Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρου Μητράκου, 6ο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο Νομικής Τεκμηρίωσης Κοινωνικοοικονομικών Θεμάτων, ειδική διάλεξη "Η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα στην περίοδο της κρίσης"
20/02/2016 - Ομιλίες
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΗΤΡΑΚΟΥ
ΣΤO 6Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
«Επιχειρηματικές και Ηλεκτρονικές Συναλλαγές»
Ειδική Διάλεξη
«Η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα
στην περίοδο της κρίσης»
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016
(Καβάλα)
Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω, κατ’ αρχάς, να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στους διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης για την ευκαιρία που μου έδωσαν να καταθέσω ορισμένες σκέψεις στο σημερινό εκλεκτό ακροατήριο. Έχοντας συμπυκνώσει εμπειρίες εννέα περίπου χρόνων κρίσης, αρχικά με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και στη συνέχεια με την εγχώρια κρίση, θα προσπαθήσω να συμβάλω στο δημόσιο διάλογο με μία σύντομη αναδρομή στο τι έγινε την περίοδο της κρίσης με έμφαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την ανάδειξη των βασικών παραμέτρων της τρέχουσας κατάστασης και, τέλος, με την ανάλυση των προκλήσεων και των προοπτικών της επόμενης μέρας.
Ιστορικό της κρίσης
Μέχρι και τον Αύγουστο του 2007, τίποτα δεν φαινόταν να προοιωνίζεται τι θα επακολουθούσε. Η παγκόσμια οικονομία ανθούσε, καθώς πορευόταν με υψηλή ρευστότητα και χαλαρές πιστωτικές συνθήκες, ενώ στη χώρα μας η υιοθέτηση του ευρώ είχε δημιουργήσει προσδοκίες εκσυγχρονισμού και μακρόπνοης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Από την πλευρά τους οι κεντρικές τράπεζες, μεταξύ αυτών και η Τράπεζα της Ελλάδος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προειδοποιούσαν στις εκθέσεις τους για τους επαπειλούμενους κινδύνους. Δυστυχώς, οι προειδοποιήσεις αυτές δεν εισακούονταν, καθώς η περίοδος των “παχιών αγελάδων” είχε δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της συνεχούς ανοδικής πορείας στο επίπεδο κατανάλωσης, στις τιμές μετοχών, εμπορευμάτων και κατοικιών. Αυτή η υπεραισιοδοξία οδήγησε σε γενικευμένη υποεκτίμηση του πιστωτικού και άλλων κινδύνων, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού και τη δημιουργία σύνθετων πιστωτικών εργαλείων και σχημάτων, των οποίων ο κίνδυνος επιμεριζόταν με τρόπους που δεν γίνονταν πλήρως αντιληπτοί. Παράλληλα, οι αρχές δεν φαίνεται να έδωσαν την απαραίτητη έμφαση στη μακρο-προληπτική εποπτεία, η οποία εστιάζει στους συστημικούς κινδύνους, καθώς και τις διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών και πραγματικής οικονομίας.
Ξέσπασμα της κρίσης και πολιτικές αντιμετώπισης
Η κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930. Αρχικά δημιουργήθηκε έντονη κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα να εξαντληθεί απότομα η ρευστότητα στις διατραπεζικές αγορές και να δυσχεραίνεται η προσπάθεια των τραπεζών, ακόμη και των πλέον φερέγγυων, για άντληση κεφαλαίων.
Στην πρωτοφανή αυτή κρίση οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι διεθνείς οργανισμοί αντέδρασαν με συντονισμένες ενέργειες προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, προέβησαν σε άμεσες και μεγάλου μεγέθους νομισματικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Ενδεικτικά αναφέρω μέτρα όπως η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την έκδοση τραπεζικών χρεογράφων και την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, καθώς και οι συνεχείς παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος για την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και των αγορών. Δεύτερον, κινητοποιήθηκαν για τον ανασχεδιασμό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον δεν θα επαναληφθούν ανάλογες αναταράξεις. Εδώ εμπίπτουν η συγκρότηση νέων υπερεθνικών θεσμών (όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) για την αποτελεσματικότερη εποπτεία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ξεκίνημα της προσπάθειας για την τραπεζική ένωση.
Ειδικά όσον αφορά τις προσπάθειες του Ευρωσυστήματος, οι δυσλειτουργίες στην αγορά χρήματος και η γενικευμένη αποστροφή των επενδυτών στην ανάληψη κινδύνων δυσχέραινε την ομαλή και αποτελεσματική μετάδοση των επιδράσεων από τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τα βασικά επιτόκια στην πραγματική οικονομία της ζώνης του ευρώ. Έτσι, το Ευρωσύστημα, προέβη αρκετές φορές σε έκτακτη παροχή ρευστότητας, διενέργεια συμπληρωματικών πράξεων αναχρηματοδότησης, επιπλέον των προγραμματισμένων, χορήγηση απεριόριστης ρευστότητας με το βασικό επιτόκιο, αύξηση της συχνότητας των πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, διεύρυνση του συνόλου των αποδεκτών εξασφαλίσεων κ.ά. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν τα αποκαλούμενα “μη συμβατικά” μέτρα με απευθείας αγορές καλυμμένων ομολογιών και κρατικών ομολόγων για την ενίσχυση της ρευστότητας και τη διευκόλυνση της ροής των πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.
Οι προσπάθειες κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου, η οποία ξεκίνησε το 2010, αλλά η εξέλιξη αυτή ευνόησε κυρίως τις περισσότερο ανοικτές οικονομίες. Αντίθετα, χώρες με σοβαρές εξωτερικές και εσωτερικές μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες όχι μόνο δεν επωφελήθηκαν, αλλά αντιμετώπισαν συνθήκες μακράς ύφεσης, ραγδαίας αύξησης της ανεργίας και σημαντικής απομείωσης της καθαρής περιουσιακής θέσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Ορισμένες από αυτές τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, χρειάστηκαν σημαντικού ύψους εξωτερική οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά.
Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και στις τράπεζες
Η ελληνική οικονομία άρχισε να επηρεάζεται αρνητικά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ιδίως από τον Οκτώβριο του 2008 και μετά. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΕΚΤ χτύπησαν το καμπανάκι του κινδύνου, ιδίως όταν διαφάνηκε ότι η διεθνής κρίση αντιμετωπίστηκε εγχωρίως ως φαινόμενο που δεν αφορούσε την Ελλάδα, υπό την έννοια ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν έκθεση σε τοξικά προϊόντα. Παράλληλα, τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως π.χ. η περιορισμένη εξωστρέφειά της, η περιορισμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, η ανελαστικότητα των μισθών ως προς τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες και η συγκυριακή μείωση των τιμών του πετρελαίου, βραχυχρόνια «προστάτευσαν» την οικονομία από τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης δημιουργώντας έναν αδικαιολόγητο εφησυχασμό. Σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική χαλάρωση που παγίως συνόδευε περιόδους πριν από εκλογές, οδηγηθήκαμε σε εκτροχιασμό των δημοσιονομικών μεγεθών και του ισοζυγίου πληρωμών. Παράλληλα, η υποχώρηση των επενδύσεων, της ιδιωτικής κατανάλωσης και της ανταγωνιστικότητας συνέβαλαν ώστε να εισέλθει η οικονομία το 2009 σε συνθήκες ύφεσης. Τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, το χρέος, το έλλειμμα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών βρίσκονταν εκτός τροχιάς.
Ενδεικτικά να υπενθυμίσω ότι το ΑΕΠ, μετά από μία δεκαπενταετία συνεχούς ανόδου, υποχώρησε το 2009 κατά 3,2%, ενώ το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης από 9,8% το 2008, εκτοξεύθηκε, μετά από συνεχείς αναθεωρήσεις στο 15,7% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται τόσο στην κακή πορεία των εσόδων όσο και στην αύξηση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης. Σε υψηλό επίπεδο είχε ανέλθει και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, 14,7% το 2008 και 11,2% το 2009, δηλαδή σε απόλυτα μεγέθη περίπου 35 δισεκ. ευρώ και 25 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα.
Επακόλουθο ήταν οι συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του κόστους δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο, αλλά και τον περιορισμό της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Η κατάσταση εξελίχθηκε σε κρίση εμπιστοσύνης ως προς στην ικανότητα της Ελλάδος να επιτύχει την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή και να συμπορευθεί με τις λοιπές χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ.
Οι εξελίξεις αυτές, όπως είναι φυσικό, επιβάρυναν και το μέχρι τότε υγιές τραπεζικό σύστημα. Στα τέλη του 2009 το τραπεζικό σύστημα χαρακτηριζόταν από υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια (ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανερχόταν σε 12%), ικανοποιητική ρευστότητα και αμελητέα έκθεση σε τοξικά προϊόντα που βρίσκονταν στο επίκεντρο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες, όπου η κρίση εκδηλώθηκε στις τράπεζες και συμπαρέσυρε την οικονομία, στην Ελλάδα η πορεία ήταν αντίστροφη. Η δημοσιονομική κρίση, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και η προσφυγή στη χρηματοδότηση στο πλαίσιο Μνημονίων συμπαρέσυραν και τις τράπεζες.
Καίριο πλήγμα υπέστη η ρευστότητα των τραπεζών με εκτεταμένες και παρατεταμένες εκροές καταθέσεων. Την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009 και Ιουνίου 2012 απώλεσαν περίπου 70 δισεκ. ευρώ καταθέσεων, στη συνέχεια ανακτήθηκαν μέχρι το Νοέμβριο του 2014 περίπου 15 δισεκ. ευρώ, για να μειωθούν και πάλι κατά 40 περίπου δισεκ. μέχρι τον Ιούνιο 2015. Παράλληλα, αποκόπηκαν από τις διεθνείς αγορές χρήματος και μειώθηκε η αξία του ενεχύρου τους για αναχρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα.
Μεγάλο πλήγμα υπέστη η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και από την εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο του PSI, που τις υποχρέωσε στην καταγραφή ζημιών ύψους 40 περίπου δισεκ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η κερδοφορία τους και η ποιότητα του χαρτοφυλακίου τους επηρεάστηκε αρνητικά από την βαθιά ύφεση και τις επιπτώσεις της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής στην οικονομική δραστηριότητα, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την απασχόληση.
Ενέργειες της Τραπεζας της Ελλάδος και της πολιτείας
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος και η πολιτεία προέβησαν σε σειρά ενεργειών που αποσκοπούσαν στην θωράκιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ασφάλειας των καταθέσεων. Μεταξύ των ενεργειών αυτών, κρίσιμη σημασία είχαν:
• Η κάλυψη, από τον Αύγουστο του 2011, των βραχυπρόθεσμων αναγκών ρευστότητας των τραπεζών, μέσω της παροχής ρευστότητας από τον μηχανισμό έκτακτης χρηματοδότησης (“emergency liquidity assistance – ELA”), με ποσά που αυξάνονταν συνεχώς και ανήλθαν μέχρι και τα 125 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιου του 2012. Από τις αρχές του 2013 ξεκίνησε η σταδιακή αποκλιμάκωση του ELA που οδήγησε και στο μηδενισμό του το Μάιο του 2014 για να αυξηθεί και πάλι κατά τη διάρκεια του 2015 (Ιούλιος 2015: 88,3 δισεκ. ευρώ).
• Η διασφάλιση της επάρκειας δημόσιων πόρων για την ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Το ύψος των εν λόγω πόρων ανερχόταν σε 50 δισεκ. ευρώ με βάση το δεύτερο Μνημόνιο εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν περίπου 40 δισεκ. ευρώ, και σε επιπλέον 25 δισεκ. ευρώ στο τρίτο Μνημόνιο, εκ των οποίων μέχρι τώρα έχουν χρησιμοποιηθεί μόνο 5,5 δισεκ. ευρώ.
• Η εξυγίανση αδύναμων τραπεζών, βάσει ενός διευρυμένου νομικού πλαισίου. Συνολικά 13 πιστωτικά ιδρύματα οδηγήθηκαν σε διαδικασία εξυγίανσης, με τις υπό εκκαθάριση απαιτήσεις να ανέρχονται σε περίπου 10 δισεκ. ευρώ.
• Η πλήρης κάλυψη των αναγκών χρηματικού με συνεχή τροφοδοσία της αγοράς με τραπεζογραμμάτια, ώστε ακόμα και σε περιόδους έξαρσης της ζήτησης να μη διαταραχθεί η κανονικότητα. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι ενώ την περίοδο πριν από την κρίση η αξία των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία κυμαινόταν μεταξύ 15 και 20 δισεκ. ευρώ, από τις αρχές του 2010 και μετά άρχισε σταδιακά να αυξάνεται και να προσεγγίζει (τον Ιούνιο του 2012, αλλά και πρόσφατα) τα 50 δισεκ. ευρώ. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι υπήρχαν περίοδοι σημαντικών εξάρσεων όπου η ανά εβδομάδα ζήτηση τραπεζογραμματίων έφθασε και τα 3 δισεκ. ευρώ έναντι μέσης μηνιαίας ζήτησης μόλις 112 εκατ. πριν την κρίση.
Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών
Οι ζημίες από το PSI, όπως άλλωστε και οι ανάγκες για την κάλυψη των αναμενόμενων ζημιών από το δανειακό χαρτοφυλάκιο για την περίοδο 2012-2014, καλύφθηκαν πλήρως με την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, η οποία ολοκληρώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2013 με ιδιωτική συμμετοχή 3 δισεκ. ευρώ περίπου και κρατική ενίσχυση, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), ύψους 25 δισεκ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, οι συστημικές τράπεζες λειτούργησαν ως πυλώνες σταθεροποίησης, αποκτώντας τα υγιή τμήματα των υπό εξυγίανση τραπεζών, καθώς και τις θυγατρικές των ξένων τραπεζών που αποχώρησαν από την ελληνική αγορά. Επιπροσθέτως, η Τράπεζα της Ελλάδος με τις παρεμβάσεις της συνέβαλε στην άμεση και με ομαλό τρόπο μεταβίβαση σε εγχώρια τράπεζα των λειτουργιών των κυπριακών υποκαταστημάτων αποτρέποντας την μετάδοση κραδασμών από το κυπριακό στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η αισθητά δυσμενέστερη εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών σε σχέση με αυτές που είχαν ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών του 2012, καθώς και οι δευτερογενείς επιπτώσεις τους στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, κατέστησαν αναγκαία τη διεξαγωγή στο τέλος του 2013 από την Τράπεζα της Ελλάδος νέας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων προκειμένου να επικαιροποιηθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Με βάση τα αποτελέσματα της άσκησης αυτής, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προχώρησαν το πρώτο εξάμηνο του 2014 σε νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ύψους περίπου 8,5 δισεκ. ευρώ, οι οποίες καλύφθηκαν πλήρως από ιδιωτικούς πόρους. Τα αποτελέσματα της άσκησης αυτής επιβεβαιώθηκαν και από την πανευρωπαϊκή άσκηση Συνολικής Αξιολόγησης της ΕΚΤ το φθινόπωρο του 2014, από την οποία δεν προέκυψαν επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος το 2015 και η επιμήκυνση της διαπραγμάτευσης με τους διεθνείς πιστωτές που συνέβαλε στην εκ νέου εκροή καταθέσεων με υψηλούς ρυθμούς (μέση μηνιαία εκροή το πρώτο εξάμηνο του 2015 περίπου 6,5 δισεκ ευρώ) οδήγησαν στην πρόσφατη, τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Συνολικά μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009 και Ιουνίου 2015 το τραπεζικό σύστημα απώλεσε το ήμισυ σχεδόν των καταθέσεων του! Στο παζλ των αρνητικών εξελίξεων προστέθηκε τον Ιούνιο του 2015 η αναγκαστική για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σημειώνεται πάντως ότι οι περιορισμοί αυτοί είχαν σχετικά περιορισμένη δυσμενή επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα, σε σχέση με ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου, επέβαλλαν για άλλη μία φορά την ανάγκη εκτίμησης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.
Είναι σημαντικό ότι τα ποσά που τελικά εκτιμήθηκαν ήταν πολύ χαμηλότερα των 25 δισεκ. ευρώ που είχαν αρχικώς προβλεφθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του καλοκαιριού για το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Συγκεκριμένα, η ανάγκη προληπτικής κεφαλαιακής ενίσχυσης των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών ανήλθε σε 4,4 δισεκ. ευρώ και 14,4 δισεκ. ευρώ υπό το βασικό και δυσμενές σενάριο της άσκησης αντιστοίχως, καθώς και 857 εκατ. ευρώ και 1.021 εκατ. ευρώ αντιστοίχως για την Τράπεζα Αττικής. Παράλληλα, για τις συνεταιριστικές τράπεζες προέκυψαν ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης ύψους περίπου 100 εκατ. ευρώ συνολικά.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άντλησαν μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου 8 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,7 δισεκ. μέσω εθελοντικών ασκήσεων διαχείρισης στοιχείων παθητικού (liability management exercises). Όλες οι εμπορικές τράπεζες κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες του βασικού σεναρίου. Μάλιστα, δύο εξ αυτών κάλυψαν από ιδιώτες μετόχους και τις ανάγκες του δυσμενούς σεναρίου (μετά την αναγνώριση των αποδεκτών μέτρων κεφαλαιακής ενίσχυσης). Για δύο από τις συστημικές τράπεζες, το ΤΧΣ κάλυψε τις εναπομένουσες υπό το δυσμενές σενάριο κεφαλαιακές ανάγκες (συνολικά 5,4 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 1,4 δισεκ. ευρώ με μετοχές και τα υπόλοιπα με υπό αίρεση μετατρέψιμα ομόλογα), αφού πρώτα έγινε η υποχρεωτική μετατροπή σε κοινές μετοχές των προνομιούχων μετοχών, των υβριδικών κεφαλαίων και του χρέους χαμηλής και υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας που είχαν εκδώσει οι δύο τράπεζες που χρειάστηκαν τη συνδρομή του ΤΧΣ. Επιτυχώς κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες η Τράπεζα Αττικής και οι συνεταιριστικές τράπεζες, με εξαίρεση τη Συνεταιριστική Τράπεζα Πελοποννήσου, όπου εφαρμόστηκαν μέτρα εξυγίανσης και οι καταθέσεις της μεταβιβάστηκαν στην Εθνική Τράπεζα.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω τα μεγάλα οφέλη από την πρόσφατη επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών:
1. Πλήρης διασφάλιση των καταθετών – δεν χάθηκε ούτε ένα ευρώ καταθέσεων – παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες και το αρνητικό προηγούμενο στην Κύπρο.
2. Διατήρηση της πρόσβασης των τραπεζών σε ρευστότητα είτε μέσω του Ευρωσυστήματος είτε μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας.
3. Διαμόρφωση πολύ υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας (τρέχουσα εκτίμηση 18,1%) ώστε να είναι δυνατή η σταδιακή επιστροφή των τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
4. Περιορισμός της απομόχλευσης των ισολογισμών με αποτροπή ακόμα πιο αρνητικών επιπτώσεων στο σύνολο της οικονομίας.
Παρά τις επιτυχείς ανακεφαλαιοποιήσεις είναι γεγονός ότι οι συνθήκες των τελευταίων ετών έχουν περιορίσει την τραπεζική χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων να αντιμετωπίζει δυσχέρειες στη χρηματοδότηση της παραγωγικής δραστηριότητας.
Θέλω να τονίσω όμως ότι η μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στη ζώνη του ευρώ μέχρι και το 2015 είχαμε μια μακρά περίοδο με αρνητική πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και μάλιστα σε ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, η υποχώρηση σε ετήσια βάση ήταν μεγαλύτερη από ό,τι στην Ελλάδα. Επίσης, ενώ από το 2009 μέχρι σήμερα το τραπεζικό σύστημα έχασε περίπου το 50% των καταθέσεων και το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 26% περίπου, η πιστωτική επέκταση άρχισε να εμφανίζει αρνητικό πρόσημο μετά το 2011 και πάντως σε καμία περίοδο δεν υποχώρησε περισσότερο από -4%. Οι παρεμβάσεις λοιπόν του Ευρωσυστήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος στον τομέα της ρευστότητας απέτρεψαν τα χειρότερα.
Που βρισκόμαστε σήμερα
Σήμερα, η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο. Πιστεύω ότι το 2016 μας έχει βρει όλους σοφότερους και με συναινετικό τρόπο θα φροντίσουμε να μην επαναληφθούν οι αστοχίες του παρελθόντος. Δυσκολίες φυσικά και κίνδυνοι υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Ωστόσο, έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται συνθήκες που, αν τις αξιοποιήσουμε σωστά, θα μας επιτρέψουν να αλλάξουμε το μέχρι σήμερα γκρίζο σκηνικό.
Ποιες είναι οι νέες αυτές συνθήκες;
Πρώτον, οι εκτιμήσεις για το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης είναι σημαντικά βελτιωμένες από ό,τι ήταν εννέα μήνες πριν. Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας για το 2015 περιορίστηκε στο 0,7% σε ετήσια βάση, ενώ μέσα στο 2016 εκτιμάται ότι θα έχουμε τρίμηνα με θετικό ρυθμό ανάπτυξης καθώς βασικοί δείκτες της οικονομίας (π.χ. βιομηχανικής παραγωγής, οικονομικού κλίματος, εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών) δείχνουν σημάδια ανάκαμψης.
Δεύτερον, οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν κατανοήσει την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της χώρας δίνοντας έμφαση στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό φυσικά απαιτεί βελτιωμένη δυνατότητα πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και άρση των εμποδίων στην επενδυτική δραστηριότητα, με κυριότερα μεταξύ αυτών τη γραφειοκρατία, την έλλειψη σταθερού και ελκυστικού φορολογικού πλαισίου και το υψηλό κόστος ενέργειας.
Τρίτον, έχουν ήδη αντιμετωπιστεί σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα στα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικών συναλλαγών) και έχει ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα. Η σωρευτική απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας (κατά 21,7%) µε βάση το σχετικό κόστος εργασίας, την οποία είχε υποστεί η ελληνική οικονοµία την περίοδο 2000-2009, ανακτήθηκε την περίοδο 2010-2014 λόγω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και των άλλων παρεμβάσεων που έγιναν. Η Ελλάδα πλέον έχει την τέταρτη καλύτερη επίδοση μετά τη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας από το 2000 και μετά. Όσον αφορά τη σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών (κατά 18,9%) την περίοδο 2000-2009, η οποία δεν έχει ακόμη ανακτηθεί, λόγω της βραδείας µείωσης των τιµών καταναλωτή που οφείλεται στην αύξηση των έμμεσων φόρων και την αργή υλοποίηση µεταρρυθµίσεων στις αγορές προϊόντων, έχει επίσης παρατηρηθεί βελτίωση.
Τέταρτον, οι επιπτώσεις των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στην οικονομική δραστηριότητα ήταν σημαντικά ηπιότερες από ότι αρχικά προβλεπόταν, καθώς πολύ γρήγορα οι αρχές, οι πολίτες και ο επιχειρηματικός κόσμος προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Έχει ήδη επέλθει σημαντική χαλάρωση των περιορισμών, κυρίως όσον αφορά τις επιχειρηματικές συναλλαγές, οι οποίες διευκολύνονται και από την αποτελεσματική λειτουργία της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και της λειτουργίας των υποεπιτροπών εγκρίσεων των τραπεζών. Ενδεικτικό της προσπάθειας που καταβλήθηκε για περιορισμό των επιπτώσεων στην οικονομική δραστηριότητα αποτελεί το γεγονός ότι το ύψος των εγκριθεισών συναλλαγών ξεπέρασε, κατά μέσο όρο, το 80% των συναλλαγών των αντίστοιχων μηνών του 2014 με βάση στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών.
Πέμπτον, έχει ενισχυθεί σημαντικά η χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με οφέλη στην αυτοματοποίηση των συναλλαγών, τη μείωση του κόστους διαχείρισης μετρητών για τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες και το σημαντικότερο στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, μιας χρόνιας πληγής που όλοι ελπίζουμε να θεραπευθεί. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι για τη διευκόλυνση των πολιτών, οι τράπεζες προχώρησαν με γρήγορες διαδικασίες στην έκδοση μεγάλου αριθμού χρεωστικών καρτών (1,5 εκατ. νέες κάρτες το καλοκαίρι του 2015), αλλά και κωδικών για χρήση ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ενώ την περίοδο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2015 προστέθηκαν στην εγχώρια αγορά περίπου 70 χιλιάδες νέα τερματικά αποδοχής καρτών (POS).
Έκτο, η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση όχι μόνο των σημαντικών τραπεζών αλλά και τραπεζών μικρότερου μεγέθους, με σημαντική μάλιστα συμμετοχή ιδιωτών μετόχων, συνέβαλε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, ανακόπτοντας την εκροή καταθέσεων και βελτιώνοντας τις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας. Ενδεικτικά της βελτίωσης στον τομέα της εμπιστοσύνης ήταν η πρώτη έκδοση εταιρικού ομολόγου από ελληνική εταιρεία μετά από ενάμιση χρόνο αδράνειας στην εν λόγω αγορά και η επιστροφή καταθέσεων ύψους περίπου 3 δισεκ. ευρώ.
Έβδομο, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχουν αναληφθεί ουσιαστικές ενέργειες από την Πολιτεία και τις τράπεζες για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Καθοριστική είναι η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου μέσω του καθορισμού των όρων για την προστασία της κύριας κατοικίας και του προσδιορισμού του πλαισίου για τη σταδιακή δημιουργία μιας αγοράς μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων. Παράλληλα, έγιναν βελτιώσεις στη λειτουργία των δικαστηρίων με την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και την απλοποίηση διαδικασιών. Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργοποίησε τον Κώδικα Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο οποίος διέπει τις σχέσεις των τραπεζών με τους δανειολήπτες, και πρόκειται να καθορίσει συγκεκριμένους στόχους για τις τράπεζες σχετικά με την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι ενέργειες αυτές εκτιμάται ότι θα συμβάλουν καθοριστικά στην απελευθέρωση πολύτιμων πόρων για τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων στην πραγματική οικονομία.
Παράλληλα, έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι οποίες μόνο θετικό αντίκτυπο μπορούν να έχουν στα εσωτερικά δρώμενα. Ενδεικτικά, ως προς το χρηματοπιστωτικό τομέα, αναφέρω:
• Την ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing) μέσω της αγοράς χρεογράφων (κρατικών ομολόγων και καλυμμένων ομολογιών) από το Ευρωσύστημα με μηνιαίο ρυθμό 60 δισεκ. ευρώ, η οποία βελτιώνει τις συνθήκες ρευστότητας στη ζώνη του ευρώ και διευκολύνει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
• Τις διεργασίες για την ένωση των κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union), στόχος της οποίας είναι η βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για όλες τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη (ιδίως τις μικρομεσαίες), μεταξύ άλλων μέσω της διαφοροποίησης των πηγών χρηματοδότησης.
• Την πορεία προς την Τραπεζική Ένωση (Banking Union). Σταθμός σ’ αυτή την πορεία υπήρξε η λειτουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού από το Νοέμβριο του 2014 με την ανάθεση στην ΕΚΤ της εποπτείας των σημαντικότερων τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Δεύτερος σταθμός είναι η πρόσφατη ενεργοποίηση (από την 1η Ιανουαρίου 2016) του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης, ο οποίος έχει στόχο να διασφαλίσει ότι, σε περίπτωση σοβαρών δυσκολιών, η εξυγίανση τραπεζών θα συνεπάγεται το ελάχιστο δυνατό κόστος για τον φορολογούμενο. Οι αποφάσεις σχετικά με τη λειτουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης λαμβάνονται από ενιαίο διοικητικό συμβούλιο (single resolution board), ενώ θα χρηματοδοτούνται από ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (single resolution fund), τα κεφάλαια του οποίου θα προέρχονται από τον τραπεζικό τομέα.
• Τις διαβουλεύσεις για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης/ασφάλισης καταθέσεων, μετά από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Νοέμβριο του 2015. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme - EDIS) θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα υφιστάμενα εθνικά συστήματα και σχεδιάζεται να αναπτυχθεί σταδιακά σε τρεις φάσεις μέχρι το 2024.
Προοπτικές
Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί συνάδελφοι,
Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει διανύσει έναν επίπονο δρόμο προσαρμογής με μεγάλο κοινωνικό κόστος, αλλά και με απτά αποτελέσματα. Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση έλαβε κρίσιμες και δύσκολες αποφάσεις προκειμένου να τηρήσει τα συμπεφωνημένα με τους εταίρους και να οδηγήσει τη χώρα στην οριστική έξοδο από την κρίση. Ψήφισε σειρά προαπαιτούμενων σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σε στενή συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος διαμόρφωσε το πλαίσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, προχώρησε στην προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών εισάγοντας παράλληλα κριτήρια που ξεσκεπάζουν τους κακοπληρωτές, αναθέρμανε και προχώρησε τη διαδικασία ευαίσθητων ιδιωτικοποιήσεων (αεροδρόμια, Αστέρας, ΟΛΠ κλπ), εργάστηκε αποτελεσματικά για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων και τέλος προετοίμασε πρόταση για το πολύπλοκο και εκρηκτικό πρόβλημα του ασφαλιστικού. Η γενική κατεύθυνση είναι συμβατή με τις δεσμεύσεις της και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.
Είναι σαφές ότι όσα απομένουν να ολοκληρωθούν είναι ένα μικρό μόνο μέρος της μεγάλης προσπάθειας που έχει ήδη γίνει.
Κλειδί για την επιστροφή στην ανάπτυξη αποτελεί η όσον το δυνατόν ταχύτερη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Η ανάγκη αυτή είναι ιδιαίτερα επιτακτική, καθώς οι εξωτερικές συνθήκες (επιβράδυνση παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης, αναταράξεις στα διεθνή χρηματιστήρια και κεφαλαιαγορές, γεωπολιτική αστάθεια, προσφυγικές ροές) απαιτούν την όσο το δυνατόν ταχύτερη αντιμετώπιση των εσωτερικών μας αδυναμιών. Οι παραπάνω παράγοντες μπορούν να επιβαρύνουν δυσανάλογα ευάλωτες χώρες, όπως η Ελλάδα. Η διεθνής αποστροφή στον κίνδυνο έχει οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες τις τραπεζικές μετοχές, ενώ οι προσφυγικές ροές επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τις χώρες διέλευσης, ενώ τα μακροπρόθεσμα οφέλη θα τα καρπωθούν κυρίως οι τελικές χώρες προορισμού.
Οι μεταρρυθμίσεις σε φορολογικό, ασφαλιστικό και δημόσια διοίκηση θα εμπεδώσουν ένα περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, το οποίο θα συμβάλει θετικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην προσέλκυση επενδύσεων. Η κοινωνική και πολιτική συναίνεση στην κατεύθυνση αυτή θα ήταν εξαιρετικά εποικοδομητική. Δεν πρέπει να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος όπου δόθηκε ασύμμετρη έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή, με μεγάλο κοινωνικό κόστος, σε σύγκριση με την αναγκαιότητα εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που μπορούν να φέρουν μεσοπρόθεσμα οφέλη για όλους.
Παράλληλα, πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και να ενθαρρυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις ώστε να εισρεύσουν επενδύσεις με μακροχρόνιο επενδυτικό ορίζοντα, μειώνοντας ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος. Ο προϋπολογισμός του 2016 προβλέπει έσοδα ύψους 1,8 δισεκ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις έναντι μόλις 270 εκατ. το 2015. Χωρίς την προώθηση των επιχειρηματικών επενδύσεων και τη δημιουργία ελκυστικών συνθηκών για την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε ουσιώδη αποκλιμάκωση της ανεργίας. Οι συνθήκες αυτές θα διευκολύνουν και την προσπάθεια που καταβάλλει η Πολιτεία στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της φτώχειας και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής. Η επιτυχία στον τομέα αυτό, μέσω μεταρρυθμίσεων στην παιδεία και στο σύστημα πρόνοιας, θα συμβάλει θετικά στη δημιουργία συνθηκών για την ανάσχεση της ανεργίας.
Μέσα από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και τη θετική αξιολόγηση, το ταχύτερο δυνατόν, θα δοθεί η δυνατότητα στη χώρα να επωφεληθεί από τα αξιόλογα θετικά σοκ που θα ακολουθήσουν και τα οποία μπορούν να οδηγήσουν την πραγματική οικονομία σε τροχιά σημαντικής ανάκαμψης από τα μέσα του 2016. Μεταξύ αυτών των θετικών επιδράσεων να αναφέρω ενδεικτικά την επαναφορά του waiver με τη δυνατότητα επανένταξης των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις ώστε να μειωθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού τραπεζών και επιχειρήσεων, της συμμετοχής των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, και την αναμενόμενη πολύ καλή τουριστική περίοδο του επόμενου καλοκαιριού. Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα ακολουθήσει την επιτυχή αξιολόγηση του προγράμματος θα είναι σίγουρα ένα ακόμα θετικό σοκ για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Παράλληλα, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα μπορούσε να επιταχύνει το ρυθμό επιστροφής των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μεγάλο μέρος των εκροών καταθέσεων στο α΄ εξάμηνο του 2015 έχει παραμείνει εντός της χώρας και επομένως, όπως δείχνει η εμπειρία του 2013, μπορεί να επιστρέψει άμεσα. Με τη σειρά της η ενίσχυση των καταθέσεων θα μειώσει την εξάρτηση των τραπεζών από το Ευρωσύστημα και το ELA, διευκολύνοντας τη σταδιακή άρση των περιορισμών στις τραπεζικές εργασίες και στην κίνηση κεφαλαίων. Επιπροσθέτως, θα επιτρέψει στις τράπεζες να στηρίξουν τις προσπάθειες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μέσω της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα με προτεραιότητα στην υγιή επιχειρηματικότητα.
Στενά συνυφασμένο με τα παραπάνω είναι το πολιτικά και κοινωνικά ευαίσθητο θέμα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Η ενεργητική και αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα θωρακίσει τις τράπεζες συμβάλλοντας στην κερδοφορία τους και θα απελευθερώσει πρόσθετους πόρους για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα. Οφείλουμε να αναζητήσουμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την προστασία του παραγωγικού ιστού της χώρας και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Συμπερασματικά, δεν υπάρχουν σήμερα τα περιθώρια για πισωγύρισμα και χαμένες ευκαιρίες. Πρέπει ως κοινωνία να αδράξουμε επιτέλους την ευκαιρία που δειλά έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν οι νέες συνθήκες. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως άλλωστε παγίως έκανε στο παρελθόν, θα συμβάλει, στο μέτρο των δυνατοτήτων και αρμοδιοτήτων της, στην προσπάθεια επιτυχούς ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης, στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και στην επακόλουθη ανάκαμψη της οικονομίας.