EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Παναγιώτη Θωμόπουλου σε εκδήλωση του Ι.Ο.Β.Ε.

21/01/2004 - Ομιλίες

Ομιλία Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Παναγιώτη Θωμόπουλου στην εκδήλωση του Ι.Ο.Β.Ε. Την Τετάρτη 21.01.2004 στην Αίγλη Ζαππείου με θέμα "Η Ελλάδα στη Διεθνή Αγορά Επενδύσεων"

Κυρίες και Κύριοι,

Είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα να απευθύνομαι σήμερα σε ένα διακεκριμένο κοινό και θα ήθελα να συγχαρώ το ΙΟΒΕ για τη συμβολή του με τις μελέτες του και τις εκδηλώσεις, όπως η σημερινή, στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα κατάφερε να επιταχύνει σημαντικά το ρυθμό ανάπτυξής της, ενώ οι δημοσιονομικές ανισορροπίες περιορίζονται, ίσως όχι τόσο γρήγορα όσο θα θέλαμε, και η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη εγγυάται τη νομισματική σταθερότητα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες (Ο.Α.) και οι εισροές κοινοτικών πόρων αποτελούν έναν ακόμη συντελεστή ανάπτυξης, τόσο με τη ζήτηση που δημιουργούν όσο και με τις επενδύσεις, που έχουν αυξητική επίδραση στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατάφερε να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, όταν οι μεγαλύτερες οικονομίες πέρασαν μια μακρά περίοδο σχεδόν στασιμότητας, αποτελεί ένδειξη του δυναμισμού που έχει αποκτήσει η ελληνική οικονομία. Κύριος παράγοντας αισιοδοξίας είναι η σημαντική άνοδος των επενδύσεων, οι οποίες θα φθάσουν εφέτος το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε σύγκριση με σχεδόν 20% στην Ε.Ε. Παρότι βέβαια το μεγαλύτερο μέρος τους κατευθύνεται στις κατασκευές, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι και οι επενδύσεις σε εξοπλισμό ακολούθησαν παράλληλη ανοδική πορεία και σήμερα απορροφούν περίπου το 10% του ΑΕΠ. Εντυπωσιακή είναι και η αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων, οι οποίες αυξήθηκαν από 10% σε σχεδόν 16% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 1995-2003.

Πολλοί διερωτώνται τι θα γίνει μετά το 2007-2008 και ποια θα είναι η επίπτωση στο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από τη μείωση των κοινοτικών κονδυλίων. Θέλω να τονίσω ότι ήδη παρατηρούμε μείωση των εν λόγω κονδυλίων σε απόλυτα μεγέθη (σε δισεκ. Ευρώ) και ακόμη περισσότερο ως ποσοστού του ΑΕΠ. Η συνεχής σμίκρυνση των μεγεθών αυτών επιδρά αρνητικά στην άνοδο του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, αλλά συγχρόνως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παραμένει σταθερά υψηλός γύρω στο 4%. Οι ακαθάριστες εισροές από την Ε.Ε. Έφθασαν στα 6 δισεκ. Ευρώ το 2000 (5% του ΑΕΠ) και έκτοτε βαίνουν καθοδικά, ενώ οι καθαρές εισροές, που υπερέβαιναν το 4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο την πενταετία 1996-2001, εκτιμάται ότι μειώθηκαν στο 2,8% το 2003. Η ελληνική οικονομία απέδειξε την ικανότητά της να απορροφήσει τη διαταραχή (το shock) από τη μείωση των κοινοτικών κονδυλίων. Βεβαίως, πολλοί επίσης διερωτώνται τι θα γίνει μετά την αποπεράτωση των έργων υποδομής για τους Ο.Α. Του 2004. Και στον τομέα αυτό είμαι αισιόδοξος, γιατί οι κρατικές επενδύσεις και οι λειτουργικές δαπάνες αποκλειστικά για τους Ο.Α. (δηλαδή για στάδια, ασφάλεια κ.λ.π. Και όχι για τη βελτίωση των έργων υποδομής που θα μείνουν και μετά τους Ο.Α.) θα πλησιάσουν μόνο το 0,6% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο το 2003/2004.

Βεβαίως αυτή η συμβολή των έκτακτων δαπανών για τους Ο.Α. Στο ρυθμό ανάπτυξης δεν θα υπάρχει τα επόμενα χρόνια. Αλλά η μείωση των εν λόγω κρατικών δαπανών έχει και την αναπτυξιακή της πλευρά, γιατί θα επιτρέψει μείωση της φορολογίας, απελευθερώνοντας έτσι πόρους για μεγαλύτερες ιδιωτικές δαπάνες, ή/και θα συμβάλει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Σε κάθε περίπτωση, αναμένουμε μετά το 2004 τη διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας, υποβοηθούμενη από την ολοκλήρωση των έργων υποδομής και την αύξηση των ιδιωτικών εισοδημάτων και των κρατικών εσόδων μετά από την - όπως όλοι αναμένουμε - επιτυχή διεξαγωγή των Ο.Α. Του 2004. Μετά από μια μακρά περίοδο απογοητευτικών επιδόσεων, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας είναι σήμερα γύρω στο 3%, που είναι ο δεύτερος υψηλότερος στην Ε.Ε., μετά από αυτόν της Ιρλανδίας. Εφόσον εξακολουθήσουμε να προωθούμε τις διαρθρωτικές μεταβολές, η διατήρηση του υψηλού αυτού ρυθμού θα συνεχίσει να στηρίζει έναν ακόμη ταχύτερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Ανέφερα τα παραπάνω διότι θέλω να υπογραμμίσω ότι η οικονομική μας ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στις εγχώριες δυνάμεις και ιδιαίτερα στην επιχειρηματικότητα των Eλλήνων. Βεβαίως, αρνητικό στοιχείο είναι η αδυναμία να προσελκύσουμε μεγάλες ξένες άμεσες επενδύσεις και αυτόματα τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν μια οικονομία με τόσο καλές επιδόσεις και προοπτικές να μην είναι ελκυστική για την εγκατάσταση μεγάλων ξένων μονάδων. Ανατρέχοντας στην οικονομική ιστορία διαπιστώνουμε ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις έπαιξαν σημαντικό μεν, αλλά συμπληρωματικό ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία της Ελλάδος. Και αυτό διότι τα αντικειμενικά περιθώρια για προσέλκυση μεγάλων ξένων άμεσων επενδύσεων είναι πολύ πιο περιορισμένα από αυτά των περισσότερων χωρών της διευρυμένης πλέον Ε.Ε. Ακόμα και εάν διά μαγείας εξαλειφθούν όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια και η αδιαφανής συμπεριφορά σε ορισμένες, ευτυχώς λίγες, κρατικές υπηρεσίες, αλλάξουν οι νόμοι, επιταχυνθεί η λύση των δικαστικών υποθέσεων και γίνει πιο φιλική προς τις ξένες επιχειρήσεις η συμπεριφορά όλων μας, δεν θα αντισταθμιστούν τα εγγενή πλεονεκτήματα πολλών κρατών της διευρυνόμενης Ε.Ε. Στο πεδίο αυτό. Και έτσι θα συνεχίσουν να προσελκύουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά ξένων άμεσων επενδύσεων από ό,τι η Ελλάδα.

Γνωρίζω ότι οι επόμενοι ομιλητές θα αναφέρουν πολλούς από τους αρνητικούς παράγοντες που αποθαρρύνουν την εγκατάσταση ξένων μεγάλων μονάδων στην Ελλάδα, διότι, και ως επιχειρηματίες, έχουν άμεση γνώση των προβλημάτων, και γι' αυτό εγώ δεν θ' αναφερθώ στα προβλήματα αυτά, αλλά θα συγκεντρωθώ σε βασικότερες παραμέτρους που μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος στη διεθνή αγορά επενδύσεων.

Η χώρα μας δεν προσφέρει πλέον το χαμηλό κόστος παραγωγής που έχουν οι αναπτυσσόμενες χώρες της περιοχής μας, ούτε και την εύκολη πρόσβαση στις μεγάλες αγορές της Δ. Ευρώπης που παρέχουν άλλες περιοχές, όπως η Βόρεια Ισπανία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία και η Σλοβακία. Επιπλέον, οι παραπάνω περιοχές είναι πολύ κοντά στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Ευρώπης και εξ αυτού επωφελούνται από τη διασπορά (diversification) των επενδύσεων των μεγάλων εταιριών, οι οποίες, όταν ιδρύουν βιομηχανικές μονάδες στο εξωτερικό, προσπαθούν να τις εγκαταστήσουν κοντά στις ήδη υπάρχουσες βιομηχανικές μονάδες στη μητρική τους χώρα. Η σημασία της γειτνίασης είναι μεγάλη και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ενδοκλαδικό (intra industry) εμπόριο αντιπροσωπεύει το ήμισυ του ενδοκοινοτικού εμπορίου της Ε.Ε. Και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι ενδοεπιχειρησιακές μεταφορές προϊόντων από τη μία στην άλλη μονάδα της ίδιας εταιρίας. Η Ελλάδα, η οποία δυστυχώς απέχει από τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά κέντρα, δεν προσφέρεται για πολύ μεγάλες επενδύσεις αυτού του είδους. Σε ορισμένες υπό ένταξη χώρες, οι ξένες επενδύσεις έφθασαν σχεδόν το 8% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να έχουν γίνει ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης των χωρών αυτών τα τελευταία χρόνια. Στη Σλοβακία, μάλιστα, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ σε ένα χρόνο. Συχνά ακούμε για την Ιρλανδία και πώς θα μπορούσαμε να τη μιμηθούμε. Είναι όμως αναγκαίο να έχουμε υπόψη μας τις διαφορές μας από την Ιρλανδία, η οποία έχει μια σειρά πλεονεκτήματα. Η Ιρλανδία είναι η πλησιέστερη προς τις ΗΠΑ ευρωπαϊκή χώρα και χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα με μια σειρά λαών (εκτός των Αμερικανών), ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα αγγλικά τα μιλούν και όλοι οι διεθνείς επιχειρηματίες, και τέλος ο τρόπος ζωής και η κοινωνία της Ιρλανδίας είναι ιδιαίτερα ελκυστική για τους αγγλοσαξονικούς λαούς. Συγχρόνως, είναι και μια χώρα με πληθυσμό με ιδιαίτερα χαμηλή μέση ηλικία και αντιμετωπίζει σχετικά λίγα προβλήματα με το συνταξιοδοτικό της σύστημα, δεν έχει υπερβολικό δημόσιο χρέος και οι αμυντικές δαπάνες της είναι ελάχιστες. Ως εκ τούτου μπορεί να έχει μια πιο επιθετική πολιτική μείωσης των φόρων.

Μίλησα ενάντια στο ρεύμα της επικρατούσας θέσης, διότι αφενός πιστεύω στην ελληνική επιχειρηματικότητα και ότι η δυσκίνητη κρατική μηχανή, πιεζόμενη από τα γεγονότα, αρχίζει να εκσυγχρονίζεται και αφετέρου δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις, ως από μηχανής θεός, θα γίνουν το κύριο στήριγμα για να συνεχιστεί ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Εξάλλου, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πολιτική προώθησης της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων πρέπει να είναι βασικά η ίδια, με λίγες παραλλαγές, είτε απευθύνεται σε Έλληνες επιχειρηματίες είτε σε ξένους, και φυσικά οι Έλληνες επιχειρηματίες θα ανταποκριθούν ταχύτερα από τους ξένους εάν τα εμπόδια, που ενδεικτικά ανέφερα πιο πάνω, εξαλειφθούν ή και περιοριστούν ουσιαστικά. Βεβαίως παράλληλα θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε πλήρως τις δυνατότητες, όσο περιορισμένες και να είναι, για την προσέλκυση των ξένων άμεσων επενδύσεων, προωθώντας ενεργητικές εκστρατείες πληροφόρησης στο εξωτερικό για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η Ελλάδα, να ενεργοποιήσουμε τα κέντρα υποδοχής των ξένων επιχειρήσεων και να τις διευκολύνουμε σε όλα τα στάδια της έκδοσης αδειών και μέχρι την υλοποίηση της επένδυσης, καθώς και να τους προσφέρουμε πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις ή/και άμεσες ή έμμεσες επιχορηγήσεις κ.λπ.

Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι, ενώ η Ελλάδα δεν είναι η προσφορότερη χώρα για την προσέλκυση μεγάλων ξένων άμεσων επενδύσεων (greenfield investment), που θα δημιουργήσουν δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, ωστόσο παραμένει ελκυστική για άλλου είδους ξένες επενδύσεις, οι οποίες και αυτές συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική πρόοδο της οικονομίας, στην αύξηση της απασχόλησης και στη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων, με αποτέλεσμα να ενισχύουν ουσιαστικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οι ξένες επιχειρήσεις σήμερα ελέγχουν πλήρως ή από κοινού με Έλληνες επιχειρηματίες ένα σημαντικό μερίδιο του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, ιδιαίτερα στο χώρο της μεταποίησης. Αρκεί να κοιτάξετε προσεκτικά τις 200 μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες ή ακόμη τον τομέα των πολυκαταστημάτων, όπου η παρουσία των ξένων είναι πολύ μεγάλη. Εκτός από λίγες γνωστές ξένες εταιρίες, Pechiney, Lafarge-ΑΓΕΤ Ηρακλής, Heineken, Johnson & Johnson, Carrefour κ.λπ., πίσω από μια σειρά άλλων εταιριών με ελληνικά ονόματα, συχνά του ιδρυτή της εταιρίας, βρίσκονται ξένες πολυεθνικές. Αυτές ως επί το πλείστον διοικούνται από Έλληνες, γεγονός που υπογραμμίζει την ύπαρξη μιας νέας τάξης ικανών Ελλήνων managers-διευθυντών, οι οποίοι ανταγωνίζονται managers από κράτη με μεγαλύτερη βιομηχανική παράδοση και παιδεία, και αυτό είναι ένα πρόσθετο στοιχείο αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Εξετάζοντας τη μελλοντική μας στρατηγική είναι αναγκαίο να μην έχουμε μια "γραμμική" αντίληψη της ανάπτυξης. Βεβαίως, επειδή δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποιες εταιρίες θα έχουν δυναμική ανάπτυξη (winners), η γενικότερη στρατηγική πρέπει να επιδιώκει την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας στο σύνολό της, αλλά συγχρόνως θα πρέπει να στραφούμε στους τομείς που έχουμε κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα.

Αναμφισβήτητα ο ρόλος της γεωργίας θα συνεχίσει να μειώνεται, αλλά και η μεταποίηση πιθανότατα και αυτή θα δει το μερίδιό της στο ΑΕΠ να περιορίζεται σταδιακά. Εν μέρει, αυτό είναι αποτέλεσμα της επιτυχίας της. Η άνοδος της παραγωγικότητας, που είναι ταχύτερη από ό,τι σε άλλους τομείς, και η συνακόλουθη μείωση του κόστους συμπαρασύρει και τις τελικές τιμές. Σε όλη την ευρωζώνη οι τιμές των υπηρεσιών αυξάνονται με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από τις τιμές των βιομηχανικών αγαθών. Το γεγονός αυτό αφεαυτού συμπιέζει το μερίδιο της αξίας της βιομηχανικής παραγωγής στο συνολικό ΑΕΠ.

Σε αντίθεση με τον πρωτογενή και το δευτερογενή τομέα, ο τομέας των υπηρεσιών, ιδίως των "εξαγώγιμων" υπηρεσιών, θα συνεχίσει να είναι ο σημαντικότερος για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα όπου οι εξαγωγές υπηρεσιών υπερβαίνουν τις εξαγωγές αγαθών. Ο τουρισμός έχει αναπτυχθεί, αλλά απέχει πολύ από το να έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του, στη ναυτιλία όμως η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση διεθνώς. Συχνά υποβαθμίζουμε τη συμβολή της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία και γι' αυτό θα σας παραθέσω μερικά στοιχεία: οι περίπου 120.000 εργαζόμενοι σ' αυτήν συνεισφέρουν στην οικονομία σχεδόν €8 δισεκ., δηλαδή μόνο 20% λιγότερο από ό,τι οι πάνω από 500.000 εργαζόμενοι των οποίων η απασχόληση συνδέεται με τον τουρισμό (έσοδα €10 δισεκατομμύρια). Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελλάδα είναι πια μια χώρα υπηρεσιών. Εκεί βρίσκεται το αποκεκαλυμμένο (revealed) πλεονέκτημά μας και στον τομέα αυτό πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας. Αλλά θα πρέπει να στραφούμε σε κλάδους με μεγάλη προστιθέμενη αξία, ώστε τα έσοδα από τις δραστηριότητες αυτές να εξασφαλίζουν τόσο υψηλούς μισθούς όσο και μεγάλα κέρδη για επενδύσεις.

Συγχρόνως η στρατηγική για την ανάπτυξη πρέπει να λαμβάνει υπόψη σοβαρά τη βαλκανική διάσταση της ελληνικής οικονομίας. Η δυναμική επέκταση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, οι οποίες ελέγχουν σε ορισμένα κράτη μεταξύ του 20% και του 70% του τραπεζικού συστήματος, όχι μόνο καθιστά τις ίδιες τις τράπεζες ισχυρότερες αλλά και κτίζει γέφυρες που θα ανοίξουν το δρόμο για άλλες ελληνικές επιχειρήσεις, σε μια περιφέρεια με την οποία ιστορικά είχαμε στενούς δεσμούς προς όφελος όλων των λαών.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδος καθίσταται σήμερα πλεονέκτημα στην προσπάθεια για οικονομική ανάπτυξη. Βέβαια, όπως ανέφερα, η Ελλάδα είναι σχετικά αποκομμένη από τα βιομηχανικά κέντρα και τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, γεγονός που εν μέρει εξηγεί και τη σχετικά μικρή ενσωμάτωσή μας στην ευρωπαϊκή αγορά. Τώρα όμως η θέση μας στα Βαλκάνια καθίσταται στρατηγική, καθώς βρισκόμαστε πολύ κοντά, ή και συνορεύουμε, με μια σειρά χωρών που αναπτύσσονται γρήγορα.

Η επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων προς τα Βαλκάνια συμβάλλει στην ενίσχυση των επιχειρήσεων αυτών, προς όφελος και του συνόλου της οικονομίας. Η μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων προς γειτονικές χώρες δεν είναι καταστροφή, όπως συχνά λέγεται, αλλά μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ισχυροποίηση της οικονομίας. Η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στο αν οι δραστηριότητες αυτές θα μείνουν στην Ελλάδα η θα μεταφερθούν στο εξωτερικό, αλλά ανάμεσα στο αν θα διακοπούν ολοσχερώς ή θα μεταφερθούν σε κάποια γειτονική χώρα. Η Ελλάδα έχασε (ευτυχώς, διότι αυξήθηκαν οι μισθοί μας) προ πολλού το σχετικό πλεονέκτημα στην παραγωγή αγαθών έντασης εργασίας. Με τη μεταφορά δραστηριοτήτων στις γειτονικές χώρες θα μπορέσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να εισδύσουν σε μια νέα και αναπτυσσόμενη αγορά και να αποκτήσουν καλύτερη γνώση του τι απαιτούν οι εκεί καταναλωτές. Με την αύξηση της παραγωγής εκεί θα μπορέσουν και οι ελληνικές επιχειρήσεις να επωφεληθούν από κάποιες οικονομίες κλίμακος και σκοπού. Συνολικά, η αναδιάρθρωση της παραγωγής θα βοηθήσει στην επιβίωση των επιχειρήσεων αυτών. Στην Ελλάδα θα διατηρηθούν οι δραστηριότητες που απαιτούν πιο εξειδικευμένο και καλύτερα αμειβόμενο προσωπικό στα κεντρικά γραφεία, στις ερευνητικές μονάδες, στις διευθύνσεις εμπορίας και marketing των εταιριών κ.λπ.

Βέβαια, η ενίσχυση των οικονομιών των Βαλκανίων θα έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες. Ειδικότερα, όσο περισσότερο οι ελληνικές επιχειρήσεις διεισδύουν στις χώρες αυτές, τόσο μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης θα κατευθύνεται προς την Ελλάδα, και γιατί, όπως είναι φυσικό, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα εισάγουν τα προϊόντα της μητρικής εταιρίας.

Σε μεγάλο βαθμό η αλλαγή της κατεύθυνσης του ελληνικού εμπορίου προς τις όμορες χώρες είναι ήδη εμφανής. Οι εξαγωγές μας που κατευθύνονται προς αυτές αυξήθηκαν στο 12% των συνολικών εξαγωγών μας, από 4% το 1990. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι σε πολλές από τις χώρες αυτές η Ελλάδα είναι ένας από τους σημαντικότερους εξαγωγείς, με ακραίο παράδειγμα την ΠΓΔ της Μακεδονίας όπου τα ελληνικά προϊόντα καλύπτουν το ένα πέμπτο περίπου των συνολικών εισαγωγών της χώρας, και έτσι η Ελλάδα είναι, με μεγάλη διαφορά μάλιστα, ο σημαντικότερος προμηθευτής της χώρας αυτής.

Την ίδια στιγμή έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι ελληνικές επενδύσεις προς τις γειτονικές χώρες, με κύρια κατεύθυνση τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, τις δύο χώρες που είναι ήδη υποψήφιες για ένταξη στην Ε.Ε. Σε αντιστοιχία με τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, οι επενδύσεις αυτές έχουν κατευθυνθεί κύρια σε κλάδους υπηρεσιών, ενώ η βιομηχανία έχει απορροφήσει μόνο το 15% περίπου του συνόλου των εκροών επενδύσεων. Πέρα από τις γνωστές περιπτώσεις των τραπεζών και των τηλεπικοινωνιών, σημαντικές επενδύσεις έχουν γίνει και στον τομέα του εμπορίου. Πιθανότατα, η σημασία των ελληνικών επενδύσεων στη Βαλκανική υποεκτιμάται από τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς μέρος τους έχει χρηματοδοτηθεί είτε από τοπικούς πόρους (π.χ. Επανεπένδυση κερδών) είτε με κεφάλαια που αντλήθηκαν σε τρίτες χώρες.

Η διεύρυνση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων προς τις όμορες χώρες στα Βαλκάνια θα προσφέρει απτά οφέλη στην ελληνική οικονομία. Παράλληλα με τη συνεχιζόμενη ταχεία ανάκαμψη των οικονομιών των χωρών αυτών με ρυθμό που εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 4%, και ξεκινώντας από μια σχεδόν μηδενική βάση, βλέπουμε ήδη μια γρήγορη αύξηση των εισροών αμοιβών κεφαλαίου και επιχειρηματικότητας από τις χώρες αυτές, καθώς, μετά την πρώτη περίοδο, που απαιτούσε υψηλές δαπάνες εγκατάστασης, οι επενδύσεις στα Βαλκάνια αρχίζουν πλέον να γίνονται επικερδείς.

Γενικότερα όμως, η Ελλάδα θα ωφεληθεί γιατί με κατάλληλη κρατική και ιδιωτική πολιτική μπορεί να γίνει το οικονομικό κέντρο μιας ευρύτερης αναπτυσσόμενης περιοχής. Η εξέλιξη αυτή θα διευρύνει το μέγεθος της αγοράς και θα επιτρέψει τη δημιουργία οικονομιών κλίμακος. Θα επιτρέψει επίσης την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που θα χρησιμοποιούν την Ελλάδα σαν βάση των βαλκανικών τους δραστηριοτήτων. Επομένως, όλοι οι φορείς πρέπει να συνεργαστούν προς την κατεύθυνση αυτή.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να φοβάται την παγκοσμιοποίηση. Αντίθετα, η διεύρυνση των παγκόσμιων αγορών θα προσφέρει νέες ευκαιρίες, καθώς η ζήτηση εμπορεύσιμων υπηρεσιών θα τείνει να αυξάνεται γρήγορα, και αυτός είναι ο τομέας όπου η Ελλάδα έχει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα.

Η Ελλάδα καλείται να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο άλμα και να μπει στη μεταβιομηχανική εποχή χωρίς να έχει προηγουμένως ολοκληρώσει την πορεία της στην κατεύθυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης όσο άλλες οικονομίες. Διαθέτει όμως μια σειρά πλεονεκτήματα, που της προσφέρουν ένα πολύ καλό σημείο εκκίνησης. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα θα είναι εξαιρετικά σημαντικός. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν τις ευκαιρίες που ανοίγονται σήμερα και να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Βεβαίως και το κράτος θα πρέπει να προωθήσει όλες τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ούτως ώστε όλοι οι οικονομικοί φορείς και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της όχι μόνο να ενεργοποιήσουν τις δυνατότητες που παραμένουν σήμερα αναξιοποίητες, αλλά και να διευρύνουν τους ορίζοντες της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι