Διευκρινίσεις σχετικά με την πώληση 20 τόνων χρυσού από την Τράπεζα της Ελλάδος
28/08/2003 - Δελτία Τύπου
Η απόφαση της Τράπεζας
της Ελλάδος να πωλήσει 20 τόνους χρυσού
από τα συνολικά αποθέματά της ύψους 147 τόνων εντάσσεται στο πλαίσιο της
αποδοτικότερης διαχείρισης του χαρτοφυλακίου της, πολιτική που ακολουθούν οι περισσότερες
ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες οι οποίες όχι μόνο δεν επιδιώκουν τη συσσώρευση
επιπλέον διαθεσίμων σε χρυσό, αλλά έχουν συνάψει μια "συμφωνία
κυρίων" για περιορισμένη και
ελεγχόμενη πώληση ποσοτήτων χρυσού από τα διακρατούμενα
διαθέσιμά τους. Με τη συμφωνία αυτή, η
οποία προβλέπεται να επανεξετασθεί κατά τη λήξη της το Σεπτέμβριο του 2004 και στην οποία δεν
συμμετέχει η Τράπεζα της Ελλάδος, επιδιώκεται η αποφυγή μαζικών πωλήσεων
χρυσού, οι οποίες θα δημιουργούσαν αναστάτωση στην αγορά χρυσού και μεγάλες
διακυμάνσεις στην τιμή του.
Η Τράπεζα της Ελλάδος,
σύμφωνα με το Καταστατικό της, αγοράζει
χρυσά νομίσματα και πλακίδια χρυσού που πωλούν οι ιδιώτες. Σε αυτή τη
μορφή όμως ο χρυσός δεν είναι εμπορεύσιμος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να
αξιοποιηθεί. Γι' αυτό το λόγο η Τράπεζα της Ελλάδος αποφάσισε να αναβαθμίσει
ποιοτικά αυτά τα χρυσά νομίσματα και πλακίδια που αγόραζε από το κοινό και να
τα μετατρέψει σε ράβδους διεθνών προδιαγραφών που είναι εμπορεύσιμες. Οι μετατροπές αυτές, που για ευνόητους λόγους έγιναν με απόλυτη
μυστικότητα και με τη συνδρομή της Ελληνικής Αστυνομίας, ολοκληρώθηκαν εκτός
Ελλάδος, σε οίκους που διέθεταν τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και ανάλογη
εξειδίκευση. Στα τελευταία πέντε χρόνια έγινε αναβάθμιση 81 τόνων χρυσού σε
ράβδους διεθνών προδιαγραφών από το
χρυσό που αγόραζε η Τράπεζα της Ελλάδος
με τη μορφή χρυσών νομισμάτων και πλακιδίων. Το ένα τέταρτο από αυτήν την
ποσότητα (20 τόνοι) αποφασίσθηκε να πωληθεί προκειμένου να επενδυθεί σε
ασφαλείς τοποθετήσεις που αποφέρουν αποδόσεις από 2 - 4% (όπως π.χ. ομόλογα
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων) έναντι της σχεδόν μηδενικής απόδοσης των τοποθετήσεων
σε χρυσό και δεν τίθεται θέμα εκχώρησης του προϊόντος της ρευστοποίησης σε
οποιονδήποτε τρίτο, η οποία άλλωστε αποκλείεται και από την ισχύουσα νομοθεσία.
Διευκρινίζεται επομένως
ότι η ρευστοποίηση αυτή οδηγεί απλώς σε διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου
της Τράπεζας της Ελλάδος και αφορά τμήμα της ποσότητας
χρυσού που είχε συγκεντρωθεί από τις αγορές νομισμάτων των τελευταίων ετών. Οι
υψηλότερες αποδόσεις από την τοποθέτηση του προϊόντος της πώλησης του χρυσού,
ύψους 207 εκατ. ευρώ, θα αποφέρουν επιπλέον έσοδα στην Τράπεζα, τα οποία
εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση θα ανέλθουν σε 5 εκατ. ευρώ περίπου. Το ποσό που
αντιστοιχεί στη χρήση του 2003 θα προσμετρηθεί κατά τον υπολογισμό των κερδών
της χρήσης, τη διάθεση των οποίων θα αποφασίσει η Γενική Συνέλευση των μετόχων
την Άνοιξη του 2004, όπως προβλέπει ο νόμος.
Σημειώνεται τέλος ότι το
ύψος των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας, σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΚΤ
τον οποίο εφαρμόζουν όλες οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ,
ανήρχετο στο τέλος Ιουνίου 2003 στο ισοδύναμο των 4.946 εκατ. ευρώ και κατά την
25η Αυγούστου 2003 (δηλαδή μετά την πώληση των 20 τόνων χρυσού) σε 5.209 εκατ.
ευρώ. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι, μετά την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του
ευρώ, σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα
συναλλαγματικά διαθέσιμα περιλαμβάνεται ο νομισματικός χρυσός και οι απαιτήσεις
της Τράπεζας της Ελλάδος σε ξένο νόμισμα(νομίσματα άλλα πλην ευρώ) έναντι
κατοίκων χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ. Δεν περιλαμβάνονται δηλαδή στα
συναλλαγματικά διαθέσιμα οι απαιτήσεις σε συνάλλαγμα ή ευρώ έναντι κατοίκων των
άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ, οι απαιτήσεις σε ευρώ έναντι κατοίκων χωρών
εκτός της ζώνης του ευρώ και η συμμετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος στο κεφάλαιο
και στα σε χρυσό και συνάλλαγμα διαθέσιμα της ΕΚΤ. Επομένως τα συναλλαγματικά
διαθέσιμα μεταβάλλονται στην έκταση που τοποθετήσεις σε συνάλλαγμα
υποκαθίστανται από τοποθετήσεις σε ευρώ. Άλλωστε έχει διαφοροποιηθεί ριζικά και
ο ρόλος των συναλλαγματικών διαθεσίμων κάθε μιας χώρας που συμμετέχει στη
νομισματική ένωση, από το γεγονός ότι δεν έχει πλέον κάθε χώρα μεμονωμένα την
ευθύνη για τη διαμόρφωση της ισοτιμίας του κοινού νομίσματος, του ευρώ.