EN

Δελτία Τύπου

  • Κοινοποίηση:

Δέκατο πέμπτο τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος

04/08/2000 - Δελτία Τύπου

Κυκλοφόρησε το τεύχος 15 (Ιούλιος 2000) του “Οικονομικού Δελτίου” της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο “Οικονομικό Δελτίο” δημοσιεύονται μία πρόσφατη ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Λουκά Παπαδήμου και 3 μελέτες στελεχών της Τράπεζας, των κκ. Ζόνζηλου, Πανταζίδη και Χονδρογιάννη, για επίκαιρα θέματα οικονομικής πολιτικής, όπως είναι η σχέση πληθωρισμού και ανεργίας στην ελληνική οικονομία, η "διατηρησιμότητα" του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ο ρόλος των μισθολογικών εξελίξεων στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Στο τεύχος επίσης περιλαμβάνονται: παράρτημα με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2000, κείμενα πρόσφατων αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και στατιστικό τμήμα με βασικούς οικονομικούς δείκτες.

Η ομιλία του Διοικητή κ. Λουκά Παπαδήμου, με θέμα "Από τη δραχμή στο ευρώ", έγινε στις 3 Ιουλίου στο συνέδριο με το ίδιο θέμα που διοργάνωσε η EFG Eurobank στην Αθήνα, υπό την αιγίδα της Association for the Monetary Union of Europe. Η ομιλία αναφέρεται στη διαδικασία της μετάβασης από τη δραχμή στο ευρώ και τις συνέπειές της για την ελληνική οικονομία, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και την εθνική οικονομική πολιτική. Στο πρώτο τμήμα, εξετάζεται η μακρόχρονη διαδικασία προσαρμογής της οικονομίας προκειμένου να διαμορφωθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ. Ειδικότερα, γίνεται εκτενής αναφορά σε ορισμένα κρίσιμα γεγονότα και περιόδους, τα οποία αναδεικνύουν τη συμβολή της νομισματικής πολιτικής και είναι: (α) η αντιμετώπιση της συναλλαγματικής κρίσης του 1994 και η συνακόλουθη αλλαγή της κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής, (β) η υιοθέτηση της σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ECU και του ευρώ ως κύριου ενδιάμεσου στόχου της νομισματικής πολιτικής από το 1995 και μετά και (γ) η ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών το Μάρτιο του 1998 και η νομισματική πολιτική που ακολουθήθηκε στη συνέχεια. Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μέσα στη ζώνη του ευρώ και την αναμενόμενη επίδραση της ενιαίας ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής στη χώρα μας. Μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι η πραγματική οικονομική σύγκλιση μπορεί να επιτευχθεί κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, με μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και τονίζεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει – για την επίτευξη αυτού του στόχου -- η απελευθέρωση και η αποτελεσματικότερη λειτουργία των αγορών, όπως προκύπτει και από την ανάλυση των επιδόσεων της "νέας οικονομίας". Επισημαίνεται επίσης ότι η εισαγωγή του ευρώ θα συντελέσει στην επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας και μέσω της επίδρασης που θα ασκήσει στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Συγκεκριμένα, αναφέρονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να παίξουν σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη της οικονομίας και -- παράλληλα -- να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους που συχνά συνδέονται με την ταχεία διεύρυνση των τραπεζικών εργασιών. Η ομιλία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεν μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ έχει ήδη αποφέρει πολλά οφέλη στην ελληνική οικονομία, διότι προϋπέθετε τη σταθεροποίησή της και οδήγησε σε αυτήν, η δε υιοθέτηση του ευρώ από τη χώρα μας θα αποφέρει και πρόσθετα οφέλη: θα εξασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών μακροπρόθεσμα, θα θωρακίσει την οικονομία από εξωγενείς νομισματικές αναταράξεις, θα προαγάγει την οικονομική ανάπτυξη και θα δράσει ως καταλύτης ώστε να επιταχυνθεί η αναδιάρθρωση της οικονομίας και να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση.

Οι μελέτες που δημοσιεύονται είναι οι εξής:

Νίκος Γ. Ζόνζηλος: "Η καμπύλη Phillips της ελληνικής οικονομίας και το διαχρονικά μεταβαλλόμενο NAIRU"

Στη μελέτη επιχειρείται μια εκτίμηση του ποσοστού ανεργίας το οποίο είναι συνεπές με μη αυξανόμενο πληθωρισμό (non-accelerating-inflation rate of unemployment – NAIRU) στην ελληνική οικονομία και εξετάζονται θέματα που αφορούν την καταπολέμηση της αυξανόμενης ανεργίας και τη διατήρηση του χαμηλού πληθωρισμού. Τα βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής: Η περιοριστική πολιτική που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια δεν προκάλεσε ουσιαστική αύξηση της "κυκλικής" ανεργίας και ο ρυθμός ανόδου της οικονομίας κινήθηκε σε επίπεδα απολύτως συμβατά με τους ρυθμούς ανόδου της δυνητικής παραγωγής. Παρατηρήθηκε σημαντική άνοδος της διαρθρωτικής ανεργίας και το "NAIRU" κυμάνθηκε μεταξύ 9% και 10% περίπου στην πενταετία 1995-1999, εξέλιξη που πρέπει να αποδοθεί στη μακροχρόνια παραμονή των ανέργων εκτός της αγοράς εργασίας, αλλά και στη σημαντική ενίσχυση του εργατικού δυναμικού. Η σταδιακή αποκλιμάκωση του ελληνικού πληθωρισμού ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής, καθώς και της συναλλαγματικής πολιτικής, η οποία διατήρησε το ρυθμό ανόδου των τιμών των εισαγομένων χαμηλότερα από αυτόν των εγχώριων τιμών. Στην αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών αυτών συνέβαλε η σημαντική βελτίωση του δημοσιονομικού περιβάλλοντος. Ένα έμμεσο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η διατήρηση του χαμηλού πληθωρισμού και ο περιορισμός της ανεργίας είναι στόχοι επιτεύξιμοι, μέσα στο περιβάλλον που θα δημιουργεί η κατάλληλη νομισματική πολιτική που θα ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μόνο με την εφαρμογή διαρθρωτικών παρεμβάσεων που πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνουν μέτρα αναβάθμισης του εργατικού δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης. Οι πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης – όπως προκύπτει από εμπειρική διερεύνηση που γίνεται στη μελέτη – δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματικές για τον περιορισμό της ανεργίας.

Στέλιος Ν. Πανταζίδης: "Η διατηρησιμότητα του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών"

Με την υιοθέτηση του ευρώ και την εφαρμογή της ενιαίας ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, περιορίζονται τα μέσα πολιτικής με τα οποία οι εγχώριες αρχές ασκούσαν διορθωτικές παρεμβάσεις σε περίπτωση ανεπιθύμητης διεύρυνσης του εξωτερικού ελλείμματος. Παράλληλα όμως, η έννοια του περιορισμού που έθετε στο παρελθόν το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής χάνει – σε μεγάλο βαθμό -- την πρακτική της σημασία. Εντούτοις, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών δεν παύει να αποτελεί ένα δείκτη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για το λόγο αυτό, στη μελέτη ανιχνεύονται οι πιθανές πηγές του ελλείμματος καθώς και η "διατηρησιμότητά" του, δηλαδή η δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να ανταποκρίνεται στις εξωτερικές της υποχρεώσεις ικανοποιώντας το διαχρονικό εξωτερικό περιορισμό της. Συγκεκριμένα, επιδιώκεται να διαπιστωθεί (με τη χρήση οικονομετρικών ελέγχων) κατά πόσον τα υφιστάμενα ελλείμματα οδηγούν σε απεριόριστη αύξηση του χρέους. Από την εμπειρική διερεύνηση προκύπτει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος μπορεί σε σημαντικό βαθμό να θεωρηθεί διατηρήσιμο. Πράγματι, στην εξεταζόμενη περίοδο, οι πληρωμές για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών δεν παρουσίασαν σημαντική μακροχρόνια απόκλιση από τις εισπράξεις από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία ικανοποιεί το διαχρονικό εξωτερικό περιορισμό της. Βεβαίως, η εξαγωγή συμπερασμάτων για τη μελλοντική εξέλιξη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών προϋποθέτει ότι οι παράγοντες που το επηρεάζουν δεν θα παρουσιάσουν σημαντικές αποκλίσεις από την προηγούμενη πορεία τους. Η προϋπόθεση αυτή διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Στο νέο περιβάλλον που δημιουργείται, διαμορφώνεται μια ισχυρή βάση για τη μακροχρόνια ομαλή εξέλιξη του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Εκτός όμως από τη σταθερότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, η οποία πρέπει να διατηρηθεί, η αποφυγή περαιτέρω διεύρυνσης του εξωτερικού ελλείμματος υποδεικνύει την ανάγκη παρεμβάσεων και σε μικροοικονομικό επίπεδο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.

Γιώργος Β. Χονδρογιάννης: "Διερεύνηση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ τιμών και μισθών στην Ελλάδα"

Ο προσδιορισμός της αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στις τιμές και τους μισθούς θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας για την κατανόηση και την ερμηνεία του πληθωρισμού. Επιπλέον, η πληρέστερη κατανόηση της σχέσης αυτής συμβάλλει ώστε να αναλυθούν οι επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής στη διαμόρφωση του γενικού επιπέδου των τιμών και των μισθών. Στη μελέτη αρχικά παρουσιάζονται οι εξελίξεις στον τομέα του πληθωρισμού και των αυξήσεων των μισθών τα τελευταία χρόνια και διαπιστώνεται η σημασία τους για την ικανοποίηση των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ από την ελληνική οικονομία. Στη συνέχεια διερευνάται οικονομετρικά – για την περίοδο 1975-1998 στην Ελλάδα -- η αιτιώδης σχέση (α) μεταξύ των τιμών και των μισθών και (β) μεταξύ των τιμών, των μισθών και της ποσότητας χρήματος. Τα εμπειρικά αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι στην εξεταζόμενη περίοδο, όταν η κρατική παρέμβαση έπαιζε κατά καιρούς σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μισθολογικών αυξήσεων, οι μισθοί προσδιορίζονταν κατά κύριο λόγο εξωγενώς, παρά την εφαρμογή συστημάτων ΑΤΑ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, τα εμπειρικά αποτελέσματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η μείωση του πληθωρισμού τα τελευταία έτη ορθώς επιδιώχθηκε με την άσκηση αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής και με τη συγκράτηση των αυξήσεων των ονομαστικών μισθών. Τέλος, προκύπτει έμμεσα το συμπέρασμα ότι, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα θα παίζουν σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση του χαμηλού ρυθμού πληθωρισμού και, κατά συνέπεια, για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανόδου.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι