Ετήσιοι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη χρήση που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2002
20/03/2003 - Δελτία Τύπου ΕΚΤ
Το Διοικητικό Συμβούλιο της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ενέκρινε
σήμερα τους ελεγχθέντες ετήσιους λογαριασμούς
της ΕΚΤ για τη χρήση που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου
2002.
Το 2002 τα καθαρά κέρδη της ΕΚΤ ήταν 1.220
εκατομμύρια ευρώ, μετά την καταβολή τόκων ύψους
1.141 εκατομμυρίων ευρώ στις εθνικές κεντρικές
τράπεζες (ΕθνΚΤ) επί των απαιτήσεών τους σε σχέση
με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που μεταβίβασαν
στην ΕΚΤ.
Τα τακτικά έσοδα της ΕΚΤ προέρχονται
κυρίως από την επένδυση των συναλλαγματικών
διαθεσίμων και του καταβεβλημένου κεφαλαίου της
το οποίο ανέρχεται σε 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ,
καθώς και –από τις αρχές του 2002 και μετά– από
τόκους επί του μεριδίου της (8%) στα κυκλοφορούντα
τραπεζογραμμάτια ευρώ. Τα συνολικά καθαρά έσοδα
της ΕΚΤ από τόκους από όλες τις πηγές ανήλθαν σε
995 εκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων 727
εκατομμυρίων ευρώ επί του μεριδίου της στην
έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, έναντι 771
εκατομμυρίων ευρώ το 2001. Επομένως, τα καθαρά
έσοδα από τόκους, χωρίς τα έσοδα από τόκους επί
των τραπεζογραμματίων ευρώ, μειώθηκαν σε 268
εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που οφείλεται κατά
κύριο λόγο στην πτώση των επιτοκίων του δολαρίου
ΗΠΑ και του ευρώ στη διάρκεια του έτους.
Οι διοικητικές δαπάνες της ΕΚΤ που
αφορούν μισθούς και συναφή έξοδα, τη μίσθωση
κτιρίων, καθώς και αγαθά και υπηρεσίες, ανήλθαν
σε 372 εκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων
εξόδων ύψους 118 εκατομμυρίων ευρώ αναφορικά με
την κεντρική χρηματοδότηση για τη δημιουργία
στρατηγικού αποθέματος τραπεζογραμματίων του
Ευρωσυστήματος. Συγκριτικά αναφέρεται ότι το 2001
οι δαπάνες αυτές ανέρχονταν σε 283 εκατομμύρια
ευρώ, καθώς επηρεάστηκαν σημαντικά από τα έξοδα
που προέκυψαν το εν λόγω έτος στο πλαίσιο της
Εκστρατείας Ενημέρωσης Ευρώ 2002. Οι αποσβέσεις
πάγιων στοιχείων ανήλθαν σε 18 εκατομμύρια
ευρώ. Στο τέλος του 2002, η ΕΚΤ απασχολούσε 1.105
υπαλλήλους (εκ των οποίων οι 79 κατείχαν
διευθυντικές θέσεις) έναντι 1.043 στο τέλος του 2001.
Σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές του
Ευρωσυστήματος, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη
από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών
ισοτιμιών και των τιμών της αγοράς όσον αφορά τα
συναλλαγματικά διαθέσιμα και το χρυσό που
κατέχει η ΕΚΤ δεν αναγνωρίζονται ως κέρδη, αλλά
μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμούς
αναπροσαρμογής. Οι λογαριασμοί αυτοί ανήλθαν στο
τέλος του 2002 σε 4 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου,
έναντι 9 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου στο τέλος
του 2001. Ο κυριότερος παράγοντας στον οποίο
οφείλεται αυτή η μείωση ήταν η υποτίμηση του
δολαρίου ΗΠΑ έναντι του ευρώ τους τελευταίους
μήνες του 2002.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε
σήμερα ότι τα καθαρά κέρδη της ΕΚΤ ύψους
1.220 εκατομμυρίων ευρώ θα πρέπει να
κατανεμηθούν ως ακολούθως:
|
2002 |
2001 |
Μεταφορά στο γενικό
αποθεματικό |
0 |
364 εκατ. ευρώ |
Εισόδημα από το
μερίδιο της ΕΚΤ στα κυκλοφορούντα
τραπεζογραμμάτια ευρώ (διανεμηθέν στις ΕθνΚΤ
στις 3 Ιανουαρίου 2003) |
606 εκατ. ευρώ |
0 |
Διανεμητέα στις ΕθνΚΤ |
614 εκατ. ευρώ |
1.458 εκατ. ευρώ |
Σύνολο |
1.220 εκατ. ευρώ |
1.822 εκατ. ευρώ |
Οι ετήσιοι λογαριασμοί θα
δημοσιευθούν και στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ στις
29 Απριλίου 2003.
Σημείωμα για τον συντάκτη
- Λογιστικές πολιτικές της ΕΚΤ: Το Διοικητικό
Συμβούλιο έχει θεσπίσει κοινές λογιστικές
πολιτικές για το Ευρωσύστημα,
συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο
26.4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος
Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (Καταστατικό του ΕΣΚΤ), οι οποίες έχουν
δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δες Σχ1 στο τέλος) . Οι
πολιτικές αυτές, μολονότι βασίζονται σε διεθνώς
παραδεκτές λογιστικές πρακτικές, λαμβάνουν
σοβαρά υπόψη την ειδική φύση των κεντρικών
τραπεζών: δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της
συντηρητικότητας, λόγω των υψηλών
συναλλαγματικών κινδύνων που διατρέχουν οι
κεντρικές τράπεζες. Αυτή η συντηρητική
προσέγγιση εφαρμόζεται ιδίως στη διαφορετική
αντιμετώπιση των μη πραγματοποιηθέντων κερδών
και μη πραγματοποιηθεισών ζημιών κατά την
αναγνώριση εσόδων, καθώς και στην απαγόρευση
συμψηφισμού των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών
που καταγράφονται επί ενός περιουσιακού
στοιχείου έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών
που καταγράφονται επί ενός άλλου. Μολονότι όλες
οι ΕθνΚΤ οφείλουν να ακολουθούν αυτές τις
πολιτικές για τους σκοπούς της υποβολής εκθέσεων
σχετικά με τις πράξεις που διενεργούν στο
πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και οι οποίες
περιλαμβάνονται στις εβδομαδιαίες ενοποιημένες
λογιστικές καταστάσεις του Ευρωσυστήματος, δεν
είναι υποχρεωμένες να τις εφαρμόζουν κατά την
κατάρτιση των δικών τους ετήσιων λογαριασμών,
εκτός αν αυτό απαιτείται από τις νομοθετικές
διατάξεις της οικείας χώρας. Στην πράξη, όλες οι
ΕθνΚΤ εφαρμόζουν εθελούσια τις ίδιες πολιτικές
περίπου με την ΕΚΤ κατά την κατάρτιση των ετήσιων
οικονομικών τους καταστάσεων.
- Τόκοι από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που
μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ: Το Διοικητικό Συμβούλιο
δύναται να αποφασίζει σε ποιο νόμισμα θα
εκφράζονται και πώς θα τοκίζονται οι
προκύπτουσες απαιτήσεις των ΕθνΚΤ έναντι της
ΕΚΤ. Σύμφωνα με το άρθρο 30.3 του Καταστατικού του
ΕΣΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι
απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να εκφράζονται σε
ευρώ και να τοκίζονται σε ημερήσια βάση με το πιο
πρόσφατο επιτόκιο για πράξεις κύριας
αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (δηλ. το
επιτόκιο συμφωνιών επαναγοράς σε ευρώ διάρκειας
δύο εβδομάδων), διορθωμένο ώστε να λαμβάνεται
υπόψη το μηδενικό επιτόκιο που εφαρμόζεται επί
του μέρους των διαθεσίμων που μεταβιβάστηκε υπό
μορφή χρυσού. Για το 2002 προέκυψαν έτσι χρεωστικοί
τόκοι ύψους 1.141 εκατομμυρίων ευρώ περίπου.
- Διανομή κερδών: Σύμφωνα με το άρθρο 33.1 του
Καταστατικού του ΕΣΚΤ, ποσό που δεν υπερβαίνει το
20% των κερδών κάθε έτος μπορεί να μεταφέρεται στο
γενικό αποθεματικό, με ανώτατο όριο το 100% του
κεφαλαίου της ΕΚΤ. Τα υπόλοιπα καθαρά κέρδη
διανέμονται στις ΕθνΚΤ, οι οποίες είναι
μεριδιούχοι της ΕΚΤ, κατ’ αναλογία προς τα
καταβεβλημένα μερίδιά τους. Το Διοικητικό
Συμβούλιο αποφάσισε να μην μεταφέρει καθαρά
κέρδη στο γενικό αποθεματικό για τη χρήση που
έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2002.
- Διανομή του εισοδήματος της ΕΚΤ από τα
κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ: Το
εισόδημα της ΕΚΤ από τα κυκλοφορούντα
τραπεζογραμμάτια ευρώ είναι καταβλητέο στο
ακέραιο στις ΕθνΚΤ εντός του οικονομικού έτους
στο οποίο πραγματοποιείται, και διανέμεται
χωριστά σε αυτές κατ’ αναλογία προς τα
καταβεβλημένα μερίδια συμμετοχής τους στο
εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ (Δες Σχ2 στο τέλος).
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου είναι
δυνατόν να μειωθεί αυτή η ενδιάμεση διανομή
εισοδήματος, λόγω δαπανών της ΕΚΤ σε σχέση με την
έκδοση και διαχείριση τραπεζογραμματίων ευρώ ή
σε περίπτωση που τα ετήσια συνολικά καθαρά κέρδη
της ΕΚΤ είναι μικρότερα του εισοδήματός της από
τα τραπεζογραμμάτια ευρώ. Για το 2002,
πραγματοποιήθηκε μία μόνο μειωμένη ενδιάμεση
διανομή 606 εκατομμυρίων ευρώ, τη δεύτερη εργάσιμη
ημέρα του 2003, η οποία αντανακλά τη συνολική
δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η ΕΚΤ σε σχέση με τη
δημιουργία του στρατηγικού αποθέματος
τραπεζογραμματίων του Ευρωσυστήματος. Από το 2003
και μετά, οι ενδιάμεσες διανομές θα
πραγματοποιούνται κατά κανόνα μετά το τέλος κάθε
τριμήνου.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Τμήμα Τύπου και Ενημέρωσης
Kaiserstrasse 29, D-60311 Frankfurt am Main
Τηλ.: +49 69 1344 7455, Φαξ: +49 69 1344 7404
Ίντερνετ: http://www.ecb.int
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον
γίνεται αναφορά στην πηγή.
Σχ 1. Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας της 5ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τους
ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2002/11), ΕΕ L 58 της
3ης Mαρτίου 2003. Η απόφαση αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η
Ιανουαρίου 2003, αλλά ισχύει και για την κατάρτιση
του ετήσιου ισολογισμού και του λογαριασμού
αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ για τη χρήση που
έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2002. Οι αναθεωρήσεις
των λογιστικών πολιτικών των προηγούμενων ετών
δεν είναι σημαντικές.
Σχ 2. Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τη
διανομή του εισοδήματος της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας από τα κυκλοφορούντα
τραπεζογραμμάτια ευρώ μεταξύ των εθνικών
κεντρικών τραπεζών των συμμετεχόντων κρατών
μελών (ΕΚΤ/2002/9), ΕΕ L 323 της 28ης Νοεμβρίου 2002.