Χαιρετισμός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Α. Προβόπουλου στην ημερίδα εργασίας σχετικά με Μελέτη που εκπονήθηκε από το ΕΛΙΑΜΕΠ κατ’ ανάθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος
29/10/2012 - Ομιλίες
Χαιρετισμός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Α. Προβόπουλου στην ημερίδα εργασίας σχετικά με τη Μελέτη που εκπονήθηκε από το ΕΛΙΑΜΕΠ κατ’ ανάθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος με θέμα «Αξιολόγηση των επιδράσεων που έχουν ασκήσει και θα ασκήσουν στην πορεία της ελληνικής οικονομίας οι πολιτικές που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
Δευτέρα, 29 Οκτωβρίου, 2012
Θα ήθελα κατ’ αρχάς να σας καλωσορίσω στη σημερινή εκδήλωση, στην οποία θα παρουσιαστούν τα υμπεράσματα μελέτης που ανατέθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Η μελέτη που παρουσιάζεται σήμερα αποτελεί αν όχι την πρώτη, πάντως μία από τις πιο σοβαρές προσπάθειες ολοκληρωμένης ανάλυσης των επιδράσεων των κοινοτικών πόρων στην ελληνική οικονομία.
Η μελέτη επικεντρώνεται στις πολιτικές που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και ιδίως: (α) στην αναπτυξιακή πολιτική, η οποία συγχρηματοδοτείται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και (β) στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγυήσεων. Επίσης, εξετάζει και τις άλλες πολιτικές της ΕΕ, όπως αυτές που αφορούν την έρευνα και την τεχνολογία, την εκπαίδευση, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, το περιβάλλον, την αλιεία, τη δημόσια υγεία και τη μετανάστευση.
Το πρώτο μέρος της μελέτης συντονίστηκε από τον κ. Γιώργο Γλυνό και περιλαμβάνει μια αξιολόγηση των προηγούμενων προγραμματικών περιόδων από το 1988 έως σήμερα.
Το δεύτερο μέρος συντονίστηκε από τον καθηγητή κ. Αχιλλέα Μητσό και αναφέρεται στις προτάσεις για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020.
Το τρίτο μέρος, το οποίο θα ολοκληρωθεί μετά τη λήξη των σχετικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συνθέσει και θα επικαιροποιήσει τα συμπεράσματα και τις προτάσεις πολιτικής μέχρι τέλους του 2013.
Η σημασία των κοινοτικών πόρων ως εργαλείου οικονομικής ανάπτυξης αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρούσα περίοδο, καθότι, λόγω των σοβαρών δημοσιονομικών δυσχερειών, έχουν περιοριστεί οι διαθέσιμοι εθνικοί πόροι για την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας. Γι’ αυτό θα πρέπει να αρθούν σύντομα τα εμπόδια στην ταχύτερη απορρόφηση και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ελληνικές αρχές προώθησαν την τελευταία διετία σειρά παρεμβάσεων. Σ' αυτές περιλαμβάνονται: η αύξηση του ποσοστού κοινοτικής συγχρηματοδότησης των έργων και προγραμμάτων του ΕΣΠΑ στο 95%. Η ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με τη σύσταση νέων Μηχανισμών, όπως το Ταμείο Εγγυοδοσίας για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και το Ταμείο Επιμερισμού Κινδύνου για Έργα Υποδομών και Παραγωγικών Επενδύσεων με εγγυήσεις από πόρους του ΕΣΠΑ. Στη βελτίωση επίσης της διαχείρισης των υπολειπόμενων κονδυλίων του ΕΣΠΑ θα συμβάλουν η επικείμενη αναθεώρηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η ιεράρχηση των έργων με βάση την «προστιθέμενη αξία» τους για την ανάπτυξη και την απασχόληση, η υλοποίηση μέτρων για την απλοποίηση του συστήματος διαχείρισης του ΕΣΠΑ, καθώς και η παροχή τεχνικής βοήθειας από την ειδική ομάδα της ΕΕ (EU Task Force for Greece).
Όπως είναι γνωστό, η ταμειακή απορρόφηση των κονδυλίων δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με τη μεγιστοποίηση της αναπτυξιακής απόδοσης των έργων και προγραμμάτων. Για να μεγιστοποιηθεί το αναπτυξιακό όφελος θα πρέπει μεταξύ άλλων: (α) να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της ύφεσης και των μέτρων δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, (β) τα προγράμματα και τα έργα να εκτελούνται συνδυαστικά, προκειμένου να επιφέρουν το μεγαλύτερο δυνατό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, και (γ) να αξιοποιούνται πλήρως οι συνέργειες μεταξύ των κοινοτικών πόρων και των διαρθρωτικών δράσεων του Μνημονίου.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό της περιόδου 2014-2020, οι μεταβιβάσεις πόρων προς την Ελλάδα θα περιοριστούν. Δεδομένου ότι η πολιτική συνοχής θα επικεντρωθεί στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει από τα Διαρθρωτικά Ταμεία 12 έως 13 δισεκ. ευρώ έναντι 20,4 δισεκ. ευρώ της περιόδου 2007-2013. Παράλληλα, λόγω της αναθεώρησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στη νέα προγραμματική περίοδο θα υπάρξει περαιτέρω μείωση των πόρων της κατηγορίας αυτής.
H διαπραγμάτευση για την προγραμματική περίοδο 2014-2020 βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Για το λόγο αυτό, τα πορίσματα της μελέτης είναι χρήσιμα, πρώτον, για τη στήριξη μιας αποτελεσματικής διαπραγματευτικής τακτικής της χώρας και, δεύτερον, για τη βέλτιστη στρατηγική αξιοποίησης των πόρων που τελικά θα της διατεθούν.
Το Πρόγραμμα Προσαρμογής, που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στη χώρα, στοχεύει στην δημοσιονομική εξυγίανση και στην μέσω διαρθρωτικών αλλαγών ανασύνταξη του παραγωγικού δυναμικού πάνω σε νέες βάσεις, σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του προτύπου είναι η ενδυνάμωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει μετατόπιση πόρων από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται αποκλειστικά για την εγχώρια αγορά, στην παραγωγή ανταγωνιστικών, διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Για να πετύχουμε όμως σ’ αυτή την προσπάθεια μετασχηματισμού της οικονομίας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η μακρόπνοη, ιστορικά αναγκαία αλλαγή είναι αποκλειστικά δικό μας έργο. Το Μνημόνιο περιλαμβάνει τις ελάχιστες δυνατές αλλαγές που εντάσσονται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν υποκαθιστά τη δική μας μείζονα εθνική ευθύνη να προχωρήσουμε σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη με πολιτικές που θα διευκολύνουν τις αλλαγές και θα προωθούν την ανάπτυξη.
Το ΕΣΠΑ και κοινοτικοί πόροι θα λειτουργούσαν πράγματι ως ισχυρά αναπτυξιακά εργαλεία, αν εντάσσονταν δημιουργικά σ’ αυτό το ευρύτερο σχέδιο. Μέχρι σήμερα οι κοινοτικοί πόροι είχαν μεν θετική συνεισφορά, πλην όμως η συγκεκριμένη κατανομή τους δεν απέτρεψε την αναπαραγωγή ενός στρεβλού προτύπου, το οποίο τελικά οδήγησε στην κρίση που βιώνουμε σήμερα. Στις νέες συνθήκες, η χρήση των κοινοτικών πόρων πρέπει να ενταχθεί σε μια εθνική στρατηγική, που θα συμβαδίζει με τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, που θα οδηγήσουν σε ένα νέο, υγιές παραγωγικό πρότυπο. Γι’ αυτό θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την παρούσα μελέτη, τα πορίσματα της οποίας θα πρέπει να θεωρηθούν ως η πρώτη συμβολή σε μια προσπάθεια, που θα συνεχιστεί και καθοδόν θα εμπλουτίζεται και θα επεκτείνεται.
Πριν δώσω το λόγο στους επόμενους ομιλητές, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά το ΕΛΙΑΜΕΠ, τον Πρόεδρο του Δ.Σ. κ. Λουκά Τσούκαλη και όλους τους εκλεκτούς επιστήμονες που συμμετείχαν στη συλλογική αυτή προσπάθεια.