EN

Δελτία Τύπου

  • Κοινοποίηση:

Δέκατο έβδομο τεύχος του ''Οικονομικού Δελτίου'' της Τράπεζας της Ελλάδος

30/07/2001 - Δελτία Τύπου

Κυκλοφόρησε το τεύχος 17 (Ιούλιος 2001) του ''Οικονομικού Δελτίου'' της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο ''Οικονομικό Δελτίο'' δημοσιεύονται 3 μελέτες για επίκαιρα θέματα οικονομικής πολιτικής, τα οποία συνδέονται με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ. Στο τεύχος επίσης περιλαμβάνονται: παράρτημα με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2001) και στατιστικό τμήμα με βασικούς οικονομικούς δείκτες.

Οι μελέτες που δημοσιεύονται είναι οι εξής:

Σοφία Μ. Λαζαρέτου (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος - ΔΟΜ) και Σοφοκλής Ν. Μπρισίμης (ΔΟΜ και Πανεπιστήμιο Πειραιώς): ''Δημοσιονομικοί Κανόνες και Σταθεροποιητική Πολιτική στη Ζώνη του Ευρώ".

Η επιβολή - με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ -- περιορισμών στην άσκηση εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής από τις χώρες της ΕΕ θεωρήθηκε αναγκαία ώστε να διευκολύνεται η επίτευξη των βασικών στόχων της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Σε περίπτωση μη επιβολής περιορισμών, η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας από μια χώρα-μέλος θα δημιουργούσε πίεση -- είτε στις υπόλοιπες χώρες για χρηματοδοτική στήριξη της εν λόγω χώρας, είτε στην ΕΚΤ για άσκηση χαλαρότερης νομισματικής πολιτικής (με δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπιστία της ενιαίας νομισματικής πολιτικής). Με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 1997 στο 'Αμστερνταμ, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί της Συνθήκης του Μάαστριχτ ενισχύθηκαν περαιτέρω, καθώς το δημοσιονομικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης απαιτείται να είναι μεσοπρόθεσμα ισοσκελισμένο ή ακόμη και πλεονασματικό. Στη μελέτη παρουσιάζονται με συστηματικό τρόπο η λειτουργία του Συμφώνου καθώς και τα επιχειρήματα εκείνα που δικαιολογούν την παρουσία των δημοσιονομικών περιορισμών. Επιχειρείται επίσης να εκτιμηθεί η δυνατότητα απρόσκοπτης λειτουργίας των "αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών". Με τη χρήση μιας απλής προσομοίωσης διαπιστώνεται ότι μόνον οι χώρες με λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μικρότερο από 60% μπορούν αμέσως να εκμεταλλευθούν πλήρως τη δυνατότητα ευελιξίας στη δημοσιονομική διαχείριση κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου.

 

 

Σαράντης-Ευάγγελος Γ. Λώλος (Πάντειο Πανεπιστήμιο): ''Ευρωπαϊκοί διαρθρωτικοί πόροι: ο ρόλος τους στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας''.

Στη μελέτη διερευνάται η λειτουργία των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ), τα οποία αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών ενδογενούς ανάπτυξης στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης και αποτελούν την πλέον σημαντική πολιτική άμεσης διαρθρωτικής παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρουσιάζεται επίσης αναλυτικά η μεθοδολογία αξιολόγησης των Προγραμμάτων και εξετάζεται η συμβολή του Α΄ ΚΠΣ (1989-93) και του Β΄ ΚΠΣ (1994-99) στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όπως επισημαίνεται, το ευνοϊκό αναπτυξιακό αποτέλεσμα των ΚΠΣ εκδηλώνεται με την άμεση αύξηση της ζήτησης (κυρίως της επενδυτικής) και με τη μεσοπρόθεσμη ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού (υλικού και ανθρώπινου), ενώ συνδέεται με την αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων. Η επιτυχία των ΚΠΣ εξαρτάται ιδιαίτερα από τη γενικότερη οικονομική πολιτική που ακολουθείται κατά τη διάρκεια εφαρμογής τους και από το οικονομικό περιβάλλον.

 

Χρήστος Ε. Παπάζογλου (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών): "Περιφερειακή οικονομική ενοποίηση και εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων: η ευρωπαϊκή εμπειρία".

Η μελέτη επικεντρώνεται - με αποκλειστικό σημείο αναφοράς την ευρωπαϊκή εμπειρία -- στην ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την εισροή και τη γεωγραφική κατανομή των ξένων άμεσων επενδύσεων στις χώρες μιας οικονομικής ένωσης. Η δημιουργία ενιαίας αγοράς, όπως συνάγεται από την ευρωπαϊκή εμπειρία, αφενός επιδρά θετικά στις εισροές για άμεσες επενδύσεις, αφετέρου όμως εντείνει ιδιαίτερα τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιμέρους χωρών για την προσέλκυση των επενδύσεων αυτών. Ειδικότερα, οι παράγοντες που διασφαλίζουν την βελτίωση της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ως κριτήριο γεωγραφικού καταμερισμού των ξένων άμεσων επενδύσεων στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς. Είναι για το λόγο αυτό μεγάλη η σημασία των εθνικών πολιτικών, ιδίως των διαρθρωτικών παρεμβάσεων, δεδομένου ότι αυτές συντελούν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συμβολής τους στην άνοδο της παραγωγικότητας. Οι διαπιστώσεις της μελέτης υποδηλώνουν και την κατεύθυνση των μέτρων πολιτικής που απαιτούνται για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις η ελληνική οικονομία.

 

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι