώρηση του κειμένου της Συνθήκης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ώστε να προβλεφθούν ένας κοινός μηχανισμός στήριξης για την εξυγίανση των τραπεζών και ένα εργαλείο προληπτικής χρηματοδοτικής στήριξης.


Χρειάζονται όμως και άλλα μέτρα για την εμβάθυνση της ΟΝΕ έτσι ώστε να αντιμετωπίσουμε τις εναπομένουσες προκλήσεις και να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για μια μελλοντική κρίση, όταν και εάν αυτή έρθει. Η εμβάθυνση μπορεί να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, με:


(α) Την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, με την υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων. Οι πρόσφατες προτάσεις του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών Olaf Scholz είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, θέτουν όμως και έναν αριθμό αντισταθμιστικών προϋποθέσεων, που θα πρέπει να προβληματίσουν και να κινητοποιήσουν τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης που ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Νότο,


(β) Τη δημιουργία μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών στην οποία θα συνδεθούν τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά κέντρα, κυρίως μέσω ενιαίων κανόνων λειτουργίας και εποπτείας,


(γ) Τη δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης που θα μπορούσε να προσφέρει αποτελεσματική προστασία απέναντι σε ασύμμετρες διαταραχές που προκαλούνται από περιφερειακές αναταράξεις,


(δ) Τη μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, κάτι το οποίο έχει ήδη αρχίσει να γίνεται,


(ε) Την έκδοση ενός ευρωπαϊκού ασφαλούς τίτλου που θα μπορούσε να ενισχύσει τους ισολογισμούς των τραπεζών και το διεθνή ρόλο του ευρώ, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει την αποτελεσματική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ και την ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών της.


Είναι αλήθεια ότι η ανάκαμψη της ευρωζώνης από τη χρηματοπιστωτική κρίση καθυστερεί σε σχέση με την ανάκαμψη των παγκόσμιων ανταγωνιστών της, πράγμα που οφείλεται στις χαμηλές επιδόσεις της παραγωγικότητας και την υστέρηση στην καινοτομία και τις ψηφιακές τεχνολογίες που παρατηρούμε στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Να προσθέσω επίσης ότι η γήρανση του πληθυσμού και η κλιματική αλλαγή δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι, μετά την κρίση, η χρηματοπιστωτική ενοποίηση ανακόπηκε, ενώ και η διαδικασία οικονομικής σύγκλισης σταμάτησε το 2010, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν κοινωνικές εντάσεις, έμπλεες αντιευρωπαϊκής ρητορικής και να απλωθεί μία διάχυτη δυσπιστία προς τις πολιτικές και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδηλώθηκε με το Brexit και την άνοδο του λαϊκισμού σε αρκετές χώρες. Οι προκλήσεις που προέρχονται από τους γεωπολιτικούς κινδύνους, τις εμπορικές διενέξεις ή ακόμη και τους εμπορικούς πολέμους, μας υποχρεώνουν να είμαστε ως κεντρικές τράπεζες προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο στο άμεσο μέλλον.

           

Έχω, ωστόσο, την πεποίθηση ότι βγαίνουμε σοφότεροι από την κρίση, γιατί το μέγεθός της ήταν τέτοιο που πυροδότησε όλα εκείνα τα αντανακλαστικά επιβίωσης που είναι εγγενή σε ζωντανούς οργανισμούς και υποχρέωσε τις κεντρικές τράπεζες να αντιδράσουν και να ενισχύσουν το οπλοστάσιό τους για την αποτροπή ανάλογων φαινομένων στο μέλλον. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει υιοθετήσει, τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας, αλλά και άλλων, ένα σύνολο εργαλείων, συμβατικών και μη, που περιλαμβάνουν τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, δηλαδή εκτεταμένες αγορές κρατικών κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) ομολόγων, τη σημαντική μείωση των παρεμβατικών επιτοκίων ακόμα και σε αρνητικό επίπεδο, εργαλεία κινητροδότησης τραπεζών, ώστε να δανείζουν επιχειρήσεις (TLTRO) με πολύ χαμηλά επιτόκια και «μεσοπρόθεσμη καθοδήγηση» (forward guidance) των χρηματοπιστωτικών αγορών. Όμως, η νομισματική πολιτική δεν μπορεί από μόνη της να σταθεροποιεί εσαεί τις υποτονικές σε δραστηριότητα οικονομίες, και θα πρέπει να συμπληρωθεί από την κατάλληλη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική από εκείνες τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης που διαθέτουν δημοσιονομικό χώρο, ή/και τη δημιουργία ενός κεντρικού δημοσιονομικού εργαλείου στην ευρωζώνη.


Ο Κωνσταντίνος Γκράβας στο εξαιρετικό βιβλίο του αναδεικνύει το ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην επίτευξη της νομισματικής ειρήνης, αλλά παράλληλα υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να θεραπευθούν «οι πληγές του οιονεί οικονομικού πολέμου, ο οποίος πλήττει τις ασθενέστερες χώρες μέλη». Έχω πει και παλαιότερα ότι «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει». Βιβλία όπως αυτό μας θυμίζουν το παρελθόν και μας βοηθούν να μην επαναλάβουμε στο μέλλον τα ίδια λάθη που μας οδήγησαν εκεί που δεν έπρεπε, με συνέπειες που τις πληρώνουμε ακόμα.


Σας ευχαριστώ.




​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι