Άρθρο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο 100ό τεύχος του «The Bulletin» που εκδίδεται από το OMFIF - Official Monetary and Financial Institutions Forum
15/01/2019 - Άρθρα & Συνεντεύξεις
Αντιμετώπιση της αντιστροφής της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης
Η καθυστέρηση των προσαρμογών απλώς διογκώνει το πρόβλημα στην Ευρώπη
Τα τελευταία χρόνια, από τότε που ξεκίνησε η ελληνική κρίση χρέους, έχουν γίνει πολλά για τη βελτίωση της λειτουργίας της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ). Σημαντικές πρωτοβουλίες ήταν, μεταξύ άλλων, η χορήγηση διακυβερνητικών δανείων στην Ελλάδα, η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που το διαδέχθηκε, καθώς και η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί.
Άλλες εξελίξεις ήταν η εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων εποπτείας και ελέγχου των τραπεζών, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και η ανάπτυξη κατάλληλων μακροπροληπτικών εργαλείων που επιτρέπουν τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διαμόρφωσε νέα εργαλεία νομισματικής πολιτικής για να αντεπεξέλθει σε ένα περιβάλλον χαμηλών ρυθμών πληθωρισμού και οικονομικής ανάπτυξης, ενώ ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) ανέλαβε την ευθύνη της εποπτείας όλων των συστημικών τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαλείφοντας έτσι τα στοιχεία εθνικής μεροληψίας κατά την άσκηση της εποπτικής λειτουργίας.
Πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εν όψει του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου για την περίοδο 2021-2027, υπέβαλε προτάσεις για τη θέσπιση Προγράμματος Στήριξης των Μεταρρυθμίσεων και μιας Ευρωπαϊκής Λειτουργίας Σταθεροποίησης των Επενδύσεων. Σκοπός αυτών των νέων εργαλείων, που θα βασίζονται σε πόρους της ΕΕ, είναι να ενισχύσουν τη σταθερότητα σε περιόδους εντάσεων διασφαλίζοντας τη συνέχιση των επενδύσεων και παρέχοντας κίνητρα για την υλοποίηση εγχώριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο, η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ εξακολουθεί να είναι ατελής από πολλές απόψεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη ζώνη του ευρώ δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα λειτουργεί πιο συμμετρικά, δηλ. θα εφαρμόζεται εξίσου στα κράτη-μέλη με εξωτερικά ελλείμματα και στα κράτη-μέλη με εξωτερικά πλεονάσματα. Μέχρι στιγμής, το βάρος της προσαρμογής έχουν επωμιστεί, σε μεγάλο βαθμό, τα κράτη-μέλη με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους και δημοσιονομικά ελλείμματα (όπως η Ελλάδα τις παραμονές της κρίσης), ενώ τα κράτη-μέλη με υψηλά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσαν να έχουν ανταποκριθεί πιο κατάλληλα.
Μετά την κρίση, παρατηρείται ότι οι επενδύσεις χαρακτηρίζονται από εθνική μεροληψία και ότι οι πλεονάζοντες αποταμιευτικοί πόροι των χωρών της ζώνης του ευρώ τείνουν να διοχετεύονται προς τον υπόλοιπο κόσμο και όχι προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπεία αυτών των τάσεων, έχει αντιστραφεί η διαδικασία της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης και της σύγκλισης των εισοδημάτων μεταξύ των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, καθώς και στην ένωση κεφαλαιαγορών. Με αυτό τον τρόπο θα αποκατασταθούν οι ενδοευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές ροές, θα ενισχυθεί η σταθερότητα του τραπεζικού τομέα και θα προωθηθεί ο επιμερισμός κινδύνων του ιδιωτικού τομέα στην ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε να ενισχυθεί ο ρόλος του ESM ώστε να παρέχει ένα μηχανισμό στήριξης στην τραπεζική ένωση.
Η ΟΝΕ θα πρέπει επίσης να ενισχύσει τον επιμερισμό των κινδύνων του δημόσιου τομέα δημιουργώντας ένα κεντρικό εργαλείο δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Η προταθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Λειτουργία Σταθεροποίησης των Επενδύσεων θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το ρόλο. Άλλες προτάσεις αφορούν τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και την έκδοση “ασφαλών” ευρωπαϊκών ομολόγων. Αυτές οι προτάσεις αξίζει να προσεχθούν από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής.
Όσον αφορά τα κράτη-μέλη, η εθνική οικειοποίηση και η αξιόπιστη εφαρμογή των ανά χώρα συστάσεων είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και για τη μείωση των κινδύνων. Οι εθνικές πολιτικές πρέπει να επικεντρωθούν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση της ευελιξίας των εγχώριων αγορών και τη μείωση των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Έτσι θα διευκολυνθεί η προσαρμογή των οικονομιών σε τυχόν μελλοντικές κρίσεις. Επίσης, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές που επιτρέπουν τη σταθεροποίηση στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου και παράλληλα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Η αλληλεγγύη στην Ευρώπη
Η ελληνική κρίση προσφέρει πολλά και σημαντικά διδάγματα για την άσκηση πολιτικής. Πρώτον, η καθυστέρηση των αναγκαίων προσαρμογών απλώς διογκώνει το πρόβλημα, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αργότερα υπό λιγότερο ευνοϊκούς όρους. Δεύτερον, κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία της προσαρμογής είναι η κατάλληλη χρονική αλληλουχία των μεταρρυθμίσεων, καθώς και η οικειοποίηση του προγράμματος (από την πλευρά κυρίως της κυβέρνησης, αλλά και των κομμάτων της αντιπολίτευσης).
Τρίτον, αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της πολιτικής αλληλεγγύης και του αυξημένου επιμερισμού κινδύνων στη ζώνη του ευρώ για την αποτελεσματική διαχείριση σοβαρών ασύμμετρων διαταραχών. Η στοχοποίηση χωρών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες απλώς και μόνο ενισχύει τις φωνές του λαϊκισμού από όλες τις πλευρές.
Τέταρτον, θα πρέπει να ενισχυθεί ο επιμερισμός κινδύνων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα μέσω της προώθησης της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης κεφαλαιαγορών και μέσω της δημιουργίας ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Για να αποφευχθούν προβλήματα ηθικού κινδύνου, ο επιμερισμός των κινδύνων θα πρέπει να συμβαδίζει με τη μείωση των κινδύνων και με το στενό συντονισμό της οικονομικής πολιτικής. Επιπλέον, οι χώρες πρέπει να βελτιώσουν τη σύγκλιση των εισοδημάτων και να διασφαλίσουν ότι η εξισορρόπηση της οικονομίας λειτουργεί συμμετρικά.
Τέλος, μια παρατήρηση ειδικότερα για την Ελλάδα: για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να είναι δυνατή η αναχρηματοδότηση του χρέους με βιώσιμους όρους, η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις και να μην υπαναχωρήσει από τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του προγράμματος.
Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την κρίση χρέους υπήρξαν ιδιαίτερα αντίξοα για τη ζώνη του ευρώ, εντούτοις το ευρωπαϊκό εγχείρημα αντέχει. Τα επόμενα χρόνια, προτεραιότητα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής πρέπει να είναι η ενίσχυση της ΟΝΕ.