Ομιλία του Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα: «Ο ρόλος των μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελληνική Οικονομία» στο συνέδριο που διοργανώνει η ΓΣΕΒΕΕ και το ΕΕΑ: «Οι προκλήσεις των μικρών επιχειρήσεων σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον»
22/09/2023 - Ομιλίες
1. Η συμμετοχή των ΜμΕ στην ελληνική οικονομία
Οι ΜμΕ αποτελούν την κύρια βάση της οικονομίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ελλάδα το 2022 οι ΜμΕ ήταν 731.829 και αποτελούσαν το 99,9% των επιχειρήσεων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, απασχολούσαν το 83,5% των εργαζομένων ή 2,2 εκατομμύρια άτομα και παρήγαγαν το 57% της προστιθέμενης αξίας ή 34,8 δισεκ. ευρώ[1]. Λόγω της αυξημένης βαρύτητάς τους στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό έχουν κομβική σημασία για τη διττή μετάβαση της Ελλάδας σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία.
Ωστόσο οι ΜμΕ διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Κυμαίνονται από ελεύθερα επαγγέλματα και πολύ μικρές επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών μέχρι μεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις, και από παραδοσιακές βιοτεχνίες μέχρι νεοφυείς επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Κυρίαρχος τομέας δραστηριότητας των ΜμΕ, στη Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, είναι το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ έπονται οι επαγγελματικές και τεχνικές υπηρεσίες, η παροχή καταλύματος, οι κατασκευές και η μεταφορά και αποθήκευση.
Tο μερίδιο των πολύ μικρών επιχειρήσεων (με κάτω από 10 άτομα) στην απασχόληση είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 94,5% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και απασχολούν το 55,8% των εργαζομένων και παράγουν το 30,6% της προστιθέμενης αξίας[2]. Η μεγαλύτερη παρουσία των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα συνδέεται και με το μεγάλο αριθμό των αυτό-απασχολούμενων οι οποίοι αποτελούν περίπου το 30% των απασχολούμενων. Η εκτεταμένη παρουσία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό, καθώς η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις αυτές είναι γενικά χαμηλή και υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ωστόσο, αν και το μικρό μέγεθος των ΜμΕ θεωρείται γενικά προβληματικό, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, σε δραστηριότητες υψηλής τεχνολογίας, η παρουσία πολλών μικρών επιχειρήσεων είναι αναμενόμενη και χρήσιμη, όταν αυτές βρίσκονται σε ένα πρώιμο στάδιο του επιστημονικού και επιχειρηματικού κύκλου που επιτρέπει ευελιξία, με προοπτική μεγέθυνσης στη συνέχεια, ή διασύνδεσης με άλλες επιχειρήσεις (βλ. Έκθεση Πισσαρίδη, 2020)[3]. Ταυτόχρονα, σε πιο παραδοσιακούς κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός, η εστίαση, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία, η παρουσία μικρών επιχειρήσεων με ειδικά χαρακτηριστικά μπορεί να βοηθήσει στην ποιοτική εξειδίκευση και να προσφέρει σημαντική αξία.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2023) το 69,1% των ΜμΕ[4] στην Ελλάδα δραστηριοποιείται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας, απασχολεί το 76,6% των εργαζομένων και παράγει το 66,3% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ[5]. Συνεπώς, σε αντιδιαστολή με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο[6], οι ελληνικές ΜμΕ δραστηριοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κλάδους των υπηρεσιών και της μεταποίησης με χαμηλό τεχνολογικό και γνωσιακό περιεχόμενο, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και περιορίζει τις δυνατότητες παραγωγής και εξαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών έντασης τεχνολογίας και γνώσης.
Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2023), η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου σε όρους καινοτομίας, ενθάρρυνσης της κυκλικής οικονομίας, κόστους έναρξης μιας επιχείρησης και κόστους επίλυσης της αφερεγγυότητας[7].
2. Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ
Από τις αρχές του 2020, λόγω της πανδημίας του Covid-19, αλλά και στη συνέχεια λόγω της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι ΜμΕ έχουν αντιμετωπίσει πρωτοφανή οικονομική αβεβαιότητα. Επιπλέον, το 2021-2022, οι ΜμΕ αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πρόσληψη νέου προσωπικού για να ανταποκριθούν σε μια απροσδόκητα ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, ενώ οι ρυθμοί πληθωρισμού αυξήθηκαν δραστικά, ιδιαίτερα το 2022, προκαλώντας επίσης αυξήσεις στα επιτόκια, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος και οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών ασκούν επιπλέον πίεση στις επιχειρήσεις.
Η αύξηση του κόστους των ΜμΕ αυξάνει την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εξόφληση των τιμολογίων τους, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση και τα αυξημένα επιτόκια, μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες χρεοκοπίες. Ταυτόχρονα, η αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση της ανόδου του πληθωρισμού περιορίζει τις προσδοκίες υλοποίησης νέων επενδύσεων κυρίως από τις ΜμΕ. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[8] , η αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στα επιτόκια διαπιστώθηκε ότι μειώνει την πιθανότητα οι ΜμΕ να αναφέρουν θετικές επενδυτικές προσδοκίες κατά 0,83 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με 0,65 για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι επιπτώσεις στην κερδοφορία των επιχειρήσεων από την άνοδο του πληθωρισμού διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες: ο πληθωρισμός αρχικά μειώνει την κερδοφορία καθώς αυξάνεται το κόστος παραγωγής, αλλά στη συνέχεια την αυξάνει όταν οι επιχειρήσεις μετακυλίουν το κόστος στους καταναλωτές. Η ικανότητα των επιχειρήσεων να μετακυλίσουν το κόστος ποικίλλει σημαντικά και εξαρτάται από τη θέση στην αλυσίδα αξίας, το πόσο ελαστική είναι η ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα στις αλλαγές τιμών, τους τύπους των πελατών, το μέγεθος και το οικοσύστημα στο οποίο ανήκει η επιχείρηση. Οι βασικές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι οι ΜμΕ είναι λιγότερο πιθανό να μετακυλίσουν το κόστος στον τελικό καταναλωτή από ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα τη διάβρωση των περιθωρίων κέρδους τους.
Παράλληλα με την αντιμετώπιση εξαιρετικά ακραίων οικονομικών συνθηκών τα τελευταία δύο χρόνια, οι ελληνικές ΜμΕ αντιμετωπίζουν πρόσθετες σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται και με τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας αλλά και την αναγκαιότητα της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
- Τα αυξημένα κόστη ενέργειας και οι ελλείψεις σε τεχνογνωσία, εξειδίκευση και κατάρτιση προσωπικού είναι πολύ πιο ορατά στις ελληνικές ΜMΕ, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους τους. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους, οι ελληνικές ΜMΕ είναι λιγότερο πιθανό να εμπλέκονται στο διεθνές εμπόριο ως εξαγωγείς. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ 2022)[9]οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να είναι ταυτόχρονα εξαγωγείς και εισαγωγείς σε σχέση με τις ΜMΕ (65% έναντι 44%).
- H γραφειοκρατία, η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το επιχειρηματικό περιβάλλον και οι ρυθμιστικοί περιορισμοί είναι σημαντικό εμπόδιο για το 54% των επιχειρήσεων έναντι 28% στην ΕΕ[10].
- Η ψηφιοποίηση των ΜMΕ υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου με βάση τον δείκτη DESI, με το 39% των ΜμΕ έναντι 55% στην ΕΕ να έχουν ένα βασικό επίπεδο ψηφιοποίησης και το 17% έναντι του 34% στην ΕΕ χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους (cloud). Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ 2022)[11]οι μεγάλες επιχειρήσεις αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στον ψηφιακό μετασχηματισμό, ειδικότερατο 54,4% των μεγάλων επιχειρήσεων έναντι μόλις του 39,9% των ΜμΕ θεωρούν ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πολύ σημαντική στρατηγική ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους[12].Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μικροί επιχειρηματίες δεν επενδύουν εύκολα σε projects στα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, γεγονός που συνδέεται με την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων των ΜMΕ. Παράλληλα, ως αποτέλεσμα της έλλειψης ψηφιακών δεξιοτήτων, είναι πολύ ευάλωτες στις κυβερνοαπειλές. Επίσης οι ΜμΕ αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων τους στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης λόγω έλλειψης πληροφόρησης για τη σχετική εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
- Η ταχύτητα μετάβασης προς την πράσινη οικονομία μέσα από τις αποφάσεις που υιοθετούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο (πχ για την ηλεκτροκίνηση) περιορίζει τη δυνατότητα προσαρμογής αρκετών ΜMΕ στην οικονομία (πχ. τα συνεργεία αυτοκινήτων). Το πρόβλημα επιτείνεται λόγω του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και της έλλειψης οικονομιών κλίμακας ώστε να υλοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις αλλά και την πρόσληψη του κατάλληλα εξειδικευμένου προσωπικού. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΙΒ (2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο πιθανό σε σχέση με τις ΜMΕ να έχουν υλοποιήσει επενδύσεις ή μέτρα αντιμετώπισης του κινδύνου καταστροφής λόγω της κλιματικής αλλαγής, περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι προτεινόμενες εθνικές και ευρωπαϊκές λύσεις, εστιάζουν κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη μερική επιδότηση δράσεων πράσινης επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτών των δράσεων είναι η ύπαρξη κάποιων ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων, η ενημέρωση για τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά και η ύπαρξη του κατάλληλου προσωπικού που θαδιαχειριστούν τα εν λόγω προγράμματα[13].
- Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από χαμηλό δυναμισμό καθώς ο ρυθμός με τον οποίο ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις είναι χαμηλός, ιδιαίτερα στους κλάδους υπηρεσιών στέγασης και εστίασης, στους οποίους το μερίδιο των ΜμΕ είναι ιδιαίτερα υψηλό. Αυτό σχετίζεται και με το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των νεοσύστατων επιχειρήσεων εξακολουθούν να ιδρύονται για καθαρά βιοποριστικούς λόγους στο πλαίσιο έλλειψης εναλλακτικών επιλογών και για λόγους συνέχισης της οικονομικής παράδοσης και όχι προκειμένου να εκμεταλλευτούν μια ευκαιρία, καινοτομία ή με στόχο την αναζήτηση κέρδους.Ως αποτέλεσμα το μερίδιο των ΜMΕ που παράγουν οι ίδιες καινοτομία και που υιοθετούν καινοτομίες-τεχνολογίες από το εξωτερικό για να διατηρήσουν την θέση τους στην αγορά στην ελληνική βιομηχανία διαμορφώνεται σε 43% έναντι 50,4% στην ΕΕ[14].Ο χαμηλότερος δυναμισμός, συνήθως, αντανακλά περιορισμένη καινοτομία, χαμηλή παραγωγικότητα και υποτονική αύξηση της απασχόλησης.
- Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εσωτερικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι ευρωπαϊκές (75% έναντι 65% - ΕΙΒ, 2022). Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις ΜμΕ (81%) σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις (70%). Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το μερίδιο των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικούς περιορισμούς διαμορφώνεται σε 16% στην Ελλάδα έναντι 6,2% στην ΕΕ, ενώ ειδικά στις ΜMΕ το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 19,1%. Παρά την βελτίωση στη διαθεσιμότητα εξωτερικής χρηματοδότησης κατά τα 2022 σύμφωνα με την έρευνα SAFE που διεξάγεται από την ΕΕ και την ΕΚΤ, οι ελληνικές ΜμΕ υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενώ το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις κατηγορίες των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Το πρόβλημα αφορά τόσο τον όγκο της χρηματοδότησης, δεδομένης της δυσχέρειας των ΜμΕ να έχουν πρόσβαση σε εναλλακτική χρηματοδότηση πλην της τραπεζικής, όσο και το κόστος χρηματοδότησης, καθώς η άνοδος των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής αλλά και ο υψηλότερος δείκτης ΜΕΔ που καταγράφεται στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνεπάγεται αυξημένα κόστη δανεισμού[15].Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι εξαιρετικά σημαντική για τις ΜμΕ, τόσο για τη συνέχιση της λειτουργίας τους όσο και για την υλοποίηση επενδύσεων σε τομείς όπως η έρευνα και ανάπτυξη, η καινοτομία, η ανάπτυξη δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και ο πράσινος και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, καθώς και η ανάληψη εξαγωγικής δραστηριότητας. Δεδομένου ότι το κόστος ανάληψης αυτών των δράσεων είναι πάρα πολύ υψηλό για μια μικρή επιχείρηση, είναι καθοριστική η πρόσβασή της σε πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης είτε από το τραπεζικό σύστημα είτε από την αγορά κεφαλαίου. Ωστόσο, σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες χρηματοδότησης απ’ ό,τι οι μεγάλες επιχειρήσεις.Ενδεικτικά, στην περίπτωση των νέων επιχειρηματιών και των νεοφυών επιχειρήσεων, αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους: π.χ. δεν έχουν αποδεδειγμένο ιστορικό οικονομικών επιδόσεων, δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις ή οι επενδυτές δεν έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες για να αξιολογήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο που ενέχουν ή την αξία των άυλων περιουσιακών τους στοιχείων. Ως αποτέλεσμα, εγκλωβίζονται σε μικρή κλίμακα λειτουργίας και αναποτελεσματικές επιχειρηματικές πρακτικές, καταλήγοντας πολλές από αυτές να λειτουργούν στο πλαίσιο της άτυπης οικονομίας με αποτέλεσμα την αύξηση της φοροδιαφυγής. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τα επιτόκια δανεισμού τους είναι ιδιαίτερα υψηλά στην ελληνική περίπτωση, τόσο σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, όσο και σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ-27 και της και της ζώνης του ευρώ (OECD, 2022)[16].Χαρακτηριστικά, η διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου τραπεζικών δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ, τα οποία τεκμαίρεται ότι κατά κανόνα αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις, έναντι του αντίστοιχου επιτοκίου τραπεζικών δανείων κάτω των 250.000 ευρώ τα τελευταία έτη υπερέβαινε τις 150 μονάδες βάσης.Σχετιζόμενο με τις δυσκολίες χρηματοδότησης είναι και η σημαντική έλλειψη επαρκών γνώσεων των ΜμΕ γύρω από χρηματοοικονομικά θέματα, λόγω έλλειψης εξειδικευμένων στελεχών, που επηρεάζουν άμεσα τις διοικητικές αποφάσεις στο επίπεδο της επιχείρησης, όσον αφορά τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση πιστώσεων, την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών προγραμμάτων και την υλοποίηση μελλοντικών επενδύσεων[17].
3. Προτάσεις για εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές στήριξης των ΜμΕ
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε παρεμβάσεις στήριξης των ΜμΕ που θεωρώ ότι θα πρέπει να υλοποιηθούν σε τέσσερις βασικούς τομείς.
3.1. Διευκόλυνση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση
3.1.1. Αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων για την ενίσχυση της τραπεζική χρηματοδότησης των ΜμΕ
Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ[18] οι μεγάλες επιχειρήσεις συνεχίζουν να υπερτερούν ως προς το ύψος των δανειακών πόρων που αντλούν από το τραπεζικό σύστημα, τάση που παρατηρείται και σε πολλές χώρες διεθνώς[19]. Συνεπώς, η τραπεζική χρηματοδότηση των ΜμΕ θα μπορούσε να ενισχυθεί με περαιτέρω αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων. Τα τελευταία έτη, η συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων εγχώριων και διεθνών αναπτυξιακών φορέων, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), στην πιστωτική επέκταση των ΜμΕ υπήρξε σημαντική. Ειδικότερα, την τριετία 2020-2022 περίπου το ήμισυ των τραπεζικών δανείων προς ΜμΕ υποστηρίχθηκε από ευρωπαϊκά ή κρατικά προγράμματα στήριξης, αναλογία πολύ υψηλότερη από την αντίστοιχη για το σύνολο των επιχειρήσεων. Το πρώτο εξάμηνο του 2023 οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων προς ΜμΕ που συνδέονται με χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθαν περίπου σε 600 εκατ. ευρώ και αντιπροσώπευαν σχεδόν το 1/4 των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς ΜμΕ έναντι μόλις 10% για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Θα πρέπει τέλος να τονιστεί η σημασία της κεφαλαιακής ενδυνάμωσης και γενικότερα της εξυγίανσης των λεγόμενων μη συστημικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων και των συνεταιριστικών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν έναν πιο ενεργό ρόλο στην χρηματοδότηση των ΜμΕ.
3.1.2. Διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης
Η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, καθώς και μετοχικών σχημάτων Venture Capital (που επενδύουν σε νέες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας) και Private Equity (που επενδύουν σε επιχειρήσεις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), η λειτουργία των επιχειρηματικών αγγέλων (business angels), και οι επιταχυντές των νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες πρόσβασης στην χρηματοδότηση. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί και στην Έκθεση Πισσαρίδη (2020), απαιτείται βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την είσοδο δυνητικά ενδιαφερόμενων επενδυτών.
Επιπλέον, η διεύρυνση της χρηματοδότησης με την υποστήριξη των μικροπιστώσεων πρέπει να επιταχυνθεί. Ο τομέας των μικροχρηματοδοτήσεων στην Ελλάδα βρίσκεται σε εκκίνηση καθώς ήδη τρία ιδρύματα έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, ενώ όσον αφορά τις κεφαλαιουχικές χρηματοδοτήσεις ενεργό ρόλο έχει η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων με το σχεδιασμό και προσφορά προγραμμάτων, δύο εκ των οποίων υποστηρίζονται από πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας[20].
3.1.3. Αξιοποίηση και καλύτερος συντονισμός των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων
Δεδομένης της ανόδου των επιτοκίων οι επιχειρηματίες θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι εγχώριες επιχειρήσεις υποβοηθούνται ήδη από τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF). Υπενθυμίζεται ότι το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA) για προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένει σε 0,35%, ενώ για τις υπόλοιπές επιχειρήσεις από τις 24 Οκτωβρίου του 2022 διαμορφώθηκε σε 1%[21]. Οι ιδιαίτερα επωφελείς όροι χρηματοδότησης αντανακλώνται στη ζήτηση των ΜμΕ για τα εν λόγω δάνεια καθώς έως τις αρχές Ιουνίου από το συνολικό αριθμό των επενδυτικών σχεδίων που είχαν υποβληθεί στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 ποσοστό 61% (260 από τα 425) είχε κατατεθεί από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Προς την ίδια κατεύθυνση, στα συμπεράσματα πρόσφατης έρευνας συγκυρίας της ΕτΕ, αναφέρεται ότι το ήμισυ των ΜμΕ με ενεργά επενδυτικά σχέδια στοχεύει ή ήδη αξιοποιεί πόρους του ΤΑΑ.
Πέρα από τους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων και το InvestEU, το οποίο αποσκοπεί στην κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να εξετασθούν πρόσθετες δράσεις ενίσχυσης των ΜμΕ μεσω του REPowerEU, του EU Green Industry Plan και του προτεινόμενου από την Επιτροπή European Sovereignty Fund για την ενίσχυση της βιομηχανίας.
Δεδομένου όμως ότι πολλές φορές οι ευρωπαϊκοί πόροι που κατευθύνονται στις ΜμΕ είναι κατακερματισμένοι, απαιτείται η θεσμοθέτηση Εθνικής Στρατηγικής για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και την Επιχειρηματικότητα[22] (αντίστοιχη με την Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική), στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να εντάσσονται και οι επενδυτικές προτεραιότητες του ΕΣΠΑ και του Εθνικού Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τον καλύτερο συντονισμό των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων κατά το στάδιο του σχεδιασμού πολιτικής επιτυγχάνοντας την μεγιστοποίηση του αποτελέσματος των συγχρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Επισημαίνεται, ότι η αξιολόγηση του αντίκτυπου των προγραμμάτων δημόσιας στήριξης, αποτελεί το κλειδί για την τελειοποίηση του σχεδιασμού τους και την αξιολόγηση της απόδοσής τους[23].
Πέρα από τα ανωτέρω, δεδομένου ότι οι ελληνικές ΜμΕ σε αρκετές περιπτώσεις έχουν έλλειψη επαρκών γνώσεων γύρω από σημαντικά χρηματοοικονομικά θέματα (λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού), κρίνεται αναγκαία η υλοποίηση στοχευμένων δράσεων αναβάθμισης της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και διευκόλυνσης της προσβασιμότητας στην ενημέρωση για τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης των ΜμΕ[24].
3.2. Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, περιορισμός του διοικητικού φόρτου, βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά και εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού
Η συμμόρφωση με κανονισμούς, πρότυπα και διοικητικές διατυπώσεις επηρεάζει τις ΜμΕ περισσότερο από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις λόγω των περιορισμένων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων τους. Όπως έχει αναδείξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή[25], κατά μέσο όρο, μια μεγάλη εταιρεία δαπανά 1 ευρώ ανά εργαζόμενο για να συμμορφωθεί με το ρυθμιστικό πλαίσιο, μια μεσαία επιχείρηση ξοδεύει περίπου 4 ευρώ και μια μικρή επιχείρηση δαπανά έως και 10 ευρώ.
Συνεπώς θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη μείωση της γραφειοκρατίας με περιορισμό των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών και δεδομένων, στην αξιολόγηση των νομοθετικών προτάσεων όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις στις ΜμΕ και συνολικά στην καλύτερη νομοθέτηση ώστε να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξεταστούν και καινοτόμες λύσεις μέσω «προστατευόμενου κανονιστικού περιβάλλοντος» (regulatory sandbox). Αυτό παρέχει επικαιροποιημένες πληροφορίες στις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, καθώς και πείρα σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες, ενώ παράλληλα καθιστούν εφικτή την εφαρμογή πειραματικών δράσεων σε επίπεδο πολιτικής. Σημειώνεται ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη πειραματιστεί με αυτήν την μέθοδο όσον αφορά τις καινοτόμες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Συνολικά, ένα ισορροπημένο, απλοποιημένο και προβλέψιμο ρυθμιστικό και δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει και μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης, ειδικά για διασυνοριακές δραστηριότητες, καθώς και απλούστερους και προβλέψιμους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων θα βοηθήσει ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ΜμΕ και θα παράσχει κίνητρα για επενδύσεις σε πράσινα και ψηφιακά έργα, στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης καθώς και για αυξημένη συνεργασία μεταξύ μεγάλων εταιρειών και ΜμΕ. Ταυτόχρονα, η διευκόλυνση της πρόσβασης των ΜμΕ και σε αγορές εντός και εκτός της ΕΕ μέσω ενός ενιαίου συνόλου φορολογικών κανόνων, εξάλειψης των εμπορικών φραγμών και καλύτερης ενημέρωσης για τις εμπορικές και τελωνειακές διαδικασίες και διατυπώσεις σε τρίτες χώρες και η μείωση του διοικητικού κόστους των εξαγωγών καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων στη δημιουργία εξαγωγικών αλυσίδων αξίας ή επιχειρηματικών συστάδων θα ενδυναμώσουν περαιτέρω τις προοπτικές επέκτασης και μεγέθυνσης των ΜμΕ[26].
3.3. Διευκόλυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της πρόσβασης σε εξειδικευμένο προσωπικό
Πολλές ΜμΕ αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες κατά τη μετάβασή τους σε πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. Το ένα τρίτο των ΜμΕ στην ΕΕ αναφέρουν ότι χρειάζεται να διεκπεραιώσουν πολύπλοκες διοικητικές και νομικές διαδικασίες στην προσπάθειά τους να καταστήσουν την επιχείρησή τους πιο αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων[27]. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω απαιτούνται παρεμβάσεις[28]:
- Υποστήριξης των ΜμΕ, με οργανωμένη και συστηματική ενημέρωση και κατάρτιση προκειμένου να κατανοήσουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και να ενσωματώσουν τη λογική και τους κανόνες της εταιρικής βιωσιμότητας και διαφάνειας.
- Βελτίωσης του θεσμικού και νομικού πλαισίου, με στόχο την προώθηση της πράσινης οικονομίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας.
- Οικονομικής στήριξης, τα μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις, μοριοδοτήσεις για μικρές επιχειρήσεις καθώς και βελτίωση της σύνδεσης των ΜμΕ με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η ανάπτυξη εργαλείων βιώσιμης χρηματοδότησης που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των ΜμΕείναι αναγκαία προϋπόθεση για τη δίκαιη πράσινη μετάβαση αλλά και την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη.
Δημόσιοι πόροι θα πρέπει, επίσης, να κατευθυνθούν προς την ενίσχυση της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών, όπως η τεχνολογία blockchain και η τεχνητή νοημοσύνη, το υπολογιστικό νέφος και η υπολογιστική υψηλών επιδόσεων, καθώς μπορεί να προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες στις ΜμΕ για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα των διαδικασιών παραγωγής και την ικανότητα καινοτομίας όσον αφορά τα προϊόντα και τα επιχειρηματικά μοντέλα και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά τους αλλά και να συμβάλει μεγέθυνσή τους[29]. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση σε προγράμματα Ε&Α μεταξύ πανεπιστημίων, δημόσιων ερευνητικών φορέων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και διευκόλυνση της διάχυσης της γνώσης από τον πανεπιστημιακό στον επιχειρηματικό τομέα. Ταυτόχρονα απαιτούνται μέτρα που θα προστατεύσουν τις επενδύσεις των ΜμΕ στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η απλούστευση των διαδικασιών καταχώρισης της διανοητικής ιδιοκτησίας, η διευκόλυνση της πρόσβασης σε στρατηγικές συμβουλές για θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας και η απλούστευση της χρήσης της διανοητικής ιδιοκτησίας ως μοχλού για την απόκτηση πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Παράλληλα, απαιτούνται δράσεις ενίσχυση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας των ΜμΕ, δηλαδή η στήριξη της κοινωνικής ενσωμάτωσης και οικονομική ανέλιξης ανθρώπων που προέρχονται από ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, καθώς και νέες πρωτοβουλίες και κίνητρα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να βοηθήσουν περαιτέρω τις ΜμΕ να προσλάβουν, να εκπαιδεύσουν και να διατηρήσουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και συνολικά να αναβαθμίσουν τις δεξιότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επιχειρηματιών[30].
3.4. Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών
Mε την πανδημία και το πλέον αυξανόμενο κόστος ενέργειας και πρώτων υλών, ο αριθμός των τιμολογίων που πληρώνονται καθυστερημένα αυξάνεται σημαντικά. Παρά τη σχετική οδηγία της ΕΕ[31], λιγότερο από το 40% των πληρωμών στην ΕΕ – είτε από δημόσιες αρχές είτε από επιχειρήσεις – πραγματοποιούνται εντός της συμβατικής προθεσμίας. Οι καθυστερήσεις πληρωμών θέτουν σε κίνδυνο τη ρευστότητα των ΜμΕ και μερικές φορές την ύπαρξή τους[32]. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις πληρωμών εμποδίζουν τις ΜμΕ να επενδύσουν, να προωθήσουν τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό τους και να προσλάβουν περισσότερους υπαλλήλους. Συνεπώς, απαιτείται ένα ισχυρότερο πλαίσιο το οποίο θα αξιοποιεί και ψηφιακά εργαλεία και το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον καθορισμό ανώτατων ορίων καθυστερήσεων για τις πληρωμές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως για τον δημόσιο τομέα, θέσπιση ισχυρότερης επιβολή κυρώσεων και υποχρεώσεις παρακολούθησης, παρέχοντας στις ΜμΕ αποτελεσματικά εργαλεία επίλυσης διαφορών και εναλλακτικών μηχανισμών διαμεσολάβησης, προλαμβάνοντας τις καταχρήσεις και τις αθέμιτες πρακτικές.
***
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη και ευημερία των ΜμΕ. Η προσπάθεια για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης με έμφαση την επιχειρηματικότητα και την εξωστρέφεια απαιτεί τη στήριξη των ΜμΕ με νέες εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, το περίγραμμα των οποίων περιέγραψα προηγούμενα. Άμεση προτεραιότητα αποτελεί η έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και ειδικά αυτών που σχετίζονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες. Στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δράσεων είναι απαραίτητη η υλοποίηση της πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός «Πακέτου Αρωγής» για τις ΜμΕ (SME “Relief Package”).
[1]Αντίστοιχα, στην ΕΕ το 2022 υπήρχαν συνολικά 24,3 εκατομμύρια ΜμΕ και αποτελούν το 99,8% των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, απασχολούν 64,4% των εργαζομένων ή 84,9 εκατομμύρια άτομα και παράγουν 51,8 της προστιθέμενης αξίας ή 3,9 τρισεκ. ευρώ.
[2] Αντίθετα στην ΕΕ οι πολύ μικρές ΜμΕ (που απασχολούν κάτω από 10 άτομα) αποτελούν το 93,7% των επιχειρήσεων, απασχολούν 45,8% των εργαζομένων και παράγουν το 36,0% της προστιθέμενης αξίας.
[3] Βλέπε Έκθεση Επιτροπής Πισσαρίδη (2020). Σχέδιο για την Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία.
[4] Το 31,0% των ελληνικών ΜμΕ λειτουργούν σε τομείς των υπηρεσιών που θεωρούνται έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης υψηλής και μεσαίας τεχνολογίας, απασχολούν το 23,4% των εργαζομένων και παράγουν το 23,4% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ.
[5] Η ομάδα των υπηρεσιών έντασης γνώσης (ΥΕΓ) ταξινομείται σύμφωνα με τη Eurostat και συγκεντρώνει εκ νέου τους ακόλουθους κλάδους υπηρεσιών (ταξινόμηση NACE 2): Υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας: o J59 Παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων, ηχογράφηση και μουσική έκδοση, o J60 Υπηρεσίες προγραμματισμού και εκπομπής, o J61 Τηλεπικοινωνίες o J62 Προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών, παροχή συμβουλών και συναφείς δραστηριότητες o J63 Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών πληροφοριών o M72 Επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη. Αγοραίες υπηρεσίες: o H50 Θαλάσσια μεταφορά o H51 Αεροπορικές μεταφορές o M69 Νομικές και λογιστικές δραστηριότητες o M70 Δραστηριότητες κεντρικών γραφείων, δραστηριότητες παροχής συμβουλών διαχείρισης o M71 Αρχιτεκτονικές και μηχανολογικές δραστηριότητες. τεχνική δοκιμή και ανάλυση o M73 Διαφήμιση και έρευνα αγοράς o M74 Άλλες επαγγελματικές, επιστημονικές και επαγγελματικές υπηρεσίες o N78 Δραστηριότητες απασχόλησης o N80 Δραστηριότητες ασφάλειας και έρευνας. Λοιπές ΥΕΓ: o J58 Εκδοτικές δραστηριότητες o M75 Κτηνιατρικές δραστηριότητες.
Οι υπηρεσίες χαμηλής έντασης γνώσης περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες αγοράς και τις Λοιπές υπηρεσίες. Υπηρεσίες αγοράς: o G45 Χονδρικό και λιανικό εμπόριο και επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών o G46 Χονδρικό εμπόριο, εκτός από το εμπόριο μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών o G47 Λιανικό εμπόριο, εκτός από το εμπόριο μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών o H49 Χερσαία μεταφορά και μεταφορά μέσω αγωγών o H52 Αποθήκευση και δραστηριότητες υποστήριξης για τη μεταφορά o Ι55 Διαμονή o I56 Δραστηριότητες εξυπηρέτησης τροφίμων και ποτών o L68 Δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας o N77 Δραστηριότητες ενοικίασης και χρηματοδοτικής μίσθωσης o N79 Ταξιδιωτικό γραφείο, υπηρεσία κρατήσεων ταξιδιωτικού πράκτορα o N81 Υπηρεσίες σε κτίρια και δραστηριότητες τοπίου o N82 Διοικητικές δραστηριότητες γραφείου, υποστήριξη γραφείου και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Λοιπές υπηρεσίες: o H53 Ταχυδρομικές και ταχυμεταφορικές δραστηριότητες.
Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας περιλαμβάνουν : o C21 Παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών παρασκευασμάτων o C26 Κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων. Οι βιομηχανίες μεσαίας τεχνολογίας ταξινομούνται σε μέσης-υψηλής και μέσης χαμηλής τεχνολογίας ως ακολούθως: Μέσης υψηλής τεχνολογίας: o C20 Παραγωγή χημικών ουσιών και χημικών προϊόντων o C27 Κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού o C28 Κατασκευή μηχανημάτων και εξοπλισμού n.e.c., o C29 Κατασκευή μηχανοκίνητων οχημάτων, ρυμουλκούμενων και ημιρυμουλκούμενων o C30 Κατασκευή άλλου εξοπλισμού μεταφοράς. Μέσης-χαμηλής τεχνολογίας: o C19 Παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου o C22 Κατασκευή προϊόντων από καουτσούκ και πλαστικό o C23 Παραγωγή άλλων μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων o C24 Παραγωγή βασικών μετάλλων o C25 Κατασκευή μεταλλικών προϊόντων, εκτός από μηχανήματα και εξοπλισμό o C33 Επισκευή και εγκατάσταση μηχανημάτων και εξοπλισμού. Οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας περιλαμβάνουν: o C10 Παραγωγή προϊόντων διατροφής o C11 Παραγωγή ποτών o C12 Παραγωγή προϊόντων καπνού o C13 Κατασκευή υφασμάτων o C14 Κατασκευή ενδυμάτων o C15 Κατασκευή δέρματος και συναφών προϊόντων o C16 Κατασκευή ξύλου και προϊόντων από ξύλο και φελλό, εκτός από έπιπλα. Κατασκευή ειδών από άχυρο και υλικά πλεξίματος o C17 Κατασκευή χαρτιού και προϊόντων από χαρτί o C18 Εκτύπωση και αναπαραγωγή εγγεγραμμένων μέσων.
[6] Το 35,2% των ευρωπαϊκών ΜμΕ λειτουργούν σε τομείς των υπηρεσιών που θεωρούνται έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης υψηλής και μεσαίας τεχνολογίας οι οποίοι απασχολούν το 33,1% των απασχολούμενων και παράγουν το 39,8% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ. Ενώ το 64,8% των ΜμΕ δραστηριοποιείται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας οι οποίοι απασχολούν το 66,9% των εργαζομένων και παράγουν το 60,2% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ.
[7] European Commission, 2023, 2023 SME Country Fact Sheet: Greece.
[8] Βλ. European Commission 2023, Annual Report on European SMEs 2022/2023.
[9] European Investment Bank (2022) EIB Investment Survey, Greece: Overview.
[10] European Commission, 2023, 2023 SME Country Fact Sheet: Greece.
[11] Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) 2022, Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των ελληνικών επιχειρήσεων, 2018-2020: Πρωτοπόρες τεχνολογίες.
[12] Σύμφωνα με την ΕΙΒ ένα μεγαλύτερο μερίδιο μεγάλων επιχειρήσεων (45%) έχει εφαρμόσει πολλαπλές ψηφιακές τεχνολογίες όπως το Internet of Things, 3D printing και ρομποτική σε σχέση με τις ΜμΕ (31%). Βλ. EIB 2022 Investment Survey. Greece Overview.
[13] Βλ. KiNNO Innovation Intermediaries & Seven Sigma (2023), «Διερεύνηση αναδυόμενων τάσεων, πρακτικών και πολιτικών στο πεδίο της πράσινης οικονομίας», Αθήνα: ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
[14] Σύμφωνα με μελέτη της ΕΙΒ (2022) το μερίδιο των ΜMΕ που κάνουν επενδύσεις για την ανάπτυξη ή εισαγωγή ενός νέου προϊόντος στην αγορά είναι μικρότερο από ότι για τις μεγάλες επιχειρήσεις (21% έναντι 33%).
[15] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, παρά τη βελτίωση που έχει σημειωθεί τα τελευταία έτη στους ισολογισμούς των τραπεζών με τη μείωση του ποσοστού των επιχειρηματικών ΜΕΑ που αφορούν ΜμΕ, από 65% περίπου την περίοδο 2015-2017 σε 12% το Μάρτιο του 2023, το ποσοστό αυτό παραμένει διαχρονικά πολλαπλάσιο (επί του παρόντος σχεδόν τετραπλάσιο) από το αντίστοιχο ποσοστό των μεγάλων επιχειρήσεων (Μάρτιος 2023: 3,5%) (Σημείωση: Στοιχεία εντός ισολογισμού σε ατομική βάση).
[16] Ρέκκας Τιμ., 2023, Εμπόδια στην πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Ερευνητικά Κείμενα 31, Μάρτιος.
[17] Βλ. Καρπούζης Ευστ. 2021 Χρηματοοικονομική Διαχείριση ΜΜΕ: Οικονομική Παιδεία και Μικρή Επιχείρηση, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Ερευνητικά Κείμενα 25, Οκτώβριος και Ρέκκας Τιμ., 2023, Εμπόδια στην πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Ερευνητικά Κείμενα 31, Μάρτιος.
[18] Το 2022 η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης συνολικά προς τις ΜΧΕ για συμφωνίες δανείων με καθορισμένη διάρκεια ανήλθε σε 22,2 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 17,7 δισεκ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς μεγάλες επιχειρήσεις και 4,5 δισεκ. ευρώ προς τις ΜμΕ. Την πιο πρόσφατη περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2023 η εν λόγω ακαθάριστη ροή νέων δανείων ανήλθε σε 5,8 δισεκ. ευρώ, κατανεμημένη κατά 4,3 δισεκ. ευρώ στις μεγάλες και κατά 1,5 δισεκ. ευρώ στις ΜμΕ. Οι ΜμΕ εξακολουθούν να λαμβάνουν σημαντικό μέρος των πιστώσεων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (ανακυκλούμενα δάνεια, κλπ.) με τις οποίες καλύπτουν τρέχουσες ανάγκες τους (4,4 δισεκ. ευρώ εκ των 7,7 δισεκ. ευρώ που αφορούν το σύνολο των ΜΧΕ το 2022).
[19] Γενικότερα το μερίδιο των υφιστάμενων δανείων προς ΜμΕ στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων έχει υποχωρήσει τα τελευταία έτη από 55,3% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 43,9% τον Δεκέμβριο του 2021 παρά τον νέο δανεισμό εξαιτίας και της μείωσης των ΜΕΔ μέσω του προγράμματος «Ηρακλής». Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ το μερίδιο των δανείων που διοχετεύεται προς τις ΜμΕ στην Ελλάδα την περίοδο 2014-2020 (52,4%) κυμαίνεται κοντά σε αυτό της Ισπανίας (51,7%) και της Ιρλανδίας (56,7%) αλλά υπολείπεται της Πορτογαλίας (το οποίο είναι 79,3%).
[20] Βλ. επενδυτικά προγράμματα “InnovateNow” και Q-equity”.
[21] Βλ. Κοινή Υπουργική Απόφαση, ΦΕΚ Β΄ 5473/24.10.2022.
[22] Ρέκκας Τιμ., 2023, Εμπόδια στην πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Ερευνητικά Κείμενα 31, Μάρτιος.
[23] Στο πλαίσιο αυτό πρόσφατη ανάλυση της Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) (βλ. Sinnott et al. 2023) αξιολογεί την επίδραση των παρεμβάσεων της ΕΤΕπ. Η ΕΤΕπ χορηγεί δάνεια σε ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς –τράπεζες, εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα– υπό ευνοϊκότερους όρους από την αγορά, είτε άμεσα είτε έμμεσα (μέσω δημόσιων ιδρυμάτων). Οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν στη συνέχεια εντολή να χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια για να χορηγήσουν δάνεια σε ΜμΕ και εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης και να τους μεταφέρουν εν μέρει το οικονομικό πλεονέκτημα από το οποίο επωφελούνται με τη μορφή μείωσης των επιτοκίων ή/και παροχής μεγαλύτερης διάρκειας αποπληρωμής των δανείων. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης οι δικαιούχοι δανείων της ΕΤΕπ παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερη αύξηση της απασχόλησης (5,4% κατά μέσο), των περιουσιακών τους στοιχείων (κατά 6,0% κατά μέσο όρο) και των επενδύσεων (κατά 15,3% κατά μέσο όρο ) την τριετία μετά το δάνειο σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Παράλληλα οι αποδέκτες των δανείων της ΕΤΕπ παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις τόσο στα κέρδη όσο και στην παραγωγικότητά τους, όπως υπολογίζονται με βάση την προστιθέμενη αξία, ενώ είναι πιο πιθανό να υποβάλουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας τα τρία χρόνια μετά τη λήψη του δανείου. Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες συνήθως αντιμετωπίζουν περιορισμούς χρηματοδότησης επωφελούνται σημαντικά περισσότερο από δάνεια που υποστηρίζονται από την ΕΤΕπ σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η έρευνα της ΕΤΕπ έδειξε ότι η επίδραση των δανείων της ΕΤΕπ ήταν σημαντικά ισχυρότερη στις επιχειρήσεις που είχαν την έδρα τους σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, όπου το ΑΕΠ ανά κάτοικο ήταν μικρότερο από το 75% του μέσου όρου της ΕΕ, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη συνοχή και περιφερειακή ανάπτυξη. Ειδικότερα, σε σχέση με τους δικαιούχους των δανείων της ΕΤΕπ που βρίσκονται σε πιο ανεπτυγμένες περιφέρειες (όπου το ΑΕΠ ανά κάτοικο ήταν μεγαλύτερο από το 90% του μέσου όρου της ΕΕ), οι δικαιούχοι σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες απολαμβάνουν έναν υψηλότερο αντίκτυπο στην απασχόληση, την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, τα κέρδη και την παραγωγικότητα κατά 2 έως 5%.
[24] Βλ. Έκθεση Επιτροπής Πισσαρίδη (2020) και Ρέκκας Τιμ., (2023), Εμπόδια στην πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Ερευνητικά Κείμενα 31, Μάρτιος.
[25] European Commission, 2022, A “Relief Package” to give our SMEs a lifeline in troubles waters – Blog of Commission Thierry Bretton, European Commission-Statement, Brussels 19 September 2022.
[26] Σημειώνεται ότι στην ΕΕ μόνο το 26% των ΜμΕ εξάγει αγαθά στις διεθνείς αγορές έναντι του 53% των μεγάλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη η έμμεση συνεισφορά των ΜμΕ μέσω τις παροχής ενδιάμεσων αγαθών στις μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι ΜμΕ αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% της προστιθέμενης αξίας των εξαγωγών. Βλ. European Commission 2023. Annual Single Market Report 2023.
[27] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020. Στρατηγική για τις ΜμΕ με στόχο μια βιώσιμη και ψηφιακή Ευρώπη. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Ευρ. ΟΚΕ, την Επιτροπή Περιφερειών.
[28] Βλ. KiNNO Innovation Intermediaries & Seven Sigma (2023), «Διερεύνηση αναδυόμενων τάσεων, πρακτικών και πολιτικών στο πεδίο της πράσινης οικονομίας», Αθήνα: ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
[29] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020. Στρατηγική για τις ΜμΕ με στόχο μια βιώσιμη και ψηφιακή Ευρώπη. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Ευρ. ΟΚΕ, την Επιτροπή Περιφερειών.
[30] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020. Στρατηγική για τις ΜμΕ με στόχο μια βιώσιμη και ψηφιακή Ευρώπη. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Ευρ. ΟΚΕ, την Επιτροπή Περιφερειών.
[31] Βασικές διατάξεις της οδηγίας: (1) Οι δημόσιες αρχές πρέπει να πληρώσουν για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προμηθεύονται εντός 30 ημερών ή, σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, εντός 60 ημερών (2) οι επιχειρήσεις πρέπει να εξοφλήσουν τα τιμολόγιά τους εντός 60 ημερών, εκτός εάν συμφωνήσουν ρητά διαφορετικά και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα άδικο (3) αυτόματο δικαίωμα σε τόκους καθυστερημένης πληρωμής και 40 € ελάχιστο ως αποζημίωση για έξοδα είσπραξης, (4) νόμιμο επιτόκιο τουλάχιστον 8% πάνω από το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι χώρες της ΕΕ μπορούν να συνεχίσουν να διατηρούν ή να θέτουν σε ισχύ νόμους και κανονισμούς που είναι ευνοϊκότεροι για τον πιστωτή από τις διατάξεις της οδηγίας.
[32] Σημειώνεται ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, 1 στις 4 πτωχεύσεις οφείλεται σε μη έγκαιρη εξόφληση των τιμολογίων.